Κούλες: Η επιστροφή του αλίκλυστου πεπρωμένου του Χάνδακα

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Σε λίγες μέρες το φρούριο του Κούλε παραδίδεται ξανά στο κοινό, σαν οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος μετά από ένα ευρύ και σωτήριο πρόγραμμα στερεωτικών επεμβάσεων και εργασιών από το ΥΠ.ΠΟ.

 




Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)


Το οικείο περίγραμμά του από τη στεριά, αλλά και το εντυπωσιακό του από τη θάλασσα, έτσι όπως ορθώνει την αγέρωχη και κρημνοπρεπή σιλουέτα του, σαν εξουσιαστής πάνω στην ακινησία των ρέμπελων νερών του λιμανιού του Χάνδακα, θυμίζει συνειρμικά την γαμήλια τελετή του Δόγη με τη θάλασσα, κάθε χρόνο τη γιορτή της Ανάληψης, στη Βενετία:  Ο Δόγης, επιβαίνοντας στη μαλαματένια γαλέρα της Δημοκρατίας, έβγαινε στ’ ανοιχτά της λιμνοθάλασσας του Λίντο, και ρίχνοντας ένα δαχτυλίδι στα νερά, «νυμφευόταν» τη θάλασσα, σε μια συμβολική τελετή που επιβεβαίωνε την Ενετική θαλασσοκρατορία.

Μαρμαρωμένο αποτύπωμα της φρουριακής αρχιτεκτονικής της Γαληνοτάτης, το φρούριο του Κούλε, θαρρείς έτσι όπως έχει τελευτήσει εν πλήρη ζωή, ότι εξακολουθεί να προασπίζει το μονοπώλιο των θαλάσσιων δρόμων της Ανατολής. Το φρουριακό οχυρό, παρά την ατμόσφαιρα της τετελεσμένης απόσυρσής του από τους πολέμους, κρατά μιαν αγέρωχη πρόζα σαν τους μαρμαρωμένους εκείνους σιδερόφρακτους βενετσιάνους που το ανοικοδόμησαν και που δεν έχουν αφήσει από τα χέρια τους, ακόμη και στο θάνατο, το βαρύ ξίφος υπεράσπισης της Δημοκρατίας του Αδρία.

Όλη αυτή η συμπυκνωμένη μνήμη του αλίκτυπου φρουρίου στην είσοδο του λιμανιού της Κάντια, που εξακολουθεί να φορτίζει χώρο και χρόνο, έχει πετρώσει από την αχρησία των αιώνων. Ωστόσο, είναι παρούσα σαν αόρατα χερουβίμ, που αυλακώνουν τον ανέφελο ουρανό της σημερινής μεγαλούπολης της Κρήτης.

Σε λίγες μέρες το φρούριο του Κούλε παραδίδεται ξανά στο κοινό, σαν οργανωμένος αρχαιολογικός χώρος μετά από ένα ευρύ και σωτήριο πρόγραμμα στερεωτικών επεμβάσεων και εργασιών από το ΥΠ.ΠΟ.

Σήμερα το φρούριο παραμένει ένα από τα ελάχιστα σπαράγματα της βενετοκρατίας που σώθηκαν της λεηλασίας, από την επίσημη και συντεταγμένη Γραικυλία σε παρελθόντες καιρούς που τα μνημεία στο Μεγάλο Κάστρο κατεδαφίζονταν με ΦΕΚ. Κάτι σαν μοναδική και αυτούσια αντίσταση της μνημοσύνης του θρυμματισμένου μύθου και μεγαλείου του Stato Da Mar. Από τα ελάχιστα δείγματα μιας πολυτάραχης εποχής, ξένο στο επήλυδες άστυ της τσιμεντόσπαρτης βαρβαρότητας, μιας πόλης ύβρεως στον αμφιβληστροειδή, που απλώνεται στα βορεινά κατάσαρκα της κρητικής γης.

Ο Κούλες όπως και όλα τα εναπομείναντα φρούρια της βενετσιάνικης φρουριακής αρχιτεκτονικής,  όσο κι αν οι αιώνες και οι τρικυμιές ρίγωσαν τα τείχη και την επιβλητική σιωπή τους, διατηρούν στις σιλουέτες τους κάτι το περήφανο, το γοητευτικό.

              Στις αναστηλωμένες επάλξεις του, στις ορφανές από κολουμπρίνες κανονιοθυρίδες του, στους ρηγματωμένους προμαχώνες του, στις υπόγειες και σκοτεινές θολωτές κάμαρες που από τους φεγγίτες ζητιανεύουν το φως, στις ντάπιες και τις χορταριασμένες σκοπιές, θαρρείς πως βλέπεις σαν αερικό μετά από τόσους αιώνες τη θαλασσοκράτειρα του Αδρία, να ιερουργεί στον πόλεμο και στην ειρήνη, πάνω στις γλαυκές θάλασσες της Ανατολής και να καθoρίζει ακόμη τη μοίρα της Μεσογείου.

              Μέσα σ’ αυτή τη σκηνική οπτασία του φρουρίου, με την απεραντοσύνη του κρητικού πελάγους προς το βορά, η ψυχή και το βλέμμα σου νοιώθουν στην ενατένισή τους μιαν ονειρώδη και μαζί ιλαρή ολοκλήρωση. Αισθάνεσαι τον εαυτό σου μέσα στο μνημείο λησμονημένο από τον καιρό. Συλλογιέσαι τους σκληροτράχηλους πολεμιστές, μισθοφόρους και τυχοδιώκτες, με τα μεγάλα ακόντιά τους και τις ατσαλόπλεχτες στολές να πηγαινοέρχονται πάνω στις σκοπιές,  καρτερώντας τις βενετσιάνικες γαλέρες και  τα οθωμανικά γαλλιόνια στον ακήρυχτο πόλεμο του σταυρού με την ημισέληνο…

              Συνήθως όλα τα κάστρα του παρελθόντος, είναι λίγο πολύ τυλιγμένα σε μια μελαγχολική αχλή, που όμως δεν τα αφήνει χωρίς μια κρυφή ανακούφιση. Και τούτο γιατί πεθαίνουν γέρικα και ξεπεσμένα, αργά και απελπιστικά. Ο Κούλες έχει τελευτήσει «εν πλήρη ζωή», όπως η Πομπηία κάτω από την καυτή λάβα της Αίτνας.

              Δεν επιβίωσε για να μετουσιωθεί και να προσαρμόσει στο αφιλόξενο παρόν την ταυτότητά του. Είναι και σήμερα αυθεντικός, όπως και τότε, μέχρι που η Σερενίσιμα τον είχε σαν τελευταίο αποκούμπι των εμπορικών δρόμων της στο Λεβάντε, μέχρι και την ολέθρια γι’ αυτήν απώλεια του Χάνδακα το 1669.

              Οι αιφνίδιοι θάνατοι των κάστρων δεν αλλοιώνουν. Ακινητοποιούν μιαν εποχή, μιαν Ιστορία, και τις μετουσιώνουν σε μια δυνατή συνιστώσα αιωνιότητας. Ο Κούλες χωρίς ζωή, ζει μια ζωή αυταπάτης και ζωντανού θρύλου. Πάνω από τα επιθαλάσσια τείχη του, είναι ακόμη παρόντα ο ρυθμός και το πνεύμα που επιστάτησαν στην οικοδόμησή τους. Το φρούριο έχει τη μυστηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που διατηρεί μια θεατρική παράσταση μετά το τέλος της: Θαρρεί κανείς, σε κάθε στιγμή, πως θα δει να περνούν σιωπηλά κι αργά, μπροστά του πρόσωπα της ιστορίας και του ονείρου. Η σιγή του δεν έχει την οριστικότητα και την τελεσιδικία των τάφων, αλλά δονείται συνεχώς από ζωντανές παρουσίες. Το φρούριο του Κούλε, ζει έξω και πέρα από τα σύνορα του χρόνου και τους καιρούς. Ζει στην άχρονη μονιμότητα μιας αιωνιότητας που τον καθόρισε για να κατατροπώνει τη φθορά και το χρόνο. Σήμερα, αιώνες μετά, αν κάνεις τα χέρια χωνί και φωνάξεις πάνω απ’ τις αναστηλωμένες επάλξεις της πλατείας του κοιτώντας κατά το λιμάνι, νομίζεις ότι θα σ’ ακούσουν ο Μοροζίνι και οι άλλοι Ενετοί αξιωματούχοι που εκείνη την αποφράδα ημέρα του Σεπτέμβρη του 1669 εγκατέλειπαν την πόλη, έτσι όπως όταν ο Έβανς, φώναξε τρεις φορές πάνω από τα ερείπια της αρχαίας Κνωσού «Μίνωααααα!...».

              Αυτό το πετρωμένο από τους αιώνες κάστρο δίνει μιαν απερίγραπτη και ανεκλάλητη συγκίνηση. Εκτός από την ερήμωση που έφερε πάνω του ο καιρός, νοιώθει κανείς γι’ αυτό  την πικρή οδύνη της εξορίας του: Ο Κούλες,  αντί να ορθώνεται πεισματικά με τις επάλξεις και τους προμαχώνες του σε πείσμα των αιώνων, μου φαίνεται σα να περιμένει υπομονετικά με απελπισία και με παράπονο, σα να βιγλίζει τη θάλασσα κατά το βορά με την αγωνιώδη προσδοκία να δει ξανά τις γαλέρες της Βενετίας με το φτερωτό λιοντάρι του Αγίου Μάρκου στα καραβόπανά τους, να τον ζυγώνουν. Μάταια όμως...   

Γλάροι του λιμανιού, μόνο κρώζουν πάνω από τις άδειες ντάπιες και κανονιοθυρίδες του. Απαίσιες αράχνες υφαίνουν όλο και περισσότερο με τα γλοιώδη τους πλέγματα τη σιωπή που γεμίζει τις ανήλιαγες θολωτές του αίθουσες που πληρώθηκαν με ενάλια τεκμήρια της Ιστορίας. Οι γαλέρες και οι σιδερόφραχτοι γαλεώτοι που προσδοκά το φρούριο, αναπαύονται κάτω από τις σκιές των κυμάτων στους βυθούς του ελληνικού αρχιπελάγους και το μεγάλο αρσενάλε της Βενετίας δε ναυπηγεί πια πλεούμενα για τη σημαία του Αγίου Μάρκου που έπαψε να κυματίζει εδώ και σχεδόν τρεις αιώνες στο Λεβάντε…

              Όμως σε τούτη τη διαρκή υπόμνηση της αιωνιότητας υπάρχει μια θλιβερή αντίφαση. Οι αιώνες, ο χρόνος είναι αδυσώπητοι και απαράλλαχτοι στην επιμονή τους. Η εξόριστη Ιστορία που μαζί με την πρωινή αχλή της υγρασίας του λιμανιού τυλίγουν σαν αερικό τα αγκωνάρια του, και χτυπούν τα χαλκοσίδερα κερκέλια της καστρόπορτας κάτω από το ανεμοκυματογδαρμένο λιοντάρι της Δημοκρατίας του Αδρία, δεν μπορούν πια να οικειοποιηθούν και να συμφιλιωθούν με την εικόνα μιας αγνώριστης και ατιμασμένης πόλης. Μιας πόλης που με απίστευτο μίσος έχει εξοστρακίσει την Ιστορία της. Ίσως να μην υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο που να εξοβέλισε με τόση αγριότητα το παρελθόν της. Η πόλη, το πιο πολύτιμο πετράδι κάποτε, στην κορώνα της Σερενίσιμα, το πιο πολύβουο λιμάνι στη μεγάλη θαλασσινή αυτοκρατορία του Λεβάντε, ξαναδίνει το κάστρο του νερού στο κοινό.

Πολλοί λίγοι, ελάχιστοι, βλέπουν σ’ αυτή την «επιστροφή» ένα θλιβερό ρέκβιεμ. Μαθαίνω, με οίκτο είναι αλήθεια, πως οι ταγοί του Ηρακλείου εκλιπαρούν (εννοώ το ρήμα…) το Δήμο της Βενετίας να εντάξει ό,τι απέμεινε από τον εκβαρβαρισμό του σημερινού Χάνδακα σε ένα ευρύτερο δίκτυο προστασίας των μνημείων της αναγεννησιακής Βενετίας. Σωστά το σκέφτεται ο κ. Λαμπρινός. «Μπορεί το Ίλιον να χάθηκε, όμως επέζησε μέσα από το εξάμετρο που το θρηνεί» γράφει ο Μπόρχες. Έτσι και το σημερινό θρηνητικό Ηράκλειο ευελπιστεί ότι θα καταπιαστεί ξανά από το μίτο της ιστορικής του μνήμης και τα εξόριστα σύμβολά του, που το ίδιο τους γύρισε την πλάτη. Ποτέ δεν είναι αργά λέει ο σοφός λαός…

[email protected]


(*)  Ο κ. Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ. Το κείμενο αυτό γράφτηκε με αφορμή τα προσεχή επίσημα εγκαίνια του μνημείου στις 16 Σεπτεμβρίου 2016.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ