Η Ελληνική Γλώσσα

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα Ελληνικής Γλώσσας

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Η 9η Φεβρουαρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, μια εορτή που καθιερώθηκε για πρώτη φορά το 2017, με κοινή απόφαση των Υπουργείων Εσωτερικών, Εξωτερικών και Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων. Πρόκειται για μια ημέρα με πολύ μεγάλη σημασία για τη χώρα μας, λόγω της παγκόσμιας σπουδαιότητας της ελληνικής γλώσσας. Τα ερωτήματα, ωστόσο, που προκύπτουν είναι πολλά. Πού έγκειται ακριβώς η σπουδαιότητα της ελληνικής γλώσσας; Κατά πόσο εμείς οι Έλληνες την έχουμε συνειδητοποιήσει; Τι κάνουμε για να προβάλουμε τη γλώσσα μας. Πόσο σωστά τη μιλάμε εμείς οι ίδιοι;

Η απάντηση στο πρώτο ερώτημα βρίσκεται: α) στο ότι η γλώσσα μας μιλιέται περί τις τέσσερις χιλιάδες χρόνια και γράφεται εδώ και τριάντα πέντε αιώνες. Είναι δηλαδή από τις πιο αρχαίες γλώσσες του κόσμου και η αρχαιότερη ευρωπαϊκή γλώσσα με γραπτά μνημεία. Επομένως, και μόνο η μακρόχρονη ιστορία της την καθιστά μια από τις σπουδαιότερες γλώσσες παγκοσμίως. β) Χωρίς την ελληνική γλώσσα είναι αδύνατο να φανταστεί κανείς τον ευρωπαϊκό και- κατ’ επέκταση- τον παγκόσμιο πολιτισμό, αφού πρόκειται για τη γλώσσα στην οποία αναπτύχθηκε η πρώτη ευρωπαϊκή λογοτεχνία, η φιλοσοφία, οι θεωρητικές επιστήμες και η ιατρική, επηρεάζοντας και προσδιορίζοντας έτσι σε σημαντικό βαθμό τη γλώσσα, τον τρόπο σκέψης, τη νοοτροπία, την αισθητική και την εν γένει ανάπτυξη των λαών της Ευρώπης. (Η Αγγλική γλώσσα π. χ. έχει 490.000 λέξεις από τις οποίες πάνω από 40.000 προέρχονται από την Ελληνική γλώσσα.) Ας αναλογιστούμε ότι στην αρχαία ελληνική γράφτηκαν και κληροδοτήθηκαν σε όλο τον κόσμο τα μεγίστης σημασίας έργα του αρχαίου πολιτισμού: από την «Ιλιάδα» και την «Οδύσσεια» του Ομήρου, έως τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Σοφοκλή και του Ευριπίδη, τις κωμωδίες του Αριστοφάνη, την ιστορία του Ηροδότου και του Θουκυδίδη, τα έργα των μεγάλων φιλοσόφων Πλάτωνα και Αριστοτέλη και των διαδόχων τους, των μεγάλων ρητόρων καθώς και όλη η ελληνιστική Γραμματεία. Αλλά ελληνική είναι και η γλώσσα της Καινής Διαθήκης, η γλώσσα στην οποία οι Απόστολοι και οι Ευαγγελιστές διακήρυξαν στον κόσμο τον ερχομό του Χριστού και τη σωτήρια διδασκαλία Του, η γλώσσα που λειτούργησε ως όχημα για τη διάδοση του Χριστιανισμού και στην οποία γράφτηκαν και με την οποία διαδόθηκαν τα έργα των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας αλλά και των συγγραφέων του Βυζαντίου. Αλλά και στη Νέα Ελληνική, που είναι συνέχεια της αρχαίας, έχουν γραφτεί πολλά και σπουδαία έργα από μεγάλους λογοτέχνες (ας μην ξεχνάμε τα δύο Νόμπελ του Σεφέρη και του Ελύτη). γ) Η σπουδαιότητα, όμως, της γλώσσας μας βρίσκεται και στην εθνική της σημασία, αφού χάρη σε αυτήν και στην ορθόδοξη πίστη επέζησε ο ελληνικός πολιτισμός και διατηρήθηκε το ελληνικό έθνος στα δύσκολα χρόνια της Λατινοκρατίας και της Τουρκοκρατίας. δ)Επιπλέον, η ελληνική γλώσσα έχει κάποια μοναδικά χαρακτηριστικά: 1. Έχει λέξεις και έννοιες που δεν αποδίδονται σε καμιά άλλη γλώσσα (π.χ. φιλότιμο, θαλπωρή, άμιλλα κ.ά.). 2. Η ίδια η ελληνική γλώσσα μάς διδάσκει πώς να γράφουμε σωστά μέσω της ετυμολογίας (π.χ. η λ. «ετοιμολογία» δεν μπορεί να γραφτεί ως «ετυμολογία», επειδή η πρώτη λέξη προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων «έτοιμος» [= ο κατάλληλος για συγκεκριμένο σκοπό] και «λόγος» , ενώ η δεύτερη από τις λ. « έτυμον» [= η αρχική σημασία μιας λέξης)] και «λόγος»). Επίσης, η ορθογραφία με τη σειρά της βοηθά στην ετυμολόγηση των λέξεων. 3. Η ελληνική γλώσσα είναι εννοιολογική, δηλαδή «σημαίνον» και «σημαινόμενο» έχουν πρωτογενή σχέση, επειδή, αντίθετα με ό, τι συμβαίνει στις άλλες γλώσσες, το σημαίνον (η λέξη ως ήχος και ως εικόνα) δεν είναι μια τυχαία σειρά από γράμματα, αλλά υπάρχει αντιστοιχία ανάμεσα στην λέξη και στο εννοιολογικό της περιεχόμενο (π.χ. η λ. «αστήρ», σύνθετη από το στερητικό α- και το ρ. «ίστημι», δηλώνει αυτό που δεν μένει στατικό, ακίνητο στον ουρανό) . 4. Το χαρακτηριστικό αυτό συνδέει στενά την ελληνική γλώσσα με τη σκέψη: η πολυπλοκότητα της ελληνικής γλώσσας αποτελεί τη μαρτυρία ενός ανώτερου πνευματικού πολιτισμού. 5. Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της ελληνικής είναι η μουσικότητα, σημάδια της οποίας ήταν για την αρχαία ελληνική οι τόνοι και τα πνεύματα (τα οποία ως γνωστό καταργήθηκαν για λόγους απλούστευσης τάχα της γλώσσας). Η πλευρά αυτή της γλώσσας μας διατηρείται σήμερα- δυστυχώς- μόνο στις διαλέκτους (π.χ. στην κρητική διάλεκτο).

Στο δεύτερο ερώτημα η απάντηση δεν μπορεί να είναι θετική. Οι Έλληνες επί της ουσίας δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την αξία του θησαυρού της γλώσσας μας. Τα «μαργαριτάρια» του πολιτικού και δημοσιογραφικού προφορικού λόγου, των μαθητικών εκθέσεων, της καθημερινής χρήσης της γλώσσας και όλα εκείνα που διαβάζουμε στο διαδίκτυο συνηγορούν υπέρ της άποψης ότι οι Έλληνες δεν έχουμε συνειδητοποιήσει την αξία της γλώσσας μας, δεν έχουμε καταλάβει ότι η γλώσσα μας είμαστε εμείς, ο κόσμος μας, ο πολιτισμός μας, η ιστορία μας. Δεν έχουμε κατανοήσει ότι η γλώσσα δεν είναι απλώς ένα εργαλείο και επομένως η χρήση της δεν μπορεί να είναι εργαλειακή. Η γλώσσα είναι το σπίτι μας, μέσα της ζούμε, τον αέρα της αναπνέουμε και ότι η κακοποίησή της δεν σημαίνει μόνο ένα γραμματικό ή συντακτικό λάθος αλλά διαστρέβλωση της ίδιας της σκέψης.

Όσον αφορά την προβολή της γλώσσας μας θεωρώ ότι κι εδώ η στάση μας δεν είναι αντίστοιχη προς την αξία της γλώσσας μας. Τούτο φαίνεται από την ευκολία με την οποία αντικαθιστούμε ελληνικές λέξεις με αυτούσιες αγγλικές- και μάλιστα με την αγγλική προφορά- αλλά και από τη σχεδόν καθολική απουσία ελληνικών επιγραφών στις τουριστικές κυρίως περιοχές. Οι Νεοέλληνες έχω την εντύπωση ότι προσεγγίζουμε επιφανειακά τη γλώσσα μας, παρόλο που υπερηφανευόμαστε για την ιστορία της και για την προέλευση χιλιάδων λέξεων της πολιτικής, της επιστήμης, της τέχνης και της φιλοσοφίας από την ελληνική. Το θέμα είναι να αγαπήσουμε τη γλώσσα και να την εμπλουτίζομε διαρκώς. Διότι εμπλουτισμός του γλωσσικού μας οργάνου σημαίνει και άνοιγμα του ορίζοντα του κόσμου μας και της σκέψης μας. Αυτό θα επιτευχθεί με το διάβασμα κειμένων από δόκιμους συγγραφείς, με το διάλογο, με την προσπάθεια για εισαγωγή νέων λέξεων στο λεξιλόγιό μας. Ως παράδειγμα αναφέρω την αποφυγή στερεότυπων φράσεων σαν κι αυτές που χρησιμοποιούνται στο δημοσιογραφικό λόγο (π.χ. στροφή καρμανιόλα, άνοιγμα της ψαλίδας δείχνουν οι δημοσκοπήσεις, πύρινη κόλαση καταστρέφει τα δάση, η περιοχή θυμίζει βομβαρδισμένο τοπίο κ.ά.) και τη χρήση συνωνύμων (π.χ. αντί της συχνής χρήσης του ρ. «κάνω» μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα συνώνυμα ρήματα «δημιουργώ, φτιάχνω, κατασκευάζω, πράττω, προξενώ, επιχειρώ, κοστίζω [πόσο κοστίζει; αντί: πόσο κάνει;] ή αντί του «πρέπει» μπορούν να χρησιμοποιηθούν τα «είναι ανάγκη, είναι απαραίτητο, είναι αναγκαίο, οφείλει, αρμόζει, επιβάλλεται, χρειάζεται κ.ά.).

Το θέμα της ελληνικής γλώσσας είναι πολύ ευρύ και σοβαρό. Είναι ευχής έργο ότι καθιερώθηκε η Παγκόσμια Ημέρα της Ελληνικής Γλώσσας, η οποία θα έρχεται να μας θυμίζει το θησαυρό που μας κληροδότησαν οι αιώνες, απέναντι στον οποίο πρέπει να στεκόμαστε με σεβασμό και αγάπη. Δεν χρειάζεται όμως μια Παγκόσμια Ημέρα, για να θυμόμαστε τη γλώσσα μας. Η γλώσσα δεν είναι θέμα μιας εορτής. Είναι ζήτημα ζωής του ελληνικού πολιτισμού, ζήτημα προσωπικής και συλλογικής προκοπής αλλά και συνέχειας. Η γλώσσα είναι η διαχρονική αλήθεια μας και γι’ αυτό πρέπει να συνειδητοποιήσουμε τη φράση του εθνικού μας ποιητή: «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικόν ό,τι είναι Αληθές».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ