Ο Μαστρογιάννι του...Ηρακλείου!

Γεωργία Καρβουνάκη
Γεωργία Καρβουνάκη

«Μαστρογιαννάκη, όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο μοιάζεις στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι», του είπα γελώντας, όχι μόνο για να τον κολακέψω. Το ύφος του όταν το άκουσε με έκανε να «το ψάξω» λίγο παραπάνω

  της Γεωργίας Καρβουνάκη


«Τζοβάνι Μασιμιλιάνι, τον έλεγαν τον παππού του. Τον άκουσα να το λέει ο ίδιος στον πατέρα, αλλά υπάρχουν τα στοιχεία του και στα αρχεία της Καθολικής Εκκλησίας του Ηρακλείου. Ήταν ένας από τους τρεις τεχνίτες που έφεραν από την Ιταλία για να επιβλέψουν το χτίσιμο του ναού του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Οι Έλληνες, μαστόροι και παραγιοί, τον έλεγαν μαστρο Γιάννη κι έτσι τον ήξεραν όλοι».

Έτσι ξεκίνησε τη βουτιά στο παρελθόν της οικογένειάς του ο κύριος Μαστρογιαννάκης. Δεν έχει σημασία το μικρό του όνομα, είναι ένας από τους πολλούς με το ίδιο επώνυμο που υπάρχουν στην πόλη μας. Μια σύμπτωση ήταν που μας έκανε να γνωριστούμε, το μικρότερο από τα τρία παιδιά του καθόταν στο ίδιο θρανίο με τον γιο μου στο δημοτικό, στις τρεις πρώτες τάξεις κι αυτό ήταν αφορμή για να κάνουμε και οικογενειακή παρέα τότε. Είχαμε, όμως, να βρεθούμε χρόνια κι όταν συναντηθήκαμε οι αλλαγές πάνω μας ήταν η αιτία της συζήτησης που ακολούθησε.

«Μαστρογιαννάκη, όσο μεγαλώνεις τόσο περισσότερο μοιάζεις στον Μαρτσέλο Μαστρογιάννι», του είπα γελώντας, όχι μόνο για να τον κολακέψω. Το ύφος του όταν το άκουσε με έκανε να «το ψάξω» λίγο παραπάνω. Ναι, υπήρχε θέμα, τελικά και βγήκε με τον καφέ.

«Γύρω στα 1885 ήταν όταν ήρθε, νεότατος και ωραίος ο Τζοβάνι έκαψε καρδιές μα τότε ήτανε αυστηρά τα πράγματα και οι κοπέλες έπρεπε να κρατήσουν τη θέση τους, δεν είναι όπως σήμερα. Η εγγονή μου στα 13 της φέρνει το αγόρι στο σπίτι και ο γιος μου καμαρώνει. Προσαρμόζουνται οι άνθρωποι στην εποχή. Εγώ θυμάμαι το 1966, στα 16 μου, να κρύβομαι πίσω από τα λουλούδια στην αυλή μας, στη Δημοκρατίας μέναμε, σε μια μονοκατοικία με κήπο, να περιμένω να περάσει μια κοπελιά, ονόματα δε λέμε, είναι και γνωστή κυρία στην πόλη, νόμιζα πως κάνω έγκλημα και ήμουν ολοκόκκινος από ντροπή, μόνο που θα την έβλεπα, χωρίς να της έχω μιλήσει και χωρίς η ίδια να έχει ιδέα. Το «ειδύλλιο» σταμάτησε ύστερα από δυο χρόνια, με τον γάμο της.

Πάντως, ο προ προπάππους μου, που δούλευαν μαζί, όταν τον έφερνε τον μαστρο Γιάννη καμιά φορά στο σπίτι του, κλείδωνε τη θυγατέρα του γιατί η κοινωνία τότε δεν συγχωρούσε. Φαίνεται, όμως, ότι βρέθηκε τρόπος να ξεκλειδωθεί η κοπελιά και παίχτηκαν δράματα στο σπίτι αλλά δεν μιλούσε κανείς γι αυτό παρά μόνο ψιθυριστά. Ήταν το ‘88, που πάντρεψαν την κοπέλα και, λίγο πριν γεννηθεί ο παππούς μου, ο «μαστρο Γιάννης» έφυγε από την Κρήτη αλλά αρκετά χρόνια αργότερα ο εγγονός του ο Μαρτσέλο βρήκε τις άκρες από τα λεγόμενα του παππού του και γνωρίστηκε με τον πατέρα μου, που ήταν ο μόνος εν ζωή από την οικογένεια εκείνη. Η σύμπτωση ή το αστείο ή και το σοβαρό της υπόθεσης, είναι ότι εκείνος λεγόταν πια Μαστρογιάννι σαν καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, δεν ήθελε να κάνει καριέρα με το επώνυμο Μασιμιλιάνι του μέθυσου πατέρα του κι ο πατέρας μου λεγόταν Μαστρογιαννάκης. Τους ένωνε μια κοινή ιστορία των παππούδων τους.

Ο τζίο Μαρτσέλο, έτσι ήθελε να τον λέω, χρόνια έλεγε στον πατέρα μου ότι θα έρθει να επισκεφτεί την Κρήτη και όλο από αναβολή σε αναβολή το πήγαινε, λόγω υποχρεώσεων. Βλέπεις, από τότε που άρχισε να γίνεται λίγο διάσημος ηθοποιός δεν προλάβαινε τις ταινίες. Ειδικά εκείνη τη «Ντόλτσε βίτα», που εγώ δεν την είχα δει τότε γιατί ήμουν μικρός, όλοι τη συζητούσανε.

Είχε κι άλλους λόγους να θέλει να έρθει στο Ηράκλειο. Η γυναίκα του, που λεγόταν Φλόρα Καράμπελα, είχε καταγωγή από δω, ο πατέρας της ήταν δεύτερης γενιάς μετανάστης στην Ιταλία κι εκείνη είχε το όνομα της γιαγιάς της, που γεννήθηκε στην Κρήτη κι έφυγε για την Γένοβα, άγνωστο πότε ακριβώς, με τον άντρα της, μηχανικός ήτανε, με ένα παιδί στην κοιλιά κι ένα μωρό στην αγκαλιά.

Οι ιστορίες αυτές τελειωμό δεν έχουνε. Το θέμα μας είναι ο τζίο Μαρτσέλο που ήρθε το 1964 στο Ηράκλειο, μόνος του, χωρίς τη γυναίκα του, που τελευταία στιγμή άλλαξε σχέδια, ίσως κι επειδή τον είχε πιάσει να τσιλιμπουρδίζει με μια νεαρή ηθοποιό, τον φιλοξενήσαμε στο σπίτι μας και ποτέ κανένας δεν το έμαθε. Όχι ότι δεν τον είδε κανείς αλλά εκείνη την εποχή δεν ξεχώριζε και πολύ από τους πολλούς κομψευόμενους νεαρούς της καλής λεγόμενης κοινωνίας της πόλης. Εκτός από το σινεμά δεν υπήρχαν τα μέσα, όπως σήμερα, για να είναι πολύ γνωστός και ούτε κυκλοφόρησε και πολύ, βασικά ήρθε για να δει τον πατέρα μου και την οικογένειά του, που δεν είχε ξανασυναντήσει, αλλά και να κάνει Πάσχα καθολικό στην ενορία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή. Πρώτον επειδή ήταν καλός καθολικός ο ίδιος κι αυτό έγινε η αιτία να τον παρατήσει στα κρύα του λουτρού αργότερα η ωραία Φαίη Νταναγουέι, γιατί αυτός, αν και είχαν σχέση δυνατή επί δυο χρόνια, αρνιόταν να πάρει διαζύγιο λόγω της θρησκείας του, που το θεωρούσε μέγα αμάρτημα, λες και η μοιχεία δεν ήταν, άμα το πάρουμε κι αλλιώς. Δεύτερον η εκκλησία αυτή ήταν η αιτία που συνδέθηκαν οι οικογένειές μας, λόγω του παππού του, που δούλεψε στο χτίσιμο της πρώτης εκκλησίας μαζί με τον προ προπάππου μου. Το 1959 με τους σεισμούς η εκκλησία έπαθε μεγάλες ζημιές και ο παπα Γιώργης, που οι γονείς μου τον γνώριζαν, πήρε την απόφαση να τη χτίσουν πάλι εκ θεμελίων κι εκεί ανέλαβε ο πατέρας μου την εργολαβία. Το έργο ολοκληρώθηκε το 1962. 

Ο Μαρτσέλο έκανε καριέρα μεγάλη, γύριζε δυο και τρεις και τέσσερις ταινίες τον χρόνο, με μεγάλους σκηνοθέτες, Ντε Σίκα, Φελίνι, Αντονιόνι, Μπολονίνι. Και με τον Ντασέν είχε κάνει ταινία. Εκείνο το Πάσχα του 1964, όμως, νωρίς, 29 του Μάρτη έπεφτε το καθολικό Πάσχα εκείνη τη χρονιά, στις 3 του Μάη το δικό μας, είχε ως φαίνεται ελεύθερο χρόνο από τα γυρίσματα, νομίζω το «Γάμος α λα ιταλικά» γυρίζανε, οπότε βρήκε χρόνο και ήρθε για να ξεκουραστεί, να μας δει, να κάνει και το καθήκον του ως χριστιανός.

Εμείς τότε στεκόμασταν καλά οικονομικά, ο πατέρας μου ήταν εργολάβος, είχαμε και αυτοκίνητο, ένα Πεζώ 404, κρεμ χρώμα ήτανε, μοντέλο του ‘60, που το πούλησε η μάνα μου όταν άρχισε να ζορίζει το πράγμα με τον πρόωρο θάνατο του πατέρα μου, λίγο πριν το ‘70, θυμάμαι και ποιος το πήρε, ένας εστιάτορας ήτανε, νιόπαντρος, μάλιστα. Είχαμε και ωραίο σπίτι, ένα δωμάτιο ξένων με δικό του λουτρό, πράγμα σπουδαίο εκείνη την εποχή, φιλοξένησε τον «συγγενή» μας από την Ιταλία. Η μάνα μου το είχε περιποιηθεί ιδιαιτέρως για να μη νομίζει ο ξένος άνθρωπος ότι ήμασταν τίποτα χωριάτες. Μαζί μας έμενε και η Ανεζίνη, η οικιακή βοηθός, στο δωματιάκι της ταράτσας που σκόπευα, αλλά δεν τολμούσα,  να πω στους γονείς μου να το πάρω εγώ, γιατί από εκεί πάνω φαινόταν ως και η θάλασσα.

Ήρθε, λοιπόν, ο τζίο το Σάββατο 28 Μαρτίου, πρωί-πρωί τον έφερε ο πατέρας από το λιμάνι με το Πεζώ, άγνωστο γιατί προτίμησε το πλοίο αντί του αεροπλάνου. Έφερε δυο βαλίτσες κι εγώ προθυμοποιήθηκα να τις μεταφέρω στο δωμάτιό του, ήθελα βλέπεις να κάνω εντύπωση. Μέσα σε μια από αυτές ήταν και το δώρο μου, μια φωτογραφική μηχανή Μπεντσίνι, δεν ξέρω αν υπάρχουν ακόμη αυτές, είχε σκελετό αλουμινίου και θήκη από καφέ δέρμα. Η χαρά μου δεν περιγράφεται γιατί αν και είχαμε τότε περισσότερα από άλλους δεν ήξερα κανένα φίλο μου να έχει φωτογραφική μηχανή. Μου έδειξε ο ίδιος ο τζίο Μαρτσέλο πώς να τη χειρίζομαι, είχε φέρει και φιλμ και η πρώτη φωτογραφία που τράβηξα ήταν η θάλασσα, όπως φαινόταν από το δωματιάκι της Ανεζίνης αλλά τόσο κουνημένη που ήταν αγνώριστη.

Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν ότι ο πατέρας μου και ο τζίο, που ήταν λίγο μικρότερος, έμοιαζαν αρκετά αλλά δεν τόλμησα να το πω γιατί δεν φαίνεται να το παρατήρησε κανένας άλλος. Ήταν ομορφάντρας ο πατέρας μου και έτσι τον θυμούνται όλοι, αφού πέθανε τόσο νέος, λέγανε ότι του έμοιασα κι εγώ αλλά μπορεί να το λέγανε για να ξεγελιούνται ότι ζει ακόμη. Όμορφη πολύ ήταν και η μάνα μου, ωραίο ζευγάρι.

Φιλικός και απλός ο τζίο Μαρτσέλο, ο γιος και εγγονός του χτίστη, όπως παραδεχόταν ο ίδιος σε όλους, έκανε τα πάντα για να συνεννοηθεί μαζί μου και με τη μάνα μου, ο πατέρας ήξερε κάτι ιταλικά και κάτι γερμανικά, από τον πόλεμο ακόμη. Το βράδυ πήγε στην εκκλησία μαζί με τον πατέρα μου και γύρισαν στο σπίτι όταν εγώ είχα ήδη κοιμηθεί. Την Κυριακή, Πάσχα γι αυτόν αλλά νηστεία ήδη για μας, η μητέρα είχε κανονίσει να έχει στο τραπέζι και κρέας και νηστίσιμα αλλά ό φιλοξενούμενος δοκίμασε απ’ όλα. Πιο πολύ έδειξε να του αρέσουν τα ντολμαδάκια που τύλιξε η Ανεζίνη με λάχανο, χωρίς κιμά, λαδερά. Του άρεσε και ο χαλβάς που είχαμε για γλυκό μαζί με διάφορα γλυκά κουταλιού και πάστες από το ζαχαροπλαστείο Διεθνές των Ρελάκηδων, που βρισκόταν τότε στην αρχή της μικρής Έβανς. Δεν έπινε πολύ, ένα ποτήρι κρασί και το λικέρ βύσσινο της μαμάς με το γλυκό.

Την επόμενη μέρα μας πήρε ο πατέρας μου με το αυτοκίνητο και κάναμε μια μεγάλη βόλτα μέχρι το Ρέθυμνο. Ήταν άδειοι οι δρόμοι τότε, δεν υπήρχαν και πολλά αυτοκίνητα όπως σήμερα. Στη διαδρομή σταματήσαμε δυο φορές σε παραλιακά καφενεδάκια, ταβερνάκια, ελάχιστα ήταν κι αυτά. Ήπιαν καφέ και ο τζίο Μαρτσέλο μου είπε να φωτογραφίζω το τοπίο, ο ίδιος δεν ήθελε να ποζάρει, τον είχε κουράσει, φαίνεται, η πολλή δημοσιότητα. Στο Ρέθυμνο φωτογράφισα κι ένα φάρο στο παλιό λιμάνι, που μου άρεσε πολύ, μέχρι να με φωνάξουν οι μεγάλοι για φαγητό σ’ ένα ταβερνάκι εκεί κοντά που είχαν καθίσει. Την Τρίτη το πρωί πάλι εκδρομή, στο Κράσι και στο οροπέδιο Λασιθίου και στον Άγιο Νικόλαο, που ήταν ένα γραφικό μέρος, αλλά σχεδόν χωριό. Πάλι καφενεία, ταβέρνες και κουβέντες με τον πατέρα και ύπνο νωρίς το βράδυ. Ήταν να φύγει στις 2 του Απρίλη, ημέρα Πέμπτη. Είπε στον πατέρα ότι δεν ήθελε να φύγει χωρίς να έχει δει την Κνωσό και το Μουσείο. Πήγαμε, λοιπόν, πάλι όλοι μαζί πρώτα στην Κνωσό, όπου βρήκαμε μια κυρία, ξεναγό που μιλούσε καλά ιταλικά και μας έδειξε το παλάτι και μας τα εξηγούσε και στις δυο γλώσσες. Ντράπηκα που δεν είχαμε πάει ποτέ με τους γονείς μου, όλοι είδαμε την Κνωσό και το Μουσείο για πρώτη φορά. Εκεί, μπροστά στο παλάτι που μου φάνηκε τόσο εντυπωσιακό όπως ο τζίο Μαρτσέλο, έβγαλα ξαφνικά τη φωτογραφική μηχανή και πριν προλάβει να αρνηθεί πάλι, τους φωτογράφισα με τον πατέρα μου κι αυτή είναι η μόνη φωτογραφία που έχουν μαζί αυτοί οι δυο ωραίοι άντρες που η ζωή τους ένωσε και τους χώρισε με τον τρόπο της. Αιφνιδιάστηκε αλλά γέλασε μετά και είπε δεν πειράζει, πρότεινε να φωτογραφηθούμε και όλοι μαζί αλλά το αφήσαμε για το σπίτι και ύστερα το ξεχάσαμε κι έφυγε την άλλη μέρα χωρίς να το κάνουμε. Εμφάνισα το φιλμ και υπήρχαν δυο - τρεις ωραίες φωτογραφίες από τις εκδρομές μας αλλά η πιο ωραία ήταν αυτή στην Κνωσό, όχι μόνο γιατί δεν ήταν πολύ κουνημένη αλλά γιατί μου έμεινε σαν κειμήλιο και αυτή έβαλα και στον τάφο του πατέρα μου μερικά χρόνια αργότερα, αλλά γρήγορα ξεθώριασε και δεν την αντικατέστησα πια.

Του στείλαμε κι εκείνου μια κόπια και όταν τον είδα στην Ιταλία μετά από μερικά χρόνια μου είπε ότι την έχει ακόμη. Τον συνάντησα μερικές φορές ακόμη, τη μια στην Αθήνα όταν γύριζε «Το μετέωρο βήμα του πελαργού» με τον Αγγελόπουλο, αλλά η ζωή μου δεν ήταν πολύ εύκολη, δεν είχα την ευκαιρία να ταξιδεύω συχνά κι εκείνος δεν ξαναήρθε στην Κρήτη. Πάντως, αυτός ήταν η αιτία που οι γονείς μου επέμεναν να μάθω ιταλικά, αλλά ο πατέρας μου πέθανε πριν προλάβει να με ακούσει να τα μιλώ αρκετά καλά».

Δεν έχει σημασία ποιος ήταν ο συνομιλητής μου, τελικά. Κάποιοι μπορεί να τον αναγνωρίσουν από τις -μικρές για μας, σημαντικές για εκείνον- λεπτομέρειες της ζωής του και να μην τον αφήσουν σε ησυχία από τώρα και στο εξής, πράγμα για το οποίο αδιαφορεί πια, όπως με διαβεβαίωσε. Σημασία έχει το ότι βγήκε μια μικρή ανθρώπινη ιστορία με πολλές προεκτάσεις και με έναν αυθεντικό πρωταγωνιστή, διεθνούς φήμης, που θέλησε κάποτε να περάσει ινκόγκνιτο από την πόλη μας, παρέα με ανθρώπους που ο ίδιος θεωρούσε «φαμίλια» και απαθανατίστηκε στην Κνωσό όπως εκατομμύρια άλλοι επισκέπτες της.

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ