Η κοπέλα που έφερε τη μαγεία των λέξεων του παραμυθιού στο τραγούδι

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Αυτές τις μέρες έφυγε από τον καμβά της σύγχρονης δημιουργικής Ελλάδας η Μαριανίνα Κριεζή, μια νεαρή κοπέλα εβδομήντα πέντε χρονών.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη 

 

Ακόμα και οι όμορφες που φέρνουνε ομορφιά στα ερτζιανά, μέσα από ευρηματικούς τρελούς στίχους, κλείνουν τα μάτια τους και γίνονται οι ίδιες όνειρο. Αυτές τις μέρες έφυγε από τον καμβά της σύγχρονης δημιουργικής Ελλάδας η Μαριανίνα Κριεζή, μια νεαρή κοπέλα εβδομήντα πέντε χρονών. 
      Και πριν πείτε «τι είναι αυτά που μας λες», θα απαντήσω με μερικούς από τους στίχους της που δείχνουν αυτήν την συνεχή νιότη της, ακόμη και τώρα που δεν ζει πια: «Τα ήσυχα βράδια | θα περνάει φωτισμένο | της ζωής μου το τρένο | που θα 'σαι μέσα κι εσύ. | Και δε θα σου λείπω | γιατί θα 'ναι η ψυχή .μου | το τραγούδι της ερήμου | που θα σ' ακολουθεί». Τρυφερά παντού τα λόγια της όπως δέθηκαν με τη μουσική φωνή της Αρλέτας, που πρωτοείπε άλλωστε και τα παραπάνω «Ήσυχα βράδια» της ή και το άλλο της: «Μπατίντα ντε Κόκο, εγώ την καρδιά μου δεν τη δανείζω με τόκο». Έμεινε πάντα πρωτότυπος ο τρόπος που έπαιζε με τις ομοιοκαταληξίες της - και δίνουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα την εξαφάνιση μιας γάτας: «Μαύρα τα μαντάτα | για τη Σερενάτα | που παλιά την τάιζες μπαρμπούνια μαρινάτα.| Τώρα δεν σε νοιάζει | πού ξεχειμωνιάζει | ούτε αν την πάτησε κανένας καμικάζι». Είχε ελεύθερη φαντασία στο γράψιμό της, όπως αυθαίρετα σκέφτεται ένα παιδί. Γι’ αυτό και δεν μεγάλωσε ποτέ μέσα από τα στιχουργήματά της, που μας γοήτευσαν όλους μας, θυμίζοντάς μας τρόπους που εκφραζόμασταν μικροί. Δεν θα ξεχάσω ποτέ μου την χαρούμενη εντύπωση που είχε δώσει  η επινόησή της εκείνη να περιγράψει το χρώμα το πράσινο: «Το χοντρό μπιζέλι | χορεύει τσιφτετέλι, | χορεύει τσιφτετέλι στον χορό των μπιζελιών | και τα κολοκυθάκια | χτυπάνε παλαμάκια | πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν. | Βλήτα και σπανάκι | χορεύουνε συρτάκι, |χορεύουνε συρτάκι στον χορό των μπιζελιών | κι η μπάμια η μεγάλη | χορεύει πεντοζάλη | πάνω στην πρασινάδα και πάνω στο γκαζόν»). Από τους θησαυρούς της Μαριανίνας, κάποιοι άλλοι θα έχουνε κρατήσει το «”Χαίρω πολύ!”, δυο λέξεις χιλιοειπωμένες | μα τη στιγμή εκείνη, ό,τι και να λες, | άγγελος πέρναγε, οι λέξεις οι φθαρμένες | φωταγωγήθηκαν και γίναν μαγικές».
      Μόνο αυτή θα έλεγε ότι τα βράδια «η Αθήνα ανάβει | σαν μεγάλο καράβι» ή «Περνά περνά η ώρα, κυλά πάνω στη γη, | κυλά κυλά η ώρα σαν κρέμα σαντιγί | κι ο ήλιος ανατέλλει ξανά | πάνω στα κίτρινα βουνά, |τρέχει παγωτό λεμόνι, | ξημερώνει». Φτιάχνει αδιόρατη μαγεία, δημιουργώντας ακόμα και δικιές της λέξεις, όπως το …χρυσαλιφούρφουρο: «Στα λαγκάδια της Λιλιπούπολης | βγαίνει ένα λουλουδάκι | που το λεν χρυσαλιφούρφουρο. | Μοιάζει με χρυσό τριανταφυλλάκι. | Φύσα, φύσα το χρυσαλιφούρφουρο,
φύσα το, την Άνοιξη να φέρεις. | Κι αν πετάξει σαν φτερό και πούπουλο, |
κάποιος σ’ αγαπάει και δεν το ξέρεις. | Χρυσαφένια φλουράκια κρέμονται |
κάτω από τα πέταλά του | και στου Ζέφυρου το παιχνίδισμα | σαν να κουδουνίζει κάπου κάπου. | Φύσα, φύσα το χρυσαλιφούρφουρο, | που κρατάς την Άνοιξη στο χέρι. | Κι αχ! Αν γίνει σκόνη και χρυσόσκονη, | κάποιον αγαπάς και δεν το ξέρει».
      Όπως είδαμε, το λουλούδι αυτό της Μαριανίνας Κριεζή βρίσκεται στην πασίγνωστη σήμερα Λιλιπούπολη. Και η Λιλιπούπολη πού βρίσκεται; Μα, το είπαμε πριν: Στα ερτζιανά, στον κόσμο του ήχου, σε δίσκους βινυλίου, σε κασέτες,  ακόμα και στα μικρόφωνα-μεγάφωνα της Βουλής των Ελλήνων! 
      «Ακούμε τη “Λιλιπούπολη” και νομίζουμε ότι ακούμε Ράδιο Μόσχα!». Η φράση αυτή ανήκει στον Ευάγγελο Αβέρωφ – Τοσίτσα, υπουργό Εθνικής Άμυνας στην κυβέρνηση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, που… σφυροκόπησε από το βήμα της Βουλής την ιστορική καθημερινή εκπομπή, την οποία είχε πάρει υπό την προστασία του ο αλησμόνητος Μάνος Χατζιδάκις, ως διευθυντής του Τρίτου Προγράμματος. Και για ποιο λόγο, παρακαλώ; Διότι ο Δυστροπόπιγγας (όνομα και… πράμα) προσπαθούσε, στην παιδική εκπομπή, να ξεσηκώσει το λαό της Λιλιπούπολης για να πάρει την εξουσία από το Δήμαρχο Χαρχούδα. Κάτι που προκάλεσε επερώτηση στη Βουλή. «Λαέ της Λιλιπούπολης, σήκωσε πια παντιέρα | με τον Χαρχούδα δήμαρχο δεν βλέπεις άσπρη μέρα». Αυτή τη στιγμή στην ιστορία της «Λιλιπούπολης» κρατάω, από τις πολλές που ενέγραψε στο συλλογικό υποσυνείδητο η απρόσμενη πένα της Μαριανίνας Κριεζή. Σε μια εκπομπή, που σχολίαζε τα πάντα (όχι μόνο για τα παιδιά) στην «καριέρα» της, πιστή σε εκείνο που πίστευε η Μαριανίνα και που είχε εκφράσει απροκάλυπτα η συνοδοιπόρος της στη γραφή Άννα Παναγιωτοπούλου: «Η εκπομπή έχει διάθεση αναρχική ενάντια σε κάθε εξουσία, όπως οφείλει να έχει κάθε παιδί». Το είχε πει άλλωστε και ένας από τους νεότατους τότε συνθέτες της εκπομπής, ο Δημήτρης Μαραγκόπουλος. Ότι στο κορυφαίο δημιούργημα της Μαριανίνας Κριεζή «εκείνο που κυρίως ενόχλησε ήταν οι συχνές αναφορές στην επικαιρότητα». Θα μου πείτε, τί ενοχλεί ο Δυστροπόπιγγας. Μα, είχε ταυτιστεί με την Αριστερά, ενώ ο δήμαρχος Χαρχούδας «εθεωρείτο κατεστημένο» της Δεξιάς. Ε, όχι και ανατροπή του κατεστημένου, είπαν οι μάγκες της τότε Βουλής…

    Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή, λέγοντας δυό λόγια για τη Μαριανίνα: Από την αρχή της ζωής της την ακολούθησε η ομοιοκαταληξία - αφού γεννήθηκε στην Αθήνα. Όμως είχε νησιώτικη προέλευση, καταγόταν από τους Κριεζήδες της Ύδρας. Όταν μεγάλωσε (αν μεγαλώνουν ποτέ οι αιώνιες έφηβες σαν αυτήν) σπούδασε Αγγλική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, καθώς και Διακοσμητική και Σκηνογραφία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών. Οι επιλογές της έδειξαν καλλιτεχνική φύση και ανήσυχο δημιουργικό πνεύμα, αλλά μέσα απ’ αυτές ξεδιπλώνονταν οι ευαισθησίες της. Μπορεί να πήγε, στα είκοσι δύο της χρόνια, στο Παρίσι για να σπουδάσει σχέδιο υφάσματος και επιστρέφοντας στην Ελλάδα να εργάστηκε γραφίστρια, όμως την άνοιξη του 1977 τελείωσαν όλ’ αυτά στην ουσία τους, γιατί άρχισε να συνεργάζεται με το Τρίτο Πρόγραμμα Ραδιοφωνίας, όταν διευθυντής του ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις. Έτσι άρχισε η πραγματική της ζωή, που έμεινε σε στίχους στην Ιστορία του Τόπου. Γιατί, στα πλαίσια της συνεργασίας της εκεί,  έγραψε τους στίχους όλων των τραγουδιών της ραδιοφωνικής εκπομπής «Εδώ Λιλιπούπολη», ενώ συμμετείχε και στα κείμενα, ιδίως ως συγγραφικό δίδυμο με την Άννα Παναγιωτοπούλου. Απ’ αυτήν τη συνεργάτριά της ηθοποιό, γνώρισε τα μέλη της «Ελεύθερης Σκηνής», που της έδωσαν την ευκαιρία να συμπράξει, με κείμενά της, σε επιθεωρήσεις τους.  Τους στίχους της - που ξεχώριζαν - τους τραγούδησαν, ανάμεσα σε πολλούς άλλους,  η Αρλέτα, η Ελένη Δήμου, ο Στράτος Διονυσίου , η Μαργαρίτα Ζορμπαλά, η Σαβίνα Γιαννάτου, η Δήμητρα Γαλάνη, ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, ο Μιχάλης Χατζηγιάννης, σε μελοποιήσεις της Λένας Πλάτωνος, του Νίκου Κυπουργού, του Δημήτρη Μαραγκόπουλου, του Λάκη (με τα ψηλά ρεβέρ) Παπαδόπουλου, του Γιάννη Σπανού, του Τάκη Μουσαφίρη, του Διονύση Τσακνή. Η Μαριανίνα υπήρξε ακόμη και παραγωγός των ερτζιανών, της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, παρουσιάζοντας εκπομπές όπως την φιλοζωική «Μου το ’πε ένα πουλάκι», την νυχτερινή «Το νυχτικό του πύργου» και την εκπομπή «Αύριο όλα θα είναι καλύτερα».

 

 

      Ανάμεσα στους προαναφερμένους τραγουδιστές, με έκπληξη είδαμε κι έναν λαϊκό. Τον  Στράτο Διονυσίου. Κι όμως, κι αυτός ακόμα είχε τραγουδήσει στίχους Μαριανίνας Κριεζή: «Εγώ χωρίζω και χαλάει η ζωή μου, | εγώ χωρίζω κι η καρδιά μου καίγεται. | Κι εσύ χτυπάς το τζάμι απέναντί μου | και μου φωνάζεις "Συντομεύετε!". | Ένα λεπτό, περιπτερά, | βουλιάζει στα βαθιά νερά | το τελευταίο μου το πλοίο. | Ένα λεπτό, περιπτερά, | ένας αητός χωρίς φτερά |
απόψε λέει αντίο».

      Το ευφάνταστο όμως της γραφής της φάνηκε καθαρά στα τραγούδια της Λιλιπούπολης. Μια Λιλιπούπολη - που της έδωσε παρελθόν, παρόν, και μέλλον. Δηλαδή χρονική υπόσταση.

      Δείτε το παρελθόν της, χάρη στην εκφραστική μαγεία της Μαριανίνας: «Την αρχαία εποχή | οι προ προ προ προ προπαππούδες μας | ήρθαν εδώ σ’ αυτή τη γη. | Κι έχτισαν επάνω στο βουνό | μια μεγάλη πόλη από γυαλόπετρες | που ’φτανε ως τον ουρανό. | Αχ Παπουαλίλη, | πατρίδα των παππούδων Παπουαλίλη! | Αχ Παπουαλίλη, | τα σύννεφα θα σκίσω να σε ξαναβρώ. | Την αρχαία εποχή | οι προ προ προ προ προπαππούδες μας | ζούσαν εδώ σ’ αυτή τη γη. | Ήτανε γενναίοι και καλοί | και η Παπουαλίλη τον κόσμο φώτιζε | σαν ασημένια ανατολή. | Αχ Παπουαλίλη, | καμάρι των παππούδων Παπουαλίλη! | Αχ Παπουαλίλη, | τα σύννεφα θα σκίσω να σε ξαναβρώ». Αν αναλογιστήκατε ότι μια σημερινή Ελληνίδα απευθύνεται στους Αρχαίους Έλληνες, έχετε δίκιο.

 

 

      Μέσα στην ηχητική εκείνη Λιλιπούπολη αναφερόταν και στην τωρινή φυσική αναχώρησή της στο 2022: «Πότε θα ξαναδώ το Πόρτο Λίλι | και την αρχαία πόλη Παπουαλίλη; | Πότε στη Λίλιτσα θα ξαναπερπατήσω, | πότε, αχ, πότε θα ξαναγυρίσω; | Αντίο Λιλιπούπολη, αντίο, αντίο, | παίρνω το πατίνι μου, το άλογο, το πλοίο, | παίρνω το τρένο της γραμμής, παίρνω τ’ αεροπλάνο | και φεύγω, Λιλιπούπολη, τις ομορφιές σου χάνω».

      Περιγράφουν όμως οι στίχοι της Μαριανίνας και ένα παρόν, αλλά τότε στο 1980, πολύ πριν την τωρινή εποχή του κορωνοϊού. Χαρείτε το: «Μια βραδιά στο Πόρτο Λίλι, | μια ζεστή γλυκιά βραδιά, | έτρεξα στην προκυμαία | να φωνάξω τα παιδιά. | Κι όλοι οι παιδικοί μου φίλοι, | μια βραδιά στο Πόρτο Λίλι, | γίναν άστρα και μπαλόνια, | τρεχαντήρια και τριζόνια. | Μια βραδιά στο Πόρτο Λίλι, | στα δρομάκια τα παλιά, | αντηχήσανε κιθάρες | μαντολίνα και βιολιά».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ