Ένας Γενάρης μοναχικός, πληγωμένος, αλλόκοτος...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Δεν μιλάει στους ανθρώπους, στους πολίτες αυτής της γης, στους ψηφοφόρους της ζωής. Έχει κλειστεί στο πολιτικό του γραφείο, δε δέχεται επισκέψεις, ρουσφέτια, συμβιβασμούς δεν κάνει


της Μαρίας Λιονάκη

Άνοιξε την πόρτα με κρότο, απότομα και μπήκε. Βλοσυρός κι αγέλαστος ήταν. Ίσως κι ακάλεστος. Πάντως σίγουρα μόνος. Παραμονή Πρωτοχρονιάς που όλοι γιόρταζαν. Τραγουδούσαν το « Πάει ο παλιός ο χρόνος». Δυνατά, όλοι μαζί. Τους κοίταξε ενοχλημένος, τον ξεκούφαιναν. Γελούσαν, μιλούσαν, πήγαιναν κι ερχόταν. Ζαλίστηκε, τα γέλια κι οι φωνές του τρύπησαν τα αυτιά. Τη μοναξιά του τρύπησαν. Ένιωσε άβολα. Που αυτός ήταν μόνος κι αυτοί μαζί. Που αυτός ήταν ένας κι αυτοί πολλοί. Αίσθημα φόβου τον κυρίεψε, πανικός, ντροπή. Να περάσει αθέατος από όλους αυτούς ήθελε.  Αόρατος, διάφανος. Μην τον δουν. Να προλάβει κάπου να κρύψει τη μοναξιά του, τη λύπη, τον πόνο, την ντροπή. Οπουδήποτε. Πίσω απ’ τις βαριές κουρτίνες τις μπεζ. Κάτω από το δερμάτινο καναπέ. Πίσω από τον πίνακα στον τοίχο με το βάζο τα λουλούδια. Κάτω απ’ το τραπεζομάντηλο που ακουμπούσε το βάζο με τα λουλούδια. Κάτω απ’ το χαλί. Πριν σηκώσει το κεφάλι. Να μη σηκώσει κεφάλι. Τα μάτια του πάντα τον προδίδουν…

Ένας Γενάρης μοναχικός, πληγωμένος, αλλόκοτος στο θέατρο του κόσμου έχει από μέρες φανεί. Ο μεγαλύτερος γιος του χρόνου, ο πιο σοβαρός. Που δε έχει παρτίδες  με τα αδέρφια του, τους άλλους μήνες. Έχουν μαλώσει στο παρελθόν.   Με χιόνι στο κεφάλι, ασπρισμένα μαλλιά. Δεν μιλάει στους ανθρώπους, στους πολίτες αυτής της γης, στους ψηφοφόρους της ζωής. Έχει κλειστεί στο πολιτικό του γραφείο, δε δέχεται επισκέψεις, ρουσφέτια, συμβιβασμούς  δεν κάνει.  Είναι σκληρό καρύδι αυτός. Έχει διώξει γέλια, παιδικές φωνούλες, γυναικεία σκέρτσα και νάζια κι έχει εγκαταστήσει μια κυβέρνηση, παγωμένη και σκληρή, γερασμένη. Με άσπρα, χιονισμένα μαλλιά. Έχει φυλακίσει τον ήλιο κι έχει προσλάβει μόνιμους υπαλλήλους πολλά σύννεφα  σκούρα, μολυβί, βαριά.  Με διαταγή να βρέχουν συνεχώς.  Έχει διορίσει κεραυνούς και αστραπές.  Έχει νομοθετήσει βροχές και χιόνια. Έχει επενδύσει στην ομίχλη.  Απαγορεύει δια ροπάλου  κοινωνικές συναναστροφές, συζητήσεις, αγκαλιές, φιλιά, τραγούδια, διασκεδάσεις, δώρα, αγάπες και έρωτες. Κυρίως έρωτες.

-Θα το ξεστολίσεις μάνα το δέντρο φέτος; Πέρασαν Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, του Αϊ Γιαννιού, ο μισός Γενάρης κι αυτό ακόμα εκεί. Τι έχεις πάθει φέτος, γιατί κάθεσαι αμίλητη τα βράδια, καθισμένη στην ίδια θέση, στην ίδια πολυθρόνα, με αναμμένο το τζάκι,  δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο  και στενοχωρημένη το κοιτάς; Τα στολίδια, τις κόκκινες μπάλες, τα φωτάκια, τις γιρλάντες, τους Αϊ Βασίληδες τι τους θέλουμε πια; Γιατί δεν τα βάζεις  στα κουτιά τους να τα φυλάξεις; Στη γειτονιά όλοι ξεστόλισαν. Τι θα λένε να βλέπουν το χριστουγεννιάτικο δέντρο ακόμη,  τα δικά μας φωτάκια να ανάβουν τις νύχτες;  Ντροπή πια. Πέρασαν οι γιορτές… Λένε τα παιδιά στην Ελένη. Μα και ο άντρας της, οι γειτόνισσες που τυχαίνει να χτυπάνε την πόρτα, οι λίγες φίλες της που ξέρουν, έχουν καταλάβει…

Η Ελένη τραβάει τις κουρτίνες. Ο,τι θέλει, θα κάνει! Όποτε θέλει θα το ξεστολίσει το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Κι αν θέλει. Αν νιώσει έτοιμη. Θα το κρατήσει και τις Απόκριες, μπορεί κι  ως το Πάσχα. Και λογαριασμό δε δίνει σε κανένα.  Από ποιο μανίκι χαράς έχει πιαστεί…

Αίσθημα φόβου  κυρίεψε την Ελένη, πανικός, ντροπή. Να περάσει αθέατη  από όλους αυτούς ήθελε.  Αόρατη  διάφανη. Μην τη  δουν. Να προλάβει κάπου να κρύψει τη μοναξιά της, τη λύπη, τον πόνο, την ντροπή. Οπουδήποτε. Πίσω απ’ τις βαριές κουρτίνες τις μπεζ. Κάτω από το δερμάτινο καναπέ. Πίσω από τον πίνακα στον τοίχο με το βάζο τα λουλούδια. Κάτω απ’ το τραπεζομάντηλο που ακουμπούσε το βάζο με τα λουλούδια. Κάτω απ’ το χαλί. Πριν σηκώσει το κεφάλι. Να μη σηκώσει κεφάλι. Τα μάτια της πάντα την προδίδουν…

 

 

 

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ