Όταν ο πολιτικός ηγέτης έχει όραμα: Το παράδειγμα του Ελ. Βενιζέλου

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Ο Κρητικός πολιτικός έφτασε στον Πειραιά από την Κρήτη, ύστερα από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, τον Σεπτέμβριο του 1910. Τον περίμενε μια παλλαϊκή, ενθουσιώδης  υποδοχή.

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη 

 

Είναι νομίζω αποδεκτό από το σύνολο των ιστορικών ότι ο Ελ. Βενιζέλος υπήρξε ένας μεγάλος πολιτικός άνδρας, ίσως ο μεγαλύτερος που ανέδειξε η Ελλάδα στα νεότερα χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν έπεσε σε λάθη. Ωστόσο, αυτά που προσέφερε στην Ελλάδα υπήρξαν τόσο σημαντικά, ώστε τα λάθη του σχεδόν να εξαλείφονται. Εκείνο που φαίνεται πως χαρακτήριζε τον Βενιζέλο ήταν η δυνατότητά του να συλλαμβάνει τη μυστική βοή τών, κατά τον Κ. Καβάφη, «πλησιαζόντων γεγονότων», αυτών που «εις την οδόν έξω δεν ακούουν οι λαοί» (Σοφοί δε προσιόντων).  Ο Βενιζέλος, ανάμεσα στο πλήθος των γεγονότων και των φαινομένων, διέκρινε τι ήταν το καλύτερο συνολικά για τη χώρα τη συγκεκριμένη στιγμή και χάρασσε την πορεία της ανάλογα, με γνώμονα όχι το πρόσκαιρο αλλά το μακροπρόθεσμο συμφέρον της. Με άλλα λόγια, ο Βενιζέλος ήταν ένας πολιτικός με καρδιά αλλά προπάντων με νου. Καθώς είχε μελετήσει και μεταφράσει τον Θουκυδίδη, ήξερε πως το κυριότερο προσόν ενός πολιτικού άντρα ήταν η «πρόνοια», το «προνοείν», που σημαίνει να σκέφτεται και να φροντίζει, προτού συμβούν τα γεγονότα. Αλλά, για να προνοήσει κανείς, πρέπει πρώτα να έχει σταθμίσει τα πράγματα, να συλλαμβάνει το τι μέλλει γενέσθαι, επί τη βάσει της ορθής σκέψης, χωρίς να επηρεάζεται από επιδιώξεις, συμφέροντα ή απόψεις ανθρώπων, που μπορεί να φαίνονται σωστές, αλλά που εκτρέπουν από το βασικό και θεμελιώδη σκοπό της πολιτικής που ασκείται προς το γενικό συμφέρον. Υπ’ αυτή την έννοια, ο Βενιζέλος μπορεί μνα χαρακτηριστεί ως ένας οραματιστής πολιτικός άνδρας, ένας άνθρωπος δηλαδή που βλέπει και υπολογίζει ό, τι βρίσκεται στο δρόμο του, «χωρίς όμως και να χάνει από τα μάτια του το σκοπό, και ο οποίος ενεργεί έτσι, ώστε από κάθε κατάσταση, κάθε πρόβλημα, κάθε αποστολή που αντιμετωπίζει να αντλεί εκείνη την εμπειρία και τη γνώση που θα τον οδηγήσουν στην εκπλήρωση του σκοπού του» (Herbert Adams Gibbonns, Βενιζέλος, μια βιογραφία (1864-1920), εκδόσεις Ευρασία, Αθήνα 2008, σ. 129-130).

Αν δούμε από αυτή τη σκοπιά τα πράγματα, μπορούμε να κατανοήσουμε γιατί ο Βενιζέλος πέτυχε να διπλασιάσει την Ελλάδα. Η γνώση των πολιτικών πραγμάτων που είχε αποκτήσει στη διάρκεια των αγώνων για την ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, η ισχυρή προσωπικότητά του, η γενικότερη καλλιέργειά του και προπάντων η «πρόνοιά» του τον είχαν οπλίσει με μεγάλη αυτοπεποίθηση, που με τη σειρά της δεν του επέτρεπε να κάνει εκπτώσεις στο όραμά του για την Ελλάδα ούτε και να υποχωρεί σε πιέσεις που διέβλεπε ότι δεν είναι συμβατές με το όραμά του για μια Ελλάδα δυνατή και σύγχρονη. Ο Βενιζέλος, υπ’  αυτή την έννοια, ήταν αντίθετος στο φαινόμενο του λαϊκισμού, που δυστυχώς εξακολουθεί να ταλαιπωρεί και σήμερα την πολιτική ζωή της χώρας μας. Θα αναφερθώ σε δυο παραδείγματα από τη ζωή του Βενιζέλου (γνωστά εξάλλου από τη νεότερη ελληνική ιστορία), που δείχνουν την πολιτική συμπεριφορά του ανδρός και την ισχυρή αντίθεσή του απέναντι ακόμη και στο ίδιο το λαϊκό αίσθημα, όταν αυτό απαιτούσαν οι συνθήκες και το συμφέρον της χώρας.

Ο Κρητικός πολιτικός έφτασε στον Πειραιά από την Κρήτη, ύστερα από πρόσκληση του Στρατιωτικού Συνδέσμου, τον Σεπτέμβριο του 1910. Τον περίμενε μια παλλαϊκή, ενθουσιώδης  υποδοχή. «Στην Αθήνα, δυσκολεύτηκε να πάει μέχρι το ξενοδοχείο. Μόλις βγήκε στο μπαλκόνι μετά από τις φωνές του πλήθους, έβγαλε τον πρώτο του λόγο στους ανθρώπους που τον ήξεραν μόνο ως θρυλικό ήρωα της Κρήτης…Το πλήθος παραληρούσε…Ήταν καταπληκτική ευκαιρία για κάποιον δημαγωγό να ανατρέψει την Κυβέρνηση. Όλοι ήταν θετικοί στο να θεωρήσουν ως Συντακτική Συνέλευση το νεοεκλεγέν Κοινοβούλιο, η οποία θα προικοδοτούσε την Ελλάδα με ένα νέο Σύνταγμα, αλλάζοντας τη χώρα σε δημοκρατία, αν ο Βενιζέλος ήθελε να το κάνει. Ήταν η στιγμή για έναν δικτάτορα. Αλλά προς κατάπληξη και αμηχανία εκείνων που είχαν εναποθέσει μεγάλες ελπίδες στον ερχομό του, ο Βενιζέλος διακήρυξε ότι η Συνέλευση έπρεπε να παραμείνει αναθεωρητική. Μια θυμωμένη και εξημμένη φωνή ξεσηκώθηκε. «Συντακτική! Συντακτική!» φώναζε το πλήθος, υποκινούμενο από πράκτορες της ακραίας πτέρυγας του Στρατιωτικού Συνδέσμου.» (Herbert Adams Gibbonns, ό.π. σ.113-114). Ο Βενιζέλος παρέμεινε ήρεμος και ξαναείπε «αναθεωρητική». Ο λαός της Αθήνας επέμεινε, φωνάζοντας «Συντακτική». Όταν κόπασαν οι φωνές ο Βενιζέλος βροντοφώναξε «Αναθεωρητική!», συνέχισε το λόγο του, όλοι κάτι μουρμούρισαν, ύστερα σίγησαν και ο Κρητικός συνέχισε και τέλειωσε το λόγο του, εμμένοντας και επιβάλλοντας την άποψή του, καθώς είχε ήδη σταθμίσει την κατάσταση ότι μια ανατροπή της βασιλείας τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν σε βάρος του έθνους και του οράματος που ο ίδιος είχε για την Ελλάδα.

Το άλλο γεγονός αφορά την άρνησή του να δεχτεί τους Κρήτες βουλευτές στο ελληνικό Κοινοβούλιο, όταν εκείνοι έφτασαν στην Αθήνα τον Μάιο του 1912. Επικράτησε τότε μεγάλος ενθουσιασμός στην ελληνική πρωτεύουσα «και ο Βενιζέλος βρέθηκε στη δυσάρεστη θέση να αντιταχθεί με όλη του τη δύναμη στο σκοπό, για τον οποίο είχε αφιερώσει όλη του τη ζωή. Ικέτευσε τους Κρητικούς να λογικευτούν  και να συνειδητοποιήσουν ότι η επιμονή τους να μπουν στο Κοινοβούλιο, αν εκείνος υποχωρούσε, θα αποτελούσε για την Τουρκία αιτία πολέμου» (Herbert Adams Gibbonns, ό.π. σ. 126-127). Προφανώς ο Βενιζέλος θα ήθελε τους συμπατριώτες και συναγωνιστές του στην Ελληνική Βουλή, γιατί έτσι θα εκπληρωνόταν η πολυπόθητη ένωση της Κρήτης με τον εθνικό κορμό. Όμως πίστευε πως η επίλυση του Κρητικού ζητήματος περνούσε μέσα από την ενδυνάμωση και την αναγέννηση της Ελλάδας σε πολιτικό, στρατιωτικό και οικονομικό επίπεδο και γι’ αυτό τόλμησε να αρνηθεί στους Κρητικούς αυτό για το οποίο πάλεψε ο ίδιος για πολλά χρόνια, αντιτιθέμενος ακόμη και στα ίδια τα αισθήματά του.

Τα δυο αυτά γεγονότα αποκαλύπτουν έναν πολιτικό που δεν υπέκυπτε στη λαϊκίστικη αντίληψη του «ό, τι θέλει ο λαός». Ο Βενιζέλος καθοδηγούσε και παιδαγωγούσε το λαό, δεν παρασυρόταν από  φωνές που θα του εξασφάλιζαν εύκολα την εξουσία και προτιμούσε τη σύγκρουση με ό, τι ήταν αντίθετο προς το πραγματικό συμφέρον του λαού, κι ας έθετε σε κίνδυνο την πολιτική του ύπαρξη. Πίστευε πως αληθινός ηγέτης δεν είναι αυτός που παραπείθει και παρασύρει το λαό, ικανοποιώντας κάθε του επιθυμία, για να φανεί αρεστός, αλλά εκείνος που έχει το θάρρος και την τόλμη να πάει κόντρα σε ό, τι κρίνει πως θέτει σε κίνδυνο το σκοπό του, δηλαδή την πρόοδο και ευημερία του συνόλου της χώρας.

Τι συμβαίνει σήμερα; Ακολουθούν οι πολιτικοί μας το παράδειγμα του Βενιζέλου ή λαϊκίζουν ασύστολα και ανερυθρίαστα; Χωρίς να θέλει κανείς να ισοπεδώσει τα πράγματα, πρέπει να παραδεχτεί ότι η «πολιτική» του λαϊκισμού επικράτησε εν πολλοίς στα χρόνια από τη Μεταπολίτευση και εντεύθεν και εξακολουθεί και σήμερα να υφίσταται στον πολιτικό χώρο  όλων εκείνων που για οτιδήποτε επικαλούνται τον λαό έτσι γενικά και αόριστα, λες και είναι μια άμορφη και ομοιογενής μάζα. Πρόκειται για το εύκολο άλλοθι, προκειμένου να μην αλλάξει τίποτε ή να αλλάξουν τα πράγματα υπέρ κάποιων ομάδων και όχι υπέρ του συνόλου και του γενικότερου συμφέροντος της χώρας.  Ο αληθινός ηγέτης τολμά να συγκρουστεί, να πάει κόντρα ακόμη και σ’  αυτό που φαίνεται λαοφιλές, δίχως να λογαριάζει το πολιτικό κόστος. Ο Βενιζέλος φαίνεται πως είχε ως παράδειγμα τον Περικλή, αν αναλογιστούμε ότι τον χαρακτήριζε η «πρόνοια» και η σταθερή αντίληψη ότι ο τελικός σκοπός είναι η αύξηση της δύναμης της πατρίδας, στοιχεία  που χαρακτήριζαν και τον μεγάλο Αθηναίο ηγέτη. Οι πολιτικοί μας καλό είναι να πάρουν ένα μάθημα από το παράδειγμα του Βενιζέλου αλλά και του Περικλή, για να πολιτεύονται με όραμα και με σταθερότητα στην επίτευξη του τελικού σκοπού, που είναι το γενικότερο συμφέρον της χώρας και όχι η νομή της εξουσίας.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ