Το πρωτόκολλο της καρδιάς

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

"Πήγαινα στο στόμα του λύκου, στη γιάφκα του κορωνοϊού.  Ενώ περιμένω να γίνω από μέρα σε μέρα γιαγιά, ενώ εργάζομαι, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα κολλήσω εγώ και τα στενά μου πρόσωπα, παρά τα μέτρα που θα λάβαινα"

Της Μαρίας Λιονάκη

 

Δεν το περίμενα με τίποτα το τηλέφωνο αυτό, όταν χτύπησε. Αντιθέτως είχα μεγάλη χαρά, άμα του κουδουνίσματος, ότι η πωλήτρια είχε βρει επιτέλους τη βελουτέ ζακέτα που είχα ζητήσει στο νούμερο μου, στο χρώμα σάπιο μήλο και με έπαιρνε πίσω. Της είχα πει να κοιτάξει καλά στα δοκιμαστήρια, στην αποθήκη, στο άλλο κεντρικό κατάστημα  του Ηρακλείου, στο κεντρικό της Αθήνας και να με πάρει σύντομα πίσω γιατί είχα αγωνία. Το χρώμα σάπιο μήλο ήθελα ανυπερθέτως και εξάπαντος.  Είναι θηλυκό κι όμορφο. Ο,τι πρέπει για την άνοιξη που αργεί μα θα’ ρθει.  Αυτή που άμα δεν τη βρεις, τη φτιάχνεις!  που έγραψε κι ο ποιητής.

Δεν ήταν όμως η πωλήτρια. Προς μεγάλη απογοήτευσή  μου. Το χρώμα σάπιο μήλο προφανώς είχε τελειώσει. Όχι εμένα θα περίμενε! Μόνο ήταν μια άλλη φωνή που σίγουρα έπαιρνε λάθος, που έκλαιγε κι ωρυόταν , πως δεν μπορεί, δεν αντέχει άλλο, το μάταιο τούτο κόσμο. Αχ ψεύτη κι άδικε ντουνιά, άναψες τον καημό μου,  είσαι μικρός και δε χωράς  και δε χωράς, τον αναστε- , τον αναστεναγμό μου. Μόνο να πάω γρήγορα. Ειδικά αυτή τη φράση την επαναλάμβανε, σα ρεφρέν, μετά από κάθε στροφή. Με λεωφορείο ή  αεροπλάνο, αν γινόταν. Ας έστελνε κι ο Μητσοτάκης το προσωπικό του ελικόπτερο, τι θα πάθαινε; (αυτό υπονοήθηκε)  Μόνο να τρέξω, γιατί προλαβαίνω δεν προλαβαίνω.  Καθώς η αδερφή μου κάτι σωληνάκια προσπαθούσε να συνδέσει, κάτι μηχανήματα να βάλει μπρος, κάποιους διακόπτες γύριζε και δυσκολευόταν (έχει κι αυτή η τεχνολογία κάνει άλματα)  και τη βασάνιζε! επέμενε με αναφιλητά.  Έγινε η αδερφή μου αεροναυπηγός; Πότε;

- Τι έπαθες μαμά; (Είδα κι έπαθα να τη γνωρίσω εν τέλει από τη βραχνάδα και το κλάμα. Απογοητευμένη που δεν ήταν η πωλήτρια). Τι σου κάνουν; Ησύχασε, θα έρθω!  μόνο πες μου. Πιο αργά μίλα, μην κλαις χριστιανή μου. ( Ειδικά για το τελευταίο  αμφιβάλλω,  τόσα που μας αξώνει. Τέλος πάντων.) Μέχρι να καταλάβω τα καθέκαστα είχα χλομιάσει. Τα σωληνάκια δεν ήταν  να συνδεθούν στο κοκπιτ του αεροπλάνου, στο θάλαμο διακυβέρνησης. Ήταν προορισμένα για τη ρίνα της κυρα Ξανθίππης. Η ρις της ρινός , θυμάστε;   Ε… ο,τι φασαρία είχαν τα τριτόκλιτα να κλιθούν, όσο ήμασταν μαθητές, τόση φασαρία ήταν να συνδεθούν τα σωληνάκια στη ρίνα της κυρα Ξανθίππης.  Σιγά μην καθόταν. Τα μάλα φώναζε. Δε διακυβερνιόταν με τίποτα. «Αυτή!» να τα βάλει έλεγε, αυτή! δείχνοντας με το χέρι, το δάχτυλο προτεταμένο την αδερφή. Που δεν της άξιζε τέτοια αντιμετώπιση, καθώς της έχει σταθεί τόσα χρόνια βράχος!

Στο λεωφορείο για Χανιά λίγο μετά. Αφού για λίγες στιγμές μετρήθηκε ο αντίχτυπος. Ναι! πήγαινα στο στόμα του λύκου, στη γιάφκα του κορωνοϊού.  Ενώ περιμένω να γίνω από μέρα σε μέρα γιαγιά, ενώ εργάζομαι, ενώ είναι σχεδόν βέβαιο πως θα κολλήσω εγώ και τα στενά μου πρόσωπα, παρά τα μέτρα που θα λάβαινα. Ναι το πρωτόκολλο του ιού που έχουμε όλοι εμπεδώσει  καλά,  με καμπάνιες, προειδοποιήσεις, συστάσεις,  έλεγε πως έπρεπε να κάτσω στα αβγά μου, να τους αφήσω να τα βγάλουν μόνοι τους πέρα, όπως να ‘ναι.  Δεν ήταν συνετό να πάω. Μα το πρωτόκολλο της ανθρωπιάς, της καρδιά μου έλεγε άλλα.  Εγώ αυτό άκουσα.   Με το πιο ωραίο δειλινό του κόσμου στο τζάμι ως ενθάρρυνση , ενώ το λεωφορείο κάλπαζε ρυθμικά για τα Χανιά. Είναι παρατηρημένο πως στις δύσκολες στιγμές, που είναι δικές σου όλες οι δύσκολες στιγμές, η φύση κάνει τα πιο ωραία νάζια για να σε εμψυχώσει. Να σου πει: «εδώ είμαι εγώ, μόνο μη μασάς!»

Ένας ήλιος αντανακλούσε στο τζάμι,  μα ένας ήλιος…  Ζωγραφιά, πίνακας, απαύγασμα τέχνης. Βουτούσε στη θάλασσα κι αυτή η μπαμπέσα άστραφτε.  Σα γατούλα στα χάδια λικνιζόταν, συντροφεύοντας με την κίνησή της την κίνηση των τροχών, τη  σκέψη μου, την επεξεργασία δεδομένων, συνθηκών. Η κυρα Ξανθίππη, ετών ογδόντα επτά,  νοσούσε από κορωνοιό. Αν και ήταν εμβολιασμένη και με τις τρεις δόσεις.  Η «παραδουλεύτρα» της, όπως την αποκαλεί, την κόλλησε. Στο νοσοκομείο δεν την κράτησαν  (τη μαμά). Είχε προς το παρόν καλό οξυγόνο, εξάλλου που να αντέξουν κι αυτοί τόσες νοσηλείες, που να συνεργαστεί κι αυτή.  Να πίνει νερά της είπαν και την έδιωξαν. Έτσι έγινε νοσοκομείο το σπίτι.  Με οξυγόνο, συσκευή για εισπνοές (εξού και  τα σωληνάκια), οξύμετρο, μια τσάντα φάρμακα και αντιικά  φάρμακα που θα έρχονταν με κούριερ.

Νυχτερινή ώρα  στα Χανιά. Η εκτίμηση της κατάστασης είναι σχετικά καλή. Ναι μεν ο ιος πολιορκεί τις αντοχές της, φέρνοντας αδυναμία, ανορεξία, αλλά είναι κάστρο  η κυρα Ξανθίππη. Έχει καλό χρώμα,  καλό οξυγόνο, με τη συσκευή φυσικά, έχει και  ινάτι. Μπόλικο από δαύτο. Ξέρει τώρα πια μετά την ειρηνευτική παρέμβαση της άλλης κόρης ,  το  λεκτικό χαϊδολόγημα ότι τα σωληνάκια είναι θέσφατο, μα μόλις  δει την κόρη της να κλείνει λίγο τα βλέφαρα, ενώ η νυξ της νυκτός ,  υγιής προχωράει,  τα βγάζει και γνωρίζοντας πως κάνει κάτι  κακό αμέσως την επόμενη στιγμή, φοβάται και  φωνάζει… «Μαρία…Καίτη...» Και τις δυο κόρες της μαζί, συγχορδία.   Όσες φορές το  βαριανάσεμα της συσκευής οξυγόνου, που σε κάνει να εκτιμάς τη ζωή διαφορετικά , τόσες φορές τα σεβάσμια ηλικιωμένα δάχτυλα που μας μεγάλωσαν κάποτε με στερήσεις και δυσκολίες , τραβούν με ιδιότροπη γεροντική  επιμονή τα σωλωνάκια…Μόλις δει την κόρη να πάει να κοιμηθεί. Κι αμέσως μετά φωνάζει… «Είσαι εσύ μιαα,  μαμά..»  σκέφτομαι και γελάω. Πικρά, μα γελάω. Ενώ δυναμώνω το καλοριφέρ και σκεπάζομαι την κόκκινη κουβέρτα στην πολυθρονίτσα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ