Λορέντζος Μαβίλης, ο ποιητής που σκοτώθηκε για την Ελλάδα

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Μια μορφή, ξεχασμένη από τους πολλούς στο πέρασμα του χρόνου, που όμως ζει μέσα στις καρδιές των αγνών Ελλήνων - και φωτίζει, με την θυσία του, το δύσβατο μονοπάτι των  ιδανικών τους.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

Ένα κορυφαίο μνημείο της Ελλάδας, έναν τάφο στο Δρίσκο της Ηπείρου, ψηλά απέναντι από τη Λίμνη των Ιωαννίνων, τον τάφο του ποιητή και αγωνιστή της ελευθερίας των άλλων Λορέντζου Μαβίλη επέλεξαν να βανδαλίσουν κάποιοι άγνωστοι πριν λίγες μέρες. Το περιστατικό εντάσσεται σε μια μακρά σειρά βανδαλισμών μνημείων (θυμηθείτε τον τάφο του Καζαντζάκη στην ντάπια Μαρτινέγκο στο Ηράκλειο) που, όπως λέει ο Νικόλας Δημητριάδης:«Έχει γίνει πλέον ενδημική και φαίνεται να είναι μια εγχώρια προσπάθεια μίμησης του «ούλτρα-φιλελεύθερου» ρεύματος αποδόμησης των συλλογικών ταυτοτήτων, που είναι της μόδας στην «προοδευτική» μπουρζουαζία . Είμαστε σίγουροι ότι αν οι δράστες είχαν μπει στον κόπο να μάθουν λίγα πράγματα για τον Μαβίλη, δεν θα προέβαιναν σε αυτή την πράξη και θα έψαχναν κάποιο άλλο μνημείο να βανδαλίσουν. Μια απλή ανάγνωση των περιπετειών που γνώρισε ο Μαβίλης, πριν και μετά τον θάνατο, είναι αρκετή για να μετατρέψει τον βανδαλισμό από «δυναμικό πολιτικό σταίητμεντ» σε «καταγέλαστη σκανταλιά δωδεκάχρονου». Αν η μαρμάρινη επιτύμβια πλάκα που έσπασαν οι βάνδαλοι είχε στόμα να μιλήσει, σίγουρα θα τους έλεγε: «Αχ καϋμένε, τί να μας πεις κιι εσύ απ’ τη ζωή σου»...»

      «Μνήμη ιερή! Όσο ο θάνατος με τη ζωή παλεύει. | Τόξο λαμπρό σελάγιζε στον αξεθύμαστο ουρανό, | ψηλότερα στον έβδομο κανένας δεν ανέβει, | παρ’ όποιος, απαρομοίαστος, χάρισμα θεϊκό | τον στοχασμό του πρόσφερε σε θαυμασμό και χλεύη | και το αίμα του για δύστυχων ανθρώπων λυτρωμό».

      Στίχοι του Μιλτιάδη Μαλακάση, χαραγμένοι στο βάθρο της μισομαυρισμένης από τον καιρό κι από τη λήθη προτομής του ποιητή και ιδανικού πατριώτη Λορέντζου Μαβίλη, εκεί στην πασίγνωστη Πλατεία Μαβίλη της Αθήνας. Η προτομή αυτή σμιλεύτηκε το 1914 από τον Πέτρο Ρούμπο και βασίστηκε σε πορτραίτο, όπου πόζαρε ο ίδιος ο ποιητής, λίγο πριν ξεκινήσει να πολεμήσει και να θυσιάσει τη ζωή του για την πατρίδα στην τουρκοκρατούμενη Ήπειρο.  Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έχει εύστοχα παρατηρήσει πως ο Μαβίλης στάθηκε ένας απ’ τους σπάνιους εκείνους ποιητές, που το καλύτερό τους ποίημα ήταν η ζωή τους.

      «Βουλευτής και αριστοκράτης - που να καταθέτει το αναγνωρίσιμο όνομά του στην απελευθέρωση σκλαβωμένων Ελλήνων και που να πεθαίνει για την Ελλάδα» - είναι ένα ζητούμενο στη σημερινή Ελλάδα της οικονομικής υποτέλειας. Ένα τωρινό ανεκπλήρωτο ζητούμενο, που όμως συνέβη πριν εκατόν οκτώ χρόνια, στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο του 1912.

      Πράγματι, δεν έμεινε μόνο σαν δημιουργός κορυφαίων ελληνικών ποιημάτων, της «Λήθης», της «Ελιάς», ή της «Καλλιπάτειρας», αλλά και παιδικών στίχων, όπως αυτό που θα αναφέρω από το Αναγνωστικό της Πέμπτης Δημοτικού: «Μόνο οι Μαραθωνομάχοι δεν σε δόξασαν, Πατρίδα. Δεν σε δόξασαν μονάχοι οι Τριακόσιοι του Λεωνίδα. Εβαστάξαν τα παιδιά σου, παλικάρια διαλεγμένα, πάντα σαν τη δρυ του δάσου, σαν τους βράχους ένα κι ένα. Όμοια ακλόνητοι κι αγνάντια στων εχθρών την άγρια φόρα, κι όμοια στέρεοι στη γιγάντια και κακή της τύχης μπόρα. Αλλ’ ακόμη πιο μεγάλη των παιδιών σου η δόξα εφάνη, σε μιαν άλλην άγια πάλη, για ένα πιο όμορφο στεφάνι. Εις την πάλη όπου το πνεύμα του Ουρανού νικά τον Άδη, της Αλήθειας με το Ψέμα, του Φωτός με το Σκοτάδι»).

      Ο ποιητής, φλογερός πατριώτης κι οραματιστής, από νωρίτερα είχε εγκαταλείψει την «απραξία»: Το 1896 συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης, πολεμώντας μαζί με τους αντάρτες στα κρητικά βουνά. Και το 1897, κατά τον ελληνοτουρκικό πόλεμο, συγκέντρωσε εβδομήντα Κερκυραίους εθελοντές και όλοι τους πήγαν να πολεμήσουν στην σκλαβωμένη Ήπειρο, όπου και τραυματίστηκε στο χέρι. Τα έξοδα της εκστρατείας των εθελοντών τα κάλυπτε ο ίδιος.

      Μερικά χρόνια αργότερα, ο Βενιζέλος τον παίρνει στο επιτελείο του και το 1910 ο ποιητής εκλέγεται βουλευτής Κέρκυρας του κόμματος των Φιλελευθέρων στη Β' Αναθεωρητική Βουλή.
      Η ομιλία του στη Βουλή (16.2.1911) για το «γλωσσικό» άρθρο 107 του Συντάγματος αποτελεί την κορύφωση των αγώνων του για τη Δημοτική Γλώσσα και σταθμό στην ιστορία του γλωσσικού ζητήματος: Ο Επτανήσιος σολωμικός Μαβίλης, υπερασπίζοντας τη Δημοτική Γλώσσα μέσα στην Ελληνική Βουλή, είπε απευθυνόμενος στους καθαρευουσιάνους: "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι. Και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν". ("Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36).

      Ο ακέραιος χαρακτήρας του και η μη προσαρμογή του στο ρεύμα της συναλλαγής που επικρατούσε (ρουσφέτι) συνετέλεσαν στο να μην εκλεγεί βουλευτής στις επόμενες εκλογές. Γράφει στο φίλο του Σ. Θεοτόκη: «Έχεις δίκιο εις όσα μου γράφεις, μα η πολιτική του Βενιζέλου είναι εθνική, για τούτο πρέπει να παραβλέψουμε τις αδυναμίες ή τις ασυνέπειες που παρουσιάζει. Όσο για μέ, αποφάσισα να μην πολιτευθώ άλλο. Θα αποτραβηχτώ από την πολιτική και θα περιμένω. Όταν σημάνει η σάλπιγγα, θα πάω και εγώ να αφήσω τα ελεεινά μου κότζια σε μια ρεματιά της ονειρεμένης μας πατρίδας».

      Το έκανε, όταν στις 28 Νοεμβρίου του 1912 έγινε επικεφαλής του λόχου των εθελοντών ερυθροχιτώνων Γαριβαλδινών και μαχότανε στο Δρίσκο, σε ένα ύψωμα έξω από τα Ιωάννινα. Την ώρα της μάχης μια σφαίρα τού διαπερνά τα μάγουλα και του σπάει τα δόντια. Καθώς μεταφέρεται αιμόφυρτος στο πρόχειρο νοσοκομείο, μια δεύτερη σφαίρα τον χτυπά στο στόμα.

      Με τον τρόπο του θανάτου του Μαβίλη πεθαίνει αργότερα κι ένας λογοτεχνικός ήρωας: Ο Καπετάν Μιχάλης του Νίκου Καζαντζάκη, που ανοίγει το στόμα του και φωνάζει «Ελευτερία ή...» Και χωρίς να τελειώσει τη φράση «μια μπάλα μπήκε μέσα στο στόμα του, μια άλλη πέρασε από το δεξό του μελίγγι και βγήκε από το ζερβό».
      Όμως η τότε αιματηρή πραγματικότητα ξεπέρασε τη λογοτεχνική γραφίδα. Τα τελευταία λόγια του ισπανικής καταγωγής Έλληνα ποιητή ήταν τα εξής:«Περίμενα πολλές τιμές, αλλά όχι και την τιμή να πεθάνω για την Ελλάδα».

Στη φωτογραφία ντοκουμέντο βλέπουμε τον ιερέα να κλείνει τα μάτια του Μαβίλη

      Αυτός ήταν ο Λορέντζος Μαβίλης. Μια μορφή, ξεχασμένη από τους πολλούς στο πέρασμα του χρόνου, που όμως ζει μέσα στις καρδιές των αγνών Ελλήνων - και φωτίζει, με την θυσία του, το δύσβατο μονοπάτι των  ιδανικών τους. Παραθέτω κι εγώ εδώ λίγους στίχους μου, ένα πνευματικό λουλούδι στην θύμησή του:

     Ξάφνου στην ποίηση μέσα σε χάνω. | Και πού σε βρίσκω; | Από την ποίηση ψηλά πιο πάνω: | Νεκρό στο Δρίσκο.

      Ήσουν ωραίος. Το λεν οι στίχοι σου. | Το λες κι εσύ | με τα αξέχαστα εκείνα λόγια σου | μες στη Βουλή. | Το λέει η Θεώνη σου | με τα φιλιά της, | η ηθοποιός, | πριν γίνει ποιήτρια | και, σαν «Μυρτιώτισσα», | σε βρει στου σκότους σου | μέσα το φως.

      Το λεν οι Έλληνες, | αυτοί που θα ’θελες | να ’ναι σιμά σου, | αυτοί που είδανε | ποιά ’ναι η πατρίδα τους | μες στ’ όνομά σου. | Παντού το βάλανε. | Σε προτομές, πλατείες, και δρόμους. | Κι όμως σε βλέπουνε | ν’ ανασηκώνεις | τίμια τους ώμους, | να φεύγεις πάντα, να πολεμάς | σε άλλα μέρη, | - πέρα απ’ τους στίχους σου - | της τυραννίας της τουρκικής | το μαύρο ασκέρι.

      Κάτω στην Κρήτη, | ψηλά στην Ήπειρο, | τον θάνατό σου | λένε πως γύρευες. | Δεν καταλάβαιναν | - ενόσω ζούσες - | πως ο καημός σου | ήταν | μι’ ανώτερη ζωή | πολύ πιο πάνω | απ’ την ευτέλεια | που έχει η ελπίδα. | Δείχνεις ακόμα | ποιοί πολεμάνε | για μια πατρίδα.

      Συνοφρυώθηκες | που στα σονέτα σου | έπλεξε εγκώμιο | ο Παλαμάς. | Κι ως τώρα ακόμα, | δείχνεις πως «γι’ άλλα» | πολεμάς | μ’ αίμα στην κόκκινη στολή | των Γαριβαλδινών του Ρώμα!

      Στα πλούσια γένια σου, | στο στόμα πλάι, | έκρυβες | μια σπαθιά παλιά | και τώρα τα μάγουλα | τα έχεις τρύπια | από μια σφαίρα | και μι’ άλλη σφαίρα | σου’ χει κομμένη | της καρωτίδας

την τριχιά.

      Δεν είσαι σε τάφο. | Είσαι σε στίχους | που μένουνε παντοτεινοί | «Πατρίδα, σαν τον ήλιο σου | ήλιος αλλού δεν λάμπει», | που μένουν πάντα φωτεινοί | «…πώς εις το φως του λαχταρούν η θάλασσα κι οι κάμποι».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ