Μετά τη Μάχη της Κρήτης, ένας χωροφύλακας και ένας ανθρωπολόγος

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Η ιστορία του γενναίου αξιωματικού με το μαρτυρικό τέλος

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Ήτανε, θυμάμαι, τότε η πρώτη μου φορά. Η πρώτη φορά που είχα αφήσει πίσω μου την πόλη του Ρεθύμνου για ν’ ανηφορήσω με αυτοκίνητο φίλων προς το Αρκάδι. Ήθελα κι εγώ τότε, με τη σειρά μου, ν’ αντικρίσω αλλά περισσότερο να νιώσω εκείνο που είχε απαθανατίσει ο Βίκτωρ Ουγκώ με τα λόγια του: «Αυτό το μικρό ταπεινό μοναστήρι, που τόσες μέρες πολέμησε σαν κάστρο, πεθαίνει σαν ηφαίστειο»!

      Τότε ήταν λοιπόν, που, στον δρόμο μου για κει ψηλά, πέρασα από ένα χωριό που λεγότανε Πηγή. Πέρασα, αλλά δεν το προσπέρασα. Με σταμάτησε στο πλάι του δρόμου, σε κεντρικό σημείο, μια προτομή. Για να πω την αλήθεια, δεν μου τράβηξε την προσοχή τόσο η προτομή, που παρουσίαζε κάποιον που δεν τον γνώριζα - όσο το όνομά του: Είχε το όχι και τόσο ευκολόβρετο επίθετό μου «Γιαπιτζάκης». Και «Νικόλαος Γιαπιτζάκης» ήταν όλο του το όνομα, στη βάση της προτομής. Κατέβηκα από το αυτοκίνητο των φίλων και περιεργάστηκα τη μορφή του για μια στιγμή. Έδειχνε έναν στιβαρό αξιωματικό, αλλά δεν υπήρχε κανείς εκεί γύρω να τον ρωτήσω και να μάθω κάτι παραπάνω από ένα γραμμένο όνομα. Επειδή οι άλλοι με πίεσαν να συνεχίσουμε, τον έβγαλα φωτογραφία και μπήκα πάλι στο αυτοκίνητο.

Μετά από πολλά χρόνια, χάρη στην Εύα Λαδιά και σε μια αναφορά της για τη Μάχη της Κρήτης που είχε τίτλο «Νίκος Γιαπιτζάκης: Ο γενναίος αξιωματικός με το μαρτυρικό τέλος», έμαθα επιτέλους γι’ αυτόν που είχα δει τότε. Ήταν πράγματι αξιωματικός, αλλά της χωροφυλακής. Και ξεχώριζε, γιατί ήταν αλλιώτικος στο αξίωμά του, αν και ήταν τοποθετημένος εκεί, στα χρόνια του δικτάτορα Μεταξά.

      Ακούστε πώς τον περιγράφει η Λαδιά: «Όταν στα 1938 πήγε ο νέος ενωμοτάρχης να καλύψει την κενή θέση της διοίκησης στο Σταθμό Χωροφυλακής Πηγής, οι χωριανοί εντυπωσιάστηκαν. Ήταν ένας όμορφος, ψηλός άντρας, με θεληματικό πηγούνι και βλέμμα που σε κέρδιζε. Με τον καιρό αποδείχτηκε πόσο ευσυνείδητος και σπάνιος χαρακτήρας ήταν. Εκπροσωπούσε το νόμο και επέβαλε την τάξη με δικαιοσύνη και αμεροληψία. Οι Πηγιανοί με τον καιρό τον λάτρεψαν. Τον θεωρούσαν δικό τους άνθρωπο και το έδειχναν με κάθε τρόπο. Πολλές φορές, σε κοινωνικές εκδηλώσεις, δήλωνε με περηφάνια πως νιώθει Πηγιανός. Κι ο πρόεδρος της κοινότητας Αντώνιος Βουρβαχάκης διαβεβαίωνε πως και το χωριό ένιωθε δικό του άνθρωπο τον λεβέντη ενωμοτάρχη. Και ήξερε πως θα προσυπέγραφαν τη διαβεβαίωσή του αυτή και όλοι οι χωριανοί. Ο Γιαπιτζάκης, καύχημα των Σφακίων και του Αποκόρωνα, αισθανόταν οικείο το κλίμα της ηρωικής Πηγής - που ανταποκρινόταν επάξια στις βιωματικές του μνήμες. Οι εποχές δεν ήταν οι καλύτερες. Η δικτατορία του Μεταξά έβαζε σε δοκιμασία συνειδήσεις ανθρώπων, που ήθελαν απλώς την ησυχία τους. Οι σχέσεις στηρίζονταν στο βαθμό που αισθανόταν ο καθένας έτοιμος να υπερασπιστεί τις ιδεολογικές του θέσεις, με την ανάλογη συνέπεια».

      Αυτά έγραφε γι’ αυτόν η Εύα Λαδιά. Και μετά ήρθε ο Πόλεμος. Είχαν περάσει μόλις δύο χρόνια στη νέα του υπηρεσία και ο Πόλεμος του ’40 τον πέτυχε στις επάλξεις του καθήκοντος. Να συντονίζει τις ενέργειες των συμπατριωτών του, καταθέτοντας τη δικιά του συμβολή - με τις οργανωτικές του ικανότητες. Αυτό του το είχε επισημάνει (εκδηλώνοντας με κάθε τρόπο την συμπάθειά του) και ο τότε Πηγιανός ηγούμενος Αρκαδίου Διονύσιος Ψαρουδάκης. Ο Νικόλαος Γιαπιτζάκης πρωτοστατούσε σε κάθε σκοπό να εφοδιαστούν με ζεστά μάλλινα ρούχα οι Έλληνες στρατιώτες που πολεμούσανε μακρυά στο Μέτωπο. Δημιούργησε σε όλα τα χωριά της δικής του δικαιοδοσίας εθελοντικές ομάδες. Εκεί συμμετείχαν ακόμα και μαθητές του Δημοτικού, με πίστη και μ’ ενθουσιασμό. Μικρά παιδιά, που τα είχε επηρεάσει με τον πατριωτισμό του και με την φιλότιμη δράση του. Η σκέψη του ενωμοτάρχη ήταν διαρκώς στο Μέτωπο. Θα έδινε τα πάντα να ήτανε κι εκείνος εκεί, στην πρώτη γραμμή.

      Πενθούσε ο ίδιος πριν ανακοινώσει σε κάποιες οικογένειες τη θλιβερή είδηση γι’ αγαπημένους που έπεσαν στα υψίπεδα των συνόρων «υπέρ πατρίδος». Ο τρόπος που το ανακοίνωνε, βοηθούσε την υπερηφάνεια να μετριάσει την οδύνη του φοβερού αγγέλματος. Κι όταν τελείωνε τα καθήκοντα της μέρας, έπαιρνε με τη σειρά τα σπίτια που είχανε συγγενή στο Μέτωπο, κάνοντας μια καλή κουβέντα για τον καθένα. Ήξερε να εμψυχώνει και να μεταδίδει την πίστη του για την αίσια έκβαση του Αγώνα. «Έφευγε από κάθε σπίτι με την αίσθηση ότι άφηνε πίσω του ανθρώπους με θάρρος και δύναμη για την όποια δυσκολία ή συμφορά τους περίμενε» τονίζει σχετικά η Εύα Λαδιά. Και οι προελάσεις των Ελλήνων, που έκαναν τις καμπάνες του χωριού να χτυπάνε χαρμόσυνα, παρέσερναν σε ενθουσιασμό τον ενωμοτάρχη. Γλέντι γινότανε στην πλατεία της Πηγής. Και μαζί τους ο μακρινός γι’ αυτούς Πόλεμος γινόταν ένα μεγάλο σύννεφο που διαλυότανε σιγά σιγά.

      Μέχρι που το Χιτλερικό Τέρας άπλωσε τα θανατερά πλοκάμια του και στην Κρήτη. Ο ηγούμενος της Μονής Αρκαδίου που λέγαμε, παρά τη μεγάλη ηλικία του και κυρίως την κλονισμένη υγεία του, σαν μετεμψυχωμένος Παπαφλέσσας, πήρε τα χωριά ξεσηκώνοντας τον απλό κόσμο, για να πάει να πολεμήσει τους ξένους αλεξιπτωτιστές «που κατέβαιναν από τον ουρανό σαν βροχή θανάτου».

      Ο Γιαπιτζάκης είχε επίσης συμβάλει αποτελεσματικά με τους λίγους άντρες του στις μάχες γύρω από το αεροδρόμιο της Πηγής. Έγινε συνάντηση και με τον ηγούμενο για την οργάνωση του αγώνα. Ο ενωμοτάρχης, αφού με τις υποδείξεις του είχε πια συντονίσει τις ομάδες, μετά αφοσιώθηκε στο να συγκεντρώνει οπλισμό από τους σκοτωμένους Γερμανούς για να ανεφοδιάζει τους άνδρες με πιο σύγχρονα μέσα άμυνας. Έτσι πολέμησε κι αυτός στη Μάχη της Κρήτης από το δικό του μετερίζι.

Στις 29 Μαΐου 1941 το πρωί, φάνηκε στην Πηγή η πρώτη Γερμανική μηχανοκίνητη φάλαγγα, παγώνοντας το αίμα όσων την είδαν. Ο Γιαπιτζάκης με τους άνδρες του υποχώρησαν στη Μέση, για να αναδιοργανωθούν. Ήτανε γενναίος, αλλά και συνετός. Μέσα του μετρούσε η τύχη των ανθρώπων που υπηρετούσανε την Πατρίδα κάτω από τις διαταγές του. Τον βλέπουμε όμως, μετά, να επιστρέφει στη βάση του. Είχε αρχίσει να έχει τύψεις συνείδησης όσο περνούσε η ώρα. Η θέση του ήταν στην Πηγή, παρόλο που, για παραδειγματισμό, η συμπεριφορά των κατακτητών στους παράγοντες κάθε χωριού ήταν αμείλικτη. Τα αντίποινα που είχαν ξεκινήσει στα γύρω χωριά έκαναν τους φίλους του Γιαπιτζάκη να τρομάζουν για την τύχη του. 

Ο διοικητής Χωροφυλακής Ρεθύμνης Γεώργιος Χαλκιαδάκης, που τον εκτιμούσε ιδιαίτερα, τον καλεί στο γραφείο του και του ανακοινώνει τη μετάθεσή του στην Αμνάτο. Αποφεύγει να του εξηγήσει τους λόγους - που είναι φανεροί. Ο Νικόλαος Γιαπιτζάκης αρνείται την ευκαιρία να σωθεί. «Αργότερα, η ρομαντική φύση των ανθρώπων θα αφήσει να αιωρείται, στην προφορική παράδοση, η σκιά μιας ανεκπλήρωτης αγάπης» προσθέτει τη δικιά της πινελιά η Εύα Λαδιά. Στην περίπτωση του Γιαπιτζάκη δεν υπάρχει καμιά εξακριβωμένη πληροφορία. Ίσως, και με αυτό τον τρόπο, να θέλησαν οι Πηγιανοί να κρατήσουν για πάντα δικό τους τον γενναίο χωροφύλακα.

      Πάντως, στις 16 Ιουνίου 1941, γερμανικό απόσπασμα συλλαμβάνει το Νίκο Γιαπιτζάκη και τον οδηγεί να δικαστεί σε ένα πρόχειρο στρατοδικείο που είχε στηθεί. Από την πρώτη στιγμή ο άτυχος ενωμοτάρχης αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη λύσσα. Οι κατηγορίες σε βάρος του σοβαρές. Εμπλέκεται σε έντονη πολεμική δράση και ευθύνεται για την απώλεια Γερμανών στρατιωτών. Για να αποσπάσουν ομολογία, μετέρχονται τα γνωστά τους έως σήμερα «μέσα». Εκείνος όμως κρατάει το στόμα του κλειστό.

      Οι στρατοδίκες καλούν τρεις Πηγιανούς. Τα καταστήματά τους ήτανε κοντά στην πλατεία και σίγουρα κάτι θα είχαν αντιληφθεί από τη δράση του ενωμοτάρχη. Τα ονόματά τους Γρηγόρης Βογιατζής, Αλκιβιάδης Σπανδάγος και Κυριάκος Βογιατζόγλου. Ο τελευταίος αργότερα θα εκτελεστεί στις φυλακές Αγυιάς. Αν και απειλείται σοβαρά η ζωή τους, αν και - μέχρι να καταθέσουν - η πίεση από την πλευρά των Γερμανών είναι αφόρητη, εκείνοι αρνούνται κάθε κατηγορία που βαρύνει τον Γιαπιτζάκη. Ο αξιωματικός της Ελληνικής Χωροφυλακής ακούει τις καταθέσεις και ξεχνάει τους πόνους του. Οι Πηγιανοί είναι κοντά του. Κι αυτοί οι τρείς δείχνουν έμπρακτα την αγάπη τους. Αισθάνεται να ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη. Αν ήθελαν θα τον είχαν «κάψει». Γιατί τόσο ο καφετζής, όσο και ο έμπορος, όσο και ο κουρέας γνώριζαν με κάθε λεπτομέρεια τη δράση του. Στάθηκαν όμως στο ύψος του κάθε πατριώτη, τιμώντας τον τόπο τους.

      Οι μόνοι μάρτυρες κατηγορίας ήτανε τώρα αλεξιπτωτιστές. Δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία. Ο Γιαπιτζάκης, παίρνοντας κουράγιο απ’ αυτήν την συμπαράσταση, εξακολούθησε να αρνείται τις κατηγορίες. Και ο Γερμανοί, αφρίζοντας από το κακό τους, τον μεταφέρουν σε ένα ερειπωμένο σπίτι εκεί κοντά και αρχίζουν να τον υποβάλουν σε απάνθρωπα βασανιστήρια. Επιμένουν να τους ομολογήσει ποιούς όπλισε, πόσους και ποιούς πολίτες οργάνωσε σε ομάδες, σε ποιά σημεία του αεροδρομίου της Πηγής είχε πολεμήσει κατά των αλεξιπτωτιστών. Το σώμα του άτυχου ενωμοτάρχη μεταβλήθηκε γρήγορα σε μια άμορφη μάζα από σάρκες και αίμα. Αλλά τα χτυπήματα σε όλο το βασανισμένο του κορμί συνεχίζονταν. Σύντομα αντελήφθηκαν το μαρτύριό του γείτονες και παρακολουθώντας αθέατοι κλαίγανε, αδυνατώντας να βοηθήσουν τον λατρεμένο τους φίλο.

      Κάποια στιγμή τον σύρανε - καθώς ήταν ανήμπορος να περπατήσει -  πίσω στον χώρο του πρόχειρου στρατοδικείου. Εκεί, του απαγγέλθηκε η θανατική του καταδίκη. Για λόγους εκφοβισμού, πέρασαν τον αγνώριστο από τα χτυπήματα ενωμοτάρχη από τον κεντρικό δρόμο. Του είχαν φορτώσει  σκαπάνη και φτυάρι, για να ανοίξει τον τάφο του. Οι Πηγιανοί, αθέατοι πάντα, τον βλέπανε μετά βίας να προχωρά. Προσπαθούσε να μη χάνει την αξιοπρέπειά του, ακόμα και σ’ αυτήν την τραγική στιγμή. Όταν έφτασαν στον τόπο της εκτέλεσης δίπλα στην όχθη του ποταμού, τον υποχρέωσαν σκάβοντας τον λάκκο του, κάθε τόσο να ξαπλώνει για να διαπιστωθεί αν το άνοιγμα τον χωράει. Σίγουρα δεν θα υπήρχε άνοιγμα που να χώραγε το μέγεθος της θηριωδίας τους. Ο ματωμένος Γιαπιτζάκης, περήφανος που δεν κατέδωσε πατριώτες, δοκίμασε πάλι, κατόπιν διαταγής, τον τάφο του. Τότε, ένας Γερμανός λοχίας που λεγόταν Χόρτσι, τον αποτέλειωσε με το αυτόματο. Τρεις γυναίκες, που παρακολουθούσανε κρυφά την εκτέλεση, επέστρεψαν θρηνώντας στο χωριό και ανακοινώσανε την θλιβερή είδηση. Η Πηγή βυθίστηκε στο πένθος για τον αγαπημένο τους χωροφύλακα. Και την επομένη τρεις Πηγιανές που το ’λεγε η καρδιά τους, αποφάσισαν να πάνε να ζητήσουν το σώμα του για κανονική ταφή στο νεκροταφείο. Δεν ήταν τυχαίες. Ήταν εθελόντριες αδελφές νοσοκόμες και επειδή, υπηρετώντας στο στρατιωτικό χειρουργείο, είχαν φροντίσει και Γερμανούς τραυματίες, είχαν την τόλμη να υποβάλουν το αίτημα αυτό.

      Ο Γερμανός επικεφαλής κλονίζεται από το αίτημα, που του θύμισε σε ποιά χώρα βρισκόταν, έχοντας διαβάσει την «Αντιγόνη» . Αναγκάζεται να δεχτεί. Απλώς θέτει δυο όρους: Να μην τον περάσουν από κεντρικό σημείο και να ταφεί χωρίς επιμνημόσυνη δέηση. Έτσι κι έγινε. Τις επόμενες μέρες φάνηκε έμπρακτα η αγάπη των Πηγιανών στον ενωμοτάρχη τους. Κάθε μέρα, μια γυναίκα από το χωριό - προφασιζόμενη ότι τελεί δέηση για συγγενή της - έκανε το καθήκον τους απέναντι στη μνήμη του γενναίου αξιωματικού.

Και η προτομή του, στο κεντρικό σημείο που την είχα δει, πρόσεξα τώρα, στην φωτογραφία που είχα βγάλει τότε, πως έχει πλάι - ακόμη και σήμερα - ένα καντήλι, σπάνιο για τη συντροφιά μιας προτομής. 

      Έναν ολόκληρο χρόνο αργότερα, το καλοκαίρι του 1942, μέσα στον καιρό της Κατοχής της Κρήτης, ένας κορυφαίος Ιταλός ανθρωπολόγος ήρθε στο νησί, με σκοπό να μελετήσει ανθρωπολογικά τους Κρητικούς. Στη διάρκεια εκείνου του καλοκαιριού, πήγε από τη μια άκρη ως την άλλη, ξεκινώντας από κατεχόμενα από τους Ιταλούς Λασιθιώτικα μέρη και φθάνοντας μέχρι τα πιο απόμερα χωριά των Χανίων και τη Γαύδο, κάνοντας ανθρωπολογικές μετρήσεις σε 2.375 άνδρες και γυναίκες. Τους περισσότερους τους φωτογράφισε. Ταυτόχρονα απαθανάτισε τοπία και στοιχεία της πανίδας και της χλωρίδας της Κρήτης. Και μαζί τους, ανθρώπινες δραστηριότητες - όπως εργασίες, τελετές, συνήθειες.

Το όνομά του, όπως πιο πριν και το όνομα του Γιαπιτζάκη, μου τράβηξε την προσοχή όταν ανακάλυψα μια φωτογραφία που ο ξένος ανθρωπολόγος την είχε βγάλει στις Λίμνες, στην ιδιαίτερη πατρίδα του πατέρα μου στο Μιραμπέλλο Λασιθίου Κρήτης. Έτσι, άρχισα να ψάχνω και γι’ αυτόν τον Ιταλό, που είχε έρθει στα μέρη μας αμέσως μετά τη Μάχη της Κρήτης. Λεγότανε Λίντιο Κιπριάνι (Lidio Cipriani) και το όνομά του, αν και ιταλικό, το θεώρησα ελληνικής επίδρασης, από τις λέξεις Λύδιος και Κυπριανός. Αλλά μετά το όνομά του, άρχισα να πέφτω από έκπληξη σε έκπληξη. Πίσω απ’ αυτό το όνομα κρυβόταν ένας πρωτοπόρος της Παγκόσμιας Ανθρωπολογίας. Πέθανε στο ίδιο μέρος που γεννήθηκε, στην Φλωρεντία, εβδομήντα χρονών το 1962. Ενδιάμεσα όμως, στη ζωή του, «όργωσε» στην κυριολεξία - για τις μελέτες του - πολλά μέρη του Κόσμου και ήρθε σε επαφή με έναν μεγάλο αριθμό φυλών και πληθυσμών στην Αφρική, στην Νοτιοδυτική Ασία, στην Ινδία.

      Ο Λίντιο Κιπριάνι εφάρμοσε το όραμα της Ανθρωπολογίας όπως αυτήν την επιστήμη την εμπνεύστηκαν στην Ιταλία. Μια Ανθρωπολογία που να συνταιριάζει από τη μια τη μελέτη του Ανθρώπου στη βιολογική του πλευρά και από την άλλη τη μελέτη του Ανθρώπου στην πολιτισμική, στην εθνολογική του πλευρά. Σε αυτό το όραμα της Ανθρωπολογίας η φωτογραφία έπαιζε βασικό ρόλο. Ο κεντρικός ρόλος της φωτογραφικής τεκμηρίωσης στην επιστημονική δραστηριότητα του Κιπριάνι καταμαρτυρείται από τη συλλογή των 30 χιλιάδων αρνητικών που συνιστούν το φωτογραφικό μέρος του αρχείου του και που καλύπτουν ένα χρονικό τόξο που αρχίζει το 1927 και τελειώνει το 1961.

      Αυτός, λοιπόν,  ο σημαντικός ανθρωπολόγος ήρθε τότε και στο νησιώτικο  μέρος μας. Με τη διαφορά ότι, εδώ δεν ήρθε, τον φέρανε  Στάλθηκε από το φασιστικό καθεστώς της χώρας του στην Κρήτη, για να μελετήσει ανθρωπολογικά τους κατοίκους της, αλλά και για να επιβεβαιώσει γεωγραφικά και άλλα δεδομένα σχετικά με το νησί μας. Αυτή είναι η δεύτερη έκπληξη που είχα: Ο περίφημος Λίντιο Κιπριάνι ήτανε φασίστας. Η ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του ξεκινούσε στα πρώτα χρόνια του φασιστικού καθεστώτος, η δραστηριότητά του εξελισσότανε παράλληλα με τα γεγονότα της εποχής. Σε πολλές περιπτώσεις είχε συνδεθεί με αυτά: Το όνομα του Κιπριάνι εμφανίζεται ανάμεσα σ’ εκείνους που υπέγραψαν ένα κείμενο του 1938 που έμεινε γνωστό ως «Προκήρυξη των Ρατσιστών Επιστημόνων», ενώ πολλά από τα δημοσιεύματά του εκείνης της εποχής ήταν αφιερωμένα σε θέματα απροκάλυπτα φασιστικά.

      Ήταν οπαδός της ναζιστικής ευγονικής θεωρίας, που προέβλεπε στείρωση των μειονεκτικών πληθυσμιακών ομάδων και υποχρεωτικά προγαμιαία πιστοποιητικά. Περιέγραφε τους νέγρους ως άτομα με αδιόρθωτη παιδιάστικη συμπεριφορά και ροπή προς ευθυμία και αφελείς διασκεδάσεις, στις οποίες κανένας φυσιολογικός λευκός δεν θα ενέδιδε. Από τον κανόνα των ηθικά και πνευματικά κατώτερων μαύρων εξαιρούσε τους Ζουλού, τους Βουσμάνους, τους Πυγμαίους και τους Μπάιλα, στους οποίους διέκρινε ομορφιά, ξεχωριστές φυσικές ικανότητες και τεχνικές δεξιότητες.

Όσο για τους μιγάδες, τους θεωρούσε λαμπρή περίπτωση προς εκμετάλλευση - γιατί, με τη διασταύρωσή τους με λευκούς, εμφάνιζαν βελτιωμένες διανοητικές ικανότητες και σωματική ευρωστία.

      «Ήταν ξεκάθαρα ρατσιστής, θεωρούσε κατώτερους ανθρώπους τους μαύρους και τους μιγάδες, όμως ερχόμενος στην Κρήτη αναγκάστηκε να παραδεχθεί πως, σε αντίθεση με θεωρίες που τότε είχαν αναπτυχθεί, ούτε εβραϊκό ούτε αφρικανικό αίμα κυλά στις φλέβες των κατοίκων της» λέει γι’ αυτόν η Ελένη Βασιλάκη. Για τους Κρητικούς, πέρα από τη γνησιότητα της φυλής τους είχε να πει και καλά λόγια για τη φιλοξενία που του πρόσφεραν. Στο βιβλίο του μάλιστα περιέγραψε πως παντού ξοδεύτηκαν για να τον φιλοξενήσουν μαζί με τους στρατιωτικούς της ακολουθίας του, παρότι το ταξίδι του στην Κρήτη έγινε σε καιρό πολέμου και ο ίδιος ήταν με τους κατακτητές.

      Αυτός ο συνδυασμός ανθρώπου και υπανθρώπου ήρθε σε μας. Ξεκίνησε το επιστημονικό οδοιπορικό του  στην Κρήτη τέλη Ιουλίου του 1942. Η αποστολή του ταξίδεψε στο νησί με δύο ελαφρά στρατιωτικά φορτηγά, ενώ όπου δεν υπήρχαν δρόμοι επιστράτευαν τα μουλάρια. Παρότι επισκέφθηκε 117 μέρη, το ανθρωπολογικό του ενδιαφέρον επικεντρώθηκε σε 74. Στόχος του ήταν να μετράει 25 άνδρες και άλλες τόσες γυναίκες σε κάθε τόπο που επισκέπτονταν. Ωστόσο σε αρκετά χωριά τα βρήκε σκούρα, γιατί για να μετρήσει τις γυναίκες έπρεπε να τις ακουμπήσει κι αυτό δεν του το επέτρεψαν. Έτσι, δεν κατάφερε να αντλήσει δεδομένα από καμία γυναίκα σ’ αυτά τα μέρη, παρόλο  φωτογραφίες τον άφησαν να τραβήξει. Μόνο στην Αγία Ρουμέλη ο κανόνας άλλαξε κι εκεί μέτρησε 9 άνδρες και 16 γυναίκες. Συνολικά συμπλήρωσε 2.375 ανώνυμα ατομικά δελτία ανθρωπομετρίας, εκ των οποίων 2.078 ανδρών και μόλις 297 γυναικών.

Τον Μάιο του 1943 δημοσίευσε στη Φλωρεντία τη μελέτη του «Creta e l origine mediterranea della civiltà» («Η Κρήτη και η μεσογειακή προέλευση του πολιτισμού»), όπου έβαλε λιγότερα από το ένα εικοστό του φωτογραφικού υλικού που είχε τραβήξει. Το μικρό δείγμα δουλειάς του στο βιβλίο αυτό έκανε πολύ αργότερα κάποιους δικούς μας να αναζητήσουν το σύνολο του αρχείου του που αναφερότανε στην Κρήτη. Η ανεύρεση και η αξιοποίησή του τελικά δημιούργησαν την έκδοση «Κρήτη 1942. Οι φωτογραφίες του Lidio Cipriani» στο τέλος του 2014. Μέσα εκεί, το Φαράγγι της Σαμαριάς αντιπροσωπεύεται με 22 ατμοσφαιρικές φωτογραφίες, αλλά η Κάνδανος με μια μόνο τρομαχτική: Δικιά του ήταν η γνωστή φωτογραφία της επιγραφής που τοποθέτησαν οι καταστροφείς στην αφανισμένη κωμόπολη.

Τώρα, τελειώνοντας αυτή την αναφορά μου, θα αναρωτιέστε πώς συνδυάζονται εδώ ο χωροφύλακας Νικόλαος Γιαπιτζάκης που ήτανε πατριώτης με τον ανθρωπολόγο Λίντιο Κιπριάνι που ήτανε φασίστας. Αυτό έγινε, γιατί, κοιτάζοντας τις φωτογραφίες που είχε τραβήξει ο Κιπριάνι στο πατρογονικό μου χωριό στις Λίμνες, ανακάλυψα ότι ο Ιταλός - από κάποιο ανέβασμα ψηλά - είχε φωτογραφήσει τον πατέρα μου, νεαρό δάσκαλο το 1942, να μαθαίνει χορό στα παιδιά. Ο πατέρας μου πιο πριν, είχε πολεμήσει σαν αξιωματικός του Ιππικού στο Αλβανικό Μέτωπο και μετά συμμετείχε και στη Μάχη της Κρήτης.

Το όνομά του; Νικόλαος Γιαπιτζάκης! 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ