Μωρίς Μπορν, γεννημένος νωρίς

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Πέρασε την ζωή του μελετώντας την επιδημία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έμοιαζε με ναυαγό, αλλά τα ναυάγια ήταν γύρω του και μέσα του.

 

    Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

Λίγνεψαν οι ώρες κι είπες έχε γεια,

στέρεψαν οι λέξεις, μίλησε η ματιά (1)

 

Πάντα είναι πολύ αργά όταν μαθαίνουμε για κάποιον. Τον Μωρίς Μπορν τον γνώρισα μετά τον θάνατό του, χάρη στο εξαίσιο αποχαιρετιστήριο κείμενο του κοινού καλού φίλου μας Κωστή Μαυρικάκη, που δημοσιεύτηκε προχθές στο Cretalive.  Και δεν ήμουνα μόνο εγώ. Πολλοί ήταν εκείνοι στη ζωή του, που, ενώ ο Μωρίς υπήρχε δίπλα τους, δεν τον έμαθαν ποτέ. Ήταν ο άνθρωπος της ερημιάς - και των τοπίων και των ανθρώπων. Ήταν σαν Ροβινσών Κρούσος, ακόμα και στην εικόνα του: Ψηλόλιγνος, με μεγάλα μαλλιά και γένεια, και έδινε πάντα την εντύπωση ενός ναυαγού. Όμως αυτός ήταν μια χαρά άνθρωπος, από τους σπάνιους της Παγκόσμιας Ιστορίας. Τα ναυάγια ήταν γύρω του και μέσα του.

Όταν μου είχε μιλήσει γι’ αυτόν η Μαρίνα Φουντουλάκη και μου τον είχε γνωρίσει ο Κωστής Μαυρικάκης στην Νεάπολη, όπου έμενε ο Μωρίς Μπορν τα τελευταία δέκα χρόνια, καθισμένος δίπλα του και πίνοντας μαζί του σουμάδα, δεν φανταζόμουνα ότι ο γίγαντας αυτός στο μπόι και στην καρδιά κουβαλούσε μια τέτοια ιστορία μέσα του. Μια ιστορία ζωής άλλων μέσα στη δικιά του ζωή. Ένας άνθρωπος που γεννήθηκε νωρίς, νωρίτερα από την εποχή του - όταν τότε δεν θα υπάρχει κοινωνικός αποκλεισμός.

Έζησε όμως ψυχικά στο Χθες και στο Τώρα, όχι σ’ αυτό το Αύριο όπου πνευματικά ανήκε. Τα ναυάγια ήταν γύρω του και μέσα του. Χτίσματα γκρεμισμένα γύρω του και άνθρωποι γκρεμισμένοι μέσα του. Όπως λέει ο Κωστής Μαυρικάκης «Σε μια εποχή βαρβαρότητας και απερήμωσης του πνεύματος, η ζωή και το έργο του Maurice Born αποτελούν μια πολύτιμη παρακαταθήκη και κιβωτό αξιών που διδάσκει όλες εκείνες τις ακατάλυτες αξίες και τις διαχρονικές αρχές. Θα εξακολουθεί να είναι «ωσεί παρών» για να ιερουργεί στα σκοτάδια των καιρών».

Πριν σκοτεινιάσει από το σκοτάδι μας, σαν να ήταν ένας Άνθρωπος της Αναγέννησης καταγινόταν με πολλά πράγματα μαζί. Ήτανε διανοητής, εκδότης, συγγραφέας, αρχιτέκτονας, εθνολόγος, και όχι πάντα με την ίδια σειρά. Γεννημένος στην πόλη Μπιέν της Ελβετίας, στο καντόνι της Βέρνης, στη δεκαετία του ‘70 είχε μια σύντομη πανεπιστημιακή καριέρα στην αρχιτεκτονική σχολή της Λωζάννης, όπου δίδασκε το πρωτότυπο μάθημα «Αρχιτεκτονική χωρίς αρχιτέκτονα». Τότε ήταν που η επιστήμη και η έρευνα συνδυάστηκαν με αυτά που κουβαλούσε πάντα στην ψυχή του. Δεν ήταν τυχαία η απόφασή του να ξεκινήσει μια έρευνα για κάποιο μεγάλο γηροκομείο στο Παρίσι. Μετά, ακολούθησε η ανακάλυψη της Κρήτης, μέσα από μια ζωή αφιερωμένη στη μελέτη του αποκλεισμού λόγω λέπρας. Μια αρχική μελέτη, που τον πρωτοέφερε στα μέρη μας το 1967- 68 νεαρό ερευνητή του Ινστιτούτου Περιβάλλοντος του Παρισιού. Του είχανε πει ότι η Σπιναλόγκα θα ήταν το ιδανικό μέρος για την έρευνά του. Στα χρόνια εκείνα, δέκα μόλις χρόνια μετά το κλείσιμο του Λεπροκομείου, κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό - σαν μια άσχημη ιστορική παρένθεση που έπρεπε να την ξεχάσουν. Απόδειξη ότι η κινηματογραφική εταιρία Ντίσνεϋ που γύρισε ολόκληρη ταινία στην Ελούντα, δεν πήρε ο φακός της ούτε ένα κοντινό πλάνο της Σπιναλόγκας. Έπειτα, απαγορευόταν αυστηρά η επίσκεψη της Σπιναλόγκας. Με τη δικαιολογία της μόλυνσης, αλλά και για τον φόβο λεηλασίας των παρατημένων κτιρίων, δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση. Ο Μωρίς Μπορν όμως πέτυχε, με την επιμονή του, να πάρει την άδεια της εισόδου στο άγνωστό του ακόμα μέρος, που μια πύλη του έγραφε στίχο από την Κόλαση του Δάντη «Όποιος μπαίνει εδώ μέσα, να αφήσει απέξω την ελπίδα». Ο εξίσου άγνωστος νεαρός Ελβετός νοίκιασε ένα σπίτι στην Πλάκα, τότε που είχε ακόμα καμιά εικοσαριά κατοίκους, και με μια φουσκωτή βάρκα πήγαινε κι έμπαινε κάθε μέρα στη Σπιναλόγκα. Εκεί τον περικύκλωνε η ερημιά και τα ναυάγια των κτιρίων. Καθόταν σε πέτρες με τις ώρες που έγιναν μήνες και σχεδίαζε βήμα - βήμα το εγκαταλειμμένο χωριό. Λεπτομερή σχέδια σπιτιών, με σκοπό να φτιάξει μακέτα. Το παλιό νοσηλευτήριο, το τεράστιο απομεινάρι μιας αποθήκης που έφραζε τον κεντρικό δρόμο. Κι άλλα κι άλλα σπίτια, τα ναυάγια γύρω του. Ύστερα άρχισε να ψάχνει μέσα στα σπίτια, για δείγματα της απομόνωσης και της ανθρώπινης μοναξιάς. Βρήκε παράξενα σκουριασμένα εργαλεία, κράτησε σημειώσεις, αντέγραψε νόμους και στοιχεία για τη ζωή στο νησί. Ποτέ δεν πήρε κάτι μαζί του. «Έπρεπε να το είχα κάνει, θα τα είχα διασώσει. Τώρα όλα έχουν χαθεί» έλεγε, τα τελευταία χρόνια της ζωής του, σε ομιλίες και σε συνεντεύξεις του.

Μετά τα ναυάγια γύρω του βρέθηκε στα ανθρώπινα ναυάγια, που πέρασαν μέσα του και τα κουβάλησε μέσα του για πάντα. Δυο ολόκληρα χρόνια, με το μαγνητοφωνάκι του, κατέγραφε ιστορίες των λεπρών της Σπιναλόγκας, που είχαν μεταφερθεί στην Αγία Βαρβάρα στην Αθήνα. Εκεί, έγιναν φίλοι με τον Ρεμουντάκη, που ήτανε γίγαντας σαν αυτόν, και που είχε επιζήσει μέσα σε είκοσι ατέλειωτα χρόνια, έχοντας αλλάξει - με τις νομικές του γνώσεις και με τις πρωτοβουλίες του - τη ζωή τότε στο νησί. Παρόμοια πρωτοβουλία ήταν κι εκείνη του Μωρίς Μπορν, που ήταν αυτός που έφερε τον συμπατριώτη του οδοντίατρο Ζουλιέν Γκριβέλ ανάμεσα στους λεπρούς, δείχνοντάς του τον αλλιώτικο δρόμο που είχε πάρει αυτός, από πιο πριν, στη ζωή του. Τη  μακρόχρονη απομόνωση του Ρεμουντάκη που είχε δημιουργήσει την εντελώς διαφορετική οπτική του για τον κόσμο, ο Μπορν τη μετέτρεψε σε συγκλονιστική κινηματογραφική ταινία το 1972 με τίτλο «L’Ordre» (Η Τάξη) και σε βιβλίο το 2015 με τίτλο «Vies et morts d’un Crétois lépreux» (Ζωές  και θάνατοι ενός κρητικού λεπρού). Έτσι, η αρχική έρευνά του πήρε διαστάσεις που τον ξεπέρασαν. Πέρασε την υπόλοιπη  ζωή του μελετώντας την επιδημία και τον κοινωνικό αποκλεισμό. Έμοιαζε με ναυαγό, αλλά τα ναυάγια ήταν γύρω του και μέσα του.

 

  1. Από το τραγούδι «Κι εσύ δε μου μιλάς»

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ