ΑΠΟΨΕΙΣ

Μιχάλη Πέτρου: ΣΠΑΡΑΓΜΑΤΑ ΤΗΣ ΓΛΥΚΕΙΑΣ ΧΩΡΑΣ

Ένα τίμιο βιβλίο για το δράμα των αγνοουμένων της Κύπρου

kypros

Α.

Πενήντα χρόνια μετά την τουρκική εισβολή του 1974 στην Κύπρο το ζήτημα των αγνοουμένων (Α) παραμένει ανοιχτό. Χρησιμοποιείται μάλιστα ως η αιχμή του δόρατος της καταγγελτικής πολιτικής κατά της Τουρκίας. Αντί της αναγκαίας ψυχοκοινωνικής στήριξης, οι συγγενείς των Α παρακινούνται σε έναν ατέρμονα αγώνα διαμαρτυρίας. Η επίσημη δε θέση της Τουρκίας, για να αποφύγει τη συζήτηση επί του θέματος, είναι πως δεν κρατεί κανένα και δεν γνωρίζει τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους. Λείπει ακόμα η επίσημη ενημέρωση όλων των συγγενών για το θάνατο των δικών τους στον πόλεμο, ο εντοπισμός όλων των νεκρών και η ταφή τους με τις πρέπουσες τιμές. Είναι μία επιβεβλημένη διαδικασία, την οποία η κλασική Αθήνα ανήγαγε σε ύψιστο θεσμό και χρέος της πολιτείας. «Οι Αθηναίοι δημοσία ταφάς εποιήσαντο», γράφει ο Θουκυδίδης, πριν δώσει το λόγο στον Περικλή, για να εκφωνήσει τον περίφημο Επιτάφιο για τους πρώτους νεκρούς του Πελοποννησιακού πολέμου, το 430 π.Χ. 

Οι Α στην Κύπρο είναι πολίτες και των δύο κοινοτήτων, Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι (αλλά και Ελλαδίτες) που εξαφανίστηκαν στο νησί ως αποτέλεσμα των διακοινοτικών ταραχών μετά το 1963 και της τουρκικής εισβολής του 1974. Η Τουρκία καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων για το ρόλο της στην υπόθεση των Α. Ο αριθμός 1.619 έγινε σύμβολο στην Κύπρο, παρότι ανακριβής, καθώς η λίστα άλλαξε μερικές φορές ονόματα. Σήμερα, πάνω από τους μισούς έχουν ταυτοποιηθεί με τη μέθοδο του DNA. Στην Κύπρο, η κάθε πλευρά έχει την εντύπωση πως μόνο αυτή έχει Α, παρόλο που υπάρχουν και στις δυο κοινότητες, καθώς θύματα και θύτες βρίσκονται εκατέρωθεν.

Παραδόξως, οι επίσημες αρχές στην Κύπρο καθυστέρησαν τις εκταφές, οι οποίες αποσκοπούν στον να βρεθούν λείψανα στις ελεύθερες περιοχές. Δεν είχε ανοίξει ούτε ένας τάφος για να ταυτοποιηθούν οι νεκροί από το 1974 μέχρι την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, τον Απρίλιο του 2004. Οι λόγοι για την καθυστέρηση των εκταφών δεν είναι ξεκάθαροι. Όλα αυτά τα χρόνια κυριάρχησαν λάθη, παραλείψεις, αναρίθμητες φήμες, παραπληροφόρηση και ένα πέπλο σιωπής. Κανείς δεν έδωσε απάντηση στις οικογενειακές τραγωδίες που μας συγκλόνισαν. 

Β.

Η πρώτη ερώτηση που κάνω στον εαυτό μου, όταν διαβάζω ένα βιβλίο, είναι το τι θα συναντήσω στις σελίδες του, θα το καταλάβω άραγε, θα είναι ενδιαφέρον, θα αφήσει κάτι καινούργιο, κάτι διαφορετικό στο γνωστικό και διανοητικό μου αποθεματικό; Προφανώς και δεν είναι ανάγκη να δώσω την αυτονόητη απάντηση, όσον αφορά το βιβλίο του Μιχάλη Πέτρου «Σπαράγματα της Γλυκείας χώρας», ιδίως όταν η συγκίνηση της πικρής εμπειρίας δεν αφήνει άλλου είδους περιθώρια. Η πρώτη έκδοση έγινε το 2023 από τις εκδόσεις ΑΡΜΟΣ. Ο τίτλος παραπέμπει στο μεσαιωνικό χρονικό, γραμμένο από τον Λεόντιο Μαχαιρά (14-15ος αι.): Ἐξήγησις τῆς γλυκείας χώρας Κύπρου... Και βεβαίως ο τίτλος ανασύρει σπαράγματα, όπως λείψανα, και διαλαλεί σπαραγμούς ανθρώπων.

Θέμα του (μέσα στη γενικότερη πραγμάτευση του πένθους ως προς το άτομο, την κοινωνία και την πολιτική) είναι το διαχρονικά φλέγον ανθρωπιστικό ζήτημα των αγνοουμένων της τουρκικής εισβολής του 1974 στην Κύπρο ως συλλογικό πένθος και το πώς το ζουν οι οικογένειές τους, η κοινωνία αλλά και το πώς το χειρίζεται η πολιτική εξουσία. Καταπιάνεται με την αγωνία, τον πόνο, τις διεκδικήσεις των οικογενειών των Α. Ο κ. Πέτρου, ως κλινικός ψυχολόγος και κοινωνικός ανθρωπολόγος, υποστηρίζει το κατά φύσιν, ότι δηλαδή οι αγνοούμενοι δεν υπάρχουν πλέον και συζητά τους λόγους, για τους οποίους προβάλλεται τόσα χρόνια στη δημόσια σφαίρα η πεποίθηση ότι κάποιοι, κάπου ίσως βρεθούν ζωντανοί.

Το ως ένα βαθμό εκλαϊκευμένο αυτό βιβλίο, είναι αποτέλεσμα πάνω από τριάντα πέντε ετών δουλειάς - από το 1990. Κατά τον συγγραφέα, οι συγγενείς των Α εκφράζουν την οδύνη ολόκληρου του κυπριακού Ελληνισμού. Λες και έχουν επιφορτιστεί από εμάς τους ίδιους να σηκώνουν όλη την υπόθεση της Κύπρου, όπως λέει (223). Οι άνθρωποι αυτοί συμβολίζουν συγχρόνως και τη δική μας αγωνία. Για τη βασική του υπόθεση, εντύπωση έκανε στον κ. Πέτρου η προβολή του θέματος, με την προσμονή που καλλιεργείται να βρεθούν ζωντανοί οι Α. Δηλώνει όμως το αυτονόητο, ότι δηλαδή με την πάροδο του χρόνου αυτή η προσμονή δεν μπορεί παρά να διαψευσθεί. Το θέμα είναι για ποιο λόγο, αντί να βοηθήσουμε αυτούς τους ανθρώπους να αντιμετωπίσουν την οδύνη τους, τους κάναμε να μιλούν για την οδύνη ολόκληρου του κυπριακού Ελληνισμού. Είναι από την άλλη αλήθεια ότι ο σύγχρονος πολιτισμός δεν τα πάει και πολύ καλά με τα πένθη. Φοβάμαι, θέλω και εγώ να σχολιάσω, ότι έτσι βολευόμαστε να κάνουν τη δουλειά όλων μας οι συγγενείς των Α. 

Το βιβλίο αποτελείται, μαζί με την εντυπωσιακή, ξενόγλωσση κυρίως βιβλιογραφία, από 285 σελίδες. Το προλογίζει τόσο ψυχαναλυτής και αναλυτής ομάδων Ρενέ Καέζ (δάσκαλος του συγγραφέα) όσο και ο ίδιος ο συγγραφέας. Δεν είναι όμως μόνον για τους ψυχαναλυτές και τους ειδικούς αυτό το έργο. Η γραφή του κ. Πέτρου -που μερικές φορές δύσκολα κρύβει το συναισθηματισμό της- ποσώς αποθαρρύνει τον όποιο αναγνώστη. Πέραν από τις ψυχαναλυτικές προσεγγίσεις της σύγχρονης επιστήμης, το βιβλίο σε ένα μεγάλο μέρος του ασχολείται και με την ιστορική διάσταση του θέματος των Α. Αυτό βοηθά πολύ στην παρακολούθηση της επιχειρηματολογίας.

Για τη βαθύτερη κατανόηση, είναι σημαντικό ο αναγνώστης να δουλέψει μέσα του την έννοια του θανάτου, της απώλειας, του τραύματος, της απουσίας. Στα νεκροταφεία θα έλεγα ότι οι άνθρωποι καλλιεργούν σχέσεις εν απουσία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινείται η σχάση του εγώ (Φρόυντ 1938) όταν δεν υπάρχει επιλογή: ένα κομμάτι του Εγώ θέλει να ξέρει και ένα κομμάτι του δεν θέλει να ξέρει.

Στην Εισαγωγή διασαφηνίζεται, γιατί η ατομική ψυχολογία δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς το κοινωνικό πλαίσιο. Η ατομική ψυχική ύπαρξη δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς τον άλλον, χωρίς την ομάδα. Ακολουθούν έξι (6) κεφάλαια και ένας επίλογος, σε γενικές γραμμές ως εξής:

1. Ο αγνοούμενος. Γίνονται ιστορικές αναφορές, συζητείται η απουσία προσώπων γενικά. Ο συγγραφέας κάνει την υπόθεση ως να έγινε, όπως λέει, μία άρρητη συμφωνία οι συγγενείς των αγνοουμένων να περιφέρουν έναν σταυρό εξ ονόματος όλων. 

2. Απώλεια και πένθος: Ψυχική διεργασία και κοινωνική πλαισίωση. Πρώτη προσέγγιση. Αναλύονται οι εσωτερικές διεργασίες του πένθους. Το πένθος δεν ανήκει στο άτομο, αλλά στην κοινωνία που ζει, πρέπει να γίνει αντικείμενο επεξεργασίας από την κοινότητα και να γίνει ιστορία. Τα νεκροταφεία είναι ζωντανά ιστορικά μνημεία.

3. Η Αντιγόνη σε κόντρα ρόλο. Το κράτος σε ρόλο Κρέοντα που ασεβεί απέναντι στους άταφους-ακήδευτους νεκρούς. Πώς, γιατί αρνούνται οι συγγενείς των Α την αλήθεια, πώς αντιμετωπίζουν την απώλεια ως απουσία, πώς η πολιτική εξουσία κρατά ως μυστικό τη γνώση ότι οι αγνοούμενοι έχουν οριστικά χαθεί; Αυτό έχει τεράστιες συνέπειες για τους συγγενείς και τον τρόπο που η κοινωνία βλέπει την ιστορία της.

4. Το τραύμα. Ορίζεται τι είναι και τονίζεται ο ρόλος του περιβάλλοντος για την αντιμετώπισή του, ώστε να γίνει ατομική και συλλογική ιστορία για τη γόνιμη σκέψη. Τραύμα είναι η αιφνίδια διακοπή της δυναμικής επικοινωνίας περιέχοντος-περιεχομένου … τότε το υποκείμενο αισθάνεται τόσο εσωτερικά όσο και εξωτερικά αβοήθητο μπροστά σε αγωνίες που του είναι αδύνατο να διαχειριστεί. Στο έκτο και τελευταίο κεφάλαιο, ο κ. Πέτρου εξηγεί και τη διαφορά τραύματος και πένθους, του επιτυχημένου μάλιστα πένθους: το τραύμα αφορά σε υπερβολή και συνακόλουθη ακινητοποίηση, θανατηφόρα κατακρήμνιση της σκέψης. Το επιτυχές πένθος ρέπει προς τη ζωή, την κίνηση, τη δημιουργικότητα. Στην απώλεια «εκτός» αντιτάσσει την εύρεση «εντός».

5. Οι συμμαχίες του μυστικού. Μία διεξοδικότερη ανάλυση για το πώς οι συγγενείς υποστηρίζονται να προσμένουν ότι θα ξαναδούν τους δικούς τους, η αλήθεια της απώλειας παραμένει όμως ένα κοινό διαστροφικό μυστικό. Πρόκειται για ψεύδος που καταστρέφει τον ατομικό και συλλογικό ψυχισμό. Το κεφάλαιο αυτό είναι ένα ειδικότερο κεφάλαιο για τους ειδικούς.

6. Ψυχική, περιβαλλοντική και κοινωνική καταστροφή. Εδώ διαφοροποιείται η έννοια του τραύματος από αυτή του πένθους. Ο κ. Πέτρου αναλύει τις καταστροφικές συνέπειες της στάσης της κυπριακής γενικότερα κοινωνίας απέναντι στο θέμα. Η τραυματική απώλεια θεωρήθηκε ως απουσία, κάτι που οδήγησε στην αποφυγή της διαδικασίας αντιμετώπισης του πένθους. Έχει πολύ μεγάλη σημασία, το περιβάλλον να δώσει την ευκαιρία να αντιμετωπίσει το άτομο το τραυματικό του βίωμα, να το τακτοποιήσει. Στην Κύπρο δεν έγινε κάτι τέτοιο. Η γλώσσα καλύπτει πράγματα.

7. Για τον Επίλογο θα πω δυο κουβέντες στο τέλος. 

Και όμως, πενήντα χρόνια μετά την εισβολή, συχνά ακούει κανείς στο δημόσιο διάλογο για «ανεύρεση» των Α. Η «διερεύνηση» της τύχης τους, ως δίκαιη και λογική απαίτηση, δεν φαίνεται να βρίσκει ακόμα την κυπριακή κοινωνία έτοιμη να το αποδεχθεί. Στην Κύπρο, δεν προβλέφθηκε από την πολιτεία καμία κλίνη των αφανών, όπως στους νεκρούς-αγνοουμένους των πολέμων της κλασικής αθηναϊκής κοινωνίας, ούτε επίσης ανηγέρθη από την επίσημη πολιτεία μνημείο πεσόντων-αγνοουμένων. Η επίσημα συντηρούμενη ιδέα της επιστροφής των αγνοουμένων συμβαδίζει, κατά κάποιο τρόπο, με τη γενική νεφελώδη ιδέα της επιστροφής των προσφύγων στα σπίτια τους, με την αόριστη ιδέα επίλυσης του Κυπριακού.

Σταχυολογώντας από το βιβλίο του κ. Πέτρου, στάθηκα σε κάποια σημεία εμπειρίας, αλήθειας και πίκρας για τον καθένα μας, τα οποία θα ήθελα να εξωτερικεύσω. Να επισημάνω όμως εξ αρχής ότι τα κείμενα αυτονομούνται στο χρόνο, στο χώρο, στην περίσταση, ενώπιον των ανθρώπων. Δεν λένε πάντα τα ίδια πράγματα. Η προδιάθεση του αναγνώστη-ακροατή καθίσταται μέρος του ίδιου του κειμένου. 

Ο συγγραφέας εύστοχα σημειώνει ότι κατά τη νεότερη ιστορία τους οι Κύπριοι δεν γνώρισαν πόλεμο στον τόπο τους. Ο τελευταίος πόλεμος που γνώρισαν ήταν το 1571, με την κατάκτηση της Κύπρου από τους Οθωμανούς. Για μένα λοιπόν αυτό μεθερμηνεύεται στο ότι συλλογικά και διαχρονικά δεν έχει διαμορφωθεί καμία κουλτούρα διαχείρισης τέτοιου είδους εκ των πολέμων τραυμάτων, απωλειών, απουσιών, ώστε να βοηθά τους ανθρώπους να αφήσουν μέσα τους το πένθος να κατασταλάξει. Κάθε νεκρός, πολύ περισσότερο ο άταφος νεκρός, επιστρέφει, λέει ο κ. Πέτρου. Για αυτήν ακριβώς την επιστροφή, θυμάμαι τα σπαρακτικά λόγια του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη στο ποίημά του Στα στέφανα της κόρης του(1989):

Είχε τριακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν

και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.

 

Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.

 

Κατά την τελετή του μυστηρίου

δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.

Μπήκε απ' το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε

πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.

Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του

το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.

Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού

και τον αφήκανε στην ησυχία του.

 

Τελειώνει ο γάμος, και να χαίρεστε τα στέφανα.

Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν

καθένας στ' αυτοκίνητό του, χάνονται.

 

Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτός

στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός

παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.

 

Το πένθος πρέπει να ολοκληρωθεί, τα τραύματα να επουλωθούν στο όνομα της αλήθειας, της μνήμης και της Ιστορίας λέει ο κ. Πέτρου. Αγνοούμε το θάνατό μας και η μόνη αντίληψη που έχουμε γι’ αυτόν προέρχεται από εκείνην του θανάτου του άλλου. Και εδώ ας προσθέσω, το κατά Επίκουρον: ότι ο θάνατος δεν θα πρέπει να μας απασχολεί, επειδή όταν εμείς υπάρχουμε, ο θάνατος δεν είναι παρών και όταν ο θάνατος είναι παρών, εμείς δεν υπάρχουμε. Στην Κύπρο, υποστηρίζει ο συγγραφέας, ως να υπάρχει μια άρρητη συμφωνία μεταξύ της κυπριακής πολιτείας και κοινωνίας με τους συγγενείς των Α, ώστε αυτοί να περιφέρουν έναν σταυρό ανοικτών τραυμάτων και ανεπίλυτων πενθών, όπως ειπώθηκε ήδη πιο πριν. Το λέει μάλιστα ξεκάθαρα και όσο πιο απλά γίνεται: «Στην περίπτωση των συγγενών των Κύπριων αγνοουμένων και της κοινότητας µε ενορχηστρωτή την ίδια την ηγεσία της … η προκύπτουσα ασυνείδητη συμμαχία, μέσα από τα σύμφωνα απάρνησης, έχει αλλοτριωτικό χαρακτήρα για τους συγγενείς: Εγώ, η ηγεσία σου και οι εκπρόσωποί σου, θα ενισχύουμε την επιθυμία σου να βρεθεί ο συγγενής σου, συμφωνώντας να συντηρηθεί η διάψευση της πραγματικότητας και η διχοτόμηση σκέψης. Σε αντάλλαγμα εγώ θα προσπορίζομαι πολιτικά οφέλη. Μόνο που αυτό το τελευταίο δεν σου το λέω καθαρά. Θα είναι το κοινό µας μυστικό. Παρατηρεί επίσης ότι με τη δράση της η Επιτροπή Συγγενών, της Υπηρεσίας Αγνοουμένων -όπως ισχυρίζονται δημοσιογραφικές έρευνες- προσπορίστηκε οικονομικό όφελος. Μπορεί όμως να οφείλεται, όπως λέει, και σε άλλα κίνητρα: εξουσία, πολιτική, κοινωνική προβολή.

Την ίδια στάση συντήρησης του δράματος διατηρεί και η διοίκηση της Εκκλησίας της Κύπρου, σπρώχνοντας ουσιαστικά τους συγγενείς των Α να διατελούν υπό καθεστώς συνεχούς αναμονής και ψυχικής έντασης. Θα το χαρακτήριζα και ως ομηρία. Θεωρώ ότι κάλλιστα θα μπορούσε η εν Κύπρω εκκλησία, με το παρηγορητικό οπλοστάσιο τής ορθόδοξης θεολογίας και την εσχατολογική της πανοπλία, να χειριστεί εντελώς διαφορετικά το θέμα. Γράφει ο κ. Πέτρου: «Πράγματι η εκκλησία της Κύπρου, παρότι επέτρεψε σιωπηρώς και κατ’ οικονομίαν την άμβλωση σε εγκύους γυναίκες που βιάστηκαν στη διάρκεια της εισβολής, αποθαρρύνει ρητά της μνημόσυνες τελετές και ανελλιπώς επαναλαμβάνει τις δεήσεις της για επιστροφή των αγνοουμένων. Οι γυναίκες των αγνοουμένων της Κύπρου δεν θεωρούνται χήρες. Οι ελάχιστες που κατόρθωσαν να παντρευτούν, ζήτησαν και έλαβαν πρώτα διαζύγιο, εφ’ όσον η έκδοση πιστοποιητικού χηρείας ήταν αδύνατη. Στη γιορτή του αγνοούμενου, οι συγγενείς δέχονται ευχές. Το προηγούμενο βράδυ, μακριά από τα βλέμματα, σε κάποιο ξωκκλήσι, κάποιοι από αυτούς θα τελέσουν και μνημόσυνο». Αλλά και οι περί αγνοουμένων νόμοι της Κυπριακής Δημοκρατίας του 1979, 2003 και του 2020 «αφορούν αποκλειστικά και μόνον σε θέματα περιουσιακά και κληρονομίας! Καμία άλλη πρόνοια απολύτως …».

Ο συγγραφέας δηλώνει μάλιστα ευθαρσώς «πως η κοινωνική καταστροφή συνίσταται στην αδυναμία ή -καλύτερα- στην επιλογή της κυπριακής κοινωνίας, και κυρίως των θεσμών της, να µην αρθρώσουν ένα λόγο αλήθειας για την τύχη τους και συνέπειας, αναλαμβάνοντας το μέρος εκείνο των ευθυνών για τις επιλογές τους που τους αναλογεί, αντί να το αρνούνται και να κατηγορούν για τα πάντα την Τουρκία και τους Τουρκοκύπριους» για να πει ότι «οι αγνοούμενοι δεν είναι µόνο νεκροί άνθρωποι, θύματα πολέμου ή εν ψυχρώ εκτελεσθέντες. Είναι αναπαράσταση-κέλυφος. Αγνοούμενα είναι τα βιώματά μας που δεν έχουν ακόμα βρει-δημιουργήσει ένα ενδιαίτημα, ένα σπίτι να ενταχθούν. Παραμένουν ορφανά νοήματος βιώματα, σαν φαντάσματα. Εν αναμονή του νοήματος που οφείλει κάποτε να τους αποδοθεί, της ένταξής τους στη σκέψη και την Ιστορία, κατοικούν αυτή την αναπαράσταση-κέλυφος, που είναι οι αγνοούμενοι (σε ένα νόημα, µία σκέψη). Το ατέρμονο πένθος των συγγενών των αγνοουμένων, όπως ενισχύεται, παραπέμπει σε σειρά άλλων πενθών, σε όσα χάσαμε. Αφορούν το κοινωνικό σώμα στο σύνολό του. Όμως, μέσω της εργασίας του πένθους γίνεται ο αποχωρισμός από τον νεκρό για η συνέχιση της ζωής. Υπάρχει κίνδυνος για το υποκείμενο, εάν η διεργασία του πένθους αποτύχει. Το ολοκληρωμένο πένθος σημαίνει μνήμη. Προνόμιο στον άνθρωπο και στις κοινωνίες είναι η λήθη και όχι η βασανιστική μνήμη. Ο κ. Πέτρου παραπέμπει και στην προ εκατόν πενήντα σχεδόν ετών θέση, για το πόσο σημαντικός παράγοντας είναι η λήθη για τη δημιουργία του έθνους. 

Καταλήγει, τονίζοντας ξανά αυτό που υποστηρίζει εδώ και είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια: «Έρχεται κάποια στιγμή που τη θέση της επίδειξης των τραυμάτων πρέπει να πάρει η επίδεσή τους. Τη θέση της εξιδανίκευσης και της εκδραμάτισης εκείνη της περισυλλογής και της μνήμης. Μια ευρύτερη εσωτερικότητα θα έδινε τη δύναμη στην κυπριακή κοινωνία να αρθρώσει έναν αληθινό λόγο για την απώλεια των αγνοουμένων, να κτίσει τις αναγκαίες δομές, τις μόνες ικανές να επουλώσουν τα τραύματα, να αποκαταστήσουν την αλήθεια, την συμβολική τάξη, την τάξη των αιτιών και την Ιστορία».

Γ.

Θα θέσω μερικά ερωτήματα, στα οποία ο καθένας δίνει προφανώς τη δική του απάντηση. Είναι ερωτήματα στα οποία δεν υπάρχει γραμμική απάντηση, όπως συμβαίνει στην επιστήμη. Για παράδειγμα, στην ερώτηση αν υπάρχει ζωή στον Άρη, θα δοθεί κάποτε μια τελεσίδικη απάντηση, ναι ή όχι. Ποια απάντηση όμως μπορεί να δοθεί στο αν πρέπει ο άνθρωπος να πενθεί, ναι ή όχι και γιατί; Μπορεί, κάποιος και ποιος, να καθορίζει, αν καθορίζει, πώς να πενθούν οι άνθρωποι; Πενθούν όλοι με τον ίδιο τρόπο; Χάνει ο άνθρωπος την ευκαιρία να πενθήσει, πώς το διορθώνει; Και γιατί πρέπει να γίνεται το ιδιωτικό πένθος δημόσιο; Γιατί είναι τόσο σημαντική η διαχείριση του δημόσιου πένθους, ώστε να μην αφήνει το υποκείμενο να τακτοποιήσει τον ψυχικό του κόσμο, όπως στην περίπτωση του ιδιωτικού πένθους; Τι είναι ο θάνατος; Όλα αυτά είναι φιλοσοφικά ερωτήματα και προφανώς δεν επιδέχονται μία μόνον απάντηση αλλά στέκονται σε όλους τους καιρούς και τόπους ως προκλητική εκκρεμούσα αδιαμόρφωτη ύλη που αναζητά και απορροφά ποικίλες απαντήσεις.

Από την άλλη, για χρόνια και δισεπίλυτα κοινωνικά προβλήματα προβάλλεται συχνά η άποψη «να ωριμάσουν οι συνθήκες». Για το Κυπριακό, κάθε άλλη πρακτική και λογική ελπίδα φαντάζει προσώρας παντελώς ανεδαφική: να φύγουν οι εισβολείς από μόνη τους, να τους διώξουμε εμείς, να τους διώξουν άλλοι, ο καιρός θα λύσει τα προβλήματα. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι η βιολογική οδός διά του χρόνου θα σπρώξει προς την έξοδο τους συγγενείς των Α, για να μείνουν οι συγγενείς των συγγενών... Το τραυματικό γεγονός της εισβολής χάραξε ολόκληρη την κυπριακή κοινωνία. Της πρόσφερε όμως και ένα αδιαμφισβήτητο υπόγειο βάθρο συνοχής, όταν αυτό που μένει στο τέλος είναι το όντως αμάχητο τεκμήριο της συμπόνιας και του συναισθήματος, εν είδει συνεργασίας. Μπορεί κανείς να το αρνηθεί; Υπόφερε εκ μέρους μου, σε συμπονώ ως υποχρέωσή μου. Πόσα να φορτωθούν σε αυτή την ψυχή των συγγενών των Α, πόσα να αντέξει; Θα ακουστεί σκληρό αυτό που θα πω, αλλά είναι ως η αγορά ενός απρόσωπου Μake a Wish – γνωρίζετε φαντάζομαι αυτή τη χριστουγεννιάτικη εμπορική κάθε χρόνο καμπάνια με τα αστεράκια. Αγόρασε κοινωνία μια ευχή - και είσαι τακτοποιημένη. Είσαι πράγματι; Είναι η ανολοκλήρωτη διαδικασία του πένθους, είναι που λείπει η κάθαρσις σε αυτή την ατέρμονα τραγωδία, όπου όλοι συμμετέχουν στο δράμα, είτε ως πρωταγωνιστές, είτε ως μέλη του χορού, όλοι έχουν κάτι να περιμένουν. Πρέπει όμως να απομακρύνεται κανείς από το ατακτοποίητο πένθος, να μην αφήνει να τον καταπίνει, να μη μελαγχολεί εσαεί. Η ελπίδα μιας συνεχούς ελπίδας δεν βοηθά στην εκλογίκευση. Καρτερούμεν μέραν νύχταν. 

Και στην κυπριακή εκπαίδευση; Δεν γνωρίζω, εάν υπάρχει διδακτική διαχείρισης-προσπέρασης τραυματικών γεγονότων μέσα στο σχολείο, αλλά δεν νομίζω. Η εστίαση στη μικροϊστορία δείχνει το δέντρο και αποκρύπτει το δάσος. Το πόσο σημαντική είναι η κατανόηση των συλλογικών εμπειριών του παρελθόντος, είναι αυτονόητο. Η κυπριακή παιδεία κινείται προς εντελώς άλλη κατεύθυνση. Συντηρεί. Λίγο ή πολύ, όλοι γνωρίζουμε από πένθος. Ο κύκλος κλείνει, όταν κλείσουν τα αντικείμενα που μας συνδέουν με τους χαμένους. Χους εις χουν απελεύσεται, κατά τη σημερινή εκκλησιαστική ορολογία. Διαφορετικά, δεν ηρεμεί η ψυχή. Στην κλασική Αθήνα οι νεκροί, και οι αφανείς νεκροί, θαβόντουσαν στο καλύτερο προάστιο της πόλης. Είναι μια πράξη αρετής. Εάν, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, το όλον προηγείται του μέρους και το αγαθόν είναι ίδιον του πεπερασμένου -του οριζόμενου και συγκεκριμένου- ενώ το κακόν του απείρου, του αόριστου δηλαδή και του συγκεχυμένου, η ιστορία των συγγενών των Α σαφώς παραδέρνει σήμερα μέσα στο κακό. Η εξ αρχής αδιέξοδη αντιμετώπισή του προοικονόμησε, κατά κάποιο τρόπο, και το αδιέξοδο της πολιτικής λύσης.

Όταν ο στρατηγός Λεωσθένης σκοτώθηκε το 322 π.Χ. στον αντιμακεδονικό αγώνα, οι Αθηναίοι ανέθεσαν στον ρήτορα Υπερείδη, ορκισμένο εχθρό των Μακεδόνων να εκφωνήσει τον επιτάφιο. Στον επίλογο, ο ρήτορας προσπαθεί να παρηγορήσει τους οικείους των νεκρών, παρ’ όλο που γνωρίζει και τονίζει πόσο δύσκολη είναι η παρηγορία: «χαλεπὸν μὲν ἴσως ἐστὶ τοὺς ἐν τοῖς τοιούτοις ὄντας πάθεσι παραμυθεῖσθαι. τὰ γὰρ πένθη οὔτε λόγῳ οὔτε νόμῳ κοιμίζεται, ἀλλ᾽ ἡ φύσις ἑκάστου καὶ φιλία πρὸς τὸν τελευτήσαντα ‹τὸν› ὁρισμὸν ἔχει τοῦ λυπεῖσθαι». «Είναι ίσως δύσκολο να παρηγορηθούν άνθρωποι που τους χτύπησαν τόσο βαριές συμφορές. Τα πένθη δεν ανακουφίζονται ούτε με λόγους, ούτε με νόμους. Το μέγεθος της λύπης καθορίζεται από το χαρακτήρα του καθενός μας και την αγάπη που είχε για τον νεκρό». Αυτή είναι η πραγματικότητα. Η πολιτεία να κοιτάζει κατάματα την αλήθεια και να κάνει το χρέος της. 

Image
skeyos biblio kypros

Υπ’ αυτό το πρίσμα, το βιβλίο δεν έχει βεβαίως πολιτικά κίνητρα αλλά είναι μία κραυγή βαθιάς ανθρώπινης έγνοιας για τη ψυχική υγεία και την ανθρώπινη συνέχιση της ζωής των συγγενών των Α. Είναι η ευθύνη της συναλληλίας που ωθεί στην ανήσυχη κοινωνική παρέμβαση. Είναι η αγωνία του συγγραφέα για αυτούς τους παγιδευμένους ανθρώπους, που ως μοιραίοι χαρακτήρες σε έργο του Κάφκα προσπαθούν μάταια να βρουν διέξοδο στη λύτρωση. Χρέος της κοινωνίας, της πολιτείας (που άργησε πάρα πολύ) είναι να τους βοηθήσει. Ο κ. Πέτρου μας υπενθυμίζει ότι είμαστε όλοι κληρονόμοι μιας μελαγχολούσας Αντιγόνης και ενός ασύνετου Κρέοντα, επιδεικνύοντας, έστω και ανεπίγνωστα, ασέβεια προς τους νεκρούς και τους τραγικούς συγγενείς τους.

Image
skeyos biblio kypros

Επανέρχομαι στον Επίλογο, όπως υποσχέθηκα. Στο κείμενο του Επιλόγου, μεταξύ άλλων ο συγγραφέας εύστοχα επιλέγει, σχολιάζει-ερμηνεύει ένα νεολιθικό πήλινο αγγείο-λεκάνη, το οποίο απεικονίζεται στο οπισθόφυλλο. Αντίθετα, μέρος του ίδιου αγγείου κοσμεί το εξώφυλλο, όπου όμως παρουσιάζεται (μετά από φωτογραφική εικαστική παρέμβαση) κατακερματισμένο, σε θραύσματα. Τολμώ να πω μάλιστα ότι τύχη αγαθή έρχεται σε αντίθεση με το όνομα του εκδοτικού οίκου ΑΡΜΟΣ. Εδώ αρμός, συνεκτικός δηλαδή δεσμός και κρίκος, δεν υπάρχει. Αυτό το αγγείο-λεκάνη που προστατεύει ως τοίχος, αναπαριστά τη διαδικασία μίας θυσιαστικής ιεροτελεστίας στην κοινότητα από τη νεκρόπολη των Βουνών, μιας τοποθεσίας στην Κύπρο. Είναι ένα πολυτροπικό κείμενο. Είναι η σύνοψη αυτού που λέει σε όλο του το βιβλίο ο κ. Πέτρου και καταδεικνύει τη σημασία της ομάδας, της οικογένειας, των θεσμών που προστατεύουν από την απειλή και το πένθος του θανάτου. Για μένα είναι και μία απεικονιστική ευχή ότι στο τέλος τα ψυχικά θραύσματα-σπαράγματα δεν θα μείνουν απλά τραύματα, αλλά θα τύχουν της ψυχικής επεξεργασίας του τακτοποιημένου πένθους. Στην ιερή μνήμη των Α της Κύπρου, αλλά πότε επιτέλους;

Κώστας Ν. Κωνσταντίνου

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση