Λέξεις, στα κρεματόρια των Τραπεζών

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

«Οι λέξεις σας αξιολογούνται, και μπορούν να πουληθούν μόνον ως χυλός χαρτοπολτού! Κηρύσσω την έναρξη πολτοποίησης της ποίησης. Εμπρός ν’ ανάψουμε τους φούρνους!»

Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη 

 

Εκείνο το πρωινό αυτού του Ιουνίου,  οι ακτίνες της ανατολής λοξοπατούσαν τα αρχαία μάρμαρα του λόφου της Ακρόπολης. Τα μαλακά υπερκόσμια χρώματά  της, διαπερνούσανε ανάμεσα από τις αυλακωτές κολόνες του αρχαίου ναού, φωτίζανε μ’ ένα πυρόξανθο μελαγχολικό φως τα κρημνοπρεπή τείχη της και σαν φωτεινές βολίδες ανάκατες με τα καυσαέρια και την ανθρώπινη βαρβαρότητα πέφτανε πάνω στη σκηνή του θεάτρου του Ηρώδη του Αττικού προς τα νοτιοδυτικά της. Το πνεύμα και οι πανανθρώπινες αξίες της κλασικής Ελληνικής αρμονίας μέσα στον Παρθενώνα, έχοντας λέει, ένα κακό προαίσθημα για τη δημόσια γενοκτονία που θα τεκταίνονταν στη σκιά τους, στη σκηνή του ιστορικού θεάτρου, αποταυρίζονταν στο ξύπνημά τους, και στρέφανε τα μάτια κοιτώντας στη δύση, εκεί κατά την Ελευσίνα.

Ένα τεράστιο κομβόι από στρατιωτικά καμιόνια σκεπασμένα με τέντες, έστριβε από την οδό Αμαλίας προς τον πεζόδρομο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου για να σταθμεύσει στο ύψος της Ρωμαϊκής Δεξαμενής μπροστά στο αρχαίο θέατρο. Οι κερκίδες του, κατάμεστες από ένα ιδιόμορφο κοινό, που είχε ένα και μοναδικό γνώρισμα:  Ήταν, πειναλέοι των λέξεων. Παρίες και επήλυδες από τον κόσμο τούτο, με φευγάτα πρόσωπα και χαρακτηριστικά, οι περισσότεροι. Περίεργες φιγούρες, λες κι ήταν και ερχόταν από αλλού, σαν τους εξαφανισμένους αθλοφόρους της σκέψης που ζήσανε σ’ άλλους αιώνες κάτω από τούτο τον Αττικό ουρανό. Παρότι που μ’ ένα τίποτα ζούσαν, ωστόσο, οι λέξεις δεν τους αρκούσαν. Τις παραμόνευαν, τους έστηναν καρτέρι και τις χτίζανε μια μια σαν τα πελεκημένα ρουκούνια στα παλιά κρητικά κονάκια. Τις αποταμιεύανε είτε στα σημειωματάρια των κινητών τους, είτε σε μικρά μπλοκάκια που κράταγαν στην κωλότσεπη τους, στη θάλασσα ή στο βουνό, για να μην τις ξεχνάνε όταν τις συναπαντούσαν. Και μορφώνανε κάποια αερικά του πνεύματος, ποιήματα τα λέγανε, που τα γράφανε σε βιβλία. Οι ποιητές, στριμωγμένοι λέει, σαν σαρδέλες ο ένας πλάι στον άλλο στις κερκίδες, όλοι τους τηρώντας τα μέτρα του περιορισμού της διασποράς της πανδημίας, φορούσανε μάσκες. Οι πιο πολλοί λέει από αυτούς, φορούσαν όμως κάτι πελώριες μάσκες που τους έκλειναν και τα μάτια. Δεν ήθελαν να βλέπουν αυτό που θα επακολουθούσε στη σκηνή. Τα κρεματόρια που θα απαγχόνιζαν τις λέξεις τους, οι πρέσες και ο φούρνος που θα μετέτρεπαν τα ποιήματά τους σε χαρτοπολτό, είχαν στηθεί απέναντί τους, επί σκηνής.

Πάνοπλοι στρατιώτες και πράκτορες των Ελληνικών μυστικών υπηρεσιών ήταν λέει, ακροβολισμένοι στις ταράτσες των τριγύρω κτιρίων και διάσπαρτοι γύρω από τον Ιερό Βράχο. Κομάντος των ειδικών δυνάμεων παραμόνευαν με τα όπλα παρατεταμένα από την ταράτσα του Μουσείου της Ακρόπολης και τα νοτιοδυτικά τείχη της. Ελικόπτερα της Αστυνομίας πετούσαν και επιτηρούσαν συνεχώς το πανανθρώπινο αρχαιοελληνικό πάρκο των Ιδεών, μπας και κάποιοι ακραίοι και φανατικοί τρομοκράτες του πνεύματος, ματαιώσουν την τραπεζική ρευστοποίησή του. Πακιστανοί εργάτες ντυμένοι με ριγωτές φόρμες σαν τα ανθρωπάκια του Γιάννη Γαΐτη στα χρώματα της ελληνικής σημαίας, ξεφόρτωναν τα στρατιωτικά καμιόνια και κουβαλούσαν στη σειρά, προς τη σκηνή του αρχαίου θεάτρου κάτι πελώρια φέρετρα σε σχήματα κύβων. Τα ξύλινα αυτά φέρετρα – κιβώτια, δεν είχαν μέσα ανθρώπους. Είχαν το σπέρμα τους. Περιεχόμενό τους ήταν μόνο βιβλία. Ποιητικές συλλογές των παρισταμένων ποιητών που θα είχαν την τιμητική φρικαλεότητα, να δουν αυτόν το περίεργο δημόσιο κρεματόριο των παιδιών τους, στη σκιά του συμβόλου του πανανθρώπινου Πνεύματος.

Στην πρώτη σειρά των καθισμένων όλη η ηγεσία των Ελληνικών Τραπεζών. Θα ήταν οι Aνάδοχοι της τελετής μετατροπής σε χαρτοπολτό, χιλιάδων βιβλίων από τις ποιητικές συλλογές των παριστάμενων ποιητών - και άλλων απόντων ποιητών από τα γήινα - που βρέθηκαν στις αποθήκες του εκδότη που πέθανε και χρώσταγε στις πιστώτριες τράπεζές του. Η τελετή θα άρχιζε με μια εισαγωγή που θα διάβαζε ο πρόεδρος της Ένωσης Τραπεζών της χώρας. Θα ήταν αποσπάσματα από το έργο του Fernando Pessoa «Ο αναρχικός τραπεζίτης», για να σηματοδοτήσει την πρωτοποριακή μεταχείριση των Ελληνικών Πιστωτικών Ιδρυμάτων στις Αξίες και τις Δημιουργίες του Πνεύματος, υπό τη σκιά του πανανθρώπινου Παλλαδίου του. Στην ανακύκλωση των συναθροισμένων λέξεων στα ποιήματα, που θα συνθλίβονταν στις πρέσες και τους φούρνους του χρηματηστηρίου και του κέρδους.

«Οι Τράπεζες» είπε, κρατώντας το κουβανέζικο πούρο που ευθυτενή ανέβαζε τον καπνό στα ύψη όπως η κνίσα από τις θυσίες των κλασσικών βωμών του λόφου, «δεν πολτοποιούν σήμερα ανθρώπους. Δεν ζούμε πια στην πλατεία του Τολέδου όπου άναβαν οι δημόσιες ανθρώπινες πυρές της Ιεράς Εξέτασης. Σήμερα το Ελληνικό Τραπεζικό Σύστημα δεν επιθυμεί να καίει τους ανθρώπους. Έχει εκσυγχρονιστεί ανά τους αιώνες που παρήλθαν, προσαρμοζόμενο στη νέα εποχή. Πολτοποιεί όμως τα σπέρματά τους. Τις ιδέες τους, τις λέξεις τους, τη σκέψη τους! Τι καλύτερο από να το συνθλιβούν οι λέξεις σας στην πρέσα, να αναβαπτιστούν στη φωτιά και να ξαναγίνουν λευκός χυλός χαρτιού; Γιατί, προσέξτε: Όπως είχε πει και ο συνάδελφός σας Paul Valery  «…τα βιβλία έχουν τους ίδιους εχθρούς με τον άνθρωπο: τη φωτιά, την υγρασία, την ανοησία, τον χρόνο και το ίδιο τους το περιεχόμενο. Και έχουν τους ίδιους φίλους θα συμπλήρωνα εγώ: Τις Ελληνικές Τράπεζες. Και να μην φοβάστε: Όπου πολτοποιούν βιβλία, δεν θα πολτοποιήσουν ποτέ ανθρώπους! Αυτά τα έκαναν μόνο οι Ναζί»! Και απευθυνόμενος στους παριστάμενους άφωνους ποιητές που ο Τραπεζίτης τους είχε υπεξαιρέσει όλες τις λέξεις, όντας ξαρμάτωτοι πλέον, τους είπε:  «Οι λέξεις σας αξιολογούνται, και μπορούν να πουληθούν μόνον ως χυλός χαρτοπολτού! Κηρύσσω την έναρξη πολτοποίησης της ποίησης. Εμπρός ν’ ανάψουμε τους φούρνους!»

Κι ευθύς ο (αναρχικός) Τραπεζίτης φιγούρα του Pessoa με τα πολλαπλά πρόσωπα, πατάει το κουμπί που ακολούθησε μια θεαματική πτώση της πρώτης παρτίδας βιβλίων, μέσα στην τεράστια κοφινίδα. Μια ανεστραμμένη πυραμίδα, σαν αυτές που ρίχνουν τις ελιές στα ελαιοτριβεία. Στην άλλη άκρη της σκηνής του θεάτρου, από τρεις πελώριους κρουνούς έτρεχε ο χαρτοπολτός, οι ρευστές λέξεις, που υπάλληλοι των Τραπεζών τον πακετάριζαν σε πελώρια δοχεία για να τον εκποιήσουν στο Χρηματιστήριο.

Μα ξαφνικά όλα τούτα διακόπηκαν, όπως στην Πομπηία όταν έσκασε ο Βεζούβιος κι έθαψε τα πάντα εν πλήρη ζωή: Ήμουν λέει θεατής, σε μια γενοκτονία των λέξεων. Ήταν ένας πρωινός εφιάλτης, από εκείνους στα εισόδια του κρητικού καλοκαιριού. Ένας ακόμη άγουρος πρωινός ήλιος περνούσε τη χαραμάδα της κουρτίνας και με σημάδευε κατακούτελα στο μαξιλάρι μου. Πλημύρα στον ιδρώτα από τον εφιάλτη για το φόβο επιστροφής των κρεματορίων για το Πνεύμα στη χώρα που το γέννησε, συνειδητοποιούσα ότι αυτές οι φρικαλεότητες δε συμβαίνουν στη χώρα μας. Ήταν λέει, για τις ανάγκες γυρισμάτων μιας κινηματογραφικής ταινίας για το τι θα μπορούσαν να ξανακάνουν οι Ναζί σήμερα με πιο μοντέρνο, πιο εκλεπτυσμένο τρόπο. Το όνειρο που διακόπηκε, δεν πρόλαβε να με ξαλαφρώσει με τον λυτρωτικό επίλογό του! Αυτά, ευτυχώς, δεν είναι στην Ελλάδα που συμβαίνουν! Άλλωστε, εκεί ισχύει η γνωστή ρήση, που επέχει θέση αξιώματος. Κάτι σαν το Σύμβολο της Πίστεως: «Ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό»

 

 

Κεντρική φωτογραφία: Ο Απόστολος Παύλος και το κάψιμο των παγανιστικών βιβλίων στην Έφεσο. (Lucio Massari, 1569-1633).

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ