2500 χρόνια από το αρχαίο μας Όχι

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

του ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΑΠΙΤΖΑΚΗ

Η Μάχη των Πλαταιών δεν θεωρείται θρυλική όπως οι άλλες στον Μαραθώνα, στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα. Είναι όμως αυτή που έδιωξε για πάντα τους Πέρσες από την Ελλάδα. Αυτό το ιστορικό μεγάλο γεγονός έγινε το 479 πριν από τη βίαιη αναχρονολόγησή μας, δηλαδή ακριβώς 2500 χρόνια από το τωρινό μας 2021.  

      Λέμε «η Ιστορία επαναλαμβάνεται» κι όπως στα χρόνια μας, στο Όχι του 1940, οι Έλληνες από την άμυνα πέρασαν στην επίθεση, έτσι έγινε τότε και στο αρχαίο Όχι. Στην επαύριο της Μάχης στις Πλαταιές, πιο πέρα, στη Μυκάλη της Μικράς Ασίας, σε περσικό πιά έδαφος, θ’ αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση των συγκρούσεών μας μαζί τους, μέχρι τις τελειωτικές γι’ αυτούς μέρες του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Οι Πλαταιές και η Μυκάλη ήτανε οι τελευταίες μάχες των δύο αλλεπάλληλων περσικών εισβολών στην Ελλάδα. Για να τις θυμηθούμε, η πρώτη είχε γίνει με τον Δαρείο στο Μαραθώνα και η δεύτερη, δέκα χρόνια αργότερα, με τον γιο του τον Ξέρξη σε όλα τα άλλα μέτωπα. Παντού πάντα είμασταν λιγότεροι, αλλά αυτή η πραγματικότητα δεν εμπόδισε τις επινοήσεις του νου και την επαναλαμβανόμενη διαπίστωση της υπεροχής του οπλίτη.

      Ο Παυσανίας δεν ήταν βασιλιάς της Σπάρτης σαν τον Λεωνίδα, αλλά στρατηγός της. Και με αυτό το αξίωμα έγινε ο επικεφαλής όλου του ενωμένου στρατού των Ελλήνων στη Μάχη των Πλαταιών. Ήταν ο πρώτος που ακούστηκε στις σελίδες της Παγκόσμιας Ιστορίας με αυτό το όνομα. Ακολούθησαν οι άλλοι δυο Παυσανίες, ο δολοφόνος του Φιλίππου της Μακεδονίας και ο γνωστός περιηγητής.

      Οι Έλληνες μετά τη Μάχη αφιέρωσαν στο ιερό του Απόλλωνα στους Δελφούς το ένα δέκατο των περσικών λαφύρων. Απ’ αυτά κατασκευάστηκε ο χρυσός τρίποδας που βρισκόταν επάνω σε τρικάρινο όφι, σε τρικέφαλο φίδι από χαλκό. Το πελώριο μεταλλικό σύμπλεγμα συμβόλισε τη συμμετοχή των ελληνικών πόλεων-κρατών στις Πλαταιές. Η Στήλη των Όφεων, όπως ειπώθηκε στα αρχαία ελληνικά, μεταφέρθηκε αργότερα από τους Ρωμαίους στο Βυζάντιο για να στολίσει εκεί τον ιππόδρομο της νέας πόλης του Κωνσταντίνου, όπου το βρήκαν οι εισβολείς Φράγκοι της Τέταρτης Σταυροφορίας - που κατέβασαν και έλιωσαν τον χρυσό τρίποδα της κορυφής του. Το υπόλοιπο το έχουν σήμερα «μνημείο τους» οι Τούρκοι στον ανοιχτό χώρο που οδηγεί στον ναό ή στο μουσείο ή στο τζαμί της Αγίας Σοφίας. Η Ιστορία των Λαφύρων έχει τη δικιά της ιστορία.

      Ο τριανταπεντάχρονος Ξέρξης, που το όνομά του είναι ελληνική παραφθορά του αρχαίου περσικού Χσαγιαρσά που σήμαινε «Κυρίαρχος Ηρώων»(θα τον βρούμε και με το όνομα Ασουήρος στο κεφάλαιο Εσθήρ της εβραϊκής Βίβλου), μετά τα ναυάγια των σχεδίων του στα νερά της Σαλαμίνας είχε επιστρέψει, πριν ένα χρόνο, πίσω στην Ασία με το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του. Οι Πέρσες όμως συνέχιζαν τις εχθροπραξίες τους στην Ελλάδα. Επικεφαλής τους τώρα είχαν τον στρατηγό Μαρδόνιο, τον ξάδελφο - αλλά και γαμπρό - του Ξέρξη.

      Μετά την ναυμαχία, στο συνέδριο των ξένων αξιωματούχων που είχε γίνει, ο Ξέρξης απευθύνθηκε στην Αρτεμισία της Καρίας, που ήταν η μόνη που τον είχε συμβουλέψει να μην επιτεθεί στους Έλληνες στην Σαλαμίνα. Ο Ξέρξης της είπε ότι ο Μαρδόνιος τού είχε προτείνει να μείνει εκείνος και να επιτεθεί στην Πελοπόννησο ή να τον αφήσει να διαλέξει 300.000 άνδρες και να καταλάβει την Ελλάδα για τον βασιλιά. Και η Αρτεμισία του είχε απαντήσει, δίνοντας τα πιο κάτω επιχειρήματα:

      «Βασιλιά μου, είναι δύσκολο να σε συμβουλεύσω τί είναι καλύτερο για σένα. Πιστεύω ότι πρέπει να πάρεις τον στρατό και να επιστρέψεις πίσω, και ο Μαρδόνιος να μείνει εδώ με τις δυνάμεις που θέλει. Αν ο Μαρδόνιος πετύχει αυτό που λέει ότι μπορεί να κάνει, τότε η νίκη θα θεωρείται δική σου. Αν όμως ο Μαρδόνιος αποτύχει, δεν θα είναι μεγάλη συμφορά, καθώς Εσύ και ο Οίκος σου θα επιζήσετε. Αν Εσύ και ο Οίκος σου επιζήσουν, οι Έλληνες θα πρέπει να δώσουν πολλούς αγώνες για να επιβιώσουν. Δεν θα γίνει κανένας λόγος εάν ο Μαρδόνιος υποστεί λίγα πάθη, καθώς οι Έλληνες δεν θα πετύχουν πραγματική νίκη αν νικήσουν τον δούλο Σου - ενώ Εσύ, θα επιστρέψεις έχοντας κάψει την Αθήνα, το αντικείμενο της εκστρατείας Σου».

      Αυτή την φορά, ο Ξέρξης υπάκουσε στην συμβουλή της Αρτεμισίας, και την έστειλε μαζί με τα παιδιά του στην Έφεσο, καθώς είχε πάρει μαζί του, στην εκστρατεία, τους νόθους γιούς του.

      Με αυτές τις κουβέντες των εχθρών φαίνεται καθαρά γιατί είναι σπουδαία η Μάχη των Πλαταιών. Ο Μαραθώνας, οι Θερμοπύλες, η Σαλαμίνα - παρά την αίγλη τους - δεν ήταν παρά προσπάθειες των Ελλήνων και τίποτα δεν είχε τελειώσει.

      Ο Μαρδόνιος κατέστρεψε κι άλλο την Αθήνα όταν έμαθε για τη βοήθεια της Σπάρτης. Και ύστερα υποχώρησε στη Θήβα και στρατοπέδευσε στη βόρεια ακτή του Ασωπού ποταμού. Οι Αθηναίοι έστειλαν εκεί οκτώ χιλιάδες οπλίτες συν εξακόσιους εξόριστους από τις Πλαταιές - και οι Έλληνες στρατοπέδευσαν απέναντι από τους Πέρσες. Θυμίζουμε εδώ ότι και στη Μάχη του Μαραθώνα, πριν ένδεκα χρόνια, οι δυο αυτές πόλεις μόνο πολεμήσανε με τις ίδιες σχεδόν αναλογίες πολεμιστών τους, εννιά χιλιάδες οι Αθηναίοι και χίλιοι οι Πλαταιείς. Ο Μαρδόνιος επιτέθηκε με το ιππικό, που, αν και είχε αρχικά επιτυχία, αναγκάστηκε να υποχωρήσει λόγω του θανάτου του Μασίστιου, του αρχηγού των ιππέων. Ο Μασίστιος ήταν ένας πανύψηλος άνδρας και είχε ανάλογη τεράστια δημοφιλία και συγγενική σχέση με τον Μαρδόνιο.

Μετά την περιστασιακή νίκη τους, οι Έλληνες έφθασαν κοντά στο στρατόπεδο των Περσών, ενώ ο Μαρδόνιος παρέταξε τους άνδρες του στον Ασωπό. Όμως και οι δυό πλευρές αποφάσισαν να μην επιτεθούν η μια στην άλλη, γιατί, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, είχανε λάβει κακούς οιωνούς.

      Μετά από οκτώ μέρες, ο ελληνικός στρατός άρχισε να λαμβάνει ενισχύσεις. Ο Μαρδόνιος, τότε, επιτέθηκε στο βουνό του Κιθαιρώνα και αργότερα στην πηγή των Γαργαπαθείων. Επειδή αυτές οι δυό επιθέσεις άφησαν τους Έλληνες χωρίς νερό και χωρίς εφόδια, οι Έλληνες υποχώρησαν τη νύχτα στις Πλαταιές, με σκοπό να ικανοποιήσουν τουλάχιστον τις ανάγκες τους σε νερό. Παρόλα αυτά, η υποχώρηση πήγε στραβά, καθώς το κέντρο των Ελλήνων ήταν διάσπαρτο στις Πλαταιές, ενώ οι Αθηναίοι, οι Τεγεάτες και οι Σπαρτιάτες δεν είχαν ακόμα υποχωρήσει. Το γεγονός αυτό έκανε τον Πέρση στρατηγό να πιστέψει ότι η νίκη ήταν δική του, γι’ αυτό και διέταξε καταδίωξη.

Καθώς οι Σπαρτιάτες αντιμετώπιζαν προβλήματα λόγω της επίθεσης του περσικού ιππικού, ο Παυσανίας έστειλε ιππέα για να ζητήσει τη βοήθεια των Αθηναίων. Οι Πέρσες άρχισαν να ρίχνουν βέλη κατά των Ελλήνων, αλλά ο Παυσανίας αρνήθηκε να επιτεθεί, λέγοντας ότι δεν είχε λάβει καλούς οιωνούς. Παρ’ ολ’ αυτά, οι Τεγεάτες επιτέθηκαν, κάτι που αποφάσισε αργότερα και ο Παυσανίας, αφού έλαβε τελικά καλούς οιωνούς.

      Οι Πέρσες έκαναν φράγμα με τις ασπίδες τους - για να αμυνθούν χρησιμοποιούσαν μεγάλη ασπίδα και κοντή λόγχη, ενώ οι Έλληνες φορούσαν πανοπλία από ορείχαλκο, έχοντας μπρούτζινη ασπίδα και μακρύ δόρυ, όπως και στον Μαραθώνα. Η μάχη ήταν σκληρή, αλλά οι Έλληνες συνέχιζαν να σπάνε τις περσικές γραμμές. Οι Πέρσες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να σπάσουν τα δόρατα των Ελλήνων, μόνο που εκείνοι μπορούσαν να πολεμήσουν και με τα ξίφη τους.

Ο Μαρδόνιος βρισκόταν στο πεδίο της μάχης, περικυκλωμένος από τους χίλιους σωματοφύλακες του, αλλά ο Αείμνηστος (όνομα και πράγμα!) από τη Σπάρτη τον πέτυχε στο κεφάλι - ίσως με πέτρα - και τον σκότωσε. Έτσι, έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο Μαρδόνιος, που το όνομά του το είχαμε πρωτακούσει στην φράση «Παπαί, Μαρδόνιε» όταν ο Πέρσης βασιλιάς του έλεγε παραξενεμένος «Αλλοίμονο, Μαρδόνιε, με ποιούς ήρθαμε να πολεμήσουμε, που αυτοί αγωνίζονται μόνο για ένα στεφάνι (αγριελιάς ή δάφνης, δεν θυμάμαι), καθώς και πάλι το όνομά του που αναφερόταν το 492, δύο χρόνια πριν τη Μάχη του Μαραθώνα, όταν οι Πέρσες με αρχηγό τον Μαρδόνιο, είχαν ανακαταλάβει την Θράκη και είχαν αναγκάσει τους Μακεδόνες να συμμαχήσουν μαζί τους. Τώρα, με τον στρατηγό τους νεκρό, οι Πέρσες άρχισαν να υποχωρούν, ενώ η σωματοφυλακή του Μαρδόνιου εκμηδενίστηκε. Ο Αιγινήτης Λάμπων, βλέποντας τον Μαρδόνιο να πέφτει και ξέροντας ότι ο Ξέρξης είχε αποκεφαλίσει το πτώμα του βασιλιά της Σπάρτης Λεωνίδα μετά τη Μάχη των Θερμοπυλών, φώναξε στον Παυσανία: «Νά η ευκαιρία να εκδικηθείς για τον αποκεφαλισμό του Λεωνίδα!» εννοώντας να αποκεφαλίσει το πτώμα του Μαρδόνιου. Κι ο Παυσανίας του απάντησε: «Λάμπωνα, αυτές τις πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι κι όχι οι Έλληνες». Αρκετοί Πέρσες σώθηκαν (περίπου 40.000 άνδρες), καθώς βρίσκονταν υπό τη διοίκηση του Αρτάβαζου, που αρνήθηκε να επιτεθεί στους Έλληνες – και όταν ξεκίνησε η πανωλεθρία των Περσών, οδήγησε τον στρατό του στη Θεσσαλία. Στην άλλη πλευρά του πεδίου της μάχης, οι Αθηναίοι νίκησαν τους Θηβαίους, που, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ήταν οι μόνοι από τους Έλληνες συμμάχους των Περσών που πολέμησαν με πείσμα. Οι Θηβαίοι, για να μην υποστούν περισσότερες απώλειες, πήραν διαφορετικό δρόμο απ’ ότι οι Πέρσες. Οι Έλληνες επιτέθηκαν στο στρατόπεδο των Περσών και τους εξόντωσαν όλους.

Σύμφωνα λοιπόν με τον Ηρόδοτο, 43.000 Πέρσες κατάφεραν να επιζήσουν (οι 40.000 του Αρτάβαζου, συν 3.000 που γλίτωσαν από τη σφαγή), ενώ στη Μάχη των Πλαταιών σκοτώθηκαν 257.000 άνδρες, 159 από τους οποίους ήταν Έλληνες (Σπαρτιάτες, Τεγεάτες και Αθηναίοι).

      Το «Μηδένα προ του τέλους μακάριζε» του σοφού Σόλωνα ταίριαξε, εννιά χρόνια αργότερα από τη Μάχη που τον ανέδειξε, και στον Παυσανία. Στις Πλαταιές απέδειξε πόσο μεγάλη ήταν η υπομονή του και πόσο συνετή η στρατηγική του. Νίκησε τους Πέρσες και τους ανάγκασε να τραπούν σε φυγή. Μετά τις Πλαταιές, οι Έφοροι της Σπάρτης του ανέθεσαν να ξεκινήσει με πέντε τριήρεις από την Ερμιόνη και να οδηγήσει σε επανάσταση εναντίον των Περσών τις ελληνικές πόλεις στην Κύπρο και ύστερα στον Ελλήσποντο. Στον Ελλήσποντο κατέλαβε την πόλη Βυζάντιο και ελευθέρωσε ευγενείς Πέρσες, που τους απέδωσε πίσω στον Ξέρξη. Στη συνέχεια όμως ο Σπαρτιάτης στρατηγός, σύμφωνα με κάποιες κατηγορίες, αλληλογράφησε με τον Πέρση μονάρχη και του υποσχέθηκε πως θα τον βοηθήσει να υποτάξει τους Έλληνες. Ο Παυσανίας άρχισε να υιοθετεί τον ανατολίτικο τρόπο ζωής και αυτό κίνησε τις υποψίες των Εφόρων, που τις επιβεβαίωσαν οι μαρτυρίες ειλώτων ότι ο στρατηγός αλληλογραφεί με τον Ξέρξη.

      Οι Έφοροι ανακάλεσαν τον Παυσανία από το Βυζάντιο πίσω στη Σπάρτη. Εκεί δικάστηκε αλλά αθωώθηκε, καθώς δεν υπήρχαν ισχυρές αποδείξεις εναντίον του. Οι συμπατριώτες του όμως δεν μπορούσαν να πεισθούν για την αθωότητά του και αποφάσισαν να τον εκτελέσουν. Ο στρατηγός βρήκε καταφύγιο στον ναό της Αθηνάς ως ικέτης. Σύμφωνα με τα ήθη των αρχαίων Ελλήνων, απαγορευόταν ο φόνος ικέτη. Έτσι οι Έφοροι έδωσαν διαταγή να χτιστεί η είσοδος του ναού, μέχρι να λιμοκτονήσει ο Παυσανίας. Έτσι, ο ένδοξος στρατηγός πέθανε εκεί μέσα από ασιτία το 470. Πολλοί ερευνητές μέχρι σήμερα προσπαθούν να καταλάβουν τους λόγους μεταστροφής του Παυσανία, αν όντως πρόδωσε τη Σπάρτη. Αρκετοί πιστεύουν ότι όλες οι κατηγορίες ενισχύθηκαν από τους πολιτικούς του αντιπάλους, που δεν τους άρεσε η άνοδός του στην εξουσία και η δύναμη που είχε αποκτήσει.

      Δυο μαχητές, ένας Σπαρτιάτης και ένας Αθηναίος, ξεχώρισαν από όλους τους άλλους στις Πλαταιές: Ο Αριστόδημος - ήταν ο μόνος Σπαρτιάτης που είχε επιζήσει από τους 300 στις Θερμοπύλες. Ο Λεωνίδας τον είχε στείλει μαζί μ’ έναν άλλον, τον Εύρυτο, και τους είλωτές τους, σε κάποιον λόφο στα μετόπισθεν, να τους φροντίσουν γιατί είχαν πάθει προσωρινή τύφλωση των ματιών, με την εντολή να γίνουν καλά και να επιστρέψουν. Ωστόσο, «με τα μάτια των ειλώτων» οι δύο τυφλωμένοι Σπαρτιάτες πληροφορήθηκαν την περικύκλωση των δικών τους από την προδοσία του Εφιάλτη. Ο Αριστόδημος τότε έμεινε εκεί που ήταν, επικαλούμενος την αδυναμία της όρασής του, ενώ ο Εύρυτος επέλεξε να πάει πίσω στις Θερμοπύλες, καθώς ζήτησε να οδηγηθεί από τον είλωτά του στη μάχη και φυσικά να σκοτωθεί από τους πρώτους. Γι’ αυτό ο Αριστόδημος θεωρήθηκε δειλός από τους Σπαρτιάτες, αλλά στη Μάχη των Πλαταιών σκότωσε πολλούς Πέρσες και νομίζω σκοτώθηκε κι ο ίδιος. Παρ’ ολ’ αυτά, δεν τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του - καθώς δεν τήρησε στη σπαρτιατική πειθαρχία στις Θερμοπύλες.

      Ο Αθηναίος - δεν θυμάμαι τώρα το όνομά του, αλλά αυτός επέζησε - ξεχώρισε ανάμεσα στους δικούς του στη Μάχη των Πλαταιών, γιατί είχε την φαεινή ιδέα να κουβαλάει μια άγκυρα! Και να τη ρίχνει εκεί που πολεμούσε, για να τον εμποδίζει να οπισθοχωρεί εύκολα!

Αυτά είχα να πω για το αρχαίο Όχι. Και, για επίλογό τους, επιλέγω ένα ποίημα που το είχα γράψει παλιά για τις Πλαταιές, έχοντας κι εγώ την φαεινή ιδέα να ξετυλίξω μέσα του την παράταξη των αντιπάλων της Μάχης, ποιός τότε αντιμετώπισε ποιόν:

    

Στην αρχή

η Ελλάδα

σήμαινε φως και γυμνά τοπία,

γυναίκες και άφθονο κρασί.

Τώρα -

Γιοί της Σπάρτης και της Τεγέας,

πού ’ναι οι Πέρσες;

Κορίνθιοι, Σικυώνιοι, άντρες

της Ποτείδαιας και του Ορχομενού,

πού είναι οι αλαζόνες Μήδοι;

Επιδαύριοι, Λεπρεάτες, Τροιζήνιοι,

Φλιάσιοι, πού πήγανε οι Βάκτριοι;

Παιδιά του ήλιου των Ερμιονέων,

των Ερετριέων, των Στυρέων

και των Χαλκιδέων, γιατί κάηκαν

οικτρά τα άνθη των Ινδών;

Γόνοι του Αμβρακικού,

των Ανακτορίων, της Λευκάδας και της Αίγινας,

τί κάνατε τους άμοιρους Σάκες;

Και σεις Αθηναίοι, Πλαταιείς και Μεγαρίτες,

πού είναι οι μηδίσαντες Έλληνες

από την Θήβα, την Θεσσαλία και την Θράκη;

Πού στάθηκαν ο σπουδαίος Μαρδόνιος

και ο Μασίστιος, ο γενναίος των εχθρών ιππέων,

μπρος στις υπώρειες του Κιθαιρώνα;

Ά, όλα γίναν ένα με το τοπίο,

ένα με τη φυγή,

ένα με το αίμα και το σκοτεινό θάνατο,

ένα μ’ αυτά

που σήμανε γι’  αυτούς

η Ελλάδα.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ