Αυτό το φθινόπωρο έζησες πατέρα...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Λένε πως οι άνθρωποι που χάσαμε ζουν, όσο μιλάμε γι’ αυτούς, όσο τους θυμόμαστε.

της Μαρίας Λιονάκη

Στο τρένο του χρόνου άνθρωποι έχουν επιβιβαστεί.  Το φθινόπωρο  μηχανοδηγός έχει αναλάβει να τους περάσει  ομαλά, ανώδυνα, με ασφάλεια, απ’ το καλοκαίρι στο χειμώνα .   Απ’ το θέλω στο πρέπει.  Απ’ την ξεγνοιασιά στις έγνοιες. Απ’ τις διακοπές στη νέα δημιουργική εποχή.  Φθινοπωρινός καιρός  ενδιάμεσος. Ούτε  χειμώνας, ούτε καλοκαίρι.  Ούτε λιοπύρι, κάψα,  ήλιος,  ηλιάτορας του Ελύτη, ούτε να βρέχει να κουφοβροντά να ρίχνει κουκοσάλι και ξεπαπούτσωτη να `ρθεις στην εδική μου αγκάλη. Καιρός βοσκαρουδάκι αμούστακο του Γιάννη Χαρούλη, που δεν γιορτάζει γεννητούρια, μα ούτε και κοντεύει  να βραδιάσει, να κόψει το νήμα  σε αγώνα δρόμου, ζωής  είναι έτοιμος.  Καιρός  που δεν ενδίδει, μόνο φλερτάρει.  Που είναι λίγο αναποφάσιστος, που δεν ξέρει ακριβώς τι θέλει, πού  χωράει.  Καιρός σαν δέσμη από τριαντάφυλλα του Κώστα Καρυωτάκη  με κάποια χρυσή, λεπτότατη στους δρόμους ευωδιά. Και στην καρδιά αιφνίδια καλοσύνη.

Αν ήταν καφές θα ήταν μέτριος. Ούτε σκέτος, πικρός  σαν τα βάσανα, τα φαρμάκια   τα δικά μας,  των Μοιραίων  της υπόγειας ταβέρνας του Βάρναλη,  αλλά  ούτε και  γλυκός, σερμπέτι, λουκούμι νησιώτικο, μηλόπιτα   με μπόλικη άχνη.  Ούτε ψηλή  και άχαρη  νύφη, ιδιότροπης,   ανικανοποίητης πεθεράς, μα ούτε και όμορφη, μα κοντούλα βρε γειτόνισσα.   Ούτε  γάμος  γλυκύς βραστός, λουκούμι,  μέλι με καρύδια, βίος ανθόσπαρτος, μα ούτε και  χειμωνιάτικο τοπίο  που απειλεί σε καιρικό φαινόμενο « Ξενοφώντας»  να εξελιχθεί. Αν ήταν γέλιο δε θα ήταν το πλατύ που βγαίνει απ’ τη ρίζα της καρδιάς, θεριεύει, ανθίζει, βγάζει φύλλα, κλωνάρια  και καρπούς,  φωτίζει, αγκαλιάζει  όλη την  πλάση,  αλλά ούτε και  το σφιγμένο, δειλό,  που  ντρέπεται, δεν τολμά να φανερωθεί, να διαπραγματευτεί τις επιθυμίες του, να  δραπετεύσει απ’ τη φυλακή  της λογικής.  Δε θα ήταν  άσπρο, ούτε μαύρο, αλλά γκρι.  Ούτε αλήθεια, ούτε ψέμα, μα σιωπή.

Σιωπηλά συνεννοούνται,  με τα μάτια επικοινωνούν τα χελιδόνια,  σε κλαδιά δέντρων, στα σύρματα της ΔΕΗ σταθμευμένα. Ετοιμάζουν ταξίδι μοναχά για πάρτη τους, στα μεγάλα νησιά  του μυαλού  και του χάρτη τους. Έχουν ξεδιπλώσει χάρτες, ανεμολόγια, βιβλία για πλανήτες, χώρες,  άστρα και αστερισμούς,  ταξιδιωτικά έντυπα,  γυαλίζουν τις πυξίδες και τα φτερά τους.  Ετοιμάζονται να αποδημήσουν, την άνοιξη θα ξανάρθουν. Την άνοιξη θα ξαναφέρουν. Μα και τα φύλλα στα δέντρα το δικό τους ταξίδι σχεδιάζουν, να αποδημήσουν ετοιμάζονται.  Κάποτε ήταν όνειρα, προσδοκίες κι ευχές. Σπόροι που φύτρωσαν στο δέντρο του έρωτα, που ποτίστηκαν με το νερό της πεθυμιάς.  Κατοικούσαν σε ψυχές  καινουργιοβαμμένες,  σεργιάνιζαν σε βλέμματα ανθισμένα.  Μα άλλαξε η εποχή, ο καιρός, μεγάλωσαν,  ωρίμασαν, προδόθηκαν, διαψεύστηκαν, κάηκαν απ’ τους ήλιους των λέξεων,  μαράθηκαν. Τώρα κίτρινα, καφέ, πορτοκαλί στη γη της λησμονιάς θα πέσουν,  στης Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση  θα πάνε,  στη λήθη του Λορέντζου Μαβίλη θα βρουν λιμάνι.  Νανουρισμένα απ’ τη θάλασσα που αναμετριέται με τη δική της μοναξιά, με τα δικά της ανεκπλήρωτα  αυτή την εποχή. Που πασχίζει να καταπιεί τις άγκυρες, να λύσει των κάβων τα δεμένα σχοινιά.

«Δεμένα παραμένουν  τα πλοία στα λιμάνια. Θυελλώδεις ανέμους που φτάνουν τα 10 μποφόρ, πτώση της θερμοκρασίας και... χιόνια έφερε το κύμα κακοκαιρίας «Ξενοφών» που σαρώνει μεγάλο μέρος της χώρας.»  πληροφορεί   η είδηση  που πρωταγωνιστεί εδώ και μέρες,  που  σχολιάζεται πολύ και ποικιλοτρόπως, σοβαρά, αστεία, κριτικά, που φέρει, σύμφωνα με  τη μόδα της εποχής  το παράξενο, αρχαίο  όνομα Ξενοφών. Που έχει σαρώσει το μυαλό, την ψυχή σου, τη μνήμη σου που ποτέ δεν έγινε λήθη.  Για τον δικό σου Ξενοφών, τον Ξενοφών Κουρκουτάκη, τον πατέρα, που δε ζει πια…

 Ο Ξενοφών Κουρκουτάκης, ο Ξενοφώς –όπως ήταν γνωστός- ήταν ένας απλός άνθρωπος. Απ’ τους πιο παλιούς τσαγκάρηδες των Χανίων, με μαγαζί για πάνω από  πενήντα χρόνια  στα Στιβανάδικα,   ήταν περιζήτητος γιατί με μαεστρία και φροντίδα έφτιαχνε μπότες,  τα κρητικά στιβάνια, σανδάλια που ξεκούραζαν τα πόδια και βόλευαν, όποιον τα προτιμούσε.

Το μαγαζί του ήταν το παραδοσιακό τσαγκαράδικο με τον πάγκο, τη φαλτσέτα, τα καρφάκια, τη βελόνα και την οργιά, τα καλαπόδια, τα φόντια, τα ξύλινα κρεμαστάρια  των παπουτσιών, τη λεκάνη που μαλάκωνε το δέρμα. Η μυρωδιά της βακέτας είναι συνδεδεμένη με τα παιδικά μας χρόνια στο μαγαζί αυτό, όπου ο πατέρας μας ήταν οικοδεσπότης και άρχοντας. Με την άσπρη ποδιά και το γελαστό πρόσωπο, με την καλή διάθεση και τον καλό του λόγο.

Οι ντόπιοι περνούσαν για χαιρετισμό και κουβέντα, οι τουρίστες φωτογραφίζονταν μαζί του, βλέποντας σ’ αυτόν την παράδοση και την εξυπηρέτηση. Χρόνια δουλειάς, χρόνια μόχθου για τον πατέρα μας που δεν ήθελε να μας λείψει τίποτα.  Που διέσχιζε πολύ πρωί με το ποδήλατο του την αγγουροξυπνημένη  πόλη και εξημέρωνε,  τιθάσευε ως αργά τα δέρματα,  παρέα με το μικροσκοπικό λαλίστατο ραδιοφωνάκι του.  Η κυρά Ξανθίππη ήταν η σύντροφός του που δεν τη μάλωνε ποτέ, μόνο την πείραζε σαν ήθελε να γκρινιάξει. Έδωσαν, έδωσε  ζωή σε δυο αγόρια και δυο κορίτσια, παιδιά που ποτέ δεν πρόσβαλε, ούτε στενοχώρησε, παιδιά που πάντα ένιωθαν περήφανα γι’ αυτόν. Για την αξιοπρέπεια, την εντιμότητα και τη λεβεντιά του. Για την ευγένεια, την αισιοδοξία του και το κουράγιο του στις πολλές αναποδιές της ζωής.

Σα να κρύωσε ξαφνικά η ατμόσφαιρα. Να δεις που τελικά θα επαληθευτούν οι μετεωρολόγοι και  η κακοκαιρία θα αργήσει λίγο, μα θα έρθει. Λένε πως οι άνθρωποι που χάσαμε ζουν, όσο μιλάμε γι’ αυτούς, όσο  τους θυμόμαστε.  Αυτό το φθινόπωρο έζησες πατέρα…

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ