«Γύφτε λαέ, άκουσέ με»

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Από αύριο ο Παλαμάς, να γίνει υποχρεωτικός σε όλα τα σχολεία της χώρας

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Τα ανοιξιάτικα πρωινά εδώ στην Κρήτη, λέγεται ότι συνωστίζονται από όνειρα. Όνειρα που μπερδεύονται με την πραγματικότητα και τους μύθους, ή ίσως μύθοι που συνωστίζονται με την πραγματικότητα. Άλλωστε, κάπου σε τούτων των στιγμάτων τις κοντινές θάλασσες φιλιωμένοι θεοί και άνθρωποι συνθέσανε τα δικά τους κοινά παραμύθια και ιστορίες σ’ αλλοτινούς καιρούς. Και το ‘να μπαινόβγαινε μέσα από τ’ άλλο. Αλήθειες και μύθοι, τόσο που νόμιζες ότι και τα δυο αναδύονταν μέσα από το ίδιο περίεργο αυγό. Σε τούτο το πρωινό θολό ανοιξιάτικο τοπίο όπου τα όνειρα μπαινόβγαιναν στην πραγματικότητα και η πραγματικότητα στα όνειρα, εκτυλίχτηκε και τούτο το απρόσμενο όνειρο, που στο βάθος του παραμόνευαν υπαινιγμοί και υπονοούμενα μιας πραγματικής ζωής:

Ο έφηβος Αλέξιος ήταν λέει, ένα ανήσυχο πνεύμα. Από μικρό παιδί δεν ησύχαζε μέσα του, μέρα και νύχτα. Το μυαλό του γεννούσε ιδέες που μπαινόβγαιναν από τη φαντασία που δανειζόταν συνέχεια από τους άλλους. Όταν για λίγα μόρια έχασε την εισαγωγή του στο ελληνικό Πολυτεχνείο, χωρίς να το πολυσκεφτεί διάλεξε να εκπατριστεί για το χατίρι της γνώσης. Από την εφηβεία του, στα χνάρια του πολυμήχανου Οδυσσέα. Εκεί κατά τη φορά της άρκτου, χωρίς σχεδία, κουπιά και κατάρτι, κίνησε λέει κατά τις χώρες του βορά που κυβερνούσαν οι φαντασιώσεις των αγιοποιημένων μουμιών της Οκτωβριανής Ιδέας. Του άρεσε και τον συγκινούσε αυτό παρότι στις μητροπόλεις της, μόλις είχαν αρχίσει να γκρεμίζονται τα γερασμένα της είδωλα. Στο αίμα του όμως έβραζαν οι ιδέες της λεηλάτησης του αστικού κατεστημένου στη χώρα του (τι κι αν ο μπαμπάς αυλοδίαιτος της εξουσίας;) και σαν ώριμο τέκνο της ανάγκης και της οργής που ήτανε, έβαλε πλώρη ξανά κατά το νότο, για να μεταγραφεί στο πιο διάσημο Πολυτεχνείο που απέτυχε να διαβεί το κατώφλι του.

Αργότερα και αφού πρώτα είχε ολοκληρώσει τη διδακτορική του διατριβή στη μπαχαλοποίηση, τον ακτιβισμό και τον αριστερόστροφο οπορτουνισμό που τον κατηγορούσανε κάποιοι σύντροφοι του, εκεί στας Αθήνας έκανε κι ένα μεταπτυχιακό στις επιστήμες οργάνωσης του Χώρου. Συμπτωματικά, θα του χρειαζόταν αργότερα ένας (πολιτικός) Χώρος για να τον χειραγωγήσει, να τον καπηλευτεί και να τον διαπομπεύσει. Κι έκανε και φιλίες εκεί στο ιστορικό Ίδρυμα που τις αντάμειψε μετά με θέσεις στη μεγάλη Βεζυρία που διάβηκε όταν του ήρθε η ζαριά, όπως σε κάτι τυχερούς εκπεσμένους πρίγκιπες που από το χαβαλέ ξαφνικά δρασκελούσανε το κατώφλι του Σαραγιού. Τούτη όμως η τεχνική γνώση του Πολυτεχνείου, ποτέ δεν έγινε προκεχωρημένος προβληματισμός της ζωής του. Ανήσυχος από μικρός καθώς ήτανε, ήδη από το δεκαπενταμελές, άλλα ζητούσε η ψυχή του, γι’ άλλα έκλαιγε: Τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα εύγε που λέγανε κι οι Αλεξανδρινοί. Καμιά φορά, όταν του έμενε καιρός από την επαναστατική γυμναστική και το χαβαλέ της σιγουράντζας του σαλονιού του εργολάβου, στη χάση και τη φέξη, άνοιγε και κανένα βιβλίο. Από κείνα τα ανατρεπτικά της καθεστηκυίας τάξης, που στο περιθώριο των σελίδων τους χώραγε όλο το περιθώριο της δικής του ζωής.

Ακόμη κι αργότερα, όταν θα δήλωνε σε μια συνέντευξή του «άθεος», που και που, του άρεσε να διαβάζει αποσπάσματα από τις Γραφές. Κυρίως από την Παλαιά Διαθήκη, το κεφάλαιο της Εξόδου των Ισραηλιτών από την Αίγυπτο και τη διάβαση της Ερυθράς Θάλασσας. Τον συνέπαιρνε αφάνταστα εκείνη η Ιστορία που η μορφή του προφητάνακτα Μωυσή άνοιξε με το ραβδί του τα νερά για να περάσει μέσα της ο διωκόμενος λαός του Ισραήλ και με μιαν άλλη κίνησή του τα ξανάσμιξε για να πνίξουν τους στρατιώτες του Φαραώ. Αυθόρμητα χαμογελούσε κι ονειροπολούσε μέσα του, να γίνει κι εκείνος λέει μια μέρα σαν τον προφητάνακτα Μωυσή: Να οδηγήσει το Ρωμαίικο, σαν ένας άλλος προφήτης και αρχηγός σε μια καινούργια Γη της Επαγγελίας. Ανατρίχιαζε στη σκέψη αν με τα σταλινικομαρξιστικά τσιτάτα του και τα περιθωριακά ευαγγέλια των κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών που πίστευε, θα μπορούσε να επαναλάβει τούτο το μεγάλο βιβλικό κατόρθωμα στο Ρωμαίικο!

Του άρεσε λέει ακόμη (έλεγε το πρωινό όνειρο) να διαβάζει και ιστορίες της Ανατολής. Έβλεπε μέσα τους να σοφιλιάζει ατόφια η σοφία και ο αλληγορικός λόγος εκείνων των παραμυθιών που έρχονταν από τις χώρες του ήλιου και των μεγάλων θρησκειών. Τον μάγευε κυρίως εκείνη η σοφή ιστορία των πρώτων ασκητικών κοινοτήτων του Ισλάμ, που έβλεπε εντός τους κάποιες μυστικιστικές υποψίες της δικής του θρησκείας, που ωστόσο μέσα του την είχε εξορίσει. Σε κείνο το αλληγορικό παραμύθι, αυτό που τον μάγευε ήταν «πως μια απόσταση μπορεί να μικραίνει». Απείχε όμως πολύ από το γνωστό αρχαιοελληνικό φιλοσοφικό παράδοξο αν ο Αχιλλέας μπορεί να φτάσει ποτέ τη χελώνα…

Το διάβαζε μεγαλόφωνα στην παρέα του μέσα στο όνειρο αυτό το παραμύθι, αφού τον εμπνέει ακόμη και σήμερα για να μεταμορφώνει πράγματα και καταστάσεις στη χώρα του. Τώρα που έχει γίνει λέει Προφητάνακτας κι εκείνος σαν τον Μωυσή, και θέλει να οδηγήσει το Λαό του μακριά από την καταπίεση του κάθε Φαραώ, τον έβλεπα μέσα στη θολάδα του ονείρου να το διαβάζει:

«Σε μια χώρα λέει, υπήρχε ένα χωριό που απείχε έξι χι­λιόμετρα από το παλάτι του βασιλιά. Το χωριό αυτό είχε θαυμάσια νερά από μια πηγή και ο βασιλιάς είχε προστάξει τους χωρικούς να του φέρνουν νερό κάθε μέρα. Οι χωρικοί όμως γρήγορα κουράστηκαν από το μακρινό πήγαινε-έλα. Η μόνη λύση ήταν να αφήσουν το χωριό, να φύγουν μακριά και έτσι να απαλλαχθούν από αυτή την εξουθενωτική υποχρέωση.

Το ‘μαθε ο βασιλιάς, κι ευθύς παμπόνηρος καθώς ήταν, σκέφτηκε να βγάλει διάταγμα που θα λέει ότι από εδώ και μπρος η απόσταση ανάμεσα στο χωριό και στο παλάτι είναι …μόνο τρία χιλιόμετρα! Έτσι, το πήγαινε-έλα θα συντόμευε και οι χωρικοί δεν θα κουράζονταν τόσο πολύ. Ο βασιλιάς έκανε αμέσως το διάταγμα. Όταν οι χωρικοί το έμαθαν χάρηκαν πολύ. Ένας τους όμως είπε: «Μα δεν υπάρχει πραγματική διαφορά στην απόσταση»!

Ωστόσο, παρόλο που όλοι τον άκουσαν, συνέχισαν να πιστεύουν το διάταγμα του βασιλιά και κανένα λογικό επιχείρημα δεν κατάφερε να τους κάνει να αλλάξουν γνώμη.

-«Μα το ίδιο δεν έκανες κι εσύ Αλέξιε;» τον ρώτησε μέσα στο όνειρο, ένας από τους παρακοιμώμενους ιπποκόμους του, ο θαλαμηπόλος και αυλοδίαιτος Παύλος, που μαζί είδαν το όραμα της Δαμασκού για τη διάσωση της χώρας. Ο Παύλος ταυτόχρονα, λιβάνιζε τριγύρω της με λιβάνι από κόμμι και ρετσίνι από τους κέδρους της Γαύδου τη γυάλινη και επίχρυση λάρνακα που εκτίθονταν τα αποκαΐδια του μνημονίου στη μεγάλη αίθουσα του θρόνου της Ρωμαίικης Καγκελαρίας. Και πριν προλάβει να συνεχίσει, όλοι οι κόντηδες λιμοκοντόροι του αριστερόστροφου μπουλουκιού που (συν)κυβερνούσε, φωνασκώντας εν χωρώ «ες πολλά έτη Δέσποτα» ένας ένας περνούσαν και ασπάζονταν τον ποδόγυρο από το καφτάνι του νέου Προφητάνακτα.

-«Έτσι ακριβώς δεν κάνουμε κι εμείς; Έβγαλες διάταγμα ότι η χώρα επέστρεψε στην κανονικότητα, ότι η οικονομία μπουμπουκιάζει κάθε μέρα στα διεθνή παζάρια, η φτώχεια και η ανέχεια γίνανε άγνωστες λέξεις! Οι φτωχοί μπορούν να γιατρεύονται στα δημόσια νοσοκομεία δωρεάν, όλοι τρώνε με χρυσά κουτάλια και η νεολαία δεν ξέρει ποια δουλειά να πρωτοδιαλέγει!»

-«Σε τούτες τις εκλογές», του προτείνει μέσα στο όνειρο, η έτερη ξεπεσμένη Δούκισσα Μαυριλίζ της αριστερής συμφαγίας, που παίρνει το λόγο απευθυνόμενη στον Προφητάνακτα, «πρέπει σε όλες τις ομιλίες σας, να επιδεικνύετε πάνω στην εξέδρα αυτό το ιστορικό κειμήλιο, τη λάρνακα με τα αποκαΐδια του μνημονίου της διεθνούς επιτήρησης της χώρας, και του ηρωικού δημοψηφίσματος που πέρασε σαν το νερό κάτω από τ’ άχυρα το όχι και το ‘κανε ναι, για να πειστεί το Ρωμαίικο ότι είσαι θεόσταλτος σαν το Μωυσή. Μα έτσι δεν το ‘κανε και στην αγαπημένη σου Λατινική Αμερική ένας πρόεδρος του Μεξικού, όταν του ακρωτηρίασαν ολόκληρο το πόδι του σε μια μάχη που πολέμησε κατά των Γάλλων; Ο Μεξικάνος πρόεδρος κήδεψε το ακρωτηριασμένο του πόδι με όλες τις τιμές, με την εκφώνηση επικήδειων λόγων και ποιημάτων. Μετά σε όλους τους λόγους του προς το Μεξικανικό Έθνος κράδαινε ψηλά το τεχνητό του μέλος, για να του θυμίζει τη μεγάλη θυσία του προς την πατρίδα. Κι έτσι εκλέχτηκε πέντε φορές πρόεδρος στο Μεξικό! Γιατί λοιπόν κι εμείς να μην περιφέρουμε σε λαϊκό προσκύνημα τούτη τη γυάλινη και χρυσοσκάλιστη λάρνακα με τα αποκαΐδια του μνημονίου και το ηρωικό δημοψήφισμα; Σεις είστε ο μεγάλος μπουρλοτιέρης, ο νέος Προφητάνακτας που σώσατε το Ρωμαίικο από την καταστροφή»!

- «Ες πολλά έτη Δέσποτα»! ακούστηκε τρις εν χορώ, από τους παρευρισκόμενους οφικιάλιους καζασκέρηδες που με ορθογώνια οσφυοκαμψία υποκλίνονταν στο Μεγάλο Πορθητή της αδικίας στο Ρωμαίικο και τον Κόσμο...

Δεν άργησε λέει να περάσει πολύ ώρα και μια φωνή που έβγαινε ξαφνικά μέσα από ένα στρόβιλο με ομίχλη και καπνό, εκεί στη μέση της παρέας τους, αυστηρή και προστακτική, καλούσε το νέο Προφητάνακτα να ανοίξει ένα σοφό βιβλίο που αυτός ο μαγικός στρόβιλος, σαν τζίνι από παραμύθι της Ανατολής, είχε φέρει μπροστά στα πόδια τους. Ήταν ο «Δωδεκάλογος του Γύφτου» του Κωστή Παλαμά. Τρομάξανε, λουφάξανε όλοι τους, και πέσανε καταπροσώπου στη γη σαν τους πρωτόπλαστους κατά την έξωσή τους από την Εδέμ. Άνοιξε δειλά τα μάτιά του ο Μεγάλος Πορθητής της αδικίας στο Ρωμαίικο και απίθωσε με φόβο το χέρι του στο βιβλίο. Άνοιξε μια τυχαία σελίδα. Διάβασε μεγαλόφωνα και με τρεμάμενη φωνή για να τον ακούσουν όλοι οι θαλαμηπόλοι και αυλοδίαιτοι της ομήγυρης που τον περίμεναν με αγωνία:

«– Γύφτε λαέ, άκουσέ με· το πρωτόσταλτο είμαι σημάδι από την πλάση που θα 'ρθει, κι ύστερα κι από ποιούς καιρούς και χρόνια πόσα! Ένας εγώ, και ζω για χίλιους. Γύφτε λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα».

-«Αυτό ήταν»! είπε απευθυνόμενος στον επί των Γραμμάτων παρακοιμώμενο, που υπνηλατούσε στο θώκο του. «Το βρήκα! Είμαι όντως ο νέος Προφητάνακτας της Ρωμιοσύνης! Είμαι μια αίσθηση χωρίς το άτομο που της αναλογεί. Από αύριο ο Παλαμάς, να γίνει υποχρεωτικός σε όλα τα σχολεία της χώρας και εγώ κάθε φορά που θα βγαίνω στο μπαλκόνι και θα απευθύνομαι στα πλήθη, έτσι θ’ αρχίζω: «Γύφτε Λαέ, άκουσέ με, δε σου μίλησε προφήτης σου ποτέ σαν τη δική μου γλώσσα»!


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ