Οι δικασταί εις τας Αθήνας

Μαρία Δαμανάκη
Μαρία Δαμανάκη

...Ακριβώς αυτή η αποδοχή είναι που πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι αντιλαμβανόμαστε ως απονομή δικαίου και υπό ποιους όρους πρέπει αυτή να λαμβάνει χώρα.


της Μαρίας Δαμανάκη


 

  Ο μέχρι πρότινος Πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, έκλεισε το διάγγελμα της παραίτησής του, διαβεβαιώνοντας τους πολίτες πως ''υπάρχουν ακόμη δικασταί εις τας Αθήνας''. Η φράση μας γυρίζει 90 περίπου χρόνια πίσω, όταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος στην ιστορική του ομιλία κατά την έναρξη της λειτουργίας του ΣτΕ με τη σημερινή του μορφή, στις 17 Μαΐου 1929, έθετε ως στόχο του ΣτΕ ''..να εμπνεύσωμεν και εις τον τελευταίον πολίτην που κατοικεί εις τα απώτατα του κράτους ότι «υπάρχουν δικασταί εις τας Αθήνας» που προστατεύουν κάθε πολίτην αδικούμενον από οιονδήποτε διοικητικόν όργανον και από την κυβέρνησιν αυτήν χωρίς να έχη ανάγκην ο πολίτης να προσφεύγη εις πλάγια μέσα και εις την υποστήριξιν των ισχυρών της ημέρας δια να εύρη το δίκαιόν του [..]''. Ο τέως Πρόεδρος έχει αναφερθεί και στο παρελθόν στην ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, ως εχέγγυο για τη διατήρηση της εμπιστοσύνης του πολίτη απέναντι στην τρίτη εξουσία, όταν το 2016 αναφορικά με το ζήτημα των τηλεοπτικών αδειών είχε τονίσει : "Εγώ έχω μια ευθύνη να μη χειραγωγούνται οι δικαστές μου προπαραμονή της διασκέψεως, να καθίσουν ήρεμοι σε ένα τραπέζι να πάρουν μια απόφαση".  

 Έκτοτε μεσολάβησε ενάμισης χρόνος, ώσπου, την περασμένη Τετάρτη, απευθύνθηκε δημοσίως ένθεν και ένθεν, τόσο στους πολίτες όσο και στους συναδέλφους του. Στο μεν πρώτο ακροατήριο ευθέως, ενθαρρύνοντας το να έχει πίστη στη Δικαιοσύνη, στο δε δεύτερο εμμέσως, με διακηρυκτική, εμφατική διατύπωση για το πώς η Δικαιοσύνη οφείλει να επιτελεί το έργο της και για τη βεβαιότητά του προς την ορθότητα της κρίσης της. Και, θα συμφωνήσουμε, πως οι πολίτες πρέπει να εμπιστευόμαστε την τρίτη εξουσία,θα προσυπογράψουμε δε ότι οι δικαστές οφείλουν να κάνουν καλά τη δουλειά τους.  

  Πώς όμως εκλαμβάνεται μια τέτοιου είδους ενθάρρυνση κατά το δεύτερό της σκέλος όταν έχει προηγηθεί ένα αντιμνημονιακό διάγγελμα, και μάλιστα μεσούσης της διαδικασίας λήψης απόφασης; Η ‘’καλή υπηρεσία’’ των δικαστών συνδέεται με τη έκδοση αποφάσεων κατόπιν κρίσης αμερόληπτης, απαλλαγμένης από κάθε είδους επιρροή. Ξενίζει λοιπόν το γεγονός μιας τέτοιου είδους παραίνεσης από θεσμικό όργανο κυρίως λόγω του ότι αυτή συνοδεύεται από πολιτική γνώμη για το ‘’προσήκον’’ περιεχόμενό της δικαστικής κρίσης. Σε κάθε περίπτωση κρίσιμο είναι να σταθμίσουμε τι επιφέρει μεγαλύτερο πλήγμα στο κύρος του θεσμού: μια -δεν θα διαφωνήσει κανείς- μη αποδεκτή διαρροή ή η δημόσια πολιτική τοποθέτηση δικαστών ενώ εκκρεμεί η σχετική κρίση (αλλά ακόμη και μετά το πέρας αυτής);  

  Εσωτερικές προσπάθειες παρεμβολής δεν πρέπει να γίνονται δεκτές κατά τον ίδιο τρόπο που πρέπει να θεωρούμε απαράδεκτη την παρέμβαση πολιτικών προσώπων στη Δικαιοσύνη, στο βαθμό που πλήττουν εξίσου τη θεσμική ανεξαρτησία της. Άλλωστε, η αντιμνημονιακή ή μη μνεία στον λόγο του τέως Προέδρου δεν είναι κρίσιμη. Όποιας κατεύθυνσης και να ήταν μια τέτοια δήλωση θα ήταν εξίσου παρεμβατική στον θεσμό, καθώς αυτό που κρίνεται είναι η ενέργεια αυτή καθαυτή, όχι το περιεχόμενό της. Εξάλλου, οι μειοψηφίες στις οποίες γίνεται αναφορά,  διατυπώνονται στο σώμα των αποφάσεων, όχι δημοσίως εν είδει διαγγέλματος με συνυποδηλώσεις ξένες προς τη φύση του συγκεκριμένου λειτουργήματος. Το γεγονός άλλωστε ότι μεγάλο μέρος των αποφάσεων του ΣτΕ είναι γενικότερου ενδιαφέροντος, δεν συνεπάγεται ότι επιτρέπεται να εκφέρονται δημόσια απόψεις δικαστικών λειτουργών με πολιτική υφή.

 

 Αξιοπρόσεκτη είναι όμως και η αποδοχή που είχαν οι δηλώσεις αυτές από μερίδα συμπολιτών μας, ως υπεραμυνόμενες του κοινωνικού κράτους, παραβλέποντας το ασυμβίβαστο του πράγματος προς το νομικό πολιτισμό. Ακριβώς αυτή η αποδοχή είναι που πρέπει να μας κάνει να αναρωτηθούμε τι αντιλαμβανόμαστε ως απονομή δικαίου και υπό ποιους όρους πρέπει αυτή να λαμβάνει χώρα. Και κυρίως, να μας κάνει να κατανοήσουμε ότι τέτοια θεμελιακά ερωτήματα δεν απαντώνται ευκαιριακά, με βάση καλές και κακές πολιτικές, με όρους υπέρ/κατά αλλά με προσφυγή στις συνταγματικές μας αρχές.


Η Μαρία Δαμανάκη είναι Δικηγόρος, MSc

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ