Οι καρπούζες επαίξανε πήδο!

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Ο θεσμός των λαϊκών αγορών στην Ελλάδα, αναμφισβήτητα, είναι το μοναδικό αυθεντικό κατάλοιπο της αμεσότητας των Κοινοτήτων των Ελλήνων. Εμπλουτισμένες και εμφορούμενες κυρίως, από την κουλτούρα της καθ’ ημάς Ανατολής.

Του Κωστή Ε. Μαυρικάκη

Στη ζωή υπάρχουν τελικά πολλά απρόσμενα. Ένα απ’ αυτά είναι, να σκίζεις τα προγραμματισμένα γραφτά σου, όταν βρεθείς μπροστά στην απροσδόκητη ωραιότητα της λαϊκής απλότητας. Κάτι αντίστοιχο, όπως όταν λέμε «σκίζω τα πτυχία μου»! Αναμφίβολα, οι εικόνες από τις καλοκαιρινές υπαίθριες λαϊκές αγορές στην Κρήτη, θα μπορούσαν να εμπλουτίσουν πάμπολλα περιηγητικά κείμενα Ευρωπαίων φιλελλήνων, αν και νομίζω ότι το κάνουν πολύ επιτυχημένα και παραστατικά κάποια από αυτά. Έτσι είναι εντυπωσιακά ευχάριστο, όταν οι μανάβηδες της λαϊκής αγοράς που σε εφοδιάζουν με τον «εβδομαδιαίο άρτο», αλλάζουν άρδην τον προγραμματισμό και το θέμα των επιφυλλίδων σου! Τύφλα να ‘χει η ζοφερή πολιτική και κοινωνική επικαιρότητα…

Ο καταιγισμός από ευχάριστες αλληλοδιαδεχόμενες εκπλήξεις λοιπόν εκεί, (μου αρέσει πολύ, που κάποιοι ηλικιωμένοι την αποκαλούν ακόμη «παζάρι»)  μπορεί να σε αφοπλίσουν, όταν αντιληφθείς ότι ο παραγωγός αγρότης, διαλαλεί τα προϊόντα του με έναν ιδιαίτερο τρόπο και με σχήματα λόγου που θα ζήλευε ακόμη κι ένας φτασμένος συγγραφέας! 

Κατάλοιπα από δημιουργήματα ήδη των πολύ παλιών κοινωνιών, προσαρμοσμένα στους σύγχρονους καιρούς, συνέχεια κυρίως των παλιών παζαριών της μαγευτικής Ανατολής, με τα δυνατά χρώματα και τις οσμές, τις εξωτικές μορφές και την οχλαγωγία, τα αλισβερίσια στα προϊόντα και τα αγαθά, εκτός από τη χρηστικότητά τους, οι σημερινές λαϊκές εξακολουθούν να συναρπάζουν πολλαπλά. 

Μεγαλόφωνα λοιπόν, και με τις απαραίτητες προστακτικές που επιτάσσει ένα αυθόρμητο μάρκετινγκ που σε έχει ήδη πείσει για την αλήθεια των ισχυρισμών του, ακούς τον παραγωγό να διαφημίζει σχεδόν ξελαρυγγισμένος, την πραμάτεια του. Ταυτόχρονα, με το ένα χέρι ζυγίζει τα προϊόντα του και δίνει σε χρόνο dt τα ρέστα στον προηγούμενο αγοραστή, ενώ με το άλλο χέρι τείνει μια αδειανή σακούλα στον επόμενο πελάτη! Συνήθως οι πωλητές των λαϊκών της Κρήτης, μου λέει αλλοδαπός φίλος μόνιμος κρητικός πια, που ταυτόχρονα με τα ψώνια του στέκεται και παρατηρεί, μελετώντας τους σαν εθνολογική άσκηση αφού τρελαίνεται για τα παζάρια της Ανατολής, είναι multi tasking όπως τα Windows: Εκτελούν ταυτόχρονα πολλές εργασίες! Αλλά η πιο σπουδαία από αυτές, είναι το κυνήγι μιας ευρηματικής διαφήμισης: Να κάνεις τον άλλο να σταματήσει και να ψωνίσει από το δικό σου πάγκο.

«Περάστε κόσμε! Οι καρπούζες …επαίξανε πήδο»! Διαλαλεί και δείχνει με καμάρι τα χτιστά καταπράσινα καρπούζια του, πάνω στον πάγκο. «Δωρεάν η δοκιμή»!

Κοντοστέκομαι και τον κοιτάζω αποσβολωμένος κατάματα και με νόημα, ενώ οι πάντες με σκουντούν πέφτοντας πάνω μου από ολόγυρα! Ακαριαία σκέφτομαι ότι ο τύπος, μόλις ξεστόμισε ίσως άθελά του, μια σπάνια λογοτεχνική ή ποιητική ατάκα, που θα ζήλευε ακόμη κι ένας φτασμένος λογοτέχνης ή ποιητής! «Επαίξανε πήδο»! Δυο λέξεις, μια λυρική έκφραση που εμπεριέχουν ξαφνική κίνηση, ίσως κι ένα αδιόρατο ήχο σαν λάκτισμα για το σάλτο. Δυο δυνατές λέξεις που ήδη σου μεταβιβάζουν ζωντανή την εικόνα μιας ακαριαίας μετατόπισης ˙ μιας βίαιης κίνησης σχεδόν ελατηρίου! Προφανώς, ήθελε με αυτό το ευρηματικό ζευγάρι των λέξεων, να διαφημίσει ότι τα καρπούζια του είναι ήδη γινωμένα, ολοκόκκινα, ολόγλυκα, κι έτοιμα για κατανάλωση! Και βρήκε αυτό τον έξυπνο τρόπο μέσω της τέχνης του λόγου, να πείσει για το προϊόν του. 

Αστραπιαία όμως σκέφτηκα και τις περιγραφές των πεντανόστιμων καλοκαιρινών φρούτων στην Κρήτη του 17ου αιώνα από τον εκπατρισμένο Τζουάνε Παπαδόπουλο, όπως εκθέτει νοσταλγικά τα καλοκαιρινά καρπούζια του Βασιλείου της Κάντια, στον «Καιρό της Σχόλης»:

«Τα καρπούζια της Κρήτης» έγραφε ο κρητικός πρόσφυγας στην Ιταλία, «συναγωνιζόταν το μαρτσιπάν ή άλλα γλυκίσματα. Καρπούζια πολύ νόστιμα, μπορούσε κανείς να φάει ακόμα και τη φλούδα τους, που ήταν γλυκιά σα ζάχαρη, κόκκινα μέσα, με δυνατό άρωμα, στεκάτα και σαρκώδη κι όχι σαν αυτά τα νερουλιασμένα που βγαίνουν σε τούτα τα μέρη τα ελώδη, θα 'λεγες, που μερικές φορές βγάζουν μιαν άσκημη μυρωδιά βάλτου· εκείνα ήταν ντούρα· και όλες ανεξαιρέτως οι καρπουζιές  έβγαζαν τέτοια εξαίσια καρπούζια. Τα πολύ πρώιμα τα πουλούσαν τέσσερα σολδία το ένα και μετά δύο και ένα σολδίο τα καλύτερα. Τα καρπούζια ήταν πελώρια, σαρκώδη,  χωρίς πολλά- πολλά νερά, και γλυκά. Η ποιότητά τους, όπως και των πεπονιών, οφειλόταν πρώτα απ’ όλα στο ότι τα καλλιεργούσαν σε στεγνό έδαφος από άργιλο με τη φυσική δροσιά που απλωνόταν κάθε πρωί…» (1)

Αλλά ο δαιμόνιος μανάβης – παραγωγός, συνεχίζει ακάθεκτος με μια αετίσια ματιά που σχεδόν σκανάρει τα πάντα, αγνοώντας και υποτιμώντας τις πεζές διαφημίσεις των άλλων συναδέλφων του από τους διπλανούς πάγκους, που ανεπιτυχώς προσπαθούν να τον μιμηθούν! Όμως η ατάκα έρχεται από άλλο πελάτη που με σαρδόνιο γέλωτα κάτω από τη μάσκα, μεγαλόφωνα του πετά την μπηχτή:

«Μα με τα φάρμακα που τις μπουχτίζετε, όχι μόνο πήδους θα παίζουνε, σε λίγο θα πηδάνε και …«άλμα επί κοντό» του λέει μετερχόμενος μεγαλύτερης λογοτεχνικής υπερβολής για να τον πειράξει!

Ένας άλλος όμως πελάτης ήταν έτοιμος:

«Ποιο; Δεν καταλάβατε καλά! Σε λίγο με τα φυτοφάρμακα, όχι πήδους και σάλτους θα παίζουνε στα μποστάνια, αλλά θα ‘ρχονται και θα μας βρίσκουνε αμοναχές τους στα σπίτια μας, σαν τα μπαρουτόβολα που ‘ριχνε ο Καπετάν Κόρακας από την κορφή του Κατσελιού στους Τούρκους» προσθέτει ένας άλλος πελάτης, και όλοι πλέον που άκουσαν την αντιπαράθεση, και ο μανάβης μαζί, σκάμε στα γέλια! 

Από τα τρανταχτά γέλια, τα κτιστά στον πάγκο καρπούζια ατάκτως κατεδαφίζονται, πιάνοντας …τα διάπαντα! Άλλα σπάνε, και τα αιμάτινα ζουμιά τους λούζουν το δάπεδο. Άλλα τσουρλάνε κάτω από τους διπλανούς πάγκους, γλιτώνοντας το σπάσιμο! Πανικός στη λαϊκή, από το ξεχειλισμένο και απρόσμενο χιούμορ, ενώ πλέον οι πάντες κοιτάζουν ξεραμένοι στα γέλια τη σκηνή. 

Και ο διπλανός παραγωγός, ετοιμόλογος την είχε «φυλαγμένη»:

«Μωρέ Μανούσο, καλά το λες πως οι καρπούζες σου, σύρνουνε πήδους! Ίσαμε το δικό μου πάγκο εφτάξανε»!  Και συμμετέχοντας κι εκείνος στον αυτοσχέδιο χαβαλέ, κτυπά ένα τεράστιο προβατοκούδουνο που έχει κρεμάσει κάτω από την τέντα του, σαν άλλη ευρηματική διαφήμιση για τα δικά του ορεσίβια προϊόντα! 

Σπάνιες εικόνες από μια «μεταπολεμική» καλοκαιρινή λαϊκή αγορά της Κρήτης.  Μαγευτικές σκηνές μετά τις πάμπολλες στερήσεις και αποκλεισμούς στον ψυχισμό της κοινωνίας από την ανέλπιστη περιπέτεια θανατικής πανδημίας που σάρωσε την οικουμένη. Ο θεσμός των λαϊκών αγορών στην Ελλάδα, αναμφισβήτητα, είναι το μοναδικό αυθεντικό κατάλοιπο της αμεσότητας των Κοινοτήτων των Ελλήνων. Εμπλουτισμένες και εμφορούμενες κυρίως, από την κουλτούρα της καθ’ ημάς Ανατολής. Με τη γενικότερη έννοια που τις προσδιορίζει και ο Χρ. Γιανναράς. Ή ακόμη, με τους πιο λυρικούς στίχους που τις τραγούδησε ο θρυλικός μας Νιόνιος. Εδώ που το πνεύμα των ανθρώπων, ο αέρας και το φως του τόπου παραμένουν αυθεντικά και απαράλλαχτα ανά τους αιώνες. Γιατί εδώ όλα είναι αυθόρμητα και αφτιατσίδωτα. Δηλαδή αληθινά.

  1. «Στον Καιρό της Σχόλης, (L’Occio) Αναμνήσεις από την Κρήτη του 17ου αιώνα», Τζουάνες Παπαδόπουλος, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2012.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ