
Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη
Πέρασαν οι γιορτές του Δωδεκαημέρου, πέρασε και η μεθεόρτια περίοδος. Μαζί πέρασε και η περίοδος των ευχών, που έδωσαν και πήραν τούτο το διάστημα. Τα μέσα επικοινωνίας, που άφθονα μας τα έχει δώσει η τεχνολογία, πήραν φωτιά και οι ευχές κυκλοφορούσαν κατά εκατομμύρια. Ευχές για ειρήνη, αγάπη, μακροζωία, ευτυχία, υγεία, καλοπέραση και άλλα πολλά. Γιατί άραγε συμβαίνει αυτό; Επιβάλλεται απλώς από το έθιμο ή έχει κάποια βαθύτερη σημασία;
Νομίζω ότι σήμερα οι άνθρωποι περισσότερο εύχονται από συνήθεια (καλή συνήθεια όντως), χωρίς να πολυπιστεύουν στη δύναμη της ευχής. Οι πλούσιοι πιστεύουν κυρίως στη δύναμη του χρήματος και της οικονομικής τους επιφάνειας, από την οποία εξαρτούν όλα τα υπόλοιπα. Στις ευχές πιστεύουν κατά κανόνα οι φτωχοί και μικρής οικονομικής δύναμης άνθρωποι, οι οποίοι θα ήθελαν να αποκτήσουν όσα έχουν και οι πλούσιοι. Ωστόσο, επειδή οι ευχές είναι μια παμπάλαια συνήθεια, οι παλαιότεροι άνθρωποι μάλλον είχαν μια διαφορετική αντίληψη γι’ αυτές, επειδή πίστευαν στη μυστική δύναμη των λέξεων. Πίστευαν δηλαδή πως οι λέξεις έκρυβαν μέσα τους μια μαγική δύναμη, που μπορούσε να δράσει ευεργετικά για τον άνθρωπο ή αποτρεπτικά για το κακό. Στην πίστη αυτή έδιναν και μια μεταφυσική διάσταση, αφού τη συνέδεαν με την τύχη ή με τους θεούς. Γνώριζαν ότι το μέλλον είναι αόρατο και ήθελαν να προλάβουν τις κακοτυχίες ή τη δυσμένεια των θεών, προτού αυτές εκδηλωθούν. Έτσι, οι ευχές είχαν στη συνείδησή τους μεγάλη δύναμη, ήταν το μέσον για να εξασφαλιστεί η ευετηρία, η ευφορία και η ευτυχία. Την ίδια δύναμη πίστευαν ότι είχε π.χ. και το λεγόμενο «ποδαρικό», δηλαδή το ποιος θα εισερχόταν την πρωτοχρονιά πρώτος στο σπίτι.
Από την άλλη μεριά, παρόμοια πίστευαν ότι ήταν και η δύναμη των απευχών και των καταρών. Απευχή είναι η ευχή να αποτραπεί κάτι το αρνητικό, ενώ κατάρα είναι η ευχή να πάθει κάποιος κάτι κακό. Οι απευχές και οι κατάρες ήταν σε χρήση όσο και οι ευχές, ειδικά στις παλαιότερες κοινωνίες, χωρίς να έχει παύσει η χρήση τους και σήμερα. Ειδικά στις μικρές κοινωνίες των χωριών η χρήση των καταρών και των ευχών ήταν μια καθημερινή πραγματικότητα. Την πιο μεγάλη δύναμη είχαν οι ευχές ή οι κατάρες των ιερέων ή των γονέων. Γι’ αυτό και πίστευαν ότι η ευτυχία κάποιου οφείλεται στις ευχές των γονέων του. Δεν είναι, λοιπόν, παράδοξο ότι και στην εκκλησιαστική ακολουθία του γάμου ο ιερέας τονίζει ότι «ευχαί γονέων στηρίζουσι θεμέλια οίκων». Αντίθετα, οι κακοτυχίες κάποιου πίστευαν ότι οφείλονταν σε κάποια κατάρα, που είτε ακολουθούσε από παλιά την οικογένειά του ή ένας που τον μισούσε είχε καταραστεί προσωπικά τον ίδιο. Σε μια ευχή από την ακολουθία της κηδείας ο επίσκοπος εύχεται ο νεκρός να συγχωρηθεί, αν «υπό κατάρας ιερέως εγένετο» .
Οι απευχές, όπως είπαμε, είναι οι ευχές να μη συμβεί κάτι κακό. Συνήθεις απευχές του λαού μας είναι «μακριά από μας», «χτύπα ξύλο», «έξω από δω», όπως και οι εκφράσεις «Κύριε Ελέησον», «Παναγιά πρόφτασε!», ή «Παναγιά μου βόηθα!» ή «Χριστός και Παναγιά», «Θεός φυλάξοι», «Χριστός κι Απόστολος», «Ήμαρτον», «Έλεος», « Έλα Παναγία μου» κ.ά. Πολλές φορές οι απευχές συνοδεύονται και από κάποιες κινήσεις με μαγική και αποτρεπτική σημασία, όπως το χτύπημα ξύλου, το φτύσιμο στη γη ή στον αέρα ή στον κόρφο, το σταυροκόπημα, το σταύρωμα του κεφαλιού ή του σημείου που πονά ή του στόματος κ.ά.
Μας χρειάζονται σήμερα οι ευχές ή οι απευχές και οι κατάρες; Μήπως πρόκειται για ένα απολίθωμα μιας άλλης εποχής, που δεν πρέπει να του δίνουμε σημασία στη σύγχρονη λογοκρατούμενη και τεχνολογικά εξελιγμένη κοινωνία; Πρώτα-πρώτα να πούμε ότι οι συνήθειες που έχουν βαθιά θεμέλια στις συνειδήσεις των ανθρώπων είναι πολύ δύσκολο ή και αδύνατο να ξεριζωθούν. Έπειτα πρέπει να δεχθούμε ότι οι ευχές είναι μια πολύ όμορφη συνήθεια, μια συνήθεια που χαροποιεί τόσο τον ευχόμενο όσο και τον δέκτη της ευχής. Τέτοιες συνήθειες μόνο καλό κάνουν στις καρδιές των ανθρώπων, προπάντων αν αυτές είναι ειλικρινείς και εγκάρδιες. Φανταστείτε ένα εορταστικό τραπέζι με ανθρώπους που, όταν σηκώνουν το ποτήρι, μένουν βουβοί και πόσο διαφορετικό γίνεται το κλίμα, όταν το ύψωμα του ποτηριού συνοδεύεται με τις ανάλογες ευχές. Οι παλαιότεροι άνθρωποι μάλιστα δεν ήταν λίγες οι φορές που, εκτός από τις συνήθεις ευχές, αυτοσχεδίαζαν, φτιάχνοντας δικές τους πρωτότυπες ευχές. Οι ευχές δίνουν μια χαρούμενη νότα στις γιορτές και σε κάθε όμορφη στιγμή της ζωής (π.χ. στη γέννηση ενός παιδιού ή στους γάμους), εμπλουτίζουν με τη «γεύση» της χαράς το γιορτινό τραπέζι, φέρνουν ευθυμία και υπενθυμίζουν στους ανθρώπους τις αξίες της ζωής.
Εκτός, όμως, από τον ρόλο των ευχών στις γιορτές, οι ευχές και οι απευχές μάς χρειάζονται σήμερα, σε ένα κόσμο που βαδίζει στα σκοτεινά, που κανείς δεν ξέρει τι ξημερώνει το αύριο, καθώς στην ηγεσία των μεγάλων κρατών της γης βρίσκονται άνθρωποι που δεν λογαριάζουν την ανθρώπινη ζωή και υπόσταση, άνθρωποι φιλοπόλεμοι, άνθρωποι που όλα τα μετρούν και τα σταθμίζουν με μέτρο το χρήμα και τη δύναμη. Η ανθρωπότητα βρίσκεται μπροστά σε πολύ μεγάλες προκλήσεις: πόλεμοι, ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα, οικολογικό πρόβλημα, αδυναμία συμφωνίας μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, επεκτατισμοί ένθεν κακείθεν, μεγάλες κοινωνικές διαφορές, δυναμική άνοδος των εχθρών της δημοκρατίας, υποβάθμιση καθετί του πνευματικού. Θα διερωτηθεί-και δικαίως- κάποιος: -Σε τι μπορεί να βοηθήσουν οι ευχές ή οι απευχές, ώστε ο κόσμος να λυτρωθεί από όλα αυτά; Η ερώτηση τίθεται με έμφαση, ενέχει δε και μια δόση ειρωνείας. Βεβαίως δεν περιμένει κανείς ότι τα προβλήματα θα τα λύσουν οι ευχές ή το φτύσιμο στον κόρφο μας. Ο ρεαλισμός επιβάλλει άλλα πράγματα: ξύπνημα των κοιμωμένων συνειδήσεων, αντίσταση κατά των αλλοτριωτικών δυνάμεων, δυνάμωμα της δημοκρατίας τόσο στους θεσμούς όσο και στις συνειδήσεις των πολιτών, εξέγερση των πνευματικών ανθρώπων, Εκκλησία γρηγορούσα στις επάλξεις των ανθρωπίνων πνευματικών αναγκών.
Τότε σε τι αποβλέπουν οι ευχές, αναφορικά με τον επικίνδυνο κόσμο μας; Οι ευχές και οι απευχές έρχονται κάθε φορά να μας θυμίσουν πού πρέπει να στοχεύουμε, για να είναι η ζωή μας αξιοβίωτη. Γιατί τι άλλο κάνουμε, όταν ευχόμαστε ειρήνη, ευτυχία, υγεία, προκοπή, δημιουργία κλπ; Αν όντως πιστεύουμε σε αυτές τις αξίες, αν οι αξίες αυτές είναι καθοριστικές για τη ζωή μας την προσωπική και την συλλογική, τότε εκείνο που μένει είναι να τις επιδιώξουμε. Να σκεφτούμε πώς μπορούμε να τις διεκδικήσουμε και να τις επιτύχουμε για τον εαυτό μας και για τους συνανθρώπους μας, αφού μόνο σε μια κοινωνία ευημερούσα και ειρηνική μπορούμε κι εμείς να είμαστε χαρούμενοι και ευτυχείς. Εξάλλου, οι ευχές λέγονται σχεδόν πάντα σε κάποια σύναξη, ενώ οι ευχές που κάνουμε μόνοι μας για τον εαυτό μας είναι σπάνιες. Αυτό δηλώνει ότι ευχές και συνάνθρωποι πάνε μαζί και γι’ αυτό έχουν επιπλέον και ενωτικό και συνεκτικό χαρακτήρα, αφού δένουν τους ανθρώπους με δεσμούς φιλίας.
Οι ευχές, επομένως, μπορούν να λειτουργούν σαν σηματωροί και οδοδείκτες στην εγκόσμια πορεία μας και σαν δύναμη ενωτική μεταξύ των ανθρώπων. Σήμερα, δυστυχώς, οι πράξεις είναι λίγες και σχεδόν όλα παραμένουν ευχές, όμορφες μεν, ανεκπλήρωτες δε. Συμβαίνει κάτι παρόμοιο με αυτό που γράφει ο Φίλων ο Ιουδαίος, ένας σπουδαίος ελληνιστής συγγραφέας των αρχών του α΄ μ.Χ. αιώνα, ο οποίος, αναφερόμενος στον Μωϋσή, γράφει ότι, με όλο το νομοθετικό του έργο «ήθελε να δημιουργήσει ομόνοια, καλές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, ομοφροσύνη, συνένωση χαρακτήρων, από τα οποία και οι οικογένειες και οι πόλεις και τα κράτη και οι χώρες και όλο το ανθρώπινο γένος μπορούν να ανεβούν στην ανώτατη ευδαιμονία. Όμως μέχρι σήμερα αυτά είναι μόνο ευχές‧ θα γίνουν όμως και σίγουρα έργα, όπως εγώ τουλάχιστον πιστεύω, αν ο θεός, όπως δίδει πλούσια καρποφορία, παράσχει και ευφορία στις αρετές, στις οποίες μακάρι να έχουμε μερίδιο όλοι εμείς που τις ποθούμε σχεδόν από τα πρώτα χρόνια της ζωής μας». (Περί ανδρείας, 119,2-4). Ο Φίλων πιστεύει ότι, για να μεταβούμε από τις ευχές στην πραγμάτωσή τους, χρειάζεται η αρετή, δηλαδή το ήθος που δεν αφήνει στο περιθώριο τον ατομισμό, αλλά λειτουργεί αγωνιστικά, ενωτικά και θυσιαστικά. Μια παιδεία της αρετής χρειαζόμαστε, λοιπόν. Υπάρχει;