Πάνω στα πολυεστιακά γυαλιά ηλίου μου

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Τι να πεις στην κυρία...

της Μαρίας Λιονάκη

Σκηνή από το γυμναστήριο, τα αποδυτήρια...

Εγώ είχα τελειώσει το πρόγραμμα το ομαδικό, το μηχάνημα το ελλειπτικό κι ήμουν σε φάση καθόδου, προσγείωσης, απολαμβάνοντας την υπερκόσμια ησυχία των αποδυτηρίων...Ξαφνικά μπαίνει μία κυρία φουριόζα, με το σακίδιο στον ώμο, το δισάκι της στον ώμο, για το δρόμο, για το δρόμο… Με κοιτάει (μάλλον χωρίς να με καλοβλέπει), με χαιρετάει, ενώ ξεφορτώνει με γρήγορες κινήσεις το δισάκι, βγάζει μπουφάν, με μαλλιά να ανεμίζουν, σώμα να τινάζεται απότομα , το πετάει στον αέρα. Σαν το πουλί το βλέπεις λίγο μετά να κάθεται στο κλαράκι της κρεμάστρας, χαρούμενο που πρόλαβε και πιάστηκε. Πρόλαβε στο φτερό… Οι κινήσεις της θυμίζουν νεύρα, θυμό, βιασύνη, άγχος… Φυσά και ξεφυσά, αναστενάζει… Ανοίγει σακίδιο, το φερμουάρ στριγκλίζει πληγωμένο, το περιεχόμενο τρομοκρατείται.

Αρχίζει λοιπόν η άγνωστη σε μένα πολύ γλυκιά κυρία ένα λογύδριο, ένα κατεβατό, μια διάλεξη… Ήθελε να το βγάλει από μέσα της κι είδε άνθρωπο εξωστρεφή (!!!) είπε να τα πει. Αρχίζει να λέει, να λέει, τέτοια και τόσα που καλά κι ήμασταν μόνες μας, που έλειπε, δεν άκουγε κανείς άλλος, όλου του πλανήτη ο ανδρικός πληθυσμός. Πως εμείς οι γυναίκες όλο τρέχουμε, όλα με άγχος τα κάνουμε, από τις χύτρες κινδυνεύουμε, ακόμα κι αυτό (το γυμναστήριο) δεν το χαιρόμαστε εν τέλει και δεν ηρεμούμε ποτέ, δεν ησυχάζουμε, ενώ οι άντρες είναι αλλιώς μαθημένοι, στον κόσμο τους, δεν έχουν το ίδιο τρέξιμο κλπ...Ανοίγει ντουλάπι, κλείνει ντουλάπι (το βροντάει συγκεκριμένα) βγάζει μπλούζα καλή, βάζει μπλούζα dry fit…

Εγώ, όπως την είδα με καημό, με σεβντά, αρχικά αναμερίζω λίγο, μη με βρουν τα σκάγια, μη φάω καμιά ξώφαλτση, ξανάστροφη, καθώς χέρια, πόδια στον αέρα, οι κινήσεις εναλλάσσονταν σαν σε ανεμοστρόβιλο, ακραίο φαινόμενο καιρικό. Μη με βρει το όχημα που τρέχει με σπασμένα τα φρένα στην κατηφόρα, μη φάω κανένα ντουλάπι στο κεφάλι, στο πόδι…(τα γκαπ, γκουπ συνεχίζονται, εμπόλεμη ζώνη, λωρίδα της Γάζας γίναμε, δεν υπάρχει και λαγούμι να κρυφτώ). Από την άλλη όμως κολακευμένη με την εκμυστήρευση, χαλαρή στο φεύγα της γυμναστικής αρχίζω να αισθάνομαι ευδαιμονία, να βρίσκω ενδιαφέρον στη συζήτηση που έχει ανάψει. Το θέμα είναι ευχάριστο, ωραίο, φλέγον, κοινωνικό, γενικού ενδιαφέροντος κι έτσι στη συζήτηση έχω ξεχαστεί, καθυστερώ τον απόπλου μου απ’ το γυμναστήριο και φυσικά συμφωνώ. Τη σιγοντάρω κιόλας, τη συμβουλεύω λέγοντας της να σταματήσει να τα κάνει όλα και να δει που όλα θα βρουν το δρόμο τους, θα βρουν τρόπο να γίνουν και χωρίς εκείνη και να κοιτάξει τον εαυτό της, να ζει το τώρα , να απολαμβάνει χωρίς άγχος τις στιγμές, γιατί η ζωή είναι στιγμές. (κάπου θα το είχα διαβάσει κι εγώ το κλισέ αυτό) Παράλληλα αναλογίζομαι πόσο ανεβασμένες είναι οι παροχές του γυμναστηρίου, καθώς μπορείς να βρεις κόσμο να συναναστραφείς, τον έρωτα της ζωής σου, τον άνθρωπό σου (τόσος κόσμος περιποιημένος, όμορφος ) να συζητήσεις ένα κοινωνικό θέμα, να κάνεις φίλους συναναστροφές κλπ.

Η καινούργια φίλη μου που λέτε εξακολουθεί να ξεφυσά σαν την ατμομηχανή, ενώ παράλληλα πασχίζει να ξεσκαλώσει το τζιν της. (Να δεις που το έχει πάρει ένα νούμερο μικρότερο, στενό. Ένα νούμερο μεγαλύτερο να το παίρνεις, να μη σε σφίγγει, να είναι άνετο, δες εδώ, θέλω να της πω!). Με τα πολλά βγάζει το τζιν και κάθεται στον ξύλινο πάγκο με τις ραβδώσεις, απέναντι από τα ντουζ, τα ξύλινα αποθηκευτικά ντουλάπια στο πλάι του καθρέπτη και των βρυσών (το μπουφάν-πουλάκι ακόμα παρακολουθεί, σωσμένο ευτυχώς). Εμένα πέφτει το μάτι μου άθελα μου ( όχι πως είμαι απ’ αυτές τις αδιάκριτες, αλλά που να κοιτάξεις εκεί μέσα στο χώρο το στενό… Σάμπως έχεις τους τόπους του Ελύτη, τις στεριές, τις θάλασσες, τα αμπέλια ,τις χρυσές ελιές, ακούτε τα χαμπέρια μου, μέσα στα μεσημέρια μου, όλους τους τόπους κι αν γυρνώ μόνος ετούτον αγαπώ;) Πέφτει λοιπόν το μάτι μου στο δικτυωτό της καλσόν...(καλά δε σκάει με αυτόν τον καιρό; Καλσόν μέσα από τζιν; ) . Μεγάλη εφεύρεση το γυμναστήριο, σκέφτομαι πάλι. Έχεις και ενδυματολογικές προτάσεις.

Τέλος πάντων δεν είναι το θέμα μας το δικτυωτό καλσόν (εδώ χρειαζόταν ο ανδρικός πληθυσμός). Το θέμα μας είναι κι αυτό είναι η αιτία αυτής μου της γραφής ότι αυτή η απηυδισμένη κυρία, η αγχωμένη (που δεν καλοέβλεπε), που ήταν κατά τα άλλα πολύ συμπαθητική και χαρούμενη κι αναλύσαμε κι είναι ωραίο θέμα διαχρονικό, καίριο της ζωής κατάφερε και κάθισε, σύρε ξέσυρε, ενώ έλεγε συνεπαρμένη όλο αυτό το κατεβατό, πάνω στη θήκη την κόκκινη, τη μαλακή των γυαλιών ηλίου μου, των πολυεστιακών! Που δεν είχα προλάβει με την κουβέντα να μαζέψω, που δεν είχαν προλάβει σαν το πουλάκι λίγο πριν να σωθούνε και που πόσο κάνουν ας μη σας πω… Εκεί πάνω συνοφρυώθηκα λίγο κι εγώ, απέκτησα λίγο εκνευρισμό και σα να με κατάλαβε… «Μήπως εδώ που κάθομαι ενοχλώ;» μου λέει «Όχι καθόλου!» της λέω, ενώ μαζεύω βιαστικά ο,τι απέμεινε απ’ τα γυαλιά ηλίου, τα υπόλοιπα πράγματα μου εγώ κι όπου φύγει φύγει. Ανοίγοντας με πάταγο την πόρτα εξόδου απ’ τα αποδυτήρια (ντουλάπια, πόρτες θα μας βλέπουν στο εξής και θα μας φοβούνται). Όλα καλά καινούργια μου φιλενάδα, σκέφτομαι στο δρόμο πια, σωσμένη, ξεφυσώντας εγώ… Όλα καλά φιλενάδα, συμφωνώ, με την κοινωνική ανάλυση, ότι οι γυναίκες έχουμε επωμιστεί πολλά, έχουμε πολλούς ρόλους και δύσκολα ξεκλέβουμε λίγο χρόνο για τα χόμπι μας. Αλλά να καθίσεις πάνω στα πολυεστιακά μου γυαλιά; Κοτζάμ κόκκινη θήκη δεν την είδες; Στα πολυεστιακά γυαλιά ηλίου μου πάνω; (!)

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ