«Τα γεμιστά να φάτε τώρα που είναι ακόμα ζεστά, ακούτε;»

Μαρία Τζανή
Μαρία Τζανή

Ιστορία μιας μαμάς. Μιας μαμάς που αγάπησε τα παιδιά της περισσότερο από τον εαυτό της...

της Μαρίας Τζανή


Ήταν κάποτε μια μητέρα. Λάτρευε τα δυο παιδιά της. Η ζωή της όλη.

Η ζωή της όμως που όλο και λιγόστευε.

Της είχαν διαγνώσει καρκίνο στο στήθος. Στα παιδιά δεν είχε πει τίποτα, «να μη μάθουν τίποτα, το νου σας» έλεγε στους δικούς της.

Ήθελε να τα προστατεύσει, ήθελε να ξορκίσει το κακό, ποιος ξέρει;

Έκανε χημειοθεραπείες. Όλο και αδυνάτιζε, όλο και της έπεφταν τα μαλλιά. Φόρεσε περούκα, πάλι προσπαθούσε να το κρύψει από τα αγαπημένα της παιδιά. Πήγαινε ταξίδια στην Αγγλία, επισκεπτόταν γιατρούς παντού. Στα παιδιά έλεγε ότι ταξίδευε για δουλειές.

Όμως αυτά κάτι είχαν αρχίσει να υποψιάζονται.

Όλο έβλεπαν τη μαμά να αδυνατίζει, παράξενο και το μαλλί αυτό, έψαχναν την παλιά μαμά τους. Που γελούσε συνεχώς. Που ντυνόταν όμορφα, ήταν σαν ηθοποιός και την κοιτούσαν όλοι. Που είχε τόση δύναμη, ατρόμητη και γενναία η μαμά τους.

Ρωτούσαν τον πατέρα τους, αυτός απέφευγε τις συζητήσεις.

Και πάλι αυτή συνέχιζε το κρυφτό. Προσπαθούσε να ξεγελάσει τα παιδιά της, φορούσε φαρδιά ρούχα, διάλεγε έντονα χρώματα, Βαφόταν συνεχώς, προσπαθώντας να ζωγραφίσει την χαμένη της υγεία στο πρόσωπο.

Όλα για τα παιδιά της. Να μην καταλάβουν. Να μην πονέσουν. Γιατί αυτή θα τα κατάφερνε και όλα θα ήταν όπως πριν.

Πότε μεγάλωσαν. Σα χθες ήταν που έπαιρνε από το χέρι το γιο της και τον πήγαινε σχολείο. Σα χθες ήταν που γιόρταζαν με γέλια, χαρές και πολύ κόσμο κάθε Αύγουστο τα γενέθλια της κόρης της. Φέτος σχεδίαζε να της κάνει μεγάλη γιορτή. Μόνο να ήταν καλά.

Τα παιδιά έμαθαν με τρόπο τραγικό την αλήθεια. Ο γιος ένα μεσημέρι είδε την περούκα δίπλα στον καθρέφτη. Και έκλαψε πολύ.

Πάλι όμως η μαμά όλο γελούσε.

Θα γίνω καλά βρε έλεγε, τι φοβάστε;

Έκανε όλο και περισσότερες δουλειές, να μη λείψει τίποτα στα παιδιά.

Έκανε σχέδια. Γκρέμισε όλο το διαμέρισμα σχεδόν και έκανε ανακαίνιση. Να μπαινοβγαίνει στα νοσοκομεία. Και συγχρόνως να επιβλέπει τα συνεργεία στο σπίτι, να τσακώνεται, να υποδεικνύει. Για να φτιάξει το πιο όμορφο σπίτι. Για να χαρούν τα παιδιά.

Στο γιο της άρεσαν πολύ τα γεμιστά. Με κιμά. Αυτή του τα είχε μάθει.

Εκείνη τη μέρα του έφτιαξε ένα ταψί, το έβαλε στο φούρνο.

Όμως δεν ένιωθε καλά. Από το πρωί ήταν αδιάθετη. Την πήγαν στον νοσοκομείο. Περαστικό θα είναι και αυτό έλεγε.

«Τα γεμιστά να φάτε τώρα που είναι ακόμα ζεστά, ακούτε;»

Ο νους της μέχρι την τελευταία στιγμή στα γεμιστά.

Η μαμά δε βγήκε ζωντανή από το νοσοκομείο. Και τα παιδιά δε βρήκαν τη δύναμη να φάνε από αυτό το τελευταίο ταψί της μητρικής αγάπης.

(Ιστορία μιας μαμάς, όπως περίπου την έχω ακούσει. Μιας μαμάς που αγάπησε τα παιδιά της περισσότερο από τον εαυτό της)

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ