Ο Καπετάν Μηνάς: Το Ηρωικό Στοιχείο στο Έργο του Καζαντζάκη

Δημήτρης Μιμής
Δημήτρης Μιμής

Από πολύ νωρίς, ο Άγιος Μηνάς, ο πολιούχος της πόλης που Ηρακλείου όπου γεννήθηκε ο μεγάλος συγγραφέας, γίνεται ο πρώτος πραγματικός ήρωας

Του Δημήτρη Μιμή

Το ηρωικό στοιχείο γεννήθηκε στον Καζαντζάκη στα νεανικά του χρόνια. Μικρός μεγάλωσε μέσα σ΄ ένα περιβάλλον όπου το ηρωικό πρότυπο κυριαρχούσε. Η τουρκοκρατούμενη Κρήτη και το πρότυπο του πατέρα του ήταν στοιχεία καθημερινά που απετέλεσαν τη μαγιά μαζί με την αγιοσύνη με τα οποία θα πλάσει  τον “ήρωα  και τον άγιο “.                                                                                                                  

«Η πρώτη μου λαχτάρα στάθηκε η λευτεριά˙ η δεύτερη, που κρυφά μέσα μου ακόμα αποκρατάει και με βασανίζει, η δίψα της  αγιοσύνης. Ήρωας συνάμα κι άγιος, να το ανώτατο πρότυπο του ανθρώπου˙ από παιδί είχα στερεώσει από πάνω μου, στο γαλάζιο αγέρα, το πρότυπο ετούτο.» (Ν. Καζαντζάκης  “ Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά “ ).

Αλλά και στο “Αναφορά στον Γκρέκο” στη σελίδα 80, ο Ν. Καζαντζάκης,                                                                 αναφερόμενος στο ίδιο θέμα, γράφει: “Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος”. 

Με τα λόγια αυτά, ο Καζαντζάκης μας παρουσιάζει  το πρότυπο από το οποίο  διακατέχεται καθ΄ όλη τη διάρκεια της ζωής του  και το παρουσιάζει  στα έργα του, δίνοντας μας το στίγμα του προορισμού και  αποστολής της ζωής του. 

Από τα πρώιμα του χρόνια, έχοντας ζωντανές αναμνήσεις από ήρωες της εποχής του αλλά  και τους Aγίους μέσα από την ανάγνωση των συναξαριών, συνδυάζει το ηρωικό στοιχείο με την αγιοσύνη δίνοντας ηρωικά στοιχεία στους Αγίους. Αυτό το συναντάμε κυρίως στο έργο του  “ ο Καπετάν Μιχάλης “  όταν αναφέρεται στον Άγιο Μηνά. 

Από πολύ νωρίς, ο Άγιος Μηνάς, ο πολιούχος της πόλης που Ηρακλείου όπου γεννήθηκε ο μεγάλος συγγραφέας, γίνεται ο πρώτος πραγματικός ήρωας, που συνδυάζει το ηρωικό στοιχείο με την αγιοσύνη.

Στο έργο του, “Αναφορά στον Γκρέκο”, ο Καζαντζάκης, στο κεφάλαιο “Λαχτάρα φυγής” ενθυμούμενος τα παιδικά του χρόνια  στο Μεγάλο Κάστρο, μας τα περιγράφει ως “ηρωικά χρόνια”. Οι Καστρινοί, στον Αϊ-Μηνά, πήγαιναν τα άρματά τους, κρυφά να τα βλογήσει, όπως έκανε και ο πατέρας του Καζαντζάκη. Παράλληλα του άναβαν και κερί και του έλεγαν τα παράπονά  τους, γιατί αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη. 

Να πως τον περιγράφει στο ίδιο κεφάλαιο: “Αλάκερη η πολιτεία ήταν ένα φρούριο, η κάθε ψυχή ήταν και αυτή ένα φρούριο αιώνιο πολιορκούμενο κι είχαν καπετάνιο ένα άγιο, τον Άι- Μηνά, τον προστάτη του Μεγάλου Κάστρου. Όλη τη μέρα στέκουνταν ακίνητος στο κόνισμά  του, μέσα στη μικρή εκκλησία του, καβάλα σε ψαρί άλογο, και κρατούσε όρθιο ένα κόκκινο κοντάρι. Κοντοσγουρογένης, ηλιοκαμένος, αγριομάτης…….φορτωμένος με τ΄ασημένια ταξίματα….Έμενε ακίνητος όλη τη μέρα και καμώνονταν πως ήταν τάχατε μονάχα ζωγραφιά-μπογιά και σανίδι· μα ευτής ως έπεφτε η νύκτα και μαζεύονταν οι Χριστιανοί στα σπίτια τους, κι ένα ένα έσβηναν τα φώτα, έδινε μια, αναμέριζε τ΄ ασημένια ταξίματα και τις μπογιές, σπιρούνιζε το άλογο του κι έφερνε βόλτα  τους ρωμέϊκους μαχαλάδες. Έβγαινε περιπολία. Δεν ήταν μαθές, αυτός για τους Καστρινούς μονάχα άγιος· ήταν ο καπετάνιος τους. Καπετάν Μηνά τον έλεγαν και του πήγαιναν και του άναβαν κερί, τον κοίταζαν πολλήν  ώρα και ποιος ξέρει τι παράπονα θα του΄χαν που αργούσε να λευτερώσει την Κρήτη”.

Πέρα από τους Αγίους,  ο Καζαντζάκης προσπαθεί να δώσει και στις γυναίκες, ιδιαίτερα στην κόρη του  Καπετάν Μιχάλη, τη  Ρηνιώ, αλλά και σ΄ άλλα πρόσωπα,    ηρωικά στοιχεία. 

‘Ετσι στον “ Καπετάν Μιχάλη “, στο κεφάλαιο 3 γράφει: “Η Ρηνιώ χαμογέλασε∙ της άρεσε ο πατέρας της, καμάρωνε την αγριάδα του, τη σιωπή του, την περιφάνια.  Αν ήμουν άντρας συλλογίστηκε, τέτοιος θα `μουν. Αν πάρω άντρα, τέτοιον τον θέλω.’’  

Αλλά και στο κεφάλαιο 9, το Ρηνιώ  ακούει την  καπετάνισσα μητέρα της  να της λέει: “Εσύ έκανες για άντρας….δε φοβάσαι;” Και να απαντά το Ρηνιώ: “Μια φορά θα πεθάνουμε, μάνα ∙ ας πεθάνουμε αντρόπιαστες.” 

Ο Καζαντζάκης, μέσα από τα παιδικά του μάτια, όπως μας γράφει στον πρόλογο του έργου του  “Καπετάν Μιχάλης”, παρουσιάζει ακόμα και τον Θεό ως πολεμιστή: “Ο Θεός μας είχε πάρει το πρόσωπο και το μπόι γέρου πολεμιστή· φορούσε κι αυτός φουφούλα βράκα, κρατούσε κι αυτός μαχαίρι κι έφερνε γύρα το Κάστρο· οι μεγάλοι δεν τον έβλεπαν, μα εμείς, όταν γυρίζαμε από τη δασκάλα, ντάλα μεσημέρι, έρχουνταν μέρες που ξεχωρίζαμε τ΄ άρματά του να γυαλίζουν μέσα στους σκοτεινούς τούρκικους μαχαλάδες”.

Πέρα από τον Άγιο Μηνά, πολλές  φορές προσδίδει και σ΄ άλλους Αγίους   όπως στον Άγιο Φραγκίσκο, ηρωικά στοιχεία. Σε επιστολή του προς τη  Γαλάτεια  από την Ασσίζη της γράφει: “ Ο Άγιος Φραγκίσκος πήρε με ηρωισμό το μέρος των φτωχών, ονόμασε το τάγμα του “ minores “ κι  ανάγκασε τους πλούσιους στην Ασσίζη να υποκύψουν “. 

Παράλληλα, στην επιστολή,  της εκφράζει την επιθυμία του ν’ ακολουθήσει τον δρόμο του Αγίου Φραγκίσκου: “Κάποτε το αίμα ανεβαίνει στο κεφάλι μου˙ τόσο με κυριεύει η πεποίθηση πως ένα μόνο πια μου απομένει μεγάλο χρέος: ν’ ακολουθήσω, σαν τον Άγιο Φραγκίσκο το δρόμο αυτό που ανανεώνει τη ζωή “.  

Μελετώντας περισσότερο σε βάθος τον Καζαντζάκη, ανακαλύπτω ένα δυισμό στο έργο αλλά και στη ζωή του.  Απ΄ τη μια πλευρά οι Άγιοι και από την άλλη οι γήινοι ήρωες, που προσπαθεί να τους ενώσει  “Ήρωας κι άγιος, να ο τέλειος άνθρωπος”. 

Αυτός ο δυισμός θα τον ακολουθήσει σ’ όλη του τη ζωή. Διαρκώς θα αγωνίζεται  να ξεπεράσει την αντίθεση αυτή μεταξύ σώματος και ψυχής.   Επιθυμεί και προσπαθεί να πετύχει στην καθημερινότητα του την πνευματικότητα, την αγιότητα,  αλλά θαυμάζει το γήινο και το πρωτόγονο και  συχνά επιστρέφει σ’ αυτό. Καθημερινά αμφιταλαντεύεται μεταξύ αυτών των δύο στοιχείων που προσπαθεί να τα συνδέσει. Αυτό είναι μια πλουραλιστική θεωρία που στην πράξη   δεν κατόρθωσε ποτέ να ενοποιήσει . Η  συνύπαρξη   αυτή  των δυο εννοιών υφίσταται  εμφανώς  στα έργα του  αλλά και στην καθημερινή του ζωή και  τη συναντάμε όταν οι πρωτόγονες επιθυμίες  του   συμβιώνουν  με το θείο που φαίνονται σαν διαμάχη. Μια διαμάχη διαρκείας που μονάχα στο τέλος της ζωής του μεγάλου συγγραφέα θα διαφανεί το επιθυμητό.   

Στο έργο του “ Aδερφοφάδες “, στα πλαίσια μιας ενδόμυχης συνομιλίας που είχε με το Χριστό, το ηρωϊκό στοιχείο τίθεται υπό αμφισβήτηση.

 Ο παπα- Γιάνναρος, ο πρωταγωνιστής του έργου, απελπισμένος από την αιματοχυσία των Ελλήνων, ζητά τη βοήθεια του Χριστού, να τον βοηθήσει να βρει   “ τ΄ αχνάρια που θ΄ ακολουθήσει” :

-Τι  να σε ρωτήσω, Χριστέ μου; τσέβδισε ο γέροντας κι έτρεμε· τι να να σε ρωτήσω; όλα τα ξέρεις. 

-Όλα τα ξέρω, μα μου αρέσει ν΄ ακούω τη φωνή του ανθρώπου· μίλα.

-Πού είναι απάνω στα χώματα της Ελλάδος τ΄ αχνάρια σου, Χριστέ μου, να τ΄ ακολουθήσω; Να, αυτό ήθελα να σε ρωτήσω· πού βρίσκεσαι, με ποιους βρίσκεσαι-με τους μαύρους; Με τους κόκκινους; - να ΄ρθω μαζί σου………

Χριστέ μου, άπλωσε το χέρι σου, οδήγα με· να πάω να παραδώσω το χωριό στους αντάρτες, να μην πάω;

-Δεν ντρέπεσαι, παπα-Γιάνναρε;….Είσαι λεύτερος· σ΄ έκανα λεύτερο. Τι κρέμεσαι ακόμα από μένα;  Άσε τις μετάνοιες,  σήκω ορθός, παπα-Γιάνναρε, πάρτε απάνω σου την ευθύνη, μη ζητάς αρμήνεια  από κανένα· δεν είσαι λεύτερος;  Διάλεξε.

-….παίρνω, το λοιπόν, απάνω μου τη σωτηρία για το χαμό του χωριού μου· εγώ θ΄ αποφασίσω. Είμαι λεύτερος, έχεις δίκιο· λεύτερος πάει να πεί, τιμή για ντροπή, όλη δική μου. Πάει να πει, είναι άνθρωπος.

            

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ