Η αγία και μεγάλη Μπλάκ Φράϊντει

Κώστας Γκαντάτσιος
Κώστας Γκαντάτσιος

...κατάλαβε καλά πως μέχρι την επόμενη μέρα πληρωμή της σύνταξης την περίμεναν κι άλλες μαύρες Παρασκευές κι άλλες μαύρες μέρες...

του Κώστα Γκαντάτσιου

         Ανησύχησε, "τι να ναι τούτο το πράμα πάλι", πήρε  τον παπά Ζιώργη, γέρο απόμαχο κληρικό να της πει μπα να γνωρίζει πράμα, αλλά που να το σηκώσει αυτός, μα θα χουν τις φούριες τους και οι παπάδες με τον χωρισμό εκκλησίας αυτόν τον καιρό...με μιας το μυαλό της πήγε στο γιατρό...βέβαια!!! βέβαια!!!...αμ πως τον έχει και δηλωμένο οικογενειακό γιατρό, όπως το ζήτησε ο μυστακοφόρος υπουργός.

         Γιατρέ θα του πω, το και το, "ανησυχώ, μπα να ναι κανένας καινούριος ιός; Ορμήνεψε με, όμορφα και ωραία...." αλλά εις μάτην τα σχέδια και τα πλάνα και ο γιατρός δεν το σήκωνε.

         Μπήκε στην έγνοια . Η ανησυχία άρχισε να μεγαλώνει...

         Κάτι γίνεται για να το λένε οι ειδήσεις, να παίζει σε όλα τα ραδιόφωνα, στις τηλεοράσεις, στα ιντερνέτια, να μιλούν μικροί και μεγάλοι για αυτό και αυτοί πράμα να μην καταλαβαίνει.

         Πρέπει, πρέπει να μάθει....

Σταυροκοπήθηκε, "ας βάλει ο Θεός τη χέρα του", είπε και πόρισε έξω...

         Η κίνηση όξω κανονική, χα χα και χου χου, μπόλικα, άκουσε να λέει κάποιον από τα καταστήματα να λέει φωναχτά: "...Χριστούγεννα πριν τα Χριστούγεννα ρε φίλε, αυτό είναι οι Αμερικάνοι ξέρουν να πουλάνε", μπα να ήρθαν τα Χριστούγεννα, πρόωρα, όλοι κρατούσαν τσάντες και γελούσαν και τα μαγαζιά γιομάτα από κόσμο, οι μεγαλέμποροι -μόνο- κρυφογελούσαν. Πέρασε απο μαγαζί με ηλεκτρικά είδη, ουρές, κάτι κάσκες παίρναν τα παιδιά, τηλεοράσεις κουβαλούσαν, ξουριστικές μηχανές, όλα τζάμπα φώναζαν, όλα τζάμπα, κάτι σαν παζάρι...

         Έτρεξε στο σπίτι και πήρε τον έγγονά της, αυτός της άνοιξε τα μαθια..."Μπλακ φραιντει γιαγιά, κάνε μια λίστα μ΄αυτά που θες και γλάκα πρωί πρωί στο μαγαζί και παίρνεις ότι σου λείβεται πολύ φθηνά".

Αυτός της άνοιξε τα μάτια, με το αζημίωτο υπολειπόμενο ποσό για να τιμήσει και αυτός τη μέρα.

Αυτό είναι, ούτε πόλεμος είναι, ούτε η συντέλεια έρχεται, ούτε κάνας ιός καινούριος βολτάριζε έξω από τα ρουθούνια μας.  

         Τι να πει και η δόλια τα μαύρα τα φορούσε χρόνια και τα τιμούσε...Χαρτί, σκούφο, ομπρέλα γιατί ψιλόβρεχε....ας όψονται οι ελιές και το μεροκάματο...νισάφι πια.Άνοιξαν οι πόρτες, φωνές, κακό, γέλια, ένας την σκούντηξε, άλλος την τσαλαπάτησε...άλλος την πρόσβαλε για την ηλικία της....Έφθασε μετά κόπων και βασάνων στις κατσαρόλες, από το γάμο της είχε να πάρει καινούρια, τις γυάλισε η πρώτη, την φόρτωσε βιαστικά χωρίς να προσέξει την τιμή, πήγε μετά στις ηλεκτρικές σκούπες, φτάνει πια το φαράσι και οι σκούπες χειρός, είπε μέσα της,  η τεχνολογία προχωράει. Έφτασε στο ταμείο....πλήρωσε, έφυγε, ξαμολήθηκε σύμφωνα με τη λίστα στο μαγαζί με τα ρούχα, παντόφλες και ένα νυχτικό, τηλεκοντρόλ τηλεόρασης, συσκευή σταθερής τηλεφωνίας...όλα σήμερα, το χει η μέρα. Όλα προσφορές., είπε.

         Ουφ! απηύδησε γύρισε σπίτι κατάκοπη, άνοιξε τα πράγματα, ανάσανε, επιτέλους, η γιαγιά με τα μαύρα ψώνισε, σκούπα, κατσαρολικά, αλοιφή για τα πόδια, συσκευή μασάζ για τον αυχένα, ηλεκτρική κουβέρτα, τηγάνι αντικολλητικό που το χε βάλει στο μάτι μήνες τώρα. μπλα, μπλα,μπλα...

         Έπιασε το τηλεκοντρόλ και άνοιξε την τηλεόραση, τα πράγματα έστεκαν στον καναπέ, σαν να θελαν να εκδικηθούν τους τηλε-πωλητές που τις πιπίλιζαν το μυαλό νύχτα μέρα, με χαλιά, σόμπες, ηλεκτρικές κουβέρτες, κηραλοιφές που ανασταίνουν νεκρούς, λάστιχα ποτίσματος, επιστήθιους γυάλινους σταυρούς, τηγάνια που μαγειρεύουν μόνα τους και κάθε είδους θαυματουργή παπ@ριά που προσπαθούσαν να τις πουλήσουν χρόνια τώρα.

         Αχ! είπε, το ευχαριστήθηκα.....άνοιξε το πορτοφολάκι της, και κοίταξε μέσα...βαθιά μέσα, απέραντο γαλάζιο και συνάμα άδειο, ο μήνας είχε μόλις 23, ευτυχώς που πρόλαβε και είχε βάλει στην άκρη τα λεφτά για τα φάρμακα και για κάτι μικροψώνια, κατάλαβε καλά πως μέχρι την επόμενη μέρα πληρωμή της σύνταξης την περίμεναν κι άλλες μαύρες Παρασκευές κι άλλες μαύρες μέρες...

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ