Ο μουσουλμάνος Ήρωας του Εικοσιένα

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

"Ανάμεσα στις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε - μέσα από τις ευκαιρίες που μας δίνει η εποχή μας - είναι κι αυτή: Ο Ανδρούτσος ήταν μουσουλμάνος. Αυτό όμως δεν τον έκανε λιγότερο πατριώτη και Έλληνα από τον Παπαφλέσσα ή τη Μπουμπουλίνα"

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Δεν είναι πρόθεσή μου, αναφέροντας τον μουσουλμανισμό στα ιερά και στα όσια των προσπαθειών των αγωνιστών  της Ελληνικής Επανάστασης, να θίξω τις αγιογραφίες τους. 

      Να ξεκαθαρίσουμε όμως από την αρχή κάτι: Χριστιανός σίγουρα δεν ήτανε σαν τον Καραϊσκάκη - που μπορεί να είχε το κακό συνήθειο να έβριζε, αλλά και που επέλεγε το μοναστήρι της Παναγίας της Προυσιώτισσας για αποκούμπι του μέχρι να γιάνει. Ούτε ήταν Χριστιανός σαν τον γνώριμό του Θανάση Μασαβέτα - που αν και είχε χειροτονηθεί διάκος, σκότωσε Τούρκο κι έφυγε από το δικό του μοναστήρι. Αλλά, στον αντίποδα, ούτε μουσουλμάνος φανατικός ήτανε - σαν τον άλλο γνώριμό του από τα προηγούμενα χρόνια του Αλή Πασά, τον ελληνικής καταγωγής (όπως το μαρτυρεί το όνομά του Όμηρος) αλλαξοπιστημένο Ομέρ Βρυώνη. Ο ήρωας του Εικοσιένα που εδώ αναφέρω, είχε μυηθεί κάπου στα δεκαεφτά με είκοσί του χρόνια σ’ ένα χαλαρό παρακλάδι του Μουσουλμανισμού, στους μπεκτασήδες, που δεν είχαν προβλήματα επικοινωνίας ούτε με τους χριστιανούς ούτε με τους μουσουλμάνους Κι ούτε νήστευε στο Ραμαζάνι για παράδειγμα, έτρωγε κανονικά (Λένε ότι και ο Αλή Πασάς ήτανε μπεκτασής). Και κάτι τελευταίο γι’ αυτόν τον ήρωα του Εικοσιένα, κάτι  που επιπλέον τον προσδιορίζει: Αν και μουσουλμάνος, ήταν ο μόνος ήρωας του Εικοσιένα που είχε ελληνικό όνομα - και όχι χριστιανικό (Γεώργιος, Θεόδωρος, Ανδρέας, Γρηγόριος, Ιωάννης). Ο λόγος για τον Οδυσσέα. Τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. 

      Ναι, ανάμεσα στις αλήθειες που πρέπει να μάθουμε - μέσα από τις ευκαιρίες που μας δίνει η εποχή μας - είναι κι αυτή: Ο Ανδρούτσος ήταν μουσουλμάνος. Αυτό όμως δεν τον έκανε λιγότερο πατριώτη και Έλληνα από τον Παπαφλέσσα ή τη Μπουμπουλίνα, που ακολουθούσανε «του Χριστού την πίστη την αγία»., Το θρησκευτικό  δεν συνιστούσε πρωταρχικό κριτήριο για τη διαμόρφωση της πολιτικής στάσης του και των στρατηγικών του στόχων. 

      Πώς προέκυψε στο πρόσωπό του όλος αυτός ο συνδυασμός; Θα το καταλάβουμε αν δούμε την ιστορία του, την ιστορία της ζωής του. Πρώτα απ’ όλα το όνομα. Πολύ πριν το πει ο Αλή Πασάς στα Γιάννινα «Εσείς, μπρε, οι ραγιάδες, που αρχίσατε να δίνετε στα παιδιά σας ελληνικά ονόματα, κάτι ετοιμάζετε», ο Ανδρούτσος γεννημένος το 1788 (την ίδια χρονιά που γεννήθηκε και ο Μπάυρον στην Αγγλία) είχε βαφτιστεί μετά από λίγο στην Ιθάκη, με νουνά του την γυναίκα του Λάμπρου Κατσώνη!

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Βερούσης Ανδρέας.jpg

Ανδρέας Βερούσης, ο πατέρας του Οδυσσέα Ανδρούτσου

 

Σας τα αναφέρω, για να δείτε πώς συνδυάζονται καμιά φορά ορισμένα γνωστά μας ιστορικά ονόματα. Ο πατέρας του, ο περίφημος Ανδρέας Βερούσης, που ο ανερχόμενος τότε Αλή Πασάς τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, ενώ βρισκόταν στο θρυλικό νησί του Οδυσσέα που το κατείχαν οι Βενετσιάνοι - σαν καταφύγιο, από την καταδίωξή του στη διπλανή Οθωμανική Αυτοκρατορία - μοιραία διάλεξε το όνομα του γιού του να είναι Οδυσσέας. Και πώς έγινε να έχει για νουνά του την συμβία του Λάμπρου Κατσώνη; Συνέβη επειδή ο πατέρας του συμμετείχε στην αγωνιώδη προσπάθεια του Λάμπρου Κατσώνη για ελευθερία «ηγούμενος 800 αρματολών…Εφόνευσε υπέρ τους χιλίους πεντακοσίους Τούρκους. Συνελήφθη και ετελεύτησε εις τας φυλακάς του ναυστάθμου της Πόλης». Σαν τον Ρήγα Φεραίο αργότερα οι Αυστριακοί - που θα τον συλλάβουν και θα τον παραδώσουν στους Τούρκους, έτσι και τον πατέρα του Ανδρούτσου τον συνέλαβαν οι Βενετσιάνοι και τον παρέδωσαν στους Τούρκους, Εκτελέστηκε με στραγγαλισμό ή με αποκεφαλισμό το 1797, ένα χρόνο πριν τον Ρήγα Φεραίο. Όπως βλέπουμε, το θρησκευτικό συναίσθημα των γερμανόφωνων και των ιταλόφωνων χριστιανών για την προστασία των δύο ομόδοξών τους Ελλήνων δεν λειτούργησε.

      Νομίζουμε τον Ανδρούτσο ορεσίβιο και άξεστο άνθρωπο - έτσι αγριωπό και βλοσυρό που μας τον παρουσιάζουν όλων των ειδών οι προσωπογραφίες του και επειδή ακούμε ότι είχε δημιουργήσει το καταφύγιό του σε μια κρυφή σπηλιά στην Τιθορέα Λοκρίδας ψηλά στον Παρνασσό. Κι όμως τον βρίσκουμε να είναι ακριβώς το αντίθετο, από την αρχή της ζωής του. Χάρη στη μητέρα του Ακριβή Τσαρλαμπά που ήτανε κόρη εύπορου προεστού της βενετοκρατούμενης τότε Πρέβεζας, ο Οδυσσέας μην έχοντας γνωρίσει ουσιαστικά τον πολέμαρχο πατέρα του - αφού δεν ήταν παραπάνω από 3-4 χρονών όταν τον έχασε από κοντά του - μεγάλωσε σ’ ένα περιβάλλον  ανοιχτό σε προσλήψεις νέων ιδεών - που εκείνη την εποχή κυκλοφορούσαν, όλο και ευρύτερα, στα Επτάνησα που είχαν δυτική κυριαρχία. Ο ορίζοντάς του περιέλαβε - εκτός από την Πρέβεζα - τη Λευκάδα και την Ιθάκη, όπου η οικογένεια μετακινιόταν ανάλογα με τις πολιτικοστρατιωτικές συγκυρίες. Φαίνεται πως ο μικρός Οδυσσέας είχε τις ευκαιρίες του να αποκτήσει τη στοιχειώδη μόρφωση, να μάθει ανάγνωση και γραφή, ελληνικά και αρβανίτικα που ήταν οι γλώσσες της οικογένειάς του, αλλά κα λίγα ιταλικά - γλώσσα που τότε ήταν σε κοινή χρήση στα νησιά του Ιονίου. 

      Όταν αργότερα το κεφάλι του πατέρα του έπεφτε στο χώμα στη μακρινή Κωνσταντινούπολη, ορφανός πιά στα εννιά του χρόνια - βρέθηκε, μαζί με τη μητέρα του, απέναντι στη Λευκάδα. Συμμετέχοντας στο κοινωνικό της περιβάλλον, μυήθηκε στη σταδιακή ανάδειξη της ελληνικής αρχαιότητας στους                                                          κύκλους  του Διαφωτισμού. Μέσα από γράμματά του κατά την περίοδο της Επτανησιακής του ζωής, φαίνεται ότι γνωρίζει και θαυμάζει τους Αρχαίους Έλληνες, ότι έχει διαμορφώσει συνείδηση της καταγωγής των νέων Ελλήνων από τους αρχαίους. Κι ακόμη, ότι κατέχει βασικές γνώσεις Ελληνικής Ιστορίας. Συμβολικά ανακαλύπτει ότι και το ίδιο το όνομά του όλα αυτά τού τα υπενθυμίζει.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Ali_Pasha_statue,_Tepelene,_Albania.jpg

      Πώς όμως ένα παιδί με το μεγάλωμα και την καλλιέργεια του Ανδρούτσου κατέληξε εκπαιδευόμενος πολεμιστής στην αυλή του Αλή Πασά; Ας όψονται οι πολιτικοστρατιωτικές συγκυρίες που είπα πιο πάνω. Τότε ανέφερα ότι η μητέρα του ήτανε κόρη πλούσιου προεστού της Πρέβεζας. Τώρα αυτό δεν ισχύει. Έχει γυρίσει από τ’ άλλα μέρη της, πίσω στην Πρέβεζα μαζί με τον γιο της, αλλά η μεγάλη της οικογένεια δεν έχει πιά την οικονομική δυνατότητα που είχε. Ο Οδυσσέας, σε παιδική ηλικία ακόμη, για να εξασφαλίσει μέσα σε ένδεια την επιβίωσή του, κατετάγη στις τοπικές ναυτικές δυνάμεις της Βενετοκρατούμενης πόλης. Εκεί στα πλοία τον βρήκε ο Αλή Πασάς, όταν ισχυρός πιά κατέλαβε την Πρέβεζα το 1798 προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και σφαγές, και τον πήρε υπό την προστασία του, αφού ήταν ο γιος του παλιού καλού του φίλου. Στην αυλή του στα Γιάννινα ο μικρός μαθήτευσε στην αρτιότερη «στρατιωτική σχολή» της χερσονήσου του Αίμου. Παράλληλα, διδάχτηκε την πανουργία, τη σκληρότητα, την καχυποψία, που επικρατούσαν στο σαράι. Έμαθε να είναι ανελέητος με τους εχθρούς, να δείχνει πάντα συμπόνια στον φτωχό λαό, να έχει περιφρόνηση στους κοτζαμπάσηδες και στους παπάδες. Σκληροτράχηλος όμως κι από την φύση του - κληρονομιά από τον πατέρα του - έφτανε συχνά σε διαπληκτισμούς με τους αξιωματούχους του Αλή. Εκείνος όμως τον εκτιμούσε ολοένα και πιο πολύ, διαπιστώνοντας το θάρρος του, την ορμητικότητα και την στρατηγική ευφυΐα του. Τον διόρισε δερβέναγα της ανατολικής Ρούμελης (δηλαδή της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας), που σκόπευε να την προσαρτήσει στο ημιανεξάρτητο κράτος του. Όμως αυτά ακόμα ήταν σχεδιασμοί και ευχολόγια. Το 1814 τον βρίσκουμε αρχηγό της προσωπικής φρουράς του Αλή Πασά και τέσσερα χρόνια αργότερα θα μυηθεί στην Φιλική Εταιρεία από τους αδελφούς Πετιμεζά. Κι αυτός, με τη σειρά του, εκτιμώντας την ανδρεία του Διάκου, του Γκούρα, του Μανίκα, και άλλων, τους μύησε στην Φιλική Εταιρεία και τους έκανε πρωτοπαλήκαρά του στο αρματολίκι του. Λίγο πιο πριν, είχε σώσει τον Αθανάσιο Διάκο από τον εκδικητικό θυμό του Αλή Πασά. Μάλιστα, είχε τέτοιο ψυχικό σθένος, ώστε τόλμησε - αν και ήταν και οι δυό μουσουλμάνοι - να προτείνει στον Αλή Πασά να βαφτιστεί χριστιανός, προκειμένου να ηγηθεί των Ελλήνων για να συντρίψει - σαν Αλβανός που ήταν - οριστικά τους Οθωμανούς! Ο Οδυσσέας, όμοιος στον νου του αρχαίου συνονόματού του, ήθελε στην πραγματικότητα να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική ισχύ του Αλή για να ενισχύσει την επερχόμενη ελληνική εξέγερση, όμως δεν του απεκάλυψε την ύπαρξη της Φιλικής Εταιρείας. Ο πανούργος πασάς γνώριζε την ύπαρξη μιας ελληνικής επαναστατικής οργάνωσης και προσπαθούσε να πείσει τον Ανδρούτσο και τους άλλους Έλληνες της αυλής του να ομολογήσουν τη συμμετοχή τους σ’ αυτήν, δήθεν για να ενταχθεί κι εκείνος. Όμως ο Ανδρούτσος γνώριζε τον χαρακτήρα του Αλή και υποκρινόταν πως δεν ήξερε τίποτα. Παράλληλα, όπως έκανε με τον Διάκο, διέσωζε μυστικά όποιον από τους εταίρους κινδύνευε.     

      Και όχι μόνο έσωζε. Παρότρυνε, ξεσήκωνε τον απλό κόσμο - με λόγια όπως φαίνονται σε γράμμα του προς τους Γαλαξιδιώτες: «Τι την θέλουμε, βρε αδέλφια, αυτή την πολυπικραμένη ζωή, να ζούμε από κάτου στη σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται στα κεφάλια μας; Δεν τηράτε που τίποτα δεν μας απόμεινε;» Η προσπάθειά του να προσεταιριστεί τους Αλβανούς οπλαρχηγούς για έναν από κοινού ξεσηκωμό εναντίον των Τούρκων συνεχίστηκε και αργότερα, σε μια συνάντησή τους στην Άρτα, όταν τα οθωμανικά στρατεύματα πολιορκούσαν τον Αλή Πασά στα Γιάννινα. Όμως ούτε η νέα προσπάθειά του ευοδώθηκε, κυρίως λόγω της αντίδρασης ενός απ’ αυτούς, του περίφημου Ομέρ Βρυώνη. 

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Omer_Vrionis.jpg

      Τον Ομέρ Βρυώνη θα τον ξαναβρεί στα πρώτα βήματα της Ελληνικής Επανάστασης, στο Χάνι της Γραβιάς, εκεί που οι δυό τους - αντίπαλοι πιά - θα περάσουν στην Ιστορία. Την Γραβιά, σαν τόπο συνάντησης, την όρισε αυτή τη φορά ο Ομέρ Βρυώνης. Αυτό έγινε με γράμμα που του έστειλε - και που άρχιζε με τα εξής λόγια «Φίλε Οδυσσέα, πρέπει να συνεργαστούμε, να είσαι μαζί μας, και θα έχεις το αρματολίκι σου». Λόγια που έδειχναν πόσο είχε ξεγελαστεί στην πεποίθησή του για τον Ανδρούτσο. Στην αυλή του Αλή Πασά τον ήξερε πολύ πιο παλιά από τον Θανάση Διάκο, που - μόλις λίγες μέρες πιο πριν - τον είχε εξευτελίσει με φοβερό μαρτύριο, παλουκώνοντάς τον στη Λαμία. Σ’ αυτό το γράμμα, του ανέφερε τον θάνατο «του γραικού Διάκου», καθώς και το τάξιμό του για το αρματολίκι όλης της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας εάν ένωναν τις δυνάμεις τους ενάντια στους ξεσηκωμένους. Του πρότεινε μάλιστα να συναντηθούνε στο πέρασμά του από τη Γραβιά. Και πράγματι εκεί συναντήθηκαν. Αλλά όχι όπως το περίμενε. 

      Ολιγάριθμοι Έλληνες ήταν ακροβολισμένοι στα πλαϊνά υψώματα. Ο Ομέρ έστειλε ισχυρές δυνάμεις και τους σκόρπισε, στέλνοντάς τους να κρυφτούν ψηλότερα. Ο Πανουργιάς και ο Δυοβουνιώτης, που ήταν οι αρχηγοί τους, αυτού του είδους την αναμέτρηση ήξεραν και συμβούλεψαν τον Ανδρούτσο να κάνει το ίδιο, θυμίζοντάς του το πάθημα του Διάκου σε ανοιχτό χώρο στην Αλαμάνα. Εκείνος όμως είχε στον νου του κάτι καινούργιο: Άμυνα στο χάνι, σ’ ένα πλινθόχτιστο ευάλωτο πανδοχείο που υπήρχε στο πέρασμα - που η θέα του και μόνο είχε τη σφραγίδα της αποτυχίας και της τρέλας.

Το Χάνι σε πιστό αντίγραφο - ακριβώς απέναντι από το μέρος που βρισκόταν το ιστορικό Χάνι της Γραβιάς που ισοπεδώθηκε με κανονιοβολισμούς την επόμενη μέρα 

      Η είσοδός τους στο Χάνι της Γραβιάς έγινε με συμβολισμό ζωής και θανάτου. Ο Ανδρούτσος φώναξε δυνατά: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας πιαστεί στο χορό»! Πρώτος έτρεξε το πρωτοπαλίκαρό του ο Γιάννης ο Γκούρας, δεύτερος ένας πιστός σύντροφός του (αν και Τουρκαλβανός) ο Γκίκας Μουσταφάς, ακολούθησαν οι επικεφαλής του Πανουργιά και του Δυοβουνιώτη Παπαντρέας, Τράκας, Μάρος, Βουτούνης και Αγγελής, μερικοί Γαλαξιδιώτες του Κίρκου, ο Ζαφείρης ο Επτανήσιος, ο Θανάσης ο Καπλάνης, οι Καπογιωργαίοι από το Ξηρόμερο, όλοι αυτοί ήταν οι πρώτοι από τους 117 - κι έτσι χορεύοντας μπήκαν στο Χάνι, που θα περνούσε μαζί τους στην αθανασία.  

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\15.jpg

Κλείσαν καλά την ξύλινη πόρτα του, άνοιξαν τρύπες πολλές στα τοιχώματά του, πέρασαν από κει μέσα τα ντουφέκια τους, μετά σπεύσανε να πάρουν τις τροφοδοσίες τους που τις κατεβάσανε κάποιοι από τη στέγη και ύστερα γύρισαν το βλέμμα μέσα από τα ανοίγματά τους κατά τον εχθρό που πλησίαζε. Ήταν 8 Μαΐου του 1821.

     Όλη η τουρκική δύναμη των 8000 πεζών και των 1000 ιππέων συγκεντρώθηκε για την τελική πλέον επίθεση στο Χάνι των 117 υπερασπιστών του. Αλλά ο Ομέρ Βρυώνης θέλησε να δώσει μια τελευταία ευκαιρία στον παλιό του γνώριμο. Του έστειλε έναν οθωμανό ιερωμένο, έναν δερβίση, τάχα μου για να του υπενθυμίσει τις προτάσεις του για σύμπραξη. Η επιλογή του όμως να στείλει δερβίση για έναν τέτοιο λόγο, εξυπηρετούσε άλλο σκοπό. Ο Ανδρούτσος ήτανε μπεκτασής. Οι μπεκτασήδες ήταν μουσουλμάνοι, αλλά με δογματικές διαφορές από τους ομοθρήσκους τους. Είχαν αναπτύξει ιδιαίτερη σχέση με τους γενίτσαρους και θεωρούσαν τους υπόλοιπους μουσουλμάνους αιρετικούς. Όμως, γενικά, δεν έκαναν διάκριση θρησκείας και καταγωγής, παρά μόνο μεταξύ καλών και κακών ανθρώπων. Είχαν αποκτήσει μεγάλη δύναμη και οι τεκέδες τους αποτελούσαν άσυλο απαραβίαστο, ακόμα και για τους πιο υψηλούς αξιωματούχους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ο Ανδρούτσος είχε γίνει μπεκτασής, για να μπορεί να βρίσκει καταφύγιο όταν ένιωθε απειλή από τους εχθρούς του.

      Αυτό το γνώριζε, από τότε που ήταν στα Γιάννινα μαζί του, ο Ομέρ Βρυώνης. Γνώριζε ότι ο δερβίσης ήτανε για έναν μπεκτασή ιερό πρόσωπο. Ο Τούρκος ιερωμένος προχώρησε έφιππος. Ο Ανδρούτσος τον χαιρέτησε στην αλβανική γλώσσα. Ο δερβίσης ανταπέδωσε τον χαιρετισμό και συνέχισε να πλησιάζει. Τότε ο Ανδρούτσος τον ρώτησε: «Πού πας, ορέ Τούρκε;» Κι εκείνος του απάντησε: «Να υποτάξω ή να σφάξω άπιστους». Ένας πυροβολισμός ακούστηκε και ο δερβίσης σωριάστηκε νεκρός.  

      Η σιγουριά του Ομέρ Βρυώνη προς τον Ανδρούτσο έφτασε στο σημείο να του στείλει πρώτα έναν έφιππο δερβίση, ξέροντας από πριν πως αυτόν θα τον σεβαστεί, σαν μουσουλμάνος που ήτανε. Έκανε λάθος σε όλα. Και που θανάτωσε όπως θανάτωσε τον Διάκο για να τρομάξει τους επαναστατημένους Πανουργιά και Δυοβουνιώτη που είχαν γλυτώσει από τα χέρια του στον Γοργοπόταμο και στην Αλαμάνα, και που προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Ανδρούτσο με τις υποσχέσεις του και που στην αρχή, πριν την ολοήμερη μάχη, νόμισε ότι η θρησκεία τους θα έπαιζε τον ρόλο της, με τον μουσουλμάνο ιερωμένο και με τον Ανδρούτσο να αλληλοϋποστηρίζονταν. Μια σφαίρα που έστειλε ο Ανδρούτσος μέσα από το Χάνι σκοτώνοντάς τον, ήταν η απάντηση - κάνοντας τον Ομέρ Βρυώνη, που είδε τον δερβίση να πέφτει από το άλογο, να εξαγριωθεί και να διατάξει γενική επίθεση.

C:\Users\x\AppData\Local\Microsoft\Windows\INetCache\Content.Word\1051-38-638.jpg

Τώρα ο Οδυσσέας δεν ήταν πιά μουσουλμάνος όπως ήταν πιο πριν, ούτε χριστιανός όπως ήταν οι περισσότεροι δικοί του που τον τριγύριζαν κι όπως θα ήταν και όλοι οι άλλοι που θα ξεχώριζαν στο Εικοσιένα. Η σφαίρα εκείνη ήταν σταλμένη από έναν πραγματικό - όπως θα εξελισσόταν - αγωνιστή (που ήταν αποφασισμένος, μέσα στο Χάνι, να ζήσει ή να πεθάνει ελεύθερος) η σφαίρα εκείνη ήταν σταλμένη από έναν προαιώνιο Έλληνα.      Οι Τούρκοι προσπάθησαν, κάνοντας τρεις επιθέσεις στο Χάνι σε όλη τη διάρκεια της ημέρας, αλλά οι ομοβροντίες των αμυνομένων σώριαζαν πολλούς κάτω νεκρούς ή πληγωμένους. Έφτασαν στο σημείο να καρφώσουν τσεκούρια για να γκρεμίσουν τον πλίνθινο τοίχο ή να χώσουν τα ντουφέκια τους μέσα στις τρύπες που ξεπρόβαιναν τα όπλα των έγκλειστων, αλλά δεν προλάβαιναν να κάνουν πολλά πράγματα. Το μόνο που κατάφεραν μέχρι το βράδυ, ήταν και στις τρεις φορές ν’ αποκρουστούν με μεγάλες απώλειες. Μετρούσαν τριακόσιους νεκρούς και εξακόσιους τραυματίες. Μέσα στο Χάνι οι νεκροί ήταν δύο. Με το όνομα Θανάσης και οι δύο: Καπλάνης και Σεφέρης. Σκάψανε στο δάπεδο σε μιαν άκρη και τους θάψανε μέσα στο Χάνι.    

      Ο Ομέρ Βρυώνης έδωσε εντολή να του φέρουνε κανόνια από τη Λαμία για να ισοπεδώσει το Χάνι με τους υπερασπιστές του στην επόμενη μέρα που ξημέρωνε. Ο Ανδρούτσος όμως και οι συναγωνιστές του κατάλαβαν τις προθέσεις του και σαν φαντάσματα του σκοταδιού της νύχτας διέφυγαν περνώντας μέσα από τις τουρκικές γραμμές, χάνοντας όμως άλλους τέσσερεις στη διαφυγή τους προς τα υψώματα του Χλωμού. Λέει σε βιβλίο του ο Δημήτρης Φωτιάδης: «Ώσπου οι οχτροί να καταλάβουν τί τρέχει, να σηκωθούν και να ντουφεκίσουν, οι δικοί μας πέρασαν ανάμεσά τους, χώθηκαν στα σπαρτά. Το Χάνι της Γραβιάς από γενιά σε γενιά θα το προφέρουν με θαυμασμό τα χείλια των Ελλήνων. Δεν στάθηκε μονάχα έξοχο επεισόδιο παλικαριάς στον αγώνα ενός λαού για την λευτεριά του. Έσωσε, εκείνη τη στιγμή, την Επανάσταση. Χάρισε θάρρος σ’ όλη την Στερεά, έπειτα από το πάθημα της Αλαμάνας. Οι Τούρκοι, που κατέβαιναν ποτάμι φουσκωμένο, λογαριάζοντας  πως θα παράσερναν τα πάντα στο διάβα τους, μούδιασαν. Απόμειναν εκεί μια ολόκληρη εβδομάδα για να συνέλθουν από το αίμα που έχασαν. Και τούτος ο χαμένος καιρός γίνηκε η αιτία να μη μπορέσουν να κατεβούνε στο Μωριά και να πνίξουν τον Σηκωμό, που ’ταν ακόμα στα σπάργανά του».     

      Έξαλλος για την αποτυχία του, ο Ομέρ Βρυώνης διέταξε να πυρποληθεί και στη συνέχεια να ισοπεδωθεί με κανονιοβολισμούς το Χάνι, ώστε να καταστραφούν τα ίχνη της ήττας του. Για το λόγο αυτό, σήμερα σώζονται μόνο ελάχιστα από τα θεμέλια του κτιρίου, κι εκεί στο πλάι τους υψώνεται σαν παράξενο λουλούδι  η μαρμάρινη στήλη με την προτομή του Ανδρούτσου. 

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\HPIM5316-2048x1526.jpg

Απέναντι ακριβώς από το αλλοτινό Χάνι έχει δημιουργηθεί ένα πιστό αντίγραφό του, που λειτουργεί σαν μουσείο και δέχεται επισκέπτες, προσκυνητές θα τους έλεγα καλύτερα, σε όλη τη διάρκεια του έτους. Από τα χρόνια εκείνα βαστάει και το γνωστό δημοτικό τραγούδι «Τ’ Ανδρούτσου η μάνα χαίρεται, του Διάκου καμαρώνει. | Γιατί έχουν γιους αρματολούς, και γιους καπεταναίους. | Ανδρούτσος φυλάει τη Γραβιά, Διάκος την Αλαμάνα». Στη μάχη αυτή, η στρατηγική ιδιοφυΐα του Ανδρούτσου θριάμβευσε. Έτσι, δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού των όπλων της Βοιωτίας, και ουσιαστικά αυτός επηρέασε την τύχη της Επανάστασης στην ανατολική Στερεά, στα επόμενα χρόνια.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\36-1024x763.jpg

      Το Χάνι της Γραβιάς ήταν η πρώτη νίκη των Ελλήνων μετά τις ήττες τους στο Δραγατσάνι και στην Αλαμάνα και η προπομπός στα νικηφόρα αποτελέσματα στο Βαλτέτσι ή στην Τριπολιτσά, στην ανατίναξη της τουρκικής ναυαρχίδας στη Χίο από τον Κανάρη ή στην πανωλεθρία του Δράμαλη στα Δερβενάκια. Κι όμως, τέσσερα χρόνια μετά τη Γραβιά, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος βρισκόταν αλυσοδεμένος ψηλά στον Γουλέ, στον Φράγκικο Πύργο της Ακρόπολης της ελεύθερης Αθήνας. Τί έγινε και βρέθηκε ένας Ανδρούτσος εκεί πέρα, σ’ αυτή την ταπείνωση; 

      Ο Οδυσσέας, όπως είπαμε στην αρχή, είχε ένα «κακό», δεν χώνευε τους κοτζαμπάσηδες. Κι αυτό του βγήκε σε κακό… Οι εχθροί του έφτασαν μέχρι την δολοφονία του και στη μεταθανάτια δυσφήμισή του. Τόσο, που το μετέπειτα επίσημο κράτος κράτησε σιγή ιχθύος, επί ολόκληρο μισό αιώνα, για τον Ανδρούτσο. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι γι’ αυτή τη σιωπή, πέρα από τους κοτζαμπάσηδες που είχαν επικρατήσει και τους μεγαλοπαπάδες που τον είχαν αφορίσει - αν μπορούν χριστιανοί να αφορίσουν έναν μουσουλμάνο! Για παράδειγμα, ένας από τους δολοφόνους του ήταν ο αντιφρούραρχος, ο δεύτερος σε ιεραρχία μετά τον Γκούρα Γιάννης Μαμούρης, που σ’ αυτόν ο Ανδρούτσος απηύθυνε τα τελευταία του λόγια «Καλά αυτοί, αλλά κι εσύ, μωρέ Γιάννη!». Ε, αυτός αργότερα έγινε ευνοούμενος του Όθωνα - που τον προστάτεψε. Με αποτέλεσμα το θέμα του Ανδρούτσου να κουκουλωθεί μέχρι την έλευση του επόμενου βασιλιά. Η χήρα του ήρωα μετέφερε τα οστά του από κει που τα είχε φυλαγμένα με επίσημη τελετή στο Α΄Νεκροταφείο και ο νέος βασιλιάς Γεώργιος τίμησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο σαν έναν από τους τρεις μεγάλους στρατιωτικούς του Εικοσιένα. Οι άλλοι δυό ήταν ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης.

      Ακόμη και σήμερα (αφού στο μεταξύ, μετά από πολλά χρόνια, αποκαταστάθηκαν η αλήθεια και η φήμη του Οδυσσέα Ανδρούτσου και ενώ τον έχουν κατατάξει ανάμεσα στους κορυφαίους ήρωες του Εικοσιένα) παραμένει ο σκοταδισμός γύρω από το όνομά του: Είναι η διαρκής πολιτική απόφαση να μη μαθαίνουμε τίποτα γι’ αυτόν, παρά μόνο μέσα από τη σχολική αναφορά του στο Χάνι της Γραβιάς. Το ρήγμα ανάμεσα σε αγωνιστές και σε προύχοντες, δηλαδή σε «στρατιωτικούς» και σε δήθεν πολιτικούς, όπως ο φαναριώτης Μαυροκορδάτος και ο γιατρός Κωλέττης που ήτανε τα φερέφωνα των κοτζαμπάσηδων, έχει αποδειχθεί μέχρι σήμερα βαθύ.

      «Οι κοτζαμπάσηδες, που είχανε μεγάλα προνόμια στον καιρό της σκλαβιάς» μας υπενθυμίζει ο Νίκος Βαρδιάμπασης «μόλις έφυγαν οι Τούρκοι, θέλησαν να τους διαδεχτούν ως πολιτικοί. Να εισπράττουν αυτοί πλέον τους φόρους και τα εθνικά εισοδήματα». Ο Πέτρος Μαυρομιχάλης, που οι Τούρκοι τον ονομάσανε μπέη λίγο πριν την Επανάσταση κι αυτός το κράτησε για εφέ σαν Πετρόμπεης, ήθελε την Εύβοια δώρο για  τη συμμετοχή του στον Αγώνα. Στα απομνημονεύματα του Δεληγιάννη (τόμος Β΄, σελ. 160) για τους ακτήμονες αγωνιστές του 21 διαβάζουμε τις υποτιμητικές λέξεις «πρώην υπηρέτης μου». Στον Δημήτριο Υψηλάντη ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έγραφε για τους κοτζαμπάσηδες: «Είναι σαν την πανούκλα…και πρέπει ο λαός να χωρισθή απ’ αυτούς και να τους κάμη κουντουμάτσια (στα ιταλικά, που ήξερε ο Ανδρούτσος, «να τους βάλει σε καραντίνα») δια να μη μολυνθούμεν όλοι μας και χαθούμεν». (Κάτι που δεν έγινε και «μολυνθήκαμε» όλοι μας με διαπλοκές και με χρήματα μέχρι τις μέρες μας). Και ένα τελευταίο παράδειγμα σε ποιούς ήταν εναντίον αυτός ο κορυφαίος ήρωας του Εικοσιένα: Στις 14 Φεβρουαρίου του 1824 στέλνει γράμμα στον Αναστάσιο Λόντο, γόνο σ’ ένα από ισχυρότερα τζάκια κοτζαμπάσηδων στον Μωριά. Απόδειξη ότι, μετά το 21, αυτός θα γινότανε υπουργός Εσωτερικών και Δικαιοσύνης μέχρι το 1856. Του έγραφε λοιπόν ο Οδυσσέας Ανδρούτσος: «Από παιδί ορφανό…τον περισσότερο καιρό της ζωής μου τον επέρασα σκοτώνοντας Τούρκους…Εις τα σπήλαια και εις τα βουνά έμενα. Οι λόγγοι και τα άγρια θηρία είναι μάρτυρες…Ο πατέρας μου εγύριζε μέσα εις τα βουνά και εσκότωνε Τούρκους. Εις τα βάθη της θαλάσσης Τούρκους έπνιγε (εννοούσε με τον Λάμπρο Κατσώνη). Αι πράξεις του πατρός σου, αι ανδραγαθίαι του αδελφού σου, το φέρσιμο των προυχόντων συγγενών σου είναι διαφορετικά και έπαρε τα μέτρα σου. Είσαι νέος έως είκοσι δύο χρόνων, και μ’ όλον τούτο είσαι βουλευτής. Χαίρεσαι υπόληψιν, μολονότι σχίζεις την διοίκησιν του έθνους…Σπείρεις ζιζάνια εις Μωριάν και Ρούμελην. Ανεβάζεις και κατεβάζεις από τα αξιώματα όποιον θέλεις. Διαφεντεύεις τους συγγενείς σου, που κατακρατούν τα εθνικά εισοδήματα…»        

      Με τέτοιου είδους κουβέντες, που δείχνουνε θάρρος του λόγου και της πράξης αλλά και επιδίωξη πραγματικής ελευθερίας στην Ελλάδα, το τί ακολούθησε ήταν προγεγραμμένο. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν πατριώτης σύμφωνα με τους όρκους που είχε δώσει κατά την είσοδο του στην Φιλική Εταιρεία. Σκοπός της ζωής του ήταν η ελευθερία του Γένους σ’ ένα κράτος πραγματικά δημοκρατικό, όχι ολιγαρχικό.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\androutsos-mpotsaris-diakos-theofilos-1 μ.jpg

       Το 1822 φθάνει στην Αθήνα και αναλαμβάνει την διοίκηση του κάστρου της Ακρόπολης με φρούραρχο τον Γιάννη Γκούρα. Στην Ακρόπολη - με δικά του πολλά έξοδα - έκανε διάφορα οχυρωματικά έργα και της εξασφάλισε νερό, που δεν είχε. Στο μεταξύ νέα εχθρικά σώματα πλημμύρισαν την Ρούμελη. Κι επειδή ο Οδυσσέας δεν είχε αρκετές δυνάμεις να αντισταθεί, αναγκάσθηκε να συνθηκολογήσει μαζί τους. Ήταν τα λεγόμενα «καπάκια» (προφορικές συμφωνίες), ένα τέχνασμα για να κερδίσει χρόνο, που όμως χρησιμοποιήθηκε για διαβολή από τους εχθρούς του, τους κοτζαμπάσηδες και τον Ιωάννη Κωλέττη, που δεν τον συμπαθούσαν, λόγω της μεγάλης επιρροής που ασκούσε στο λαό. Ο Ανδρούτσος, οργισμένος από την συμπεριφορά των πολιτικών, παραιτείται. Και η κυβέρνηση στέλνει δικούς της ανθρώπους να τον αντικαταστήσουν. Ο Κωλέττης τον επικηρύσσει για 5.000 γρόσια και ο υπουργός των Εκκλησιαστικών επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ τον αφορίζει. Όμως η κάθοδος του Δράμαλη αναγκάζει την κυβέρνηση να ανακαλέσει την επικήρυξη και τον αφορισμό του Ανδρούτσου, που έτσι ανέλαβε ξανά δράση. Δεν κατάφερε να εμποδίσει την κάθοδο του Οθωμανού πολέμαρχου στην Πελοπόννησο, αλλά τουλάχιστον δεν άφησε να περάσουν εφοδιοπομπές και ενισχύσεις για τη στρατιά του. 

      Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, ο Ανδρούτσος επέστρεψε στην Αθήνα. Εκεί φάνηκε αμέσως ότι ήταν ο γραμματιζούμενος ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης: Προσπάθησε να κάνει Μουσείο Αρχαιοτήτων στην Αθήνα, συνέβαλε στην έκδοση εφημερίδας, ίδρυσε δύο σχολεία και κάλεσε τον Αδαμάντιο Κοραή από την Ευρώπη και τον Νεόφυτο Βάμβα από την Κεφαλλονιά να έρθουν να διδάξουν. Όπως γράφει στον εκπρόσωπο του ελληνικού διαφωτισμού Βάμβα το 1823: «Εις άλλους θέλω περιγράψει πόσα κακά πάσχομεν δια την έλλειψιν ελληνοσωτηρίων διδασκαλιών, προς εσέ δε λέγω ότι η ελληνική παιδεία έλλειψε διόλου (ολότελα) από την αγωνιζομένην Ελλάδα…Όθεν ιδού η αρμοδιοτέρα θέσις, συμπολίτα, να διδάξεις των Ελλήνων τα τέκνα την αρετήν, την φιλοπατρίαν και την σοφίαν των προγόνων μας». Στα έργα του και στα λόγια του αυτά φαίνονται καθαρά τα στοιχεία που είχε πάρει μικρός στο επτανησιώτικο περιβάλλον του. Ο ηρωισμός του, το προοδευτικό του πνεύμα και το ομηρικό ελληνικό όνομά του στάθηκαν αφορμές να θέλουν να τον γνωρίσουν όλοι οι Ευρωπαίοι φιλέλληνες που κατέβηκαν στην επαναστατημένη Ελλάδα. Η συνεννόηση μαζί τους γινόταν στα ιταλικά που ήξερε. Με πολλούς από αυτούς συνεργάστηκε για διάφορα κοινωφελή έργα και τον φίλο του λόρδου Μπάυρον, τον Άγγλο Έντουαρντ Τρελώνυ, τον έκανε γαμπρό του, δίνοντάς του την ετεροθαλή αδελφή του Ταρσίτσα. 

      Η διαμάχη του και ο παραγκωνισμός του από τους αντιπάλους του, ανάγκασαν τον πεισματάρη και οξύθυμο πολέμαρχο να πάρει τους άνδρες του και να έλθει στην Βοιωτία στις αρχές του 1825. Εκεί προέβη σε νέα «καπάκια» με τους Τούρκους με σκοπό να εκβιάσει την κυβέρνηση, χωρίς όμως να προδώσει την Επανάσταση. Οι εχθροί του βρήκαν μια ακόμη ευκαιρία να χαρακτηρίσουν την πράξη του αντεθνική και τον ίδιο προδότη. Η κυβέρνηση έστειλε εναντίον του ισχυρή στρατιωτική δύναμη με αρχηγό τον παλιό του φίλο Γιάννη Γκούρα, που από καιρό είχε γίνει ο προσωπικός του εχθρός. Ο Οδυσσέας αποφεύγοντας συστηματικά κάθε συμπλοκή με τα κυβερνητικά σώματα για να μη χυθεί πολύτιμο αδελφικό αίμα, αποτραβήχτηκε στις Λιβανάτες. Ύστερα από μερικές μικροσυμπλοκές στις αρχές Απριλίου παραδόθηκε στον Γκούρα (7 Απριλίου 1825) με την ρητή υπόσχεση ότι θα τον έστελνε στην Πελοπόννησο για να δικαστεί από την Διοίκηση.

Ο διασυρμός του Οδυσσέα Ανδρούτσου σε εικονογράφηση του Ιταλού Σεβερίνο Μπαράλντι – οι Έλληνες δεν θα τολμούσαν να εικονογραφήσουν έτσι                                  τον ήρωα της Γραβιάς 

Ο Γκούρας όμως δεν κράτησε την υπόσχεσή του. Αφού έδωσε εντολή να φέρουν τον Ανδρούτσο στην Αθήνα, τον περιέφερε δεμένο σαν προδότη της πατρίδας μέσα στη μικρή πόλη, βάζοντας δικούς του ανθρώπους να τον βρίζουν ή να τον χλευάζουν. Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος τους απαντούσε ή προσπαθούσε να τους επιτεθεί. Τελικά τον φυλάκισε σε ύψος 26 μέτρων ψηλά στον Γουλά, στον φράγκικο πύργο πάνω στην Ακρόπολη, περνώντας του αυτή τη φορά χοντρές αλυσίδες με σιδερένιες μπάλες. Θα τα φέρει η συγκυρία πολύ αργότερα, στον καιρό που - με καθοδήγηση και χρηματοδότηση του Σλήμαν - θα καθαριστεί η Ακρόπολη από μεταγενέστερα κτίσματα, ο Γουλάς να γκρεμιστεί το 1874, τότε ακριβώς που θα έχει αποκατασταθεί η φήμη του Ανδρούτσου.  

      Επειδή στο μεταξύ ξεσηκώθηκαν διάφοροι αγωνιστές για την άδικη κακομεταχείριση του Ανδρούτσου με πρώτο τον Καραϊσκάκη και με τα λόγια του «ο παλιόβλαχος ο Γκούρας να κρατάει το λιοντάρι της Ρούμελης! Ας φτάσω εκεί και βλέπουμε» και επειδή ο ίδιος ζητούσε να περάσει το συντομότερο από δίκη, ο Γκούρας πρόσταξε να τον θανατώσουν, δίνοντας το σύνθημα «Η τιμή του λαδιού ανέβηκε - πούλα» και μετά έκανε πως έλειπε από την Αθήνα για να μην τον κατηγορήσουν ότι είχε σχέση με τον θάνατο του Ανδρούτσου. Ποιός τώρα; Αυτός που πριν τέσσερα χρόνια ήτανε το πρωτοπαλίκαρό του - και χορεύοντας είχε μπει πρώτος, μαζί του, στο Χάνι της Γραβιάς! Τώρα ο Γκούρας, με αυτήν την προδοτική, στην εμπιστοσύνη του Ανδρούτσου, απόφαση της εκτέλεσής του, θα ξαναγινόταν το τίποτα που ήτανε πριν - γιατί έχασε τη ζωή του κι αυτός μετά από ένα χρόνο στην πολιορκία της Ακρόπολης από τον Κιουταχή, μαζί με την εξουσία και με τα μαλάματά της. Το τίποτα που ήτανε πριν, στην αρχή μέσα σ’ ένα πρόχειρο σκάμμα μπροστά στον Παρθενώνα και σήμερα μέσα σ’ έναν μικρό τάφο στον αυλόγυρο της Μονής της Φανερωμένης στη Σαλαμίνα. Με το ανάθεμα της εγκληματικής αγνωμοσύνης του να τον συνοδεύει πάντα. 

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Kapetan_Gkouras.jpg

Ο Γκούρας στην Εθνική Πινακοθήκη

      Τη νύχτα της 4ης προς 5η Ιουνίου 1825, με κρύο και ψιλόβροχο, μπήκαν στον φράγκικο πύργο της Ακρόπολης ο Μαμούρης, ο Παπακώστας και ο Τριανταφυλλίνας, αφού έδωσαν εντολή στον φρουρό Κώστα Καλαντζή, 21 ετών τότε, να αποχωρήσει. Στη θέση του Καλαντζή άφησαν έναν Σουλιώτη για φρουρό. Επικεφαλής των τριών ήταν ο Γιάννης Μαμούρης, συγγενής του Γκούρα και γι’ αυτό αντιφρούραρχος. Ο Τριανταφυλλίνας μισούσε τον Ανδρούτσο, γιατί τον είχε χαστουκίσει στο παρελθόν. Το χαστούκι όμως εκείνο ήταν το λιγότερο, αφού ο Τριανταφυλλίνας στη Λιβαδειά δεν τον είχε υπακούσει να αδειάσουν την πόλη και να ανέβουν στο φρούριο - με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να είχανε σφάξει χίλια γυναικόπαιδα και να είχαν αιχμαλωτίσει δυόμισι χιλιάδες. Όσο για τον τρίτο, ο Σουρμελής γράφει: «Εκτελεστής του θανάτου ήτο ιερεύς στρατιωτικός (δηλαδή ο Παπακώστας) όστις εξεδικήθη εναντίον του δια το προς τους ιερείς μίσος (του Ανδρούτσου).   

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Φυλακή Ανδρούτσου.jpg

Ο Γουλάς στην  Ακρόπολη, η φυλακή του Οδυσσέα Ανδρούτσου  

    Αφήνω όμως μια φοιτήτρια του 2013 να μας πει για την αποτρόπαιη ώρα. Η Τατιάνα Μενελαϊδου, στο μεταπτυχιακό της με θέμα τον Ανδρούτσο, στο έκτο του κεφάλαιο βάζει τίτλο «Δολοφονείται  και καθίσταται αθάνατος» κι από κάτω έχει τους στίχους του Σολωμού: «Κι άλλοι, αλίτηροι!  χτυπώντας | πέφτουνε στον  αδελφό | και παινεύονται, θαρρώντας | πως εχτύπησαν εχθρό». Μετά, περιγράφει με αναπόφευκτα σκληρό τρόπο την ώρα του θανάτου του: « Ήταν περασμένα μεσάνυχτα της 4ης προς την 5η Ιουνίου του 1825, όταν ο Κώστας Καλαντζής από τη Λιβαδειά, που είχε βάρδια στον Γουλά, είδε να πλησιάζουν τέσσερις αρματωμένοι άντρες, ένας που κρατούσε λαδοφάναρο και ένας άλλος στάθηκε πιο μακριά. Ήταν ο Μήτρος Τριανταφυλλίνας, ο Παπακώστας Τζαμάλας, ο Γιάννης Μαμούρης και ο Μπαλαούλιας από τα Σάλωνα. Όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, αυτός που καθόταν παραπέρα ήταν ο Θεοχάρης από το Λιδωρίκι. Σαν πήγαν κοντά του, ο Μαμούρης σαν αντιφρούραρχος του είπε να πάει να κοιμηθεί. Επειδή υποψιάστηκε ότι κάτι κακό θα συνέβαινε από τη βραδινή τους επίσκεψη, έκανε πως απομακρύνθηκε, αλλά σε λίγο γύρισε και μέσα στο σκοτάδι κρύφτηκε πίσω από μια κολώνα και αφουγκράστηκε. Η πόρτα της φυλακής έτριξε κι ο Μπαλαούλιας έμεινε σκοπός. Αφού μπήκαν μέσα, σύρθηκαν οι αλυσίδες που είχε δεμένος ο Οδυσσέας, καθώς προσπάθησε να σηκωθεί και ακούστηκε η φωνή του να τους λέει: «Ορέ, ξέρω καλά ποιός σας έστειλε εσάς εδώ και γιατί ήρθατε τέτοια ώρα εδώ μέσα. Δεν μου λύνετε το ένα μου χέρι να σας δείξω ποιός είμαι και πώς με λένε. Αυτές εδώ τις σαπιοκοιλιές δεν τις συνερίζομαι, μα συ, ρε Γιάννη, γιατί;» Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Ανδρούτσου. Ακολούθησαν βογκητά και μουγκρίσματα, καθώς πάλευε. Κάποια στιγμή ο Τριανταφυλλίνας τον έπιασε από το λαιμό να τον πνίξει. Ο Ανδρούτσος του έπιασε τα δύο δάχτυλα με τα δόντια και του τα έκοψε και εκείνος του έκοψε τα χείλη σαν δαχτυλίδι. Με την κραυγή του Τριανταφυλλίνα έτρεξε ο Μπαλαούλιας και τον χτύπησε με το τσεκούρι στο σβέρκο. Τον πλημμύρισαν αίματα. Τότε χίμηξαν πάνω του και οι πέντε να τον πνίξουν, αλλά εκείνος, συγκεντρώνοντας τις δυνάμεις του, κατάφερε να τους απωθήσει. Ο Τζαμάλας βρήκε ευκαιρία και τον κλώτσησε στα αχαμνά, ενώ ο Μπαλαούλιας με τον Μαμούρη του έπιασαν τα χέρια και του τα γύρισαν και ο Θεοχάρης του έσφιξε τα πόδια. Τότε ο Τριανταφυλλίνας τον άρπαξε από τα γεννητικά όργανα και τα έσφιξε με όλη του τη δύναμη. Ο Οδυσσέας σωριάστηκε λιπόθυμος, οπότε, εκμεταλλευόμενοι την ευκαιρία οι ελεεινοί δήμιοί του, όρμησαν και τον έπνιξαν. Μαμούρης και Παπακώστας, βρέθηκαν από απλοί κλεφτοκαπεταναίοι προ της επανάστασης να κατέχουν κατόπιν «χιλιάδες στρέμματα εύφορης γης», μάλλον λόγω της εμπλοκής τους σε παρόμοιες υποθέσεις.

Γιάννης Μαμούρης, ένας από τους δολοφόνους του Ανδρούτσου

Ο Μαμούρης και οι άνανδροι σύντροφοί του κατέφυγαν σ’ ένα ανόητο τέχνασμα, για να σκεπάσουν το ανοσιούργημά τους: Αφού έλυσαν τις αλυσίδες  και τις μπάλες, ανέβασαν το άψυχο σώμα του Οδυσσέα στον πύργο και το έδεσαν με ένα σκοινί, το οποίο πρώτα είχαν φθείρει χτυπώντας το σε πέτρες, ώστε να μοιάζει ότι κόπηκε επειδή δεν άντεξε το βάρος του Ανδρούτσου, καθώς τάχα αυτός προσπάθησε να δραπετεύσει. Έπειτα πέταξαν το πτώμα του κάτω από τον πύργο, για να δοθεί η εντύπωση ότι σκοτώθηκε από την πτώση. Εκεί έμεινε ριγμένος όλη τη νύχτα ο ήρωας του Εικοσιένα. 

      Την άλλη μέρα φώναξαν ένα γιατρό για νεκροψία, αλλά, επειδή η έκθεσή του δεν τους άρεσε, την έσκισαν και κάλεσαν τον Ιταλό γιατρό Καίσαρα Βιτάλι, που συνέταξε μια ψεύτικη-ιατρική έκθεση σύμφωνη με τις επιθυμίες των εγκληματιών, που την κοινοποίησαν. Ωστόσο το κατατσακισμένο κορμί του ήρωα της Γραβιάς, με ολοφάνερα τα σημάδια του βασανισμού του, δεν άφησε σχεδόν κανέναν να πιστέψει το παραμύθι για προσπάθεια δραπέτευσης, που χαρακτηρίστηκε «γελοίαν και παρ’ ουδενός πιστευθείσαν δικαιολογίαν των» ενώ όλη η απόπειρα της συγκάλυψης θεωρήθηκε «ελεεινά σκηνοθετημένη», καθώς ήταν φανερό ότι «δια άνομων χειρών επνίγη». Ακόμη και ο - εχθρικά διακείμενος προς τον Οδυσσέα – κοτζαμπάσης Δεληγιάννης, φανερώνοντας τα συναισθήματά του γι’ αυτόν, εντούτοις ομολογούσε τη συμμετοχή του Γκούρα στη δολοφονία: «Αλλ’ ο Θεός είναι δίκαιος, καθότι μετ’ ολίγον καιρόν είπετο να ανταμειφθή και αυτός με τα επίχειρα της δολιότητος και των κακουργημάτων του, από τον Γκούραν εις την Ακρόπολιν των Αθηνών». Ήδη από εκείνη την εποχή, διατυπώθηκε η άποψη ότι ο Οδυσσέας θανατώθηκε με κυβερνητική εντολή, επειδή «τον έτρεμαν ακόμα και φυλακισμένο και δεν κατόρθωσαν να τον καταδικάσουν από έλλειψη πειστικών αποδείξεων». Μάλιστα, η ιατροδικαστική έκθεση που συνέταξε ο Βιτάλι είναι πιθανώς η μοναδική στον κόσμο, όπου, εκτός από τα αίτια του θανάτου «πιστοποιείται και το ποιόν του θανόντος»! Δείτε πώς τελείωνε τη γνωμάτευσή του ο «βαλτός» Ιταλός γιατρός: «Τα δε θραύσματα του κροταφικού οστού, επί του οποίου το κάταγμα, προσβαλόντα τον εγκέφαλον επέφεραν αυτοστιγμεί τον θάνατον - άξιον εις κακούργον προδότην της πατρίδος». Είναι πρωτοφανές ιατροδικαστής - σε έκθεσή του για τα αίτια θανάτου κάποιου - να χρησιμοποιεί τέτοιους χαρακτηρισμούς...   

      Ο Λάντορ αναφέρει ότι «τον Οδυσσέα τον στραγγάλισαν στον ύπνο του κακούργοι και μαχαιροβγάλτες βαλτοί από τον Γκούρα – που, πιο πριν, τον γέμισαν με χρυσάφι όσοι επιθυμούσαν την αστάθεια στην Ελλάδα». Ο Σπυρίδων Τρικούπης και ο Δ. Σουρμελής ήταν οι πρώτοι που έγραψαν για «δολοφονία του Ανδρούτσου». Η αλήθεια αποκαλύφθηκε πλήρως στις 25 Δεκεμβρίου 1898, όταν ο δικηγόρος Σ. Φόρτης δημοσίευσε στην εφημερίδα «Καιροί» τη μαρτυρία του Κώστα Καλαντζή το 1863 (τότε ταγματάρχη της φάλαγγας). Ο Καλαντζής ήταν ο φρουρός του Ανδρούτσου που υποχρεώθηκε να φύγει, που κατασκόπευσε κρυφά τις κινήσεις των δολοφόνων και που μετέφερε στον δικηγόρο, σαράντα ολόκληρα χρόνια αργότερα (μεταθανάτια χρόνια δυσφήμισης του Οδυσσέα Ανδρούτσου, δήθεν σαν προδότη της πατρίδας και σαν άνθρωπο των Τούρκων) τί έγινε εκείνη την νύχτα και ποιοί ήταν οι ένοχοι στον θάνατό του και πίσω απ’ αυτούς οι πατριδοκάπηλοι. Ένας Αυστριακός διπλωμάτης φιλέλληνας, ο Πρόκες φον Όστεν, που βρισκόταν τότε στην Αθήνα, είχε καταθέσει κι αυτός την μαρτυρία του: «Λένε πως ο Κωλέττης ήταν εκείνος που έβαλε ανθρώπους και τον στραγγάλισαν στην Αθήνα, γιατί ο Οδυσσέας πέθανε με αυτόν τον τρόπο. Μου το επιβεβαίωσε ο γιατρός Dr. Vitali, που είχε αναλάβει να κάνει τη νεκροψία. Βέβαια, ο Dr. Vitali, στην επίσημη έκθεσή του, ανέφερε άλλα πράγματα...» Λέει υπαίτιο τον Κωλέττη, που προτομές του σήμερα «κοσμούνε» - χάρη στους επιλήσμονες Έλληνες - γωνιές της Αθήνας και της Πρέβεζας.    

      Το δημοτικό «Μοιρολόγι της μάνας του Οδυσσέα» κάνει νύξη της δυσμένειας των πολιτικάντηδων ενάντια στο γιο της: «…Δε στόπα γω Δυσσέα μου, δε στόπα γω παιδί μου, με τη Βουλή μη πιάνεσαι, με τους καλαμαράδες…»  Σύμφωνα με τον Κώστα Καλαντζή, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ακόμη και μετά τον θάνατό του αντιμετωπίστηκε με άθλιο τρόπο: «Μετά ταύτα έγινεν η κηδεία του πολύ καταφρονημένη και χειρότερα και του τελευταίου καταδίκου. Τον έθαψαν σα σκυλί εις τον ναόν του Αγίου Δημητρίου (Λουμπαρδιάρη) προς δυσμάς της Ακροπόλεως».

Στ’ αυτιά μου φτάνει μια κρυφή συνομιλία μαζί του:  

– Και γιατί όλες αυτές οι συκοφαντίες, οι κατηγορίες και το κυνήγι εναντίον σου;
– Γιατί, ενώ εμείς οι καπεταναίοι πολεμήσαμε και διώξαμε τους Τούρκους, τα ηνία τα πήραν τυχάρπαστοι και φαύλοι πολιτικοί από τη μια, ανάμεσά τους και Φαναριώτες, και από την άλλη καλαμαράδες, όλοι τους άκαπνοι κι ατσαλάκωτοι. Αυτοί έγιναν τακίμια με τους κοτσαμπάσηδες και τα τζάκια, που τα είχαν καλά με τους κατακτητές και άφησαν στο περιθώριο τους πραγματικούς αγωνιστές. Άλλοι κατάντησαν ζητιάνοι, οι πιο τυχεροί, και άλλοι σύρθηκαν στις φυλακές και στα δικαστήρια με καταδίκες κ.λπ. Αυτή ήταν η «αμοιβή» τους για την προσφορά τους στον Αγώνα! Τελικά, άλλοι πολέμησαν και άλλοι κυβέρνησαν. Και πώς κυβέρνησαν…Δεν θα πω τίποτα άλλο. 

 

Ο Κώστας Καζάκος σαν Οδυσσέας Ανδρούτσος και ο Λάλος Τερζής σαν Γιάννης Γκούρας σε τηλεοπτική παρουσία τους το 1977

      Τα λείψανά του ανακόμισε η σύζυγός του το 1833, ενώ η οριστική ανακομιδή των οστών του στο Α' Νεκροταφείο έγινε μόλις το 1865, καθώς ο Όθων, όσο ήταν βασιλιάς, δεν ήθελε να θίξει τον πιστό του Μαμούρη, έναν από τους δολοφόνους του Ανδρούτσου… Ο Ανδρούτσος προκάλεσε το μίσος, γιατί θεωρούσε πως η απελευθέρωση της Ελλάδας ταυτιζόταν - πέρα από το διώξιμο των Τούρκων - με την κοινωνική απελευθέρωση από τη νέα μορφή δουλείας που εκπορευόταν από τους κοτζαμπάσηδες - που αυτό τελικά έγινε και ισχύει μέχρι σήμερα.    

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\androytsos__4_.jpg     

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Ο-Πρωθυπουργός-Ιωάννης-Κωλέττης-απο-το-Συρράκο-στο-λαιμό-γούνα-αλεπούς-αυθεντική-edited-1.jpg

Ο Κωλέττης σε πίνακα και σε φωτογραφία σαν πρωθυπουργός πιά

      Είναι καιρός, έστω μετά τον αδόκητο χαμό του, να ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση για την προσωπική ζωή του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Μάλλον με πρωτοβουλία του Αλή Πασά λίγο πριν το τέλος του, ο Οδυσσέας είχε εξασφαλίσει έναν καλό γάμο. Παντρεύτηκε την Ελένη Καρέλλη, κόρη εύπορου και ισχυρού προεστού των Καλαρρυτών της Ηπείρου. Απέκτησαν μαζί ένα γιό, που με τη σειρά του πήρε κι αυτός ελληνικό όνομα - κι όχι χριστιανικό που συνηθιζόταν. Τον είπαν Λεωνίδα, μια φανερή επιλογή ονόματος μετά το Χάνι της Γραβιάς, που είχε χαρακτηριστεί σαν Θερμοπύλες της Νέας Ελλάδας. Ο μικρός Λεωνίδας Ανδρούτσος, ορφανός πια στην ηλικία του ενός χρόνου μετά τη δολοφονία του σπουδαίου πατέρα του αλλά αργότερα και του Καποδίστρια, κινδύνευε να χάσει κι αυτός τη ζωή του από τους ανθρώπους του Κωλέττη, που είχε δώσει διαταγή να τον βρουν και να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του τον έκρυβε σε φιλικά σπίτια κα σε σπηλιές για να τον σώσει. Στάλθηκε με την υποστήριξη του Όθωνα  στο Μόναχο, για να μεγαλώσει στο περιβάλλον του πατέρα του βασιλιά Λουδοβίκου Α΄. Όμως εκεί αρρώστησε, όταν ξέσπασε επιδημία χολέρας. 

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\1024px-Grabstein_Leonidas_Androutsos,_Detail,_Alter_Südlicher_Friedhof.jpg

Πέθανε τον Δεκέμβριο του 1836 σε ηλικία δώδεκα χρονών, «στην προεφηβεία του» όπως γράψανε στον τάφο με εντολή κάποιου φιλέλληνα, που προφανώς ήταν ο ίδιος ο βασιλιάς της Βαυαρίας. Στο ταφικό μνημείο του Λεωνίδα Ανδρούτσου χαράχτηκε δίγλωσση επιγραφή του φιλέλληνα ουμανιστή Θείρσιου στα ελληνικά και στα γερμανικά:  «Ειμί θάλος πολυανθές…Τον δ’ ου γεννητήρα, τον εν πολέμοις αδάμαστον, εχθροδαποί πύργον κρήμνισαν εκ μεγάλου. Μήτηρ δε, η Παρνασσού ενί σπηλαίοις μ’ έτικτεν,ενθάδε δωδεκάτη κλαύσεν αποφθίμενον» (Είμαι βλαστάρι ανθηρό…Τον πατέρα μου τον αδάμαστο στους πολέμους, μοχθηροί τον γκρέμισαν από πύργο ψηλό. Η μητέρα μου, που σε μια σπηλιά με γέννησε του Παρνασσού, κλαίει εδώ και τον δωδεκαετή φθαρμένο». 

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\androutsos-mpotsaris-diakos-theofilos-1.jpg

Δύο αγνοί ήρωες του Εικοσιένα, ο Μάρκος Μπότσαρης και ο Αθανάσιος Διάκος χαιρετίζουν ανάμεσά τους έναν κορυφαίο τους, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο (σε λαϊκή εικονογράφηση)  

      Πολύ αργότερα, όταν έγινε η οριστική αποκατάσταση της φήμης του ήρωα του Εικοσιένα στις 25 Φεβρουαρίου του 1873, με διάλεξη του φοιτητή Κωνσταντίνου Παπαμιχαλόπουλου στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός», στο ακροατήριο βρισκόταν και η ηλικιωμένη πλέον σύζυγός του Ελένη Καρέλλη-Ανδρούτσου «στην οποία αναφέρθηκε ο Παπαμιχαλόπουλος» έγραφε ο Μπάμπης Άννινος «δείχνοντάς την. Ολόκληρο το ακροατήριο, στο οποίο βρίσκονταν και πολλοί που δεν την γνώριζαν, σηκώθηκε όρθιο και απένειμε παντοίας ενδείξεις τιμής προς την πρεσβύτιδα». 

      Η καρτερική χήρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου πέθανε σε ηλικία 86 χρονών. Η εφημερίδα «Παλιγγενεσία» έγραψε (23 Ιουνίου 1879): «Η μακαρίτις κατήγετο εξ Ηπείρου. Συνεμερίσθη δε, νέα ούσα, των αγώνων και των παθημάτων του ανδρός αυτής. Μετά τον θάνατον του γενναίου υπερασπιστού της Γραβιάς, έζη αφανής και άσημος εν Αθήναις, αναπολούσα τας ενδόξους ημέρας του παρελθόντος και θλιβομένη πικρότερον δια τούτο, εν τη δυστυχία του παρόντος».      

      Εδώ κλείνω την προσωπική του παρένθεση.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\Androutso 05.JPG

Η προτομή του Ανδρούτσου, έργο του Απάρτη, στο Πεδίο του Άρεως

      Εκτός από δυο προτομές του Ανδρούτσου, τη μία προτομή, έργο του Γεωργίου Μπονάνου το1888, στο μέρος που υπήρχε παλιά το Χάνι της Γραβιάς και την άλλη προτομή, έργο του Θανάση Απάρτη το 1936, που βρίσκεται στο Πεδίο του Άρεως, υπάρχει κι ένας ολόκληρος ανδριάντας που έχει στηθεί στην Πρέβεζα το 1967. Καλά πήγε ο νους σας, ήταν τότε που είχε στηθεί λίγο πιο πριν στην Ελλάδα και η δικτατορία, μιας άλλης Επανάστασης, των συνταγματαρχών. Στη ζοφερή λοιπόν εκείνη εποχή του «αποφασίζομεν και διατάσσομεν», ένας  Πρεβεζάνος στρατηγός που ήταν παλαιότερα ο γενικός αρχηγός του εθνικού στρατού κατά του δημοκρατικού στρατού στον Εμφύλιο, ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, έβγαλε τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου από το τάφο του στο Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας και τα μετέφερε στις 15 Ιουλίου 1967 (με πολεμικό σκάφος και με όλες τις πρέπουσες τιμές είναι αλήθεια) στη γενέτειρα όμως τη δικιά του, στην Πρέβεζα. Η μεταθανάτια αυτή «απαγωγή» του ήρωα του Εικοσιένα για ιδιοτελείς λόγους στην Πρέβεζα, δικαιολογήθηκε γιατί από κει ήταν η μητέρα του κι εκεί είχε ζήσει κάποια χρόνια μαζί της ο μικρός Οδυσσέας. Όπως και να ’χει το πράγμα, τα οστά «ενός αληθινού τέκνου της Πατρίδας» τοποθετήθηκαν μέσα στη μαρμάρινη βάση «ενός ψέματος». Γιατί πάνω από τον αληθινό Ανδρούτσο υψώνεται μέχρι σήμερα ένας ψεύτικος ανδριάντας.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\ΑΓΑΛΜΑ-ΟΔΥΣΣΕΑ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ-ΠΛΑΤΕΙΑ-ΠΡΕΒΕΖΑ.jpg

«Νεοελληνική καφρίλα» το είπανε κάποιοι και δεν μπορώ παρά να το μεταφέρω εδώ, όπως το είπαν. Η φυσιογνωμία του αγάλματος αυτού δεν είναι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος που έχουμε υπ’ όψη μας από τις διάφορες απεικονίσεις του. Όχι μόνο δεν του μοιάζει, αλλά ξέρουν όλοι οι Πρεβεζάνοι ότι στον ανδριάντα στέκεται ο Γεώργιος Καραϊσκάκης! Κι όμως τον αφήνουν έτσι μέχρι σήμερα, χωρίς - μετά τις μέρες της Χούντας - να τον αλλάξουν. Τί συνέβη; Ένα χρόνο πριν την μεταφορά των οστών, ένας γλύπτης είχε δεχτεί παραγγελία από μια άλλη πόλη για τη δημιουργία αγάλματος του Καραϊσκάκη. Το έργο του όμως δεν θα γινόταν δεκτό από τους παραγγελιοδόχους, γιατί παρουσίαζε πρόβλημα στατικότητας. Κι ο γλύπτης τότε, για να το αντιμετωπίσει, του πρόσθεσε ένα υποστύλωμα κάτω από την φουστανέλα, που έμοιαζε με τρίτο πόδι. Αυτό το άγαλμα-έκτρωμα απορρίφθηκε και κατέληξε άδοξα σε μια αποθήκη.

C:\Users\x\Desktop\ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ\ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ-ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ-2022-1.jpg

Άδοξα είπα; Τα σκέπασε όλα η δόξα, αλλά κυρίως η μοίρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου. Όταν ακούστηκε η μεταφορά των οστών του στην Πρέβεζα, εκδηλώθηκε αρπακολαζίδικο ενδιαφέρον για ανδριάντα του Ανδρούτσου. Το αποτυχημένο άγαλμα της αποθήκης, αφού ξεσκονίστηκε και ψαλιδίστηκαν λίγο τα μουστάκια του, για να μη θυμίζουν τον άλλο ήρωα του Εικοσιένα, πήρε το όνομα Οδυσσέας Ανδρούτσος και όδευσε κι αυτό προς την Πρέβεζα, όπου λόγω περίστασης και διαχρονικού ωχαδελφισμού έγινε τελικά δεκτό. Όμως το «τρίτο πόδι» κάτω από την φουστανέλα και ο ψεύτικος Ανδρούτσος (που σε χρόνια μεταπολίτευσης έπρεπε να είχε αντικατασταθεί) δείχνουν με ένα ακόμα παράδειγμα πόσο λάθος αρμενίζουμε σαν χώρα αφού σκοτώσαμε έναν Ανδρούτσο που ζητούσε πραγματική ελευθερία. Ελευθερία που δεν φυλακίζει έναν Κολοκοτρώνη, που δεν τρώει τα λεφτά του Δανείου όπως ο Ορλάνδος και ο Λουριώτης, που δεν διαβάλει, σαν δήθεν τύραννο, έναν Καποδίστρια. Ελευθερία μακρυά από κοτζαμπάσηδες κι από τα φερέφωνά τους όπως ήταν ο Μαυροκορδάτος, ο Κωλέττης, και ο Γκούρας. Μακρυά από την κληρονομιά τους - που είμαστε όλοι εμείς σήμερα, οι τωρινοί ευνοημένοι και οι τωρινοί κατατρεγμένοι.  

     Όσο για τον Οδυσσέα που πέθανε γιατί αγαπούσε πραγματικά την υπόθεση της Ελλάδας, αναλογιζόμενος την αδικία που τον κατέτρεξε στη σύντομη ζωή του και που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα και στον θάνατο, θα πάω νοερά προσκυνητής σε ό,τι απέμεινε απ’ αυτόν και θα παραφράσω, εκεί μπροστά του, στίχους του Σολωμού: «Απ’ τα κόκκαλα βγαλμένη | του Ανδρούτσου τα ιερά, | μια  φωνή μονάχα βγαίνει: | «Κλαίγε, κλαίγε, λευτεριά».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ