Ο χαρακτήρας του νοτιά

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Πολύ με πείραξε ο αέρας, ο νοτιάς με αυτή του την αδιαλλαξία, φέρνοντας μου σκέψεις σκονισμένες, θλιβερές.

της Μαρίας Λιονάκη

Δίπλα στο φανάρι ο στύλος της ΔΕΗ και παραδίπλα σταματημένη εγώ με το  αυτοκίνητο περιμένω ν’ ανάψει το πράσινο. Κουρασμένη και σκυθρωπή. Στο θαμπό φως που βγαίνει απ’ τη λάμπα του στύλου, με τις σκιές να δημιουργούν παράξενα σχήματα , δρόμους, λόφους, θάλασσες , ποτάμια κι ανθρώπους  την προσοχή μου τραβούν τα αγγελτήρια θανάτου, τα κολλημένα στο στύλο. Εικόνα ρουτίνας που συνήθως το μάτι γλιστρά πάνω τους βιαστικό, εξοικειωμένο,  χωρίς συναίσθημα. Κι όμως απόψε η ματιά μου μένει εκεί σκεφτική και μελαγχολική. Ένα αγγελτήριο θανάτου, ένα  εισιτήριο για ένα  άγνωστο ταξίδι.  Μια αναχώρηση ή μια επιστροφή;  Ένα τέλος ή μια αρχή; Μια φωτογραφία και λίγες λέξεις  με απαραίτητες πληροφορίες για μια τελετή.  Τόσο λιτά, απλά και τυπικά, τόσο σιωπηλά δηλώνουν το πιο κραυγαλέο, επώδυνο για τους συγγενείς, αναπότρεπτο,  ανεξήγητο, άλυτο  μυστήριο της ζωής. Είναι οξύμωρο πως σ’ ένα τόσο μικρό χαρτί χωράει κάτι τόσο μεγάλο,  το  γραμμένο  μιας λευκής σελίδας, ενός κενού, μιας απουσίας. Το σημείο λήξης  μιας πορείας γεμάτης δράση, αγώνα, συναισθήματα, αγωνίες, χαρές και λύπες. Ένα πιστοποιητικό γέννησης κι ένα αγγελτήριο θανάτου, ο πρόλογος κι ο επίλογος μιας έκθεσης που τη γράφεις εσύ, η αρχή και το τέλος μιας ταινίας με ήρωα εσένα, ενός ταξιδιού, συντομότερου ή μακρύτερου, με περισσότερες ευτυχισμένες ή δυστυχισμένες στιγμές. Που τελειώνει αναμενόμενα ή αναπάντεχα, μα  σίγουρα αμετάκλητα.

Πολύ με πείραξε ο αέρας, ο νοτιάς με αυτή του την αδιαλλαξία, φέρνοντας μου σκέψεις  σκονισμένες, θλιβερές. Μέρες τώρα λυσσομανάει  αμετάπειστος,  εγωιστής , να δηλώσει την ύπαρξη  του, την ατελεύτητη θέλει, τη δύναμη του τη γιγάντια. Βρυχάται  σα λύκος αγριεμένος, πεινασμένος  πάνω απ’ το κοπάδι των ανθρώπων.  Άλογο που τρέχει  ξέφρενο σε ιππόδρομο. Μεθυσμένος νταής που έχασε παρτίδα  στα χαρτιά και κάνει σαματά. Εραστής παθιασμένος που ζηλεύει την ερωμένη του, τη θέλει μόνο δική του.  Ηφαίστειο απ’ το οποίο ξεχύνεται σαν  καυτή λάβα τόση σκόνη.  Χείμαρρος που δε γνωρίζει φραγμούς και σύνορα.

Μέρες τώρα δημιουργεί την αίσθηση ζωής πάνω στα σύννεφα, αιώρησης πάνω απ’ τη γη,  στο διάστημα, σε  άλλο πλανήτη, γαλαξία. Φωτογραφία κιτρινισμένη  από παλιό καρτ ποστάλ  ο κόσμος. Που έστειλε ναυτικός στην αγαπημένη του. «Ατέλειωτο κομπολόι από λιμάνια, φάρους και κύματα η ζωή μου.  Θα αργήσω, μα θα έρθω. Σε σκέφτομαι πάντα, να με περιμένεις.» της γράφει. Πλάνο από παλιά ασπρόμαυρη ελληνική ταινία ο κόσμος, ζωής φτωχικής, γεμάτης βάσανα και προσδοκίες   ή  πλάνο του  Θόδωρου Αγγελόπουλου θολό, μακρινό. Από άλλη πατρίδα, γη.

 Μέρες τώρα φυσάει ο αέρας  να σβήσει τα κεράκια της γενέθλιας τούρτας του κι αυτά ανάβουν. Κάτι θα έχει κρυφό,  ανομολόγητο, κάτι τον επηρέασε και άλλαξε  στην πορεία της ζωής του χαρακτήρα. Δεν μπορεί να ήταν έτσι από γεννησιμιού του. Κάποτε θα ήταν νηνεμία, άπνοια, θάλασσα γαλήνια, δέντρα και λουλούδια χτενισμένα από χέρι μητέρας,  φύσημα ελαφρύ σα χάδι. Κάποτε θα ήταν ευαίσθητος, με υπομονή και σεβασμό, διαλλακτικός, ευγενικός, ρομαντικός.  Νεαρός που χάριζε  την καρδιά του στην αγαπημένη του, μαζί με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο.   Θα παραχωρούσε θέση,  κάθισμα στους γεροντότερους,  θα ανοιγόταν σε σχέσεις, αγάπες, φιλίες, θα μοιράζονταν στιγμές και όνειρα. Θα ατένιζε με αισιοδοξία τη ζωή, θα ξανοίγονταν σε θάλασσες ακύμαντες, με ουρανούς ανέφελους. Κάποτε θα πετούσε  σαν πουλί χωρίς να το σκεφτεί πάνω από λόφους γεμάτους χρώματα,  αγριολούλουδα, παπαρούνες, ανεμώνες, μαργαρίτες.   Κάποτε θα ήταν αφελής και αθώος, ήρεμος, σιωπηλός, χωρίς φωνή.

 Μα με τα χρόνια άλλαξε. Παρατηρώντας γύρω του καλύτερα,  είδε την αδικία  του κόσμου, την προσπάθεια του ενός να επιβληθεί στον άλλο, τη βία, τον ανταγωνισμό. Ένιωσε, συναισθάνθηκε πως παίζεται το παιχνίδι της ζωής.  Πως αν δεν πατήσει γερά στη γη, αν δεν κρατηθεί δυνατά   θα ξεριζωθεί.  Πως αν δε φωνάξει το δίκιο του θα καταπατηθεί. Πως  η ζωή είναι αγώνας δρόμου, με νικητές και νικημένους. Μια ταινία, ένα ταξίδι ανάμεσα σε ένα πιστοποιητικό γέννησης κι ένα αγγελτήριο θανάτου.   Πως  έχει Λαιστρυγόνες, Κύκλωπες, άγριο Ποσειδώνα.  Έτσι άλλαξε χαρακτήρα, συμπεριφορά, ρότα. Ύψωσε ανάστημα και φωνή. Τώρα πια φωνάζει και διεκδικεί.  Τώρα πια φυσάει. Περισσότερο ή λιγότερο δυνατά κατά περίσταση.

Γέμισε  το μπαλκόνι μου φύλλα, αποκομμένα από τις γλάστρες μου,  μικρά αερόστατα  που στροβιλίζονται, από όλα τα αρωματικά φυτά. Βασιλικό, λεβάντα, δυόσμο, ρίγανη.   Χορεύτριες που χορεύουν το βαλς του αέρα. Κι ένα παιχνιδάκι έφερε ο αέρας,  ο δυνατός νοτιάς από το πάνω διαμέρισμα, μπαλκόνι από την εγγονή της γειτόνισσας. Ένα μπαλόνι ροζ. Σαν τα όνειρα που έκανα μικρή.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ