Ο δικαστής και ο "σφυγμός" της κοινωνίας

Γιώργος Κουμάκης
Γιώργος Κουμάκης

Η καθόλα γενναία και αξιέπαινη αυτή ρήση ου Προέδρου του ΣΤΕ γεννά εύλογα ερωτηματικά στην εφαρμογή της, αφού εδώ παρατηρείται χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, δηλαδή στα λόγια και τα έργα.

 

του Γεωργίου Χ.Κουμάκη

 


              Κατά όλως παράδοξο και ανεξήγητο τρόπο, αφού δεν αντέχει στην κοινή λογική, διαλύθηκε αιφνιδίως, πριν κἀν συνέλθει και συγκροτηθεί σε σώμα η ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Συμβουλίου της Επικρατείας με εντολή του Προέδρου του. Ως αιτιολογία προβλήθηκε ότι το θέμα, που επρόκειτο να συζητηθεί, δηλαδή η συνταγματικότητα του νόμου για την αδειοδότηση  τηλεοπτικών σταθμών, αποτελούσε επίμαχο και διαφιλονεικούμενο θέμα στα μέσα ΜΜΕ. Οι δύο αντιπρόεδροι του εν λόγω δικαστηρίου αντέδρασαν έντονα λέγοντας ότι η ματαίωση της συνεδρίας ήταν πρωτοφανές γεγονός στα δικαστικά χρονικά.



              Παρόλο που δεν είμαι νομικός, θα επιχειρήσω ένα σχολιασμό της φράσης του Προέδρου του Δικαστηρίου αυτού,  ότι δηλαδή ο δικαστής κατά την εκδίκαση μιας δίκης είναι φρόνιμο να λαμβάνει υπόψη του το σφυγμό της κοινωνίας , δηλαδή το κοινό περί δικαίου ή λαϊκό αίσθημα. Η φράση αυτή πυροδότησε  ορυμαγδό και πλήθος καυστικών αντιδράσεων από αρχηγούς κομμάτων  και πλήθος έγκριτων νομικών και μάλιστα διακεκριμένων συνταγματολόγων, που είναι και η καθ’ ύλην αρμόδιοι. Το επιχείρημά τους είναι ότι ο ακριβοδίκαιος δικαστής οφείλει να δικάζει με  μοναδικό γνώμονα το σύνταγμα και τους νόμους του κράτους, πράγμα που οφείλει να τηρεί απαρέγκλιτα.

              Επειδή όμως τα πνευματικά δημιουργήματα είναι γεννήματα του νου, που αποσκοπούν στη διατήρηση και ανύψωση της αξιοπρέπειας και της ευζωΐας του ανθρώπου, είναι εύλογο το σύνταγμα και οι νόμοι να υπάγονται στον γενικό αυτόν κανόνα. Όλα πρέπει να αποσκοπούν στη βελτίωση της διαβίωσης του ανθρώπου σ΄ ένα κράτος δικαίου με κρηπίδα την αρετή και την καλή θέληση. Δεδομένου ότι οι νόμοι στον σύγχρονο κόσμο ψηφίζονται από αντιπροσώπους του λαού, είναι εύλογο να έχουν ατέλειες και σκοπιμότητες. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει με κανένα τρόπο ότι δικαιολογείται κάποιος να τους παραβαίνει, όπως ακριβώς δεν τους  παρέβη και ο Σωκράτης, παρόλο που δεν πίστευε ούτε στην ορθότητα του νόμου ούτε της δικαστικής απόφασης, αλλά με καρτερία και νηφαλιότητα ήπιε το κώνειο του θανάτου.

              Πέραν τούτου οι κορυφαίοι φιλόσοφοι της κλασικής αρχαιότητας, Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης αμφισβητούσαν αν ο νόμος πρέπει να είναι υπεράνω όλων και υποστήριζαν ότι ο επιστήμων και ενάρετος άρχων πρέπει να κυβερνούν, ενώ η ισχύς των νόμων τίθεται σε δεύτερη μοίρα. Επειδή όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο, αν μη αδύνατο να βρεθούν έντιμοι άρχοντες , προτίμησαν τον νόμο ως αναγκαίο κακό, διότι η χώρα δεν πρέπει να μείνει ακυβέρνητη. Τούτο δε διότι ο νόμος έχει γενικότητα και παλιώνει γρήγορα,  η  δε κοινωνία είναι ρευστή και μεταβαλλόμενη, αφού δημιουργούνται συνεχώς νέες ανάγκες, πράγμα που επιτάσσει τη διαρκή ανανέωση. Πολλές φορές επίσης το νόημα των νόμων είναι ασαφές και σκοτεινό, με αποτέλεσμα να επιδέχεται πλήθος ερμηνειών.

              Πάνω όμως από τον θετό νόμο με όλες τις αδυναμίες και τις ατέλειές του στέκεται μεγαλοπρεπής και πανίσχυρος ο νόμος της φύσης , ο οποίος έχοντας γενική ισχύ  χωρίς σκοπιμότητες εγγίζει τις πιο ευαίσθητες χορδές της ψυχής του ανθρώπου. Ο φυσικός νόμος ήταν εκείνος που όπλισε το χέρι της Αντιγόνης να θάψει τα αδέλφια της παρά την αυστηρή απαγόρευση του άρχοντα Κρέοντα. Αποτελεί δε συγχρόνως και κορυφαία εκδήλωση της δημοκρατίας, αφού αποτελεί τη συνισταμένη της κρίσης πλείστων πολιτών χωρίς υστεροβουλίες και κομματικές σκοπιμότητες. Πρόκειται για ένα πηγαίο και καθαρό αίσθημα, που αναβλύζει από τις ψυχές των απλών ανθρώπων. Το να στοχάζεται ο δικαστής την περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι πράξη ευθύνης, άκρας ευσυνειδήσίας και υψηλού επιστημονικού και επαγγελματικού  ήθους. Γι’ αυτό ὀ δικαστής αυτός αξίζει τον δημόσιο έπαινο και τον ανυπόκριτο θαυμασμό, αν βέβαια αποδειχθεί αρμονία λόγων και έργων.

                Αντίθετα, η Κυβέρνηση προτίμησε να ακολουθήσει το ρητό «το σιγάν κρείττον εστί του λαλείν»,  ίσως όχι τόσο από σεβασμό της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης όσο από το κομματικό συμφέρον, κρίνει κανείς από παρόμοιες περιπτώσεις. Το κοινό περί δικαίου αίσθημα ή αλλιώς ο σφυγμός της κοινωνίας είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του ηθικού οικοδομήματος και η κρηπίδα του κράτους δικαίου. Νόμος χωρίς ηθική είναι βλαβερός. Για παράδειγμα, η υπάρχουσα νομοθεσία όλου σχεδόν του κόσμου πλην ελαχίστων  εξαιρέσεων με τον άκρατο φιλελευθερισμό που την διέπει,  δεν θέτει φραγμούς και όρια στη δημιουργία πλούτου, με αποτέλεσμα ο μισός περίπου πλούτος του κόσμου να βρίσκεται σε χέρια ανθρώπων, ο αριθμός των οποίων είναι μονοψήφιος. Στα λεγόμενα «εγγραφα του Παναμά» σε υπεράκτιες εταιρείες, που αποκαλύφτηκαν πρόσφατα, οι ισχυρότεροι καταθέτες είναι πρώην αρχηγοί κρατών και γενικά πολιτικοί, οι   λίστες ατόμων με ύποπτο χρήμα κινδυνεύουν να παραγραφούν, ενώ άλλοι ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας, είναι άστεγοι και στερούνται τα βασικά προς επιβίωση. Τα σπίτια πολλών εργαζόμενων, που έχασαν λόγω της κρίσης την εργασία τους, βγαίνουν στον πλειστηριασμό συνήθως για χρέος κάτω των χιλίων ευρώ. Όλα αυτά  τα τερατουργήματα .είναι καθόλα νόμιμα. Ευτυχώς που υπάρχουν οι αγαθοεργίες της Εκκλησίας, η οποία με αγάπη και καλοσύνη  περιθάλπει και ενισχύει παντοιοτρόπως τους δυστυχείς, τους αναξιοπαθούντες, τους ταπεινούς  και καταφρονεμένους. Είναι έργο θεάρεστο, χωρίς να προβλέπεται από τον νόμο,  η αξία του οποίου δεν αποτιμάται εύκολα.

              Ο Πρωθυπουργός της χώρας μετά τη ματαίωση της δίκης - με το ενδεχόμενο η χρονική αυτή συγκυρία να είναι άσχετη προς το θέμα, και τα δύο γεγονότα να είναι εντελώς ανεξάρτητα μεταξύ τους προσκάλεσε στο Πρωθυπουργικό μέγαρο τους τρεις Προέδρους των Ανωτάτων Δικαστηρίων για λόγους εθιμοτυπικούς. Πάντως, υποψίες δημιουργεί το γεγονός ότι αύξησε τους μισθούς των προέδρων των  τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων αλλά όχι των υπολοίπων, με το αιτιολογικό ότι έχουν θέση ευθύνης. Η αντιπολίτευση ερμήνευσε το γεγονός ότι με τη χειρονομία του αυτήν προσπάθησε να χειραγωγήσει τη Δικαιοσύνη.  Τα πρόσωπα αυτά ως θεσμικά όργανα είναι αυτά που διορίζει η εκάστοτε Κυβέρνηση και επομένως κατά τεκμήριο υπάρχει κομματική συγγένεια. Ένας από τους Προέδρους δικαιολόγησε την αύξηση του μισθού τους με το επιχείρημα ότι έτσι  κατοχυρώνεται και εδραιώνεται η αξιοπρέπειά τους, ως εάν αξιοπρέπεια του ανθρώπου μετριέται με το ποσό των χρημάτων που διαθέτει ο καθένας.

              Η καθόλα γενναία και αξιέπαινη αυτή ρήση ου Προέδρου του ΣΤΕ γεννά εύλογα ερωτηματικά στην εφαρμογή της, αφού εδώ παρατηρείται χάσμα αγεφύρωτο ανάμεσα στη θεωρία και την πράξη, δηλαδή στα λόγια και τα έργα. Ο ίδιος Πρόεδρος είχε διακηρύξει πριν από λίγο καιρό το πολύπτυχο των αρετών του δικαστή , δηλαδή ο δικαστής δεν επηρεάζεται, δεν φοβείται, δεν δέχεται έξωθεν επεμβάσεις κ.τ.λ.. Αν οι δικαστές είναι έτσι όπως τους περιέγραψε, τότε δεν υπήρχε λόγος να ματαιώσει τη δίκη, διότι δεν θα υπήρχε κανείς κίνδυνος. Εδώ για έναν που δεν θέλει να εθελοτυφλεί υπάρχει ασυνέπεια και ανακολουθία έργων και λόγων. Ένα άλλο πρόβλημα που δημιουργείται είναι αν ο ίδιος στη δίκη αυτήν ήθελε να εφαρμόσει στη διαδικασία της απόφασης το κοινό περί δικαίου αίσθημα. Αν ήθελε να το χρησιμοποιήσει, έπρεπε να ολοκληρωθεί η δίκη, για να μη χάσει την ευκαιρία. Αν πάλι δεν ήθελε να το χρησιμοποιήσει, τότε γεννάται το ερώτημα γιατί δεν ήθελε. 

Πάντως η επιλεκτική χρήση του λαϊκού αισθήματος δημιουργεί εύλογα ερωτηματικά. Η απάντηση που θα μπορούσε ίσως να δοθεί από έναν απλό άνθρωπο είναι ότι η απόφαση, που ο ίδιος προέβλεπε ότι θα έβγαζε το δικαστήριο, θα ήταν εις βάρος κάποιας κομματικής παράταξης, που ο ίδιος ,για λόγους που μόνον εκείνος ξέρει, δεν θα ήθελε να συμβεί. Ένα άλλο ερώτημα που πλανάται επίσης είναι πώς μπορεί και με ποια βεβαιότητα κάποιος να αποκρυπτογραφήσει την περιρρέουσα  ατμόσφαιρα. 

Εν κατακλείδι το σύνθημα και το  πιστεύω του ανωτάτου αυτού δικαστικού λειτουργού ως θεωρία είναι σωστή και από την άποψη αυτήν είναι αξιέπαινος. Στην πράξη όμως δημιουργούνται δυσεπίλυτα προβλήματα και απορίες, εις τρόπον ώστε  να παρουσιάζεται δυσαρμονία, ασυμφωνία και διάσταση λόγων και έργων, πράγμα που δημιουργεί υποψίες για την αγνότητα των προθέσεών του. Αυτή η αδυναμία όμως να εναρμονίσει τα λόγια με τα έργα είναι και η ανελέητη μοίρα του ανθρώπου, αφού υπάρχουν δύσκολα θέματα. Πώς θα μπορούσε π.χ. ο Πρόεδρος του ΣΤΕ να αιτιολογήσει  για παράδειγμα μόνο τις τέσσερεις τηλεοπτικές άδειες, ενώ θα μπορούσαν να δοθούν περισσότερες, ώστε η ενημέρωση να είναι αντικειμενικότερη και πιο πλουραλιστική,  ή τον παραμερισμό του ΕΣΡ που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένη ανεξάρτητη αρχή και  έχει την αποκλειστική αρμοδιότητα σε τέτοιας φύσεως θέματα;

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ