Το «εὖ» της ευτυχίας

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

"Η ευτυχία, με άλλα λόγια, δεν είναι κάτι που πετυχαίνει ο άνθρωπος με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και πράξεις, αλλά κάτι που, για να το αποκτήσει, πρέπει να έχει την τύχη με το μέρος του..."

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Η ευτυχία είναι μια λέξη που βρίσκεται στα χείλη όλων των ανθρώπων και συνήθως αυτών που δεν την έχουν ή την έχουν χάσει. Γιατί συνήθως αναγνωρίζουμε την αξία ενός πράγματος, όταν αυτό μας λείπει. Τότε το αναζητούμε, τότε το ψάχνουμε. Και τότε αντιλαμβανόμαστε και συνειδητοποιούμε ότι η ευτυχία είναι φευγαλέα, δεν είναι και δεν μπορεί να είναι μόνιμη κατάσταση. Εφόσον ισχύει το «τὰ πάντα ρεῖ» του Ηρακλείτου, η ευτυχία, και προπάντων αυτή, δεν μπορεί να είναι σταθερή και εδραία. Στην ιστορία, στην κοινωνία, στις ιδέες και γενικά στην ανθρώπινη ζωή υπάρχει η συνεχής μεταβλητότητα και  φθαρτότητα: αυτό που ισχύει σήμερα δεν είναι σίγουρο ότι θα ισχύει αύριο. Υπάρχει, βέβαια, και η αντίθετη προς τον Ηράκλειτο φιλοσοφική σχολή του Παρμενίδη, αυτού του συνειδητού αντίποδα του Ηρακλείτου, που υποστηρίζει ότι οι αισθήσεις που εμφανίζουν τη γένεση, τη φθορά και τη μεταβολή είναι η πηγή της πλάνης, ενώ το «ον» που συλλαμβάνεται με τον νου είναι ακίνητο, ανώλεθρο και αμετάβλητο. Επομένως, θα λέγαμε ότι η αναζήτηση της ευτυχίας με τις αισθήσεις μάς οδηγεί στην πλάνη, ενώ η αναζήτησή της με τις νοητικές δυνάμεις μάς φέρνει κοντά στην αληθινή ευτυχία, αφού μας συνδέει με το «όντως ον». 

Ας αφήσουμε όμως τη φιλοσοφία και ας επανέλθουμε στο θέμα της ευτυχίας. Η λέξη «ευτυχία» είναι σύνθετη από το επίρρημα «εὖ» και τη λ. τύχη, σημαίνει δηλαδή «καλή τύχη». Το επίρρημα «εὖ» (που αντιστοιχεί στο επίθετο «αγαθός») είναι θετικός βαθμός και σημαίνει «καλώς». Επομένως, ευτυχία σημαίνει «καλή τύχη», που ως τέτοια έχει τη σημασία της εύνοιας της τύχης και άρα η ευτυχία δεν ήταν τόσο αποτέλεσμα της ανθρώπινης πράξης, όσο της καλοτυχίας. Η ευτυχία, με άλλα λόγια, δεν είναι κάτι που πετυχαίνει ο άνθρωπος με τις δικές του αποκλειστικά δυνάμεις και πράξεις, αλλά κάτι που, για να το αποκτήσει, πρέπει να έχει την τύχη με το μέρος του. Όλα, επομένως, είναι θέμα τύχης, όλα εξαρτώνται από τις συνθήκες και τους όρους κάτω από τους οποίους θα βρεθεί ο άνθρωπος. Μια τέτοια αντίληψη για την ευτυχία βάζει στο περιθώριο τον άνθρωπο ως ενεργητή και δημιουργό των όρων της ζωής του και αφήνει μεγάλα περιθώρια στην τυχαιότητα, στο τυχαίο, στην τύχη, η οποία φαίνεται να καθορίζει το πόσο ευτυχισμένος θα είναι. Το «εὖ», λοιπόν, καθορίζεται πλέον όχι από τον άνθρωπο, αλλά από μια δύναμη έξω και πέρα από αυτόν και ο άνθρωπος μοιάζει να είναι έρμαιο της τυχαιότητας.

Εκτός από τη λ. «ευτυχία» υπάρχει και η συνώνυμη λ. «ευδαιμονία», όπου εδώ το  «εὖ» έχει να κάνει με τον δαίμονα, δηλαδή με μια θεϊκή δύναμη που η παρουσία της χαρίζει την ευτυχία και γι’ αυτό ο άνθρωπος από εκεί πρέπει να την ζητήσει. Ο «δαίμων» ως λέξη παράγεται από το αρχαίο ρήμα «δαίομαι», που σημαίνει «μοιράζω», «χαρίζω» και άρα σήμαινε εκείνον που μοίραζε και κατένεμε τη μοίρα, το μερίδιο της ζωής του κάθε ανθρώπου. Η ευδαιμονία, λοιπόν, σύμφωνα με την ετυμολογία της λέξης και με όσα πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, είναι το μερίδιο που χαρίζει η θεότητα, που αν είναι ευμενής, ο άνθρωπος θα είναι ευτυχής, ενώ αν είναι δυσμενής, θα είναι δυστυχής.

Το ερώτημα είναι: έτσι έχουν τα πράγματα και η ευτυχία είναι ζήτημα εξωτερικών και ανεξέλεγκτων από τον άνθρωπο παραγόντων ή εξαρτάται από τον άνθρωπο και τις πράξεις του; Ήδη στην αρχαιότητα φιλόσοφοι, όπως ο Ηράκλειτος, ο Δημόκριτος, ο Σωκράτης και ο Αριστοτέλης εξαρτούσαν την ευτυχία από τον ίδιο τον άνθρωπο, τις πράξεις, τις αποφάσεις του και την αρετή του. Ο Ηράκλειτος έλεγε πως «δαίμων» για τον άνθρωπο είναι το ήθος του, ο χαρακτήρας του, ο Δημόκριτος έλεγε πως η ψυχή του ανθρώπου είναι η κατοικία του θεού κι επομένως, η ευδαιμονία ή η κακοδαιμονία του είναι υπόθεση της ψυχής, ο Σωκράτης διακήρυττε ότι «οὐδεὶς ἑκὼν κακός» και άρα η ευτυχία του είναι θέμα αυτογνωσίας, ενώ και ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι η ευτυχία ή ευδαιμονία είναι «ψυχῆς ἐνέργειά τις κατ’ ἀρετὴν τελείαν», δηλαδή η ευτυχία είναι ενέργεια της ψυχής, που επέρχεται όταν ακολουθεί ο άνθρωπος τους κανόνες της τέλειας αρετής. Το συμπέρασμα από τα παραπάνω είναι ότι η ευτυχία: α) δεν είναι κατάσταση αλλά ενέργεια, πράξη, δράση και β) ότι σχετίζεται με την ανθρώπινη ψυχή, με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου, με το ήθος και το χαρακτήρα του. 

Οδηγηθήκαμε έτσι σε μια ανθρωποκεντρική θεώρηση της ευτυχίας, στο συμπέρασμα, δηλαδή, ότι η ευτυχία δεν είναι θέμα τύχης ή άλλων εξωτερικών παραγόντων αλλά υπόθεση που αφορά τον ανθρώπινο χαρακτήρα, τον ανθρώπινο εσωτερικό κόσμο, από τον οποίο εξαρτώνται οι επιλογές, οι αποφάσεις, οι πράξεις και η εν γένει δράση του ανθρώπου. Μπορεί το τυχαίο, όπως πιστεύουν πολλοί, να έχει το ρόλο του στην πορεία της ανθρώπινης ζωής, ωστόσο ο άνθρωπος που διαθέτει βαθιά εσωτερική ζωή και τέλεια αρετή, όπως γράφει ο Αριστοτέλης, διαθέτει τη δύναμη να παραμείνει ευτυχισμένος, ακόμη κι όταν βρεθεί σε δύσκολες στιγμές στη ζωή του. Αυτό, βέβαια,  ανήκει στους τέλειους ανθρώπους, αυτούς που έχουν υπερβεί την ανθρώπινη «συνθήκη», τα ανθρώπινα όρια, πράγμα σπάνιο. Πάντα ο πόνος, η δυστυχία, οι δυσκολίες, οι απώλειες, οι απογοητεύσεις καταστρέφουν την ανθρώπινη ευτυχία και βυθίζουν στη δυστυχία την ανθρώπινη ύπαρξη. Το σπουδαίο πάντως είναι να αντιληφθούμε ότι η ευτυχία είναι ψυχικό και ηθικό μέγεθος, ότι δεν εξαρτάται από εξωτερικά πράγματα ή αγαθά. Η ευτυχία ξεπηδά μέσα από το ήθος μας, σχετίζεται με τον τρόπο ζωής μας, με τις αξίες μας, με τον τρόπο που εμείς σχετιζόμαστε με τους άλλους ανθρώπους και τον κόσμο. Όταν δούμε έτσι το «εὖ» της ευτυχίας, τότε πολύ πιο εύκολα ξεπερνάμε τις απώλειες και τις απογοητεύσεις που μας στερούν την ευτυχία. Μια δυνατή ψυχή στέκεται σταθερή σαν βράχος μπροστά στα κύματα και τις τρικυμίες της ζωής, που είναι σίγουρο ότι θα βρεθούν μπροστά της. 

Πώς όμως θα δυναμώσουμε την ψυχή μας, πώς θα αποκτήσουμε την ψυχική δύναμη, ώστε να είμαστε ευτυχείς; Υπάρχουν δυο απαντήσεις. Η μία λέει ότι τις δυνάμεις θα τις βρούμε μέσα στην ίδια την ψυχή μας, φτάνει να την καλλιεργήσουμε με την παιδεία, με τη γνώση, με τα γράμματα. Είναι η ουμανιστική αντίληψη, που βάζει στο κέντρο τον αυτόνομο άνθρωπο, χωρίς τη σχέση του με το υπερβατικό, με την θεότητα. Ο άνθρωπος μόνος του μπορεί να γίνει καλύτερος, να διώξει από μέσα του τους «δαίμονες» της άγνοιας, των προλήψεων και προκαταλήψεων, να φωτισθεί και να φτάσει στην αυτογνωσία και την αρετή. Τότε θα ζήσει ευτυχισμένος.

Η δεύτερη απάντηση είναι αυτή του Χριστιανισμού, που λέει ότι η παιδεία και η καλλιέργεια της ψυχής είναι πολύ σπουδαία, όμως όχι αρκετά για να γίνει ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Η παιδεία, δηλαδή, είναι ικανή όχι όμως και επαρκής συνθήκη, για να ζήσει ο άνθρωπος ευτυχισμένος. Χρειάζεται κάτι πολύ σπουδαίο, σημαντικότερο από την παιδεία. Αυτό πρέπει να είναι ένα σταθερό θεμέλιο, πάνω στο οποίο θα στηρίξει ο άνθρωπος, το ήθος του, την ίδια τη ζωή του. Κι αυτό το θεμέλιο δεν είναι άλλο από την πίστη στον Χριστό, ο οποίος φανέρωσε με τη διδασκαλία και τη ζωή Του, προπάντων με το Πάθος, το Σταυρό και την Ανάστασή Του, ότι, αν ο ίδιος, αν και Υιός του Θεού, έπαθε, πόνεσε και δέχτηκε τον σταυρικό θάνατο, πόσω μάλλον ο άνθρωπος πρέπει να είναι έτοιμος να δεχτεί το δικό του σταυρό, που είναι σίγουρο ότι θα βρεθεί στο δρόμο του. Ο Χριστός έδειξε με τη ζωή Του, ρεαλιστικά, ότι ο πόνος είναι κομμάτι της ζωής και ότι αυτός ο πόνος πρέπει να νοηματοδοτηθεί, αλλιώς ο άνθρωπος βυθίζεται στη δίνη του μηδενός, από ην οποία καμιά παιδεία δεν μπορεί να τον λυτρώσει. Η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος ετοιμάζει τον άνθρωπο να αντιμετωπίσει τον πόνο και τις δυσκολίες. Αν, όμως, μπορεί κάποιος να τις αντιμετωπίζει, τότε δεν μπορούμε να τον πούμε δυστυχισμένο. Όμως, για τον χριστιανό, πέρα από την αντιμετώπιση του πόνου, υπάρχει η χαρά: ο αληθινός χριστιανός χαίρεται, κι αυτό που νιώθει είναι κάτι βαθύτερο από την ευτυχία και την ευδαιμονία, πάει πιο πέρα από τον πόνο, την δυστυχία και την κακοδαιμονία. Η χαρά πηγάζει από το γεγονός ότι δεν είναι μόνος, ότι Εκείνος που σταυρώθηκε γι’ αυτόν βρίσκεται κοντά του, πλάι του και τον ενισχύει στις δύσκολες ώρες. Κι ακόμη ότι ο Χριστός αναστήθηκε κι αυτό τον γεμίζει χαρά κι ελπίδα. Ο χριστιανός που πιστεύει στο Σταυρό και την Ανάσταση πατάει με το ένα πόδι του έξω από τη γη, ενώ με το άλλο πατάει γερά πάνω της. Το υπερβατικό, που γι’ αυτόν συνυπάρχει μαζί με το ιστορικό στο θεανθρώπινο πρόσωπο του Ιησού, δεν τον αφήνει να απελπιστεί, να χαθεί, να οδηγηθεί στον πεσιμισμό, στον μηδενισμό, στην ψυχική εξουθένωση. Ο χριστιανός είναι πολίτης αλλά και ουρανοπολίτης, ζει στον κόσμο αλλά στοχεύει στον ουρανό. Αυτή η ουράνια ματιά, που έχει την πηγή της στον Ανάσταση του Χριστού, τον γεμίζει ελπίδα, ακόμη κι όταν όλα γκρεμίζονται γύρω του. 

Περιδιαβήκαμε σύντομα γύρω από το «εὖ» της ευτυχίας και θίξαμε κάποιες πλευρές του. Θα κρατήσω το ότι αυτό το  «εὖ» δεν εξαρτάται (ή εξαρτάται πολύ λίγο) από τα υλικά πράγματα, ότι είναι ψυχικό μέγεθος και σχετίζεται με την ανθρώπινη πράξη και ενέργεια. Η παιδεία που οδηγεί στην αρετή και η πίστη στο Σταυρό και την Ανάσταση του Χριστού δίνουν νόημα στο  «εὖ», το γεμίζουν με περιεχόμενο. Μια προσέγγιση αυτού του «εὖ» υπό ένα πνευματικό πρίσμα, που μας λέει όχι να παραμελήσουμε την ζωή και να αδιαφορήσουμε γι’ αυτήν, αλλά να τη μεταμορφώσουμε με την εσωτερική καλλιέργεια, την αυτογνωσία και με το άνοιγμά της στη διάσταση της σταυρώσιμης και αναστάσιμης δυναμικής, θα ανοίξει το δρόμο προς τη χαρά, που θα πηγάζει από μέσα μας και δεν θα είναι εύκολο άθυρμα της εξωτερικότητας.  

Φωτογραφία από Jusdevoyage on Unsplash

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ