ΑΠΟΨΕΙΣ

Άκης Πάνου, στα δικά του χέρια η ζωή τραγούδι

Μεγάλο συνθέτη - θα τον πει κάποιος - της λαϊκής ψυχής, που καταστρέφεται και αναστηλώνεται μέσα σε λίγες νότες.

Άκης Πάνου

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 Κάποτε - σαν να ’ναι τώρα - ο Νίκος Ξανθόπουλος, «το παιδί του λαού» όπως τον ονομάζανε τότε πολλοί με βουρκωμένα μάτια, τραγουδούσε το 1970, ανάμεσα σε άλλα του, κι ένα τραγούδι του Άκη Πάνου: «Στη φωτιά θα πέσω, αν μου πεις να πέσω, | στο γκρεμό θα πέσω, αν το θες εσύ. | Ούτε θα τρομάξω, | ούτε θα πονέσω, | στο γκρεμό θα πέσω, αν το θες εσύ. | Στα δικά σου χέρια η ζωή τραγούδι, | στα δικά σου χέρια η ζωή χρυσή. | Ούτε θα τρομάξω, | ούτε θα πονέσω, | στο γκρεμό θα πέσω, αν το θες εσύ».

      Οι στίχοι, του τραγουδιού αυτού, πολύ γνωστοί. Και τί δεν είναι γνωστό στον Άκη Πάνου! Όπως έγραφε ο Πάνος Γεραμάνης που του είχε πάρει συνέντευξη, τότε που ζούσαν ακόμα και οι δυό τους: «Η ζωή του όλη είναι ένα παράπονο, μια διαμαρτυρία, ένα όνειρο, και - κάπου - μια ελπίδα που χάνεται. Η ζωή του Άκη Πάνου είναι ένα τραγούδι διαρκείας. Αρχίζει από το 1942 και φτάνει στο Σήμερα. Με λόγια πικρά, δυνατά. Με μια πλημμύρα από μελωδίες και συναισθήματα. Με φωνές Καζαντζίδη, Μαρινέλλας, Γαβαλά, Μπιθικώτση, Πόλυς Πάνου, Καίτης Γκρέυ, Τσαουτσάκη, Γιώτας Λύδια, Μοσχολιού, Διονυσίου, Μενιδιάτη, Βούλας Γκίκα, Νταλάρα, Μητσιά, Χαρούλας Λαμπράκη, Λίτσας Διαμάντη. Φωνές που ενώνονται με τη δικιά του φωνή, σε τραγούδια που αντέχουν στον χρόνο». 

      Ο Γεραμάνης τον λέει «μελαγχολικό, αυστηρό, ονειροπόλο». Εγώ θα τον πω τον πιο ειλικρινή λαϊκό καλλιτέχνη του καιρού του, όπως και να τον δούμε, σαν ποιητή, σαν μελωδό, σαν μπουζουξή, αλλά και σαν κατασκευαστή μπουζουκιών, σαν ενορχηστρωτή, σαν ερμηνευτή. Παρ’ όλα αυτά, τον βρίσκουμε να ζούσε στον δικό του κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που τον είχε φτιάξει ο ίδιος, με τα τραγούδια του, με τη δικιά του ξεχωριστή φιλοσοφική αντίληψη, με τους δικούς του νόμους και με τους δικούς του κανόνες.
 

Image
Άκης Πάνου

 Τραγουδοποιός που έμεινε στην Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας, όχι τόσο για τη μουσική του όσο για τους στίχους του. Δείτε τις αρχές από τα πιο γνωστά του τραγούδια (που δεν είναι και λίγα) και θα καταλάβετε. Θα τα παραθέσω εδώ με τη χρονική σειρά της δημιουργίας τους:

      «Τον έρωτα φαρμάκωσε η μιζέρια, | κομμάτιασε η φτώχεια την καρδιά, | δεν ήρθανε για μας τα καλοκαίρια | και έγιν’ η ζωή τόσο βαριά. | Θα κλείσω τα μάτια, | θ’ απλώσω τα χέρια | μακριά από τη φτώχεια, | μακριά απ’ τη μιζέρια. | Θα πάρω τη στράτα κι εγώ τη μεγάλη. | Θα κλείσω τα μάτια, | κι όπου με βγάλει». «Ένα ρολόι μού ’χες χαρίσει |που το κοιτούσα όταν αργούσες. | Που το κοιτούσα όταν αργούσες | και το ρωτούσα αν μ’ αγαπούσες. | Θα το δώσω το ρολόι | και θα πάρω κομπολόι |να μετράω τους καημούς |και τους αναστεναγμούς». «Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός, | τον έζησα τον κόσμο και τον είδα. | Κι ειν’ η καρδιά μου μαύρος ουρανός | που κρύβει κεραυνούς και καταιγίδα. | Την ώρα που ξεχείλισε ο πόνος, | την ώρα που με πνίγει ο καημός, | αυτή την ώρα θέλω να ’μαι μόνος. | Δεν θέλω τη συμπόνια κανενός». «Ξέρω πως θα φύγεις μακριά μου, | μέσα από την αγκαλιά μου | θα πετάξεις σαν πουλί. | Ξέρω πως θα κλάψουμε κι οι δύο | στο πικρότερο αντίο,  | στο πικρότερο φιλί. | Κι όταν σημάνει η ώρα,  | τότε, καρδιά μου χρυσή, | τη μεγαλύτερη μπόρα | θα την περάσεις εσύ». «Βρήκα την πόρτα σου κλειστή | και το κλειδί παρμένο, | κοντεύουνε μεσάνυχτα | κι απέξω περιμένω. | Γιατί, καλέ γειτόνισσα; | Αφού σου τηλεφώνησα | και είπες πως θ’ αφήσεις το κλειδί. | Γιατί, σκληρή γειτόνισσα, | παιδεύεις την καρδούλα μου; | Γιατί με βασανίζεις δηλαδή; | Πότε μου λες πως δε με θες, | και πότε με γυρεύεις. | Ας ήξερα πώς σκέφτεσαι | και τί θεό λατρεύεις». «Και τί δεν κάνω | την πικραμένη σου ζωή για να γλυκάνω, | κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω | κάθε στιγμή. | Και τί δεν κάνω | την παγωμένη σου καρδιά για να ζεστάνω | κι εσύ μου δίνεις και μια πίκρα παραπάνω | για πληρωμή. | Αμαρτία μεγάλη | μια καρδιά, που για σένα | λαχταράει και πεθαίνει, | να τη  βλέπεις σαν ξένη! | Και τί δεν κάνω; | Για να βρεθώ στην αγκαλιά σου, τί δεν κάνω, | και μ’ αποφεύγεις σαν αλήτη, σαν ζητιάνο, | κάθε στιγμή». «Μπορείς να κάνεις ό,τι θες, | μπορείς και να μη μ’ αγαπάς, | και να χαρίζεις όπου θέλεις τα φιλιά σου. | Πήρα απ’ το χέρι σου νερό! | Να το ξεχάσω δεν μπορώ, | ακόμα κι αν θα στερηθώ την αγκαλιά σου. | Πήρα απ’ το χέρι σου νερό. | Τώρα θα πάρω τον καημό | και θα γυρίσω στα παλιά μου τα λημέρια. | Εκεί που σβήνει η ζωή, | εκεί που λιώνει η χαρά, | εκεί που χάνονται ο ήλιος και τ’ αστέρια». «Όταν είδα πως θα φύγεις, | κόντεψα να τρελαθώ, | μα δεν μπόρεσα να κλάψω | και να παραπονεθώ. | Ούτε αχ δεν θα πω | αφού έδωσα μπέσα | σε μια μαύρη καρδιά | που δεν μ’ έβαλε μέσα». «Έβαλε στο σπιτάκι σου φωτιά, | γέλασε την καλή σου την καρδιά, | δεν μπόρεσε (κι ας είχε υποκριθεί) | κυρία στο πλευρό σου να σταθεί. | Αν ήτανε κυρία, | δεν θα ’ψαχνε ευκαιρία | να φύγει από δίπλα σου | (αν ήτανε κυρία). | Αν ήτανε κυρία, | αληθινή κυρία, | θα κράταγε τη θέση της | όπως κάθε κυρία». «Όταν σε κοιτώ στα μάτια | δεν μπορείς να μου κρυφτείς, | κάτι σ’ έκανε να κλάψεις | και να πικραθείς. | Για κοίτα με στα μάτια, λοιπόν, κι εξηγήσου, | πού είναι το ζεστό, το γλυκό το φιλί σου; | Δεν είχες μυστικά από μένα - θυμήσου! | Για κοίτα με στα μάτια λοιπόν». «Στη ζωή μου κάθε μία, | κάθε μία γνωριμία, | μια καινούργια τρικυμία, | ένας άλλος πυρετός. | Κάθε νέα γνωριμία | όνειρα με συντομία. | Μια ελπίδα κάθε μία | κι ένας πόνος δυνατός. | Κι αν εσύ δεν είσαι απ’ αυτές, | κι αν εσύ δεν φταις, | τί πρέπει να γίνει; | Όταν πάρουν όλα φωτιά, | τα κάψει η ψευτιά, | τί θέλεις να μείνει;» «Σε πότισα το πιο γλυκό μου δάκρυ, | με πότισες τον πιο γλυκό καημό. | Σε άγγιξα στου ονείρου μου την άκρη |και στράγγιξα στον πρώτο στεναγμό. | Θα κλείσω τα μάτια, | θ’ απλώσεις τα χέρια, | να βρουν να φωλιάσουν | λευκά περιστέρια. | Αγάπη μου πρώτη, | αγάπη μεγάλη, | θα κλείσω τα μάτια | κι όπου με βγάλει». «Να είχα το κουράγιο, | την αγκαλιά σου να την απαρνιόμουνα! | Να είχα το κουράγιο | στη γειτονιά σου να μην ξαναρχόμουνα». «Εγώ καλά σου τα ’λεγα | και τ’ άκουγες παράλογα. | - Περπάτησε ανάλογα. | Θυμάσαι που σου τα ’λεγα; | Εγώ καλά σου τα ’λεγα». «Ασφαλώς και δεν πρέπει | να μας δούνε παρέα. | Επεράσαμε ωραία | λίγες ώρες μαζί. | Είναι η πρώτη μας νύχτα, | πρώτη και τελευταία. | Ασφαλώς και δεν πρέπει | να μας δούνε παρέα». «Ήταν ψεύτικα. | Τα γλυκόλογά της όλα | ήταν ψεύτικα. | Βρήκα την καταστροφή μου | κι ερωτεύτηκα. | Όλα ψεύτικα». «Όπου να ’ναι σουρουπώνει, | το «Ακρόπολις» θα φτάσει. | Να ’ταν και να κατεβάσει | έναν φίλο ή γνωστό. | Κάθε άνθρωπος και γλώσσα. | Ποιόνε ξέρω; Ποιός με ξέρει; | Αφιλόξενα τα μέρη, | παγωμένες οι καρδιές. | Δίπλα μου λαγοκοιμάται | ένας χίππυ πεινασμένος, | ένας νέγρος μεθυσμένος, | τα ναυάγια σωρό. | Στο σταθμό του Μονάχου | με πέταξε, άχου, |η μαύρη μοίρα μου.| Μάνα, κακομοίρα μου». «Δεν μου κάνει αίσθηση καμία, | αν θα φύγεις τούτη τη στιγμή. | Φύγε, να κοπάσει η τρικυμία. | Φύγε, να μερώσουν οι καημοί. | Μα τί ’ναι αυτά που λέω, Θεέ μου, Θεέ μου! | Χωρίς αυτήν ποτέ μου, ποτέ μου, ποτέ μου, | δεν θα μπορούσα να ζήσω | και να ξαναγαπήσω». «Στο θολωμένο μου μυαλό | ο κόσμος είναι μια σταλιά. | Κάτι σκιές απ’ τα παλιά | και κάποιο πάθος μου τρελό. | Και κάποιο πάθος μου τρελό | στο θολωμένο μου μυαλό. | Το θολωμένο μου μυαλό | μ’ έχει προδώσει προ πολλού. | Του λέω αλλού και τρέχει αλλού, | με κάνει και παραμιλώ. | Με κάνει και παραμιλώ | το θολωμένο μου μυαλό. | Του θολωμένου μου μυαλού | τους εφιάλτες τραγουδώ. | Κι αν σας επίκρανα ως εδώ, | φταίει το πάθος του τρελού. | Φταίει το πάθος του τρελού, | του θολωμένου μου μυαλού». «Μη ζητάς να βρεις καλό, | μπέσα μη ζητάς. | Στων ανθρώπων τις καρδιές | μέσα μην κοιτάς. | Οι μισοί καλοί | σε μοναστηριού κελί. | Κι οι άλλοι στο τρελάδικο | από κακό κι απ’ άδικο». «Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του | και μη τον συνεφέρεις.| Τί κρύβει μέσα το μυαλό ενός τρελού | δεν ξέρεις. | Μπορεί να βρει στην τρέλα του | αυτά που έχει ποθήσει | και που δεν αξιώθηκε | να δει και ν’ αποκτήσει. | Άσ’ τον τρελό στην τρέλα του, | άστονε στ’ όνειρό του. | Τον κόσμο αυτόν σιχάθηκε | κι έφτιαξ’ ένα δικό του».       Και για τελευταίο αναφέρω, στα γνωστότερα του Άκη Πάνου, το τραγούδι του που είχε ακουστεί με την φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη και ξανακούστηκε από τον πολύ κόσμο στην κηδεία του. Ήμουν κι εγώ τότε στο νεκροταφείο της Καλλιθέας στην Αθήνα και ανάμεσα στους αμέτρητους καλλιτέχνες που παρευρέθηκαν, είχα στο πλάι μου την Μπέτυ Λιβανού. Το τραγούδι του αυτό ήταν: «Η ζωή μου όλη είν’ ένα τσιγάρο, | που δεν το γουστάρω κι όμως το φουμάρω. | Κι όταν γίνει γόπα - κέρασμα στον Χάρο, | όταν έρθει η ώρα και τονε τρακάρω». 

Image
Άκης Πάνου

Αφού αναφέρθηκε η Καλλιθέα, να πω εδώ ότι ο συνονόματός μου Θανάσης, Θανασάκης, Άκης Πάνου γεννήθηκε το 1933 στα Πατήσια και μεγάλωσε σε περιοχή της Χαροκόπου στην Καλλιθέα. Ήταν ο τρίτος από τα έξη παιδιά ευκατάστατης οικογένειας, γιατί ο πατέρας του Στέφανος Πάνου διαχειριζότανε τα οικονομικά της βασιλικής φρουράς. Όμως η γειτονιά που μεγάλωσε ήταν γεμάτη πρόσφυγες. Κι έτσι, από μικρός έζησε μέσα στην μουσική και στα τραγούδια των Μικρασιατών και των Ποντίων, και άλλο τόσο στα ακούσματα από τα ρεμπέτικα. Στην Κατοχή χάνει τα προνόμια του βολεμένου παιδιού, αφού δεν υπάρχει πιά η βασιλική φρουρά του πατέρα του. φοράει φθαρμένα ρούχα και παπούτσια. Τότε σταματάει και η βασική του εκπαίδευση. Όπως είπε ο ίδιος, σχολείο του γίνεται η ίδια η ζωή. Για να μπορέσει να βιοποριστεί, κάνει θελήματα, πουλάει κουλούρια, τσιγάρα, δουλεύει εργάτης σε εργοστάσιο. Στα δεκατρία του βρίσκεται σε μια ταβέρνα στο Κουκάκι σαν κιθαρίστας. Η αμοιβή του είναι ό,τι βγει από τα φιλοδωρήματα και ένα πιάτο φαγητό στο τέλος. Αν και απόφοιτος Δημοτικού, μιλάει σαν καθηγητής Πανεπιστημίου. Κι ας τον ανάγκασε η ζωή να μην εφοδιαστεί με σχολική γνώση, εκείνος όμως μορφώθηκε μόνος του. Λένε ότι σε συζητήσεις ξεπερνάει πολλούς μορφωμένους. Έχει πλούσιο λεξιλόγιο, που θα αποτυπωθεί αργότερα στα τραγούδια του. Το ίδιο συμβαίνει και με τη μουσική του. Ο Άκης Πάνου δεν περνάει ούτε έξω από ωδείο, αλλά γίνεται δάσκαλος για πολλούς καλλιτέχνες.

      Ένα ατύχημα στο χέρι τον αναγκάζει να διακόψει τη διαδρομή του στη νύχτα. Η διακοπή αυτή θα κλείσει τον δρόμο στον κιθαρίστα, αλλά θα ανοίξει τον δρόμο στον συνθέτη. Στα εικοσιπέντε του θα κάνει την εμφάνισή του στη δισκογραφία, αλλά μόνο σαν συνθέτης. Τους στίχους θα τους έχει γράψει ο Χρήστος Κολοκοτρώνης και τα πρώτα αυτά τραγούδια ήταν «Το παιδί μου απόψε πίνει» με την Καίτη Γκρέϋ και το «Μια βραδιά καταραμένη» με τη Δούκισσα. Από κει και πέρα θα συνεχίσει σαν ολοκληρωτικός δημιουργός. Γράφει τραγούδια που ξεχωρίζουν αμέσως από τους δικούς του πλέον στίχους. Στίχοι άμεσοι, απλοί, κατανοητοί, αυστηροί, απόλυτοι, αλλά και δύσκολοι, όπως ο ίδιος του ο χαρακτήρας. Μέσα σε λίγες, απλές λέξεις καταφέρνει να συνοψίσει τα μεγαλύτερα νοήματα. Κι έτσι, οι επιτυχίες - με τον δικό του βιωματικό αλλιώτικο στίχο - θα αρχίσουν να διαδέχονται η μια την άλλη. Το 1967 ο Άκης Πάνου θα δει τα λόγια του στο «Θα κλείσω τα μάτια» να λογοκρίνονται, τραγούδι που θα κυκλοφορήσει αργότερα με διαφορετικούς στίχους.  Ώσπου στο μέλλον, ενώ θα είναι όνομα καθιερωμένο πιά και μεγάλο, θα τα βάλει με τις δισκογραφικές εταιρείες και με τις διαστρεβλωτικές κερδοφόρες πολιτικές τους. Οι συγκρούσεις θα φτάσουνε στην κορύφωσή τους στη χρονική στιγμή της συνεργασίας του με τον Γιώργο Νταλάρα. 

      Ήταν τότε η τελευταία εποχή για τον Άκη Πάνου - | και στον Νταλάρα, όπως λίγο πιο πριν στον Μανώλη Μητσιά, είχε δώσει τραγούδια που οι στίχοι τους περιείχαν μηνύματα για τον λαό. Για να καταλάβετε τί εννοώ, θα δώσω δυό παραδείγματα που ακούστηκαν με την φωνή του Μητσιά. Το ένα «Την κοινωνία | που τηνε σπρώχνουν στον κατήφορο τα λάθη, | κι αργοπεθαίνει | μες στην ψευτιά, στην αμαρτία και στα πάθη, | την κοινωνία που για το αύριο την πνίγει η αγωνία, | τί ειρωνεία! |Εμείς την φτιάξαμε αυτήν την κοινωνία». Και το άλλο: «Χάνονται τα νιάτα, | τα μαραίνει η προσμονή. | Ψεύτικη η ελπίδα για ζωή αληθινή. | Πάρτε την ελπίδα |και χαρίστε μας το φως! | Δείξτε μια πατρίδα να στεριώσει ο αδελφός. | Ως πότε πιά υπομονή; | Ως πότε με την προσμονή; | Ως πότε με την προσμονή κάτι καινούργιο να φανεί; | Τρέμει το κουράγιο μπρος στης μοίρας την οργή. | Λύγισαν τα χέρια που παλεύαν με τη γη. | Πέτρωσε το χώμα, | δεν ανθίζει η πασχαλιά. | Γίνανε τα νιάτα διαβατάρικα πουλιά. | Ως πότε πιά υπομονή;» Ύστερα οι στίχοι του, με την φωνή αυτή τη φορά του Γιώργου Νταλάρα, θα έχουν, για παράδειγμα: «Και πλέκοντας εγκώμια | περί τους αθανάτους, | την αίγλη τους, το ύφος τους | και το παράστημά τους, | και κάνοντας υπόκλιση | μέχρι τους αστραγάλους, | παρέα με παράσιτα | και με λακέδες άλλους, | για μια σταγόνα έλεος | πουλώντας την ψυχή του | και κάνοντας συμβιβασμούς με τη συνείδησή του, | έζησε με το τίποτα | και πέθανε μαζί του».

      Αν θέλουμε, ανάμεσα στα τελευταία του αυτά τραγούδια - μηνύματα για τον λαό, να πούμε κι ένα κεφάτο, ας δούμε τί έγραψε για τα στοιχήματα στον ιππόδρομο, που το τραγούδησε ο Μιχάλης Μενιδιάτης: «Ποντάρει άλογο κουτσό, και φέρνει πεντακόσα.| Εγώ ποντάρω σ’ αετό, και χάνω κάπου τόσα! | Σηκώνει τον ιππόδρομο μ’ ένα παλιοκοσάρι. | Εγώ αδειάζω καφετιά (χιλιάρικα δραχμές με τη μορφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου) και γίνονται κριθάρι! | Αν θέλει η τύχη η στραβή, τα φέρνει και στα δίνει. | Αλλιώτικα, σε κυνηγά, στα παίρνει και σε γδύνει. | -Μολόγα τα, μολόγα τα. | -Τα φράγκα μοιρολόγα τα. | -Τί γίνανε; Μολόγα τα. | -Χορτάρι για τ’ αλόγατα…» Ο Μιχάλης Μενιδιάτης και ο Γιάννης Πάριος μαζί είχαν τραγουδήσει τον «Σεισμό» του Άκη Πάνου: «Γιατί να ζήσω φρόνιμα τα χρόνια μου τα γόνιμα; | Ένας σεισμός, και χάνεσαι, | και παύεις να αισθάνεσαι. | Γιατί να κάνω όνειρα πιο πέρα από το σήμερα; | Ένας σεισμός, και φύγαμε, | κι άιντε να βρεις πού πήγαμε».  

      Επίσης ανάμεσα στα τόσα τραγούδια του, είχε γράψει και τρία ας τα πούμε «ψευτομάγκικα» (αφού δεν ξέρουμε πώς θα τα έλεγε ο ίδιος) που η διαφορετικότητά τους είναι ότι κόβει τις λέξεις. Αξίζει να τα αναφέρουμε. Το πρώτο λέγεται «Κλε» και το έγραψε το 1975. Το δεύτερο «Χαροκόπου 1942-1953» και το τρίτο «Αδιορθωαναρχί» γράφτηκαν το 1982 και τα είχε δώσει να τα τραγουδήσει ο Γιώργος Νταλάρας.  Η δισκογραφική εταιρεία θέλησε να βάλει το πρόσωπο του τραγουδιστή στο εξώφυλλο του άλμπουμ «Θέλω να τα πω» και ο Άκης Πάνου, σαν δημιουργός, έφερε αντιρρήσεις. Δεν ήθελε να δίνει τα τραγούδια του σε μεγάλα ονόματα, αφού πίστευε ότι ο τραγουδιστής δεν πρέπει να σκιάζει το τραγούδι. Όμως οι τόσες σπουδαίες φωνές που τον τραγούδησαν, λειτούργησαν δίαυλοι για να φτάσει ως σ’ εμάς η φωνή του Άκη Πάνου. Δείτε τα τώρα αυτά τα τρία «ψευτομάγκικα», που έχουνε πρωτότυπη καταγγελία και απαιτούνε προσέγγιση γούστου.  

      Πρώτα το «Κλε»: «Αυτός που κλέ- για να ταï -κουτσουβελάκια, | απ’ τον Θεό κι από εμέ- συγχωρεμέ-. | Αυτός που κλέ- για αποταμί- σε μασουράκια, | παλιοκοπρί- αηδιαστί- και σιχαμέ-. | Αυτός που κλέ- γιατί δεν βγαί- με το τιμίως, | είναι αθώ-. Σου λέει: Κλέ- γιατί πεθαί-. | Αυτός που κλέ- για να τα κρύ- και υπογείως, | όταν ψοφί- κι οι κολασμέ- δεν τον θέ-. | Αυτός που κλέ- ένα καρβέ- κι ύστερα τρέχει, | κύριε Πρό- , δεν είναι κλέ- σεσημασμέ-. | Πέντ’ έξι μή- ένα ψωμί…Δικαίως έχει | φασκελωμέ- την κοινωνί- τη χαλασμέ- ». 

      Μετά, το «Χαροκόπου 1942-1953»: «Εφτά νομά- σ’ ένα δωμά- , | πού να ξαπλώ- να κλείσεις μά-; | Ο ένας πάει σινεμά, | ο άλλος πέφτει και κοιμά-. | Ύπνος με βάρδια δηλαδή. | Στην πόρτα, σύρμα για κλειδί. | Εφτά νομά- δυστυχισμέ- | σ’ ένα δωμά- φυλακισμέ-. | Δικαίως αγανακτισμέ- | και με τα πάντα αηδιασμέ-. | Πώς τα ’χεις έτσι μοιρασμέ- | ντουνιά ψευτοπολιτισμέ-; | Οι δυό δουλε- απ’ τους εφτά. | Από τα χρέ- τί να προφτά-; | Σαν τα τσουβά-, σαν τα σκουπί-, | εφτά νομά- χωρίς ελπί-. | Σ’ ένα δωμά- μισό γιαπί, | ποιός να φωνά- και τί να πει;»

      Και τέλος, η αρχή από το «Αδιορθωαναρχί-»: «Μαθημέ- στις κακουχί-, | άιντε φτού κι απ’ την αρχή, | την κουβέ- και πειθαρχεί- | αδιορθωαναρχί-». 

      Μεγάλο συνθέτη - θα τον πει κάποιος - της λαϊκής ψυχής, που καταστρέφεται και αναστηλώνεται μέσα σε λίγες νότες. Με τα λόγια αυτά περιγράφεται κι ο ίδιος, αφού ακόμα και τώρα, μετά τον θάνατό του, μιλάμε γι’ αυτόν μέσα από τις λίγες νότες των τραγουδιών του. Και να, λοιπόν, πώς έγινε η αρχή του τέλους: Ήθελε από μικρός να κάνει οικογένεια. Η γυναίκα όμως της ζωής του, η Δήμητρα, δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά. Έτσι, παντρεύτηκε την Άννα, μετά από πολλά χρόνια συμβίωσης. Μαζί της θα αποκτήσει τέσσερα παιδιά. Από τα παιδιά του απαιτεί να του μιλούν στον πληθυντικό. Τα μεγαλώνει με αρχές αυστηρές, απόλυτες. Κι ας τα αγαπάει όσο τίποτα άλλο. 
 

Image
Άκης Πάνου

Πιστεύοντας ότι οι δισκογραφικές εταιρείες τον αδικούν, συγκρούεται και δεν θέλει να δίνει τα τραγούδια του. Νιώθοντας την αδικία να τον πνίγει, αποφασίζει στα πενήντα τρία του χρόνια να τα μαζέψει και να φύγει από την Αθήνα. Ανεβαίνει στη Ξάνθη, με τη γυναίκα του και τα τέσσερα παιδιά του. Ο ίδιος τους έλεγε: «Εδώ μέσα στο σπίτι, είμαστε Αθήνα. Έξω από δω, είναι παντού Ξάνθη».

      Στην πρωτεύουσα της Θράκης όπου βρέθηκε, θα ολοκληρωθεί δραματικά μια ιστορία, που αναπάντεχα έβαλε τελεία στη ζωή του. Ήταν παλαιότερα Μάιος του 1978, όταν ο Άκης Πάνου άκουσε το κλάμα του πρώτου του παιδιού. Της Ελευθερίας. Το πρωτόγνωρο εκείνο πατρικό του νιώσιμο είχε έρθει να ταιριάσει με το εμβληματικό του τραγούδι, που το είχε γράψει ένδεκα χρόνια πριν - το 1967 - τότε που χανόταν κάθε είδους ελευθερία στην Ελλάδα: «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα! | Η ώρα που γεννιέται η ζωή. | Η ώρα που ταιριάζει η αναπνοή σου | μαζί με τη δική μου αναπνοή». Η αγάπη του για την κόρη του ήτανε παράφορη. Την ώρα που την είχε στην αγκαλιά του, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι για χάρη της, ενώ δεν είχε πειράξει στη ζωή του ούτε μυρμήγκι, θα αφαιρούσε τη ζωή ενός ανθρώπου. Οι σπαρτιατικές, αυστηρές αρχές του όμως ήταν αποδεκτές, μέχρις ότου η μικρή Ελευθερία μεγαλώσει και έρθει σε αντιπαράθεση με τις αντιλήψεις του.

      Ο Άκης Πάνου ήταν απ’ τους πραγματικά ελάχιστους καλλιτέχνες που δεν απασχόλησαν ποτέ κανένα με την προσωπική του ζωή. Απέφευγε τα φώτα της δημοσιότητας «όπως ο διάβολος το λιβάνι». Γι’ αυτό, τώρα ξαφνικά, οι άνθρωποι σαστισμένοι είδαν στην τηλεόρασή τους τον σπουδαίο συνθέτη με πυτζάμες, να ψάχνει απεγνωσμένα την δεκαεννιάχρονη κόρη του Ελευθερία, που είχε φύγει από το σπίτι. Ο Άκης Πάνου ένιωσε τον εξευτελισμό να του σημαδεύει τη ζωή. Η κόρη του είχε μπλέξει συναισθηματικά με έναν εν διαστάσει παντρεμένο μεγαλύτερό της. Τελικά, η Ελευθερία θα γυρίσει πίσω στο σπίτι, αλλά το γυαλί θα έχει ραγίσει. Το αλλόκοτο είναι ότι την νέα αυτή κατάσταση ο πατέρας της την είχε προβλέψει και την είχε περιγράψει ακριβώς με τους στίχους του στο τραγούδι «Δεν κλαίω για τώρα»: «Δεν κλαίω που φεύγεις, | δεν κλαίω για τώρα, | δεν κλαίω την ώρα | του αποχωρισμού. | Κλαίω την ώρα του γυρισμού | με τα σημάδια του χαλασμού, | που δεν θα ’χω πιά ψυχή να σου πω | «σ’ αγαπώ». Το γυαλί είχε ραγίσει.

      Ο Άκης Πάνου ένιωσε ότι η τιμή του είχε θιχτεί ανεπανόρθωτα. Κι όταν ο σύντροφος της κόρης του πήγε στο σπίτι του για να εξηγηθούν, ο Άκης έστησε μπροστά του τον τοίχο των αξιών μιας άλλης περασμένης εποχής. Έπειτα από λογομαχία, ο Άκης Πάνου άρπαξε ένα παλιό ρεβόλβερ που το είχε ξεχασμένο από τον στρατό και τον πυροβόλησε τρεις φορές. Η μία από τις τρεις σφαίρες τον βρήκε στο πρόσωπο. Εκείνη τη στιγμή, μαζί με τη σφαίρα, τινάχτηκε στον αέρα και η ζωή του εκτελεστή του. 

      Ο Άκης Πάνου στάθηκε μπροστά στους δικαστές, σαν να μετείχε στο Μυστήριο της Εξομολόγησης. Αλλά τί να τους πει; Κάτι που να μοιάζει με τα λόγια που είχε δώσει στον Στέλιο Καζαντζίδη; «Του θολωμένου μου μυαλού | τους εφιάλτες τραγουδώ. |Κι αν σας επίκρανα ως εδώ, | φταίει το πάθος του τρελού, του θολωμένου μου μυαλού»; Όχι. Δεν ήταν θολωμένο το μυαλό του. Ήξερε τί έκανε την ώρα που το έκανε. Ήταν ο λόγος τιμής όπως τον είχε μάθει, όπως τον αντιλαμβανόταν ο ίδιος. Μάταια ο Μανώλης Ρασούλης και άλλοι προσπαθούσαν να του ελαφρύνουν την θέση, υπενθυμίζοντας στο δικαστήριο τη μεγάλη προσφορά του. Ο ίδιος ήταν που τους έλεγε: «Όποια κι αν είναι η ποινή, δεν πρόκειται να είναι μεγαλύτερη απ’ αυτήν που επέβαλα εγώ στον εαυτό μου». Οι δικαστές, αποδίδοντας «τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώ», τον καταδίκασαν σε ισόβια χωρίς ελαφρυντικά. Αλλά κι ο Θεός, θαρρείς «εβραϊκά εκδικητικός», του αφαίρεσε τη ζωή λίγους μήνες μετά - με προχωρημένο καρκίνο. Η κόρη του, έγκυος από το θύμα, κατά τη διάρκεια της απολογίας του πατέρα της δεν έστρεψε το βλέμμα προς το μέρος του. Λίγα χρόνια μετά, σε συνέντευξή της θα πει ότι ο πατέρας της είχε δίκιο, αλλά τότε θα είναι αργά.

      «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα! | Η ώρα που μου σβήνεις τον καημό. | Η ώρα που και η σκέψη μου πεθαίνει | και που δε θέλω να ’χει τελειωμό. | Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα! | Η ώρα που μ’ αρέσει να πονώ. | Η ώρα που σου δίνω την ψυχή μου, | χωρίς να νιώθω τίποτα φτηνό. | Κι αν είναι η αρχή στην κατηφόρα, | η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα» (που ήρθες στη ζωή, παιδί μου). 

Image
Άκης Πάνου

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση