Κάτι από «Βόσπορο και Βενετία μαζί»

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Ένα επίκαιρο και προφητικό κείμενο για τη «ρωμαίικη κακομοιριά» στις αναπτυξιακές υποδομές και την τουριστική πολιτική στην Κρήτη, γραμμένο πριν από ...έναν αιώνα!

Του Κωστή Μαυρικάκη

Η ανάγνωση παλιών εφημερίδων, αναμφίβολα σε φέρνει πάντοτε ενώπιον εκπληκτικών αποκαλύψεων. Δεν είναι μόνο ότι αυτές είναι τα αποτυπώματα του χτες και της ζωντανής Ιστορίας, αφού όπως λέγανε και οι Λατίνοι scripta manent, σε αντίθεση με την ηλεκτρονική εποχή μας. Μάλιστα, αυτά τα αποτυπώματα, πολλές φορές σε αφήνουν άναυδο μπροστά σε εντυπωσιακά κείμενα, που ενώ γράφτηκαν πριν από σχεδόν έναν αιώνα, είναι τόσο επίκαιρα που θα μπορούσαν να ξαναγραφούν και σήμερα …σχεδόν ως έχουν! 

Το Μάιο του 1932 η ζωή κυλούσε σχετικά ήρεμα με τα προβλήματά της στην Κρήτη. Η χώρα ζούσε ήδη για μια δεκαετία στα απόνερα του εθνικού ακρωτηριασμού και της Μικρασιατικής Καταστροφής. Πρόσφυγες από την Ιωνία είχαν εγκατασταθεί και στη μεγαλόνησο, όπως και σε πολλά άλλα μέρη της ελληνικής επικράτειας. Ενσωματωμένη στον εθνικό κορμό για 19 χρόνια η Κρήτη, παρακολουθούσε τις ατελέσφορες προσπάθειες του συντοπίτη της πρωθυπουργού Ελ. Βενιζέλου να σχηματίσει οικουμενική κυβέρνηση για την αντιμετώπιση της μαινόμενης οικονομικής κρίσης. Το ξέσπασμά της ήδη από το 1929 στην Αμερική, ανέτρεψε αργά αλλά σταθερά την ευνοϊκή οικονομική κατάσταση και τη σχετική σταθερότητα που είχε επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια. Η αστάθεια είχε βάλλει τη χώρα στη δίνη της πτώχευσης αφού ήδη από τον Απρίλιο (1932) είχε κηρυχτεί αναστολή πληρωμών στο Δημόσιο. Μια μέρα, πριν ο Βενιζέλος ανακοινώσει την παραίτησή του, για να πάει η χώρα σε εκλογές το ερχόμενο φθινόπωρο, η καθημερινή εφημερίδα του Ηρακλείου «Η Δράσις» στις 25 Μαΐου 1932, έγραφε σε πρωτοσέλιδο δημοσίευμά της για τις φυσικές καλλονές της Κρήτης, έχοντας αφιέρωμα στον Άγιο Νικόλαο. 

Ο ανώνυμος αρθρογράφος, σε ένα πολύ αιχμηρό κείμενό του, για την έλλειψη κρατικής διορατικότητας για το μέλλον του τόπου, που ως μονόδρομος ήταν ο τουρισμός, εξήρε κυρίως τις ομορφιές της «λουτροπόλεως που είναι κάτι ανάμεσα από Βόσπορο και Βενετία μαζί» όπως έγραφε. Ταυτόχρονα, έψεγε με σκληρή κριτική το Δημόσιο για την έλλειψη οράματος και την απουσία πολιτικής βούλησης στη βελτίωση των υποδομών που θα υποστήριζαν το νέο αυτό αναπτυξιακό όραμα για τον τόπο. 

«Εσυνηθίσαμε τον τελευταίο καιρό να μιλούμε για τουρισμό και τ’ αυτιά μας βουίζουν συνεχώς από το θόρυβο που γίνεται για τον περίφημο αυτόνομο οργανισμό τουρισμού που έγινε για να διαφημίσει τον τόπο μας και να «συστηματοποιήσει» την βιομηχανία των ξένων! Και φαντάζεται καθένας που ακούει το θόρυβο αυτό πως γίνεται πραγματικά δουλειά σοβαρή πως το οικονομικό πρόβλημα της χώρας λύθηκε πια με τα χρήματα που θα εισπράττουμε από τους ξένους που θα ‘ρχονται να μας επισκέπτονται και να θαυμάζουν τον τόπο μας!

Πόση πλάνη, αλήθεια! Γίνεται τέτοιος θόρυβος και όμως καμμιά, απολύτως καμμιά εργασία!

Συντάσσονται σχέδια, ζωγραφίζονται φανταχτερές ταμπέλες δίδονται παχουλοί μισθοί και επιπλώνονται πολυτελέστατα μέγαρα καλλιμάρμαρα και διορίζονται διευθυντές και γραμματείς και φαρισαίοι,  ξοδεύονται αφειδώς εκατομμύρια. Μα εργασία καμιά, εργασία θετική, αποτελεσματική δεν γίνεται πουθενά».

 Τρία χρόνια πρωτύτερα το 1929, είχε ιδρυθεί με τυμπανοκρουσίες από το υπουργείο  οικονομίας της εποχής «ο Ελληνικός Οργανισμός δια τον τουρισμόν» μέχρι και το 1936 που ο Μεταξάς τον κατήργησε, και απλά διέταζε να …ασβεστώνουν τους τοίχους στα ελληνικά νησιά, τόσο για λόγους υγιεινής, όσο και επειδή πίστευε ότι τα έκανε πιο γραφικά! Προφανώς, σε μια χώρα με πολυποίκιλα προβλήματα η λέξη «τουρισμός» όπως τον εννοούμε σήμερα ήταν άγνωστη, και στην Κρήτη εξακολουθούσαν να φτάνουν κυρίως οι περίεργοι περιηγητές, που αναλώνονταν στην έρευνα, την ιστορία, την αρχαιολογία και την εθνογραφία. Ο νεοϊδρυθείς κρατικός φορέας τουρισμού, έγινε αμέσως θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης, αφού κατά τη γνωστή μετέπειτα ελληνική συνταγή ολόκληρων δεκαετιών, βόλευε τους πολιτικά ημέτερους, χωρίς να επιδεικνύει έργο. Όσο δε για τις αντίστοιχες δημόσιες υποδομές, ούτε λόγος να γινότανε. Μέσα όμως σε αυτό το δυσχερές κλίμα υπήρχαν και οι προφητικές φωνές που με διορατικότητα έβλεπαν αυτό που ερχόταν, προτείνοντας συγκεκριμένες δράσεις. Έγραφε ο ανώνυμος συντάκτης, πρώιμος οραματιστής του άγνωστου τότε τουριστικού μάρκετινγκ:

 

 

«Η διαφήμιση που θα ‘πρεπε να ναι η κυριότερη, η πρωταρχική δουλειά για να προσελκύαμε ξένους λείπει ολότελα. Ποτέ δεν σκεφτήκαμε ότι θα ‘πρεπε να κάμωμε γνωστό τον τόπο μας στους ξένους. Περιοριζόμαστε μονάχα να μιλούμε περί ευκλεών προγόνων, περί ενδόξου καταγωγής και περί σπανίων και μοναδικών αρχαιοτήτων, αλλά για την σύγχρονη Ελλάδα τίποτε. Σα να μην υπάρχει καθόλου. Σαν να ‘ναι κανένας ξερότοπος, χωρίς εμορφιές, χωρίς χάρη καμιά. Η Ελλάδα, με τα άφθονα, τα ασύγκριτα σε φυσικές ομορφιές τοπία της, είναι άγνωστη σ’ όλον τον κόσμο. Και πολύ περισσότερο βέβαια η Κρήτη.

Κανείς δεν ξέρει την σύγχρονη Κρήτη. Οι ξένοι που περνούν από εδώ, όσοι δεν είναι ειδικοί αρχαιολόγοι αλλά ταξιδεύουν για αναψυχή, περιορίζονται απλώς σε μια βιαστική επίσκεψη του μουσείου Ηρακλείου και το πολύ της Kνωσσού, όχι γιατί ενδιαφέρονται για τις αρχαιότητες, μα γιατί άκουσαν πως το μουσείο Ηρακλείου είναι σπουδαίο και θέλουν σα θα γυρίσουν στον τόπο τους να διηγούνται στους άλλους πως το επισκεφτήκανε. Κανείς από τους ξένους δεν βγαίνει παραέξω. Κι' όμως υπάρχουν εδώ τόσες ομορφιές, αληθινές πηγές πλούτου που μένουν ανεκμετάλλευτες! Η Νεάπολη επί παραδείγματι θα μπορούσε να γίνει ένα σπουδαίο τουριστικό κέντρο, τώρα μάλιστα που ηλεκτροφωτίστηκε κιόλας, θα μπορούσε να προσελκύσει τόσο κόσμο, μα μένει άγνωστη».


Χρειάστηκε να περάσουν από το πρωτοσέλιδο δημοσίευμα της «Δράσης», πάνω από 35 ολόκληρα χρόνια για να γίνει η πρώτη οργανωμένη τουριστική μονάδα στην ανατολικότερη πόλη, με πρωτεργάτη την ιδιωτική πρωτοβουλία, ως επιστέγασμα της «μελέτης τουριστικής αναπτύξεως Κρήτης» που παραγγέλθηκε από το υπουργείο Συντονισμού και εκπονήθηκε από την εταιρεία «Frank E. Basil, INC» το 1964. Το για πάνω από 30 χρόνια προφητικό δημοσίευμα, που υιοθέτησε τα αναπτυξιακά πλάνα για την περιοχή, ανέφερε χαρακτηριστικά:

«Αλλά το μέρος που θα μπορούσε να γίνει ένα σπουδαίο κέντρο τουρισμού και παραθερισμού και να προσελκύσει ξένους απ' τα πέρατα του κόσμου και να γίνει ολόκληρη διεθνής λουτρόπολις είναι ο Άγιος Νικόλαος. Η μικρή αυτή πολιτειούλα, με την λίμνη της, με τα νησάκια και τα κανάλια της, με την ήρεμη και πάντα γαληνεμένη θάλασσα της που κυλά αργά αργά το κύμα και μουρμουριστὰ λες και χαϊδεύει και φιλά τα μαγευτικά ακρογιάλια, ἡ πολιτειούλα αυτή που είναι ένα κομμάτι Βενετία και Βόσπορος μαζί καθώς είναι μέσα στον μυχό του Μεραμπελιώτικου κόλπου κι' έχει γύρω της την θάλασσα και πάνω της τα περήφανα Λασιθιώτικα και Στειακὰ βουνά, θα μπορούσε ασφαλώς να προσελκύσει τους ταλαντούχους της Ευρώπης που ζητούν μια ήσυχη, μαγευτική γωνιά της γης, μια όμορφη λουτρόπολη για να περάσουν εκεί το καλοκαίρι τους. Μα ποιος γνωρίζει πως υπάρχουν όλα αυτά; Κανείς!

Οι Αγιονικολιώτες, όπως και οι Νεαπολίτες, άνθρωποι εξαιρετικά προοδευτικοί και συγχρονισμένοι κάνουν ό,τι μπορούν για τον τόπο τους. Η ιδιωτική πρωτοβουλία έχει κάνει ομολογουμένως θαύματα. Ξενοδοχεία θαυμάσια με όλα τα κομφόρ του συγχρόνου πολιτισμού, καταστήματα θαυμάσια, νερά άφθονα, ηλεκτροφωτισμός, άπλετος, ρυμοτομία και καθαριότης ζηλευτή.

Μα όλα αυτά πάνε χαμένα, όλα αυτά σαν να μην υπάρχουν γιατί τα καταστρέφει η κρατική αδιαφορία, που φτάνει τα όρια της εγκληματικότητας. Ο τόπος μένει βέβαια τελείως αδιαφήμιστος». 

Αλλά οι εντυπωσιακές αναφορές που θυμίζουν την απαράλλακτη σημερινή οικτρή πραγματικότητα (…λέγε με ΒΟΑΚ!), είναι στο επιμύθιον του άρθρου όπου αναδεικνύεται η ανυπαρξία των υποδομών: 

«Δρόμοι δεν υπάρχουν» γράφει ο συντάκτης. Και συνεχίζει: «Ο Άγιος Νικόλαος δεν συγκοινωνεί ακόμη ούτε με το μαγευτικό λεκανοπέδιο του Λασηθιού, ούτε και με την επαρχία Σητείας ούτε και με την Βιάννο με αυτοκίνητο. Ακόμη και ο δρόμος Αγ. Νικολάου – Νεαπόλεως βρίσκεται σε οικτρά χάλια μισοκαταστρεμένος». 

Που να το φανταζόταν ο άμοιρος αρθρογράφος, ότι έπειτα από 90 χρόνια αυτές οι διαπιστώσεις του θα παρέμεναν εν πολλοίς ανεκπλήρωτες από τους κατ’ εξακολούθηση περιοδικούς εμπαιγμούς του πολιτικού προσωπικού της Κρήτης και της χώρας;

«Πως λοιπόν θέλετε να προσελκύσει ο τόπος αυτός ξένους;» αναρωτιέται ο αρθρογράφος. «Πως θέλετε να προκόψει η περίφημη βιομηχανία των ξένων; Τουλάχιστον αν υπήρχεν έναν άλμπουμ με μερικές εικόνες, με λίγα καλά επεξηγηματικά λόγια! Μα τίποτε! Κι όμως αν ο Άγιος Νικόλας με τα θαυμάσια νησάκια του βρισκόταν σ’ άλλο μέρος, αν δεν είχε την ρωμαίικη κακομοιριά, ασφαλώς θα είχε γίνει ένα πραγματικό τουριστικό κέντρο, μια αληθινή λουτρόπολις. Στο νησάκι θα μπορούσε να γίνει ένα κέντρο της προκοπής, κέντρο αναψυχής και διασκεδάσεως. Το νησάκι είναι εύκολο να ηλεκτροφωτιστεί και να υδρευθεί με σωληνωτό υδραγωγείο, από το νερό της πόλεως. Και να δεντροφυτευτεί και να γίνει εκεί πάνω ένα πάρκο κι ανθόκηπος. Το νησάκι αυτό θα γίνει ένα μικρό Λίντο αν συγυριζότανε, αν φυτευότανε, αν εξωραϊζότανε. Προ πάντων αν διαφημιζότανε! Το μέλλον του Αγίου Νικολάου καθώς και της Νεαπόλεως, εξαρτάται κατά το μεγαλύτερο μέρος από την προσέλκυση ξένων. Ο τουρισμός είναι η μόνη πηγή ζωής και κίνησης για τα μέρη αυτά. Ό,τι δεν κάνει η επίσημος κακομοιριά, ας το κάμει η δημοτική και η ιδιωτική πρωτοβουλία». 

Μπορεί βέβαια (ευτυχώς) ακόμη οι νησίδες των Αγίων Πάντων να μην έγιναν ένα «μικρό Λίντο» και να διατηρούν τη παρθενική φυσική γοητεία τους. Ούτε τα υπερφίαλα σχέδια από «νέους Αλεξανδρείς» της αυτοδιοίκησης που ονειρεύονται κρεμαστές γέφυρες «αλλά Μπρούκλιν» ατιμάζοντας το φυσικό μορφότυπο. Αλλά όλες οι υπόλοιπες προφητικές και πρωτοποριακές για την εποχή τους επισημάνσεις και προτάσεις του ανώνυμου συντάκτη, πόσο επίκαιρες και κυρίως πόσο ανεκπλήρωτες μοιάζουν; 

Ένας αιώνας σχεδόν μετά, δεν υπήρξε αρκετός ώστε οι τοπικές κοινωνίες του νησιού, η ιδιωτική πρωτοβουλία και οι θεσμικοί φορείς του τουρισμού να σχεδιάσουν ένα ενιαίο, ισχυρό και με αξιώσεις τουριστικό μέλλον για την Κρήτη. Οι τουριστικοί φορείς του, κατακερματισμένοι εξακολουθούν, να πορεύονται με λογικές νομαρχιακών (και υπονομαρχιακών) καπετανάτων, χάνοντας το βηματισμό τους από τις σύγχρονες λογικές ενός εύθραυστου και ευαίσθητου προϊόντος υπό ισχυρούς ανταγωνισμούς σε έναν απρόβλεπτο και συνεχώς κλυδωνιζόμενο κόσμο. Με ένα κράτος να παρακολουθεί αμέτοχο, αδιάφορο και συνεργό στην παρακμή.

Θλιβερή διαπίστωση που επαληθεύει μήπως τη «ρωμαίικη κακομοιριά» αυτού του προφητικού κειμένου;  Ή μήπως το γνωστό μότο της παρηγοριάς ότι «…τα πρώτα εκατό χρόνια είναι τα δύσκολα»; 



 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ