Όταν περνούν οι γερανοί

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Ο θρύλος έλεγε ότι όποιος φτιάχνει χίλια τσούρου, θα λύσει το πρόβλημά του, όσο μεγάλο και να ’ναι. Τσούρου σημαίνει γερανοί, που συμβολίζουν εκεί τη μακροζωία και την ευτυχία.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Ανήμερα στην 25η Οκτωβρίου η επίσημη Ιαπωνία θυμάται τη Χιροσίμα. Δεν είναι η μέρα που έπεσε η Ατομική Βόμβα, εντούτοις είναι μια μέρα συμβολική γι’ αυτήν. Στέκεται μπροστά σ’ ένα άγαλμα. Όχι, δεν είναι άγαλμα κάποιου μεγάλου ήρωά της, αλλά ενός μικρού κοριτσιού - θύματος της θανατερής ακτινοβολίας στη Χιροσίμα - που η τραγική μοίρα της συνδέθηκε με ένα είδος μεγάλων πουλιών, τους γερανούς.

      Εμείς τους γερανούς τους μαθαίνουμε από την ιστορία του Ίβυκου. Του αρχαίου Έλληνα ποιητή, που ενώ κόντευε να φτάσει σε μια πόλη, στην Κόρινθο νομίζω, πετάχτηκαν μέσα από κάποιον πευκώνα κρυμμένοι ληστές, τον μαχαιρώσανε, και του πήραν ό,τι είχε και δεν είχε. Τότε είδαν να πετάει ψηλά στον ουρανό ένα κοπάδι γερανών. Και άκουσαν τον ποιητή, που ψυχορραγούσε στο έδαφος, να λέει: «Ας είναι μάρτυρες αυτά τα πουλιά για το κακό που μου κάνατε». 

      Οι ληστές γέλασαν, γιατί ήταν ολόγυρά τους ερημιά και γιατί οι «μάρτυρες» που είχε επικαλεστεί, ήταν πουλιά που πετούσαν μακριά. Και πράγματι, πέρασε πολύς καιρός από τότε, χωρίς να γίνει τίποτα. Μια μέρα, πλούσια ντυμένοι οι ληστές, περίμεναν, ανάμεσα σε άλλους, ν' αρχίσει το έργο σ' ένα ανοιχτό θέατρο. Ξαφνικά, είδαν ψηλά στον αέρα να περνάει ένα άλλο κοπάδι γερανών. «Νά, οι του Ίβυκου γέρανοι!» είπαν μεταξύ τους ειρωνικά. Τους άκουσαν όμως οι διπλανοί τους, και τους ζήτησαν τον λόγο. Έτσι, οι ληστές αποκαλύφθηκαν και εκτελέστηκαν. 

      Πάνω σ' αυτή την ελληνική αναφορά στους γερανούς βασίστηκαν οι Ρώσοι και δημιούργησαν, πριν εξηντατρία χρόνια (1957), την αντιπολεμική ταινία «Όταν περνούν οι γερανοί». Μια ταινία που άρεσε πολύ και έμεινε έκτοτε στα παγκόσμια κινηματογραφικά χρονικά, βραβευμένη μάλιστα με τον Χρυσό Φοίνικα του Φεστιβάλ Καννών. Έγινε διάσημη αυτή η ταινία, γιατί δημιουργήθηκε μετά τον θάνατο του Στάλιν το 1953 και αντανακλά καλύτερα από κάθε άλλη το (προσωρινό τότε) τέλος της σταλινικής εποχής στις τέχνες και στα γράμματα. Μια ταινία που έδειξε, με συγκινητικό τρόπο, τον αντίκτυπο του πολέμου πάνω στους απλούς πολίτες. 

      Στα ίδια εκείνα χρόνια, στην μακρινή Ιαπωνία, έγινε κι εκεί μια αναφορά στους γερανούς. Ένα κοριτσάκι, που λεγότανε Σαντάκο Σασάκι, ήταν δύο χρονών όταν έπεσε η Ατομική Βόμβα στη Χιροσίμα. Εννιά χρόνια μετά, το 1954, όταν πήγαινε στην έκτη τάξη Δημοτικού, παρουσίασε ξαφνικά συμπτώματα λευκαιμίας, καρκίνο του αίματος. Αλλά ενώ νοσηλευόταν στο νοσοκομείο, είχε μέσα της μια δικιά της ελπίδα να επιβιώσει. Αυτή η ελπίδα της παιδικής της ψυχής ήταν ένας θρύλος της πατρίδας της. 

      Ο θρύλος έλεγε ότι όποιος φτιάχνει χίλια τσούρου, θα λύσει το πρόβλημά του, όσο μεγάλο και να ’ναι. Τσούρου σημαίνει γερανοί, που συμβολίζουν εκεί τη μακροζωία και την ευτυχία. Πρόκειται για ένα από τα πιο διαδεδομένα σχέδια του Οριγκάμι, της παραδοσιακής τέχνης της Ιαπωνίας, ένα είδος χειροτεχνίας που φτιάχνεις από τετράγωνο χαρτί διάφορα σχήματα.

      Η μικρούλα Σαντάκο δεν τα κατάφερε. Είχε φτάσει στον 644ο γερανό, όταν, μετά από οκτώ μήνες άνισης μάχης, μόλις 12 χρονών, έχασε τη μάχη να κρατηθεί στη ζωή το 1955.

      Το 1958 στήθηκε το άγαλμά της να κρατάει στα χέρια της ένα χρυσό γερανό. Γιατί τα παιδιά πάντα θα πιστεύουνε στο ανέφικτο, πάντα θα κάνουν ευχές, πάντα θα κυνηγάνε το όνειρο. Και γι' αυτό, στα πόδια του αγάλματος βρίσκονται σήμερα, αντί λουλούδια, εκατοντάδες χάρτινοι γερανοί φτιαγμένοι και σταλμένοι από παιδιά απ’ όλα τα μέρη του κόσμου, σαν συμπλήρωμα σ' εκείνα που δεν πρόλαβε να κάνει η μικρούλα. Σαν μήνυμα για την πολυπόθητη ειρήνη.

      Αυτό το άγαλμα, λοιπόν, το είδε ένας Άβαρος ποιητής, ο Ρασούλ Γκαμζάτωφ, και εμπνεύστηκε το ποίημά του «Γερανοί», για τους αμέτρητους νεκρούς στρατιώτες της Ρωσίας. Μελοποιήθηκε από τον Γιαν Φρένκελ το 1969 και έγινε γρήγορα γνωστό σε όλη την Υφήλιο. 

      Ο Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος, το 1977, πλησίασε τη μητέρα της Μαργαρίτας Ζορμπαλά - που είχε ανακαλύψει στην Τασκένδη και τις είχε φέρει μαζί και τις δυο εδώ στην Ελλάδα ο Μίκης Θεοδωράκης. «Κυρία Κατίνα, σας θέλω κάτι». «Τί θέλετε, κύριε Γιάννη;» «Θέλω αυτό το τραγούδι να μου πεις τι λέει». «Αυτά λέει, κύριε Γιάννη». «Τώρα θέλω να μου το πεις ρωσικά, να το ακούσω ηχητικά, ομοιοκαταληξίες και ρυθμούς». Η απόδοση των στίχων από τον ποιητή ήταν τόσο σπουδαία και το νόημα τόσο συγκλονιστικό, που, όταν αργότερα πέθανε ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος, δεν μου έκανε καρδιά να βάλω για επίλογο, στο άρθρο μου για εκείνον, κάποιο από τα δικά του ποιήματα, αλλά έβαλα αυτό το τραγούδι. Δείτε τα λόγια: 

      «Στιγμές - στιγμές θαρρώ πως οι στρατιώτες, | που πέσανε στη ματωμένη γη, | δεν κείτονται, θαρρώ, κάτω απ' το χώμα, | αλλά έχουν γίνει άσπροι γερανοί. 

      Πετούν και μας καλούν με τις κραυγές τους | απ’ τους καιρούς αυτούς τους μακρινούς | κι ίσως γι' αυτό, πολλές φορές σιωπώντας, | κοιτάμε τους θλιμμένους ουρανούς. 

      Πετάει ψηλά το κουρασμένο σμάρι | στης δύσης τη θαμπή φεγγοβολή | και βλέπω ένα κενό στη φάλαγγά του, | που είναι ίσως η δική μου η θέση αυτή.

      Θα ’ρθεί μια μέρα που μ’ αυτό το σμάρι | στο μέγα θάμπος θα πετώ κι εγώ, | σαν γερανός, καλώντας απ’ τα ουράνια | όλους εσάς που θα ’χω αφήσει εδώ».

 





 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ