Ο Σπύρος Λούης στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1936

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

'Αν τελικά πήρε την θέση που δικαιωματικά του άξιζε με καθυστέρηση ενός ολόκληρου αιώνα, αυτό δυστυχώς δεν μας εκπλήσσει. Στην Ελλάδα, η καταξίωση είναι κάτι που συνήθως καθυστερεί ή που δεν έρχεται ποτέ στον βαθμό που της αρμόζει"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Με το τέλος της εβδομάδας, στο μεσημέρι της Παρασκευής σε ελληνική ώρα, θα γίνει η Τελετή Έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Τόκυο. Θα πρόκειται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2020, που έχουν πάρει αναβολή λόγω της πανδημίας και που θα συμβούνε τώρα, μέσα στον Ιούλιο και μέσα στον Αύγουστο του 2021. 

      Όλα αυτά είναι σε όλους μας «λίγο - πολύ» γνωστά, εν όψει τέτοιων διαφορετικών ημερών που έρχονται, που δεν είναι μόνο αθλητισμός. Για του λόγου το αληθές, ας πούμε την ιστορία του Σπύρου Λούη, αλλά όχι στην κορυφαία ώρα του, που τον έκανε να δοξαστεί και να ξεχωρίσει στους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1896 στην Αθήνα.

      Μιλώντας λοιπόν γι’ άλλες, άγνωστες, εξίσου σημαντικές στιγμές του - ας ξεκινήσουμε από το τέλος. 

      Ο Σπύρος Λούης, ο πρώτος χρυσός Ολυμπιονίκης του δύσκολου Μαραθωνίου Δρόμου, «που ήταν Έλληνας», ο άνθρωπος που έκανε τον Κόσμο να μιλήσει για την Ελλάδα, πέθανε από ξαφνικό εγκεφαλικό επεισόδιο - όρθιος όπως ήθελε και σε μια ημερομηνία ταιριαστή και εθνική: Ήταν η 25η Μαρτίου του 1940! 


Η Κατοχή όμως που έφερε ο Πόλεμος, η πείνα, οι διωγμοί, οι εκτελέσεις, ο ελληνικός Εμφύλιος που ακολούθησε, γύρισαν την Ελλάδα πίσω. Και, βέβαια, παραμερίστηκε και ο αθλητισμός, αφού άλλες ήταν πλέον οι προτεραιότητες. Ο Λούης ξεχάστηκε. Μόνο ένας άνθρωπος, από το 1943 μέχρι το 1954 (που εκείνη την χρονιά ίσως έφυγε από τη ζωή), ο Γερμανός πλωτάρχης Έντγκαρ Φον Γκρέλινγκερ, θυμόταν και τιμούσε τον Λούη. Παλιός μαραθωνοδρόμος ο ίδιος, ερχόταν κάθε τόσο στην Ελλάδα και άφηνε στον τάφο του Έλληνα ένα μπουκέτο λουλούδια. Ήταν η απότιση φόρου τιμής προς το ίνδαλμά του, προς τον άνθρωπο που είχε δώσει μυθικές διαστάσεις στο αγώνισμα. Το 1954, που σταματάει πλέον να τον επισκέπτεται ο Γερμανός, ένας Έλληνας αθλητής και γιατρός και μετέπειτα βουλευτής, ο Γρηγόρης Λαμπράκης, συγκινήθηκε από την θέα της εγκατάλειψης του τάφου. Φρόντισε να γίνει έρανος κι έτσι φτιάχτηκε ο τάφος του Σπύρου Λούη στο Νεκροταφείο του Αμαρουσίου στη σημερινή του μορφή.

      Είναι πικρό και φαίνεται παράδοξο, όμως από τον θάνατό του μέχρι τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 (που παρουσίασαν τη μορφή του στην Τελετή Έναρξης και, κατά το τέλος των Αγώνων, στην Τελετή Απονομής του Μαραθωνίου), το επίσημο κράτος, η Ελληνική Πολιτεία, είχε κάνει ελάχιστα για να τιμήσει τον Λούη. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι μόλις το 1991 - με πρωτοβουλία του Εξωραϊστικού Πολιτιστικού Συλλόγου Αμαρουσίου - στήθηκε στο Ολυμπιακό Στάδιο ο ανδριάντας του ολυμπιονίκη που έμεινε στην Ιστορία.

      Αν τελικά πήρε την θέση που δικαιωματικά του άξιζε με καθυστέρηση ενός ολόκληρου αιώνα, αυτό δυστυχώς δεν μας εκπλήσσει. Στην Ελλάδα, η καταξίωση είναι κάτι που συνήθως καθυστερεί ή που δεν έρχεται ποτέ στον βαθμό που της αρμόζει.

      Το ότι το Ολυμπιακό Στάδιο της Καλογρέζας καθώς και η λεωφόρος που περνάει από μπροστά έχουνε σήμερα το όνομά του, είναι αποτέλεσμα της επιμονής των συντοπιτών του, γιατί ο απλός λαός δεν ξεχνά. Ακόμα και τώρα λέμε: «Αυτός έγινε Λούης». Ο ταπεινός Αμαρουσιώτης - που δεν υπήρξε ποτέ αθλητής, που έτρεξε μόλις δυο φορές στη ζωή του, στον προκριματικό και στον τελικό των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων, και μετά δεν ξανάτρεξε πιά - εξακολουθεί να ζει μέσα στις καρδιές και στον νου των Ελλήνων.

      Αντίθετα με την πατρίδα του την Ελλάδα, μια άλλη χώρα, η Γερμανία, τον τίμησε εν ζωή το 1936 (τέσσερα χρόνια πριν πεθάνει) και απέδειξε ότι τον εκτιμούσε - πέρα από κάθε προπαγανδιστική σκοπιμότητα που προώθησαν οι Ναζί στην Ολυμπιάδα του Βερολίνου. Οι Γερμανοί είχαν στήσει την προτομή του Σπυρίδωνα Λούη στο δικό τους Στάδιο στο Βερολίνο, από τότε!


 Πολύ πριν από τους Αγώνες, ο Χίτλερ είχε ζητήσει οι Ολυμπιακοί Αγώνες της υποτιθέμενα ισχυρής Αρείας Φυλής να έχουν «πολλή Ελλάδα μέσα τους». Έτσι, με επίσημη ανακοίνωση των διοργανωτών, ο Σπύρος Λούης ανακηρύχθηκε τιμώμενο πρόσωπο των Αγώνων, ενώ για πρώτη φορά η Ολυμπιακή Φλόγα (που ήταν ιδέα, ποιανού λέτε; Του πρωτεργάτη της γερμανικής προπαγάνδας Γκαίμπελς) ταξίδεψε από την Ολυμπία έως το ξένο Στάδιο, μεταφερόμενη με λαμπαδηδρόμους.


Ο εξηντατετράχρονος διάσημος Έλληνας ταξίδεψε με τραίνο, συνοδευόμενος από ανώτερο υπάλληλο της Γερμανικής Πρεσβείας. Φτάνοντας αρκετές μέρες πριν από την Έναρξη των Αγώνων, γνώρισε τιμές που στην πατρίδα του δεν τις είχε δει ούτε στα πιο ευφάνταστα όνειρά του. Στον σιδηροδρομικό σταθμό του Βερολίνου τον περιέβαλε αμέσως μια ομάδα από νεαρές Γερμανίδες που μιλούσαν ελληνικά, οι οποίες όσο θα παρέμενε στη χώρα τους θα τον εξυπηρετούσε σε ό,τι ζητούσε.

      Για τις κοντινές μετακινήσεις του τού είχε διατεθεί πολυτελές αυτοκίνητο με οδηγό, ενώ για τις μακρινές υπήρχαν το τραίνο και το αεροπλάνο. Τιμητικά, επισκέφθηκε σχεδόν όλη τη Γερμανία.


 Το πόσο ενδιαφέρθηκε ο Χίτλερ για τον Λούη, φαίνεται από ένα γεγονός, που παρόμοιό του δεν έχει συμβεί σε αθλητή μέχρι τώρα: Παραμονές της Έναρξης των Αγώνων, ο Χίτλερ παρέθεσε γεύμα για τους κορυφαίους επισήμους. Ανάμεσά τους και ο Σπύρος Λούης. Κατά τη διάρκεια των προπόσεων, ο Χίτλερ παρατήρησε ότι ο Έλληνας σήκωνε το ποτήρι του μαζί με τους άλλους, αλλά δεν έπινε ούτε κρασί ούτε μπύρα. Χωρίς καθυστέρηση, κάλεσε μια διερμηνέα και της είπε να μάθει γιατί ο Έλληνας ολυμπιονίκης δεν έπινε. Αυτή ρώτησε τον Λούη κι έμαθε ότι ο μπάρμπα- Σπύρος έπινε μόνο ρετσίνα. Μόλις η διερμηνέας ενημέρωσε τον Χίτλερ, εκείνος έδωσε εντολή να σταματήσει το γεύμα μέχρι να βρεθεί ρετσίνα! Τελικά, βρέθηκε ρετσίνα σε ένα απόμακρο προάστιο του Βερολίνου και, μετά από διακοπή αρκετής ώρας, το επίσημο γεύμα συνεχίστηκε - με τον Σπύρο Λούη να είναι πάντα το κεντρικό πρόσωπο.

      Όταν την επόμενη μέρα ήρθε η ώρα της Έναρξης των Αγώνων και οι σάλπιγγες ανήγγειλαν την είσοδο των ομάδων στο Ολυμπιακό Στάδιο, πρώτοι μπήκαν οι Έλληνες με τη σημαία μας και με τον Λούη επικεφαλής, που, φορώντας την αγαπημένη του φουστανέλα και τα τσαρούχια, πέρασε μπροστά από την προτομή του, την προτομή του που κοσμούσε την είσοδο του μεγαλοπρεπούς Γερμανικού Σταδίου.


 Ο κόσμος παραληρούσε βλέποντας ζωντανό τον θρύλο των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων και ο Σπύρος Λούης, ακούγοντας να τον επευφημούν και να φωνάζουν το όνομά του, δάκρυσε. Όμως ήταν δάκρυ χαράς, ίσως το μοναδικό, μετά από πολύ πολύ καιρό. Γιατί, εκτός από την κορυφαία του ώρα στα εικοσιτέσσερά του χρόνια όταν τερμάτιζε πρώτος στον Μαραθώνιο, όλη η υπόλοιπη ζωή του ήτανε δύσκολη και φτωχική. Η δικιά του πατρίδα, όχι ο απλός κόσμος που τον υπεραγαπούσε, αλλά η επίσημη, η κρατική Ελλάδα, είχε καταδεχτεί (μετά από αγωνιώδη προσπάθεια του νικητή του Μαραθωνίου να βρει μια μόνιμη εργασία για να ζήσει την οικογένειά του) να του παραχωρήσει την περίοπτη θέση του αγροφύλακα. Γι’ αυτό, παράλληλα με την υπηρεσία στην αγροφυλακή, χωρίς μια λέξη διαμαρτυρίας, ο Λούης είχε αναγκαστεί με το κάρο του να κουβαλάει μάρμαρα από την Πεντέλη στην Αθήνα για να τα φέρνει βόλτα στα λιγοστά οικονομικά του. Χωρίς σταματημό, χωρίς ξεκούραση, χωρίς μια μέρα ξεγνοιασιάς. Οι εφημερίδες, με άρθρα τους, στηλιτεύανε συνέχεια την αδιαφορία της Πολιτείας. Τελικά, πολύ αργότερα, στα γεράματα, με προσωπική παρέμβαση ενός υπουργού μαρουσιώτικης καταγωγής, προσελήφθη στον Δήμο Αμαρουσίου με αργομισθία. Τα λιγοστά χρήματα είχαν «βρεθεί» για την αξιοπρέπεια της Ελλάδας, όπου, άνθρωποι χωρίς καμία προσφορά προς την πατρίδα πλουτίζουν κι ευημερούν.

      Όταν τελείωσε η παρέλαση των εθνικών ομάδων, ο Χίτλερ κατέβηκε από το θεωρείο των επισήμων και με τη συνοδεία του κατευθύνθηκε προς τον Λούη. Οι δύο άνδρες στάθηκαν αντικριστά και ο θρυλικός ολυμπιονίκης έδωσε στον Χίτλερ ένα κλαδί ελιάς, σύμβολο ειρήνης μεταξύ των λαών.


Αυτό το κλαδί μετά από λίγα χρόνια ξεχάστηκε μέσα στη λαίλαπα του Μεγάλου Πολέμου. Στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδας, μια ομάδα του τάγματος των Ες Ες, με προτεταμένα τα όπλα, μπήκε αιφνιδιαστικά στο σπίτι του γιου του Λούη, όταν ο Λούης είχε πιά πεθάνει. Άγνωστο γιατί, οι Γερμανοί έδειχναν νευρικοί κι έτοιμοι για μακελειό. Ξαφνικά, και ενώ η οικογένεια είχε παγώσει, ο επικεφαλής αξιωματικός χτύπησε τα τακούνια του και, σε στάση προσοχής, χαιρέτησε ναζιστικά προς τον τοίχο, φωνάζοντας «Χάιλ Χίτλερ!» Μετά οι Γερμανοί χαμογέλασαν ευγενικά και έφυγαν αμέσως από το σπίτι. Η φωτογραφία στον τοίχο απεικόνιζε τον Χίτλερ να παίρνει το κλαδί ελιάς από τον Σπύρο Λούη.


 Έκτοτε, η φωτογραφία αυτή έγινε ο σωτήρας των κατοίκων του Αμαρουσίου. Η οικογένεια αυτού που συλλαμβάνανε οι Γερμανοί έπαιρνε την φωτογραφία από τους Λούηδες και, δείχνοντάς την, έλεγε ότι ο συλληφθείς ήταν συγγενής του Λούη. Αυτό, από μόνο του, έφτανε για να αφεθεί ελεύθερος ο άνθρωπός τους.

      Αυτά τα διαφορετικά, από τις γενικότητες που ξέραμε μέχρι τώρα, είχα να πω για τον Σπύρο Λούη. Και τα ανέφερα όλα αυτά γιατί ντρέπομαι, εγώ ο Έλληνας του 2021, να παίρνω παραδείγματα σωστής συμπεριφοράς από έναν αδίστακτο τύραννο του παρελθόντος και όχι από τους δικούς μου ταγούς στις μέρες μου.         

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ