Όταν η παλιά εποχή κάνει add τη νέα...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Τώρα οι εποχές είναι αλλιώς. Με τα υπέρ και τα κατά τους. Τώρα συχνά οι δάσκαλοι πρωτομπαίνουν και περιμένουν τους μαθητές.

της Μαρίας Λιονάκη

Υπήρχαν παλιά κάτι εποχές που οι δάσκαλοι φώναζαν με κατάλογο τα ονόματα των μαθητών για να πουν το μάθημα. Ή φώναζαν αριθμούς που αντιστοιχούσαν σε μαθητές, κάθε  μαθητής κι ένας αριθμός στη λίστα του καταλόγου,  στη Λίστα του Σίντλερ.  Τότε  κάθε μαθητής   που αγωνιούσε κι έκρυβε τα ιδρωμένα χέρια του, κάτω απ’ το θρανίο ή στις τσέπες της μάλλινης ζακέτας του, ήξερε  απ’ την αρχή της χρονιάς  το νούμερό του. Το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη.  Τα ονόματα ήταν καταχωρημένα με αλφαβητική σειρά απ’ τον αυστηρό κουμπωμένο ως απάνω καθηγητή  στον  αυστηρό, εξίσου κουμπωμένο  ως απάνω κατάλογο, τον μπλε, τον καφέ,  τον μαύρο κατάλογο, της μαύρης μοίρας του αδιάβαστου μαθητή,  αντιγραμμένα  τα ονόματα απ’ την κατάσταση του τμήματος. 

Τότε οι καταστάσεις ήταν αλλιώς. Και  οι  δάσκαλοι και  οι μαθητές ήταν αλλιώς. Αμέσως μετά το χτύπημα του κουδουνιού έμπαιναν  ας πούμε οι μαθητές  στην τάξη, με απόλυτη πειθαρχία για να διαβάσουν  με μια γρήγορη ματιά το προηγούμενο μάθημα, να ελέγξουν τις ασκήσεις   και να  περιμένουν  ήσυχα τον καθηγητή.  Από σεβασμό, από φόβο, από ντροπή.

Τώρα οι εποχές είναι αλλιώς.  Με τα υπέρ και τα κατά τους. Τώρα συχνά  οι δάσκαλοι πρωτομπαίνουν και περιμένουν τους μαθητές. Κάτι θα ψωνίζουν απ’ το κυλικείο,  σε μια όμορφη εικόνα διαλείμματος θα έχουν ξεχαστεί, σε μια ενδιαφέρουσα φιλική συζήτηση θα συμφωνούν ή έντονα  θα διαφωνούν,  σε ένα γλυκό φλερτ  θα έχουν μελωθεί  τα αφηρημένα μαθητούδια και θα χτυπήσουν την πόρτα στα πρώτα λεπτά  ξεχωριστά να μπουν.  Νιάτα…

Υπήρχαν παλιά κάτι εποχές που οι άνθρωποι έκαναν βεγγέρες στις αυλές,  στις γειτονιές τα καλοκαίρια, όλοι μαζί… Μόλις ο κάματος της μέρας κουράζονταν,  μόλις η βιοπάλη , θεριό  ανήμερο, με πολλά κεφάλια  σαν τη Λερναία Ύδρα της μυθολογίας,   χόρταινε το ροκάνισμα του ανθρώπινου κορμιού,  η ψυχή το έσκαγε σαν μαθητής που διέλαθε της προσοχής αυστηρού καθηγητή ή διευθυντή και συναντιόταν με τους άλλους μαθητές αυτής της ζωής. Συμμαθητές όλοι  στη συντροφικότητα, στο πάρε δώσε της χαράς, της λύπης, της έγνοιας, των ματιών,  της κουβέντας αυτά τα απόβραδα.  Της Ρωμιοσύνης του Γιάννη Ρίτσου. Kάθε που  βράδιαζε… «Κάθε που βραδιάζει με το θυμάρι τσουρουφλισμένο στον κόρφο της πέτρας είναι μια σταγόνα νερού που σκάβει από παλιά τη σιωπή ως το μεδούλι είναι μια καμπάνα κρεμασμένη στο γερο-πλάτανο που φωνάζει τα χρόνια.» Όταν  το φεγγάρι ανέτειλε να συναντήσει τα άστρα, τους δικούς του συμμαθητές.  Δίπλα σε παρτέρια που μύριζαν αγιόκλημα, βασιλικό και δυόσμο, με  λίγες καρέκλες ξύλινες πλεγμένες με σχοινί,  τραβηγμένες πιο έξω, με δυο μύγδαλα ή καρύδια, γλυκό σταφύλι, παστρικά σιροπιασμένο  η ζωή έλυνε αβίαστα  τους σχοινένιους κόμπους της.

Υπήρχαν παλιά κάτι εποχές που ο έρωτας έπρεπε να βαδίσει ατέλειωτο μαραθώνιο για να φανερωθεί, να τερματίσει, αν δε θάβονταν ευθύς εξαρχής  στη γλάστρα με το γιασεμί της αυλής. Αν δεν έπαιρνε αποβολή από αυστηρό γυμνασιάρχη, επιθεωρητή. Τότε όλα εξελίσσονταν πιο αργά, πιο αθώα,  αγνά. Λευκά σα γιασεμί. Μέρες, μήνες κρατούσε το παιχνίδι των ματιών που σεργιάνιζε, βεγγέριζε στις γειτονιές. Η αβεβαιότητα κέντριζε  τη φαντασία, η κρυφή  πεθυμιά γλυκά βασάνιζε, ανομολόγητα   πυρπολούσε  το κορμί, την ψυχή και τη σκέψη που μαθήτευε στον έρωτα.  Τότε ο ερωτευμένος μαρτυρούσε,  άγιαζε στη θρησκεία της αγάπης μέχρι τον έρωτά του να εξομολογηθεί. Τότε το  μέλλον  της σχέσης  ζυγίζονταν καιρό,  ήταν ανεξιχνίαστο,  αμφίβολο, συχνά ζοφερό. Σαν το μέλλον αδιάβαστου μαθητή. Το ραβασάκι έπρεπε να βρει τον πιο ανυποψίαστο, βολικό τρόπο να σταλεί, το ραντεβού πολύ μελετημένα, με σίγουρο άλλοθι και προφυλάξεις να κανονιστεί  κι όλα κρέμονταν από μια κλωστή, χρυσοκλωστή.  Σε ιστό  ονειροπαγίδας.  Κι όμως είχε όλη αυτή η δυσκολία, η αμφιβολία, η αναμονή  μια γλύκα, μια μαγεία… Εφάμιλλη της μαγείας που  ο μικρός-  μεγάλος, ουράνιος-γήινος,  φτερωτός θεός σκορπά.

Υπήρχαν παλιά κάτι εποχές που φωτογραφίες αποτύπωναν με φιλμ φτιαγμένο από χαρούπια τις  μεγάλες,  κάθε οικογένειας στιγμές. Αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, οικογενειακές γιορτές,  κάποιο Πάσχα που γιόρτασαν όλοι μαζί  στο χωριό, τα παιδιά στο σχολείο. Οι  φωτογραφίες  αυτές, αρχικά ασπρόμαυρες κι αργότερα έγχρωμες, φυλάσσονταν σε πολύχρωμα απ’ έξω  άλμπουμ φωτογραφιών και φυλλομετρούνταν τα κρύα βράδια του χειμώνα δίπλα στο τζάκι, ξεφλουδίζοντας κάστανα.   Κάποιες φορές απαθανατίζονταν από πλανόδιους, ξένους στον τόπο  φωτογράφους, στέλνονταν με το ταχυδρομείο στη σύσταση, τη γραμμένη  ευδιάκριτα με μολύβι σε χαρτί και κορνιζώνονταν με περηφάνια στις τραπεζαρίες των σπιτιών. Πάνω σε ασβεστωμένους τοίχους. Με πρόσωπα σοβαρά, αγέλαστα, σύμφωνα με το τυπικό  παρατεταγμένα. Οι φωτογραφίες τότε ήταν σπάνιες και πολύτιμες. Σαν τις στιγμές που εικόνιζαν.  Με τέτοιες φωτογραφίες πλέκονταν τις παλιές εποχές και τα προξενιά. Νύφες που θα ταξίδευαν σε χώρες άγνωστες, στο μυαλό τους παραμυθένιες, να αναζητήσουν τον έρωτα,  την τύχη τους, το γαμπρό που θα  τις περίμενε. Οι  «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη.

Υπήρχαν παλιά κάτι εποχές… Που ήρθε η τεχνολογία και τις άλλαξε. Θετικά και αρνητικά. Τώρα η γνώση, η μάθηση έχει συνδεθεί σε μεγάλο βαθμό με τον υπολογιστή,  το διαδίκτυο που είναι άλλου είδους δάσκαλος.  Που μερικές φορές διδάσκει  ανεξέλεγκτα, αρνητικά, άκριτα τις μικρές ηλικίες. Τώρα οι φωτογραφίες είναι εύκολες, πολλές,  αποτυπώνονται ψηφιακά, μεταφέρονται στον υπολογιστή και δέχονται επεξεργασία. Τώρα η λήψη φωτογραφιών  πλεονάζει σε τέτοιο βαθμό που συχνά υπηρετεί την ανθρώπινη ματαιοδοξία, τη διάθεση για επίδειξη και προβολή.

Τώρα ζούμε στην εποχή των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Δεν χρειάζονται οι βεγγέρες πια. Ούτε τα ραβασάκια. Οι άνθρωποι έχουν τους διαδικτυακούς τους φίλους και εραστές.  Τους έμπιστους κι αληθινούς φίλους, τους πολλούς φίλους, τις ευοίωνες, ταιριαστές  σχέσεις τους.  Που τους κάνουν add, tag, delete, που τους σκουντάνε, τους χαιρετάνε,  τους αγκαλιάζουν,  που με αυτοκόλλητα, καρδούλες, λουλουδάκια κι άλλα τσιμπιδάκια, πολύ  τους αγαπάνε, που  τους βάζουν  post στον τοίχο τους,  τους στέλνουν messengers,  με ανθισμένες καλημέρες, αστραφτερές καληνύχτες.   Που είναι έτοιμοι να προστρέξουν σε κάθε δυσκολία τους, που θα μοιραστούν τον πόνο και τη χαρά τους.  Που θα τους κρίνουν χωρίς εμπάθεια, που δε θα τους προδώσουν, πληγώσουν  στη σχέση.  Δε χρειάζεται να βάλουν τα καλά τους για να τους συναντήσουν, να ετοιμάσουν κάποιο κέικ, σπιτικά κουλουράκια για να τους δεχτούν. Δε χρειάζεται να βγουν έξω απ’ το σπίτι, να  απομακρυνθούν, να περπατήσουν,  απ’ τη βολική καρέκλα με το μαξιλαράκι να σηκωθούν, να ξοδέψουν ενέργεια, χρόνο, χρήματα… Εδώ  θα ερωτευτούν, θα κάνουν σχέση, θα ενωθούν και θα χωρίσουν, θα χαρούν, θα λυπηθούν, θα θυμώσουν. Θα επαναστατήσουν. Θα συνδράμουν τον πλησίον.  Μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Τις πρωινές ώρες οι φιλικές σχέσεις, πιο βράδυ οι ερωτικές. Όλα μελετημένα.   Από τον υπολογιστή, μέσα στο σπίτι. Τι ευκολία… Δε χρειάζεται να βάψεις το μαλλί,  να ψωνίσεις ρούχα, να ομορφοντυθείς για να βγεις πια.  Να έχεις άγχος, χτυποκάρδι  πώς θα φερθείς, τι θα πεις, πώς θα το πεις.  Ας είναι καλά τα greeklish  και η ορθογραφική διόρθωση του υπολογιστή. Μπορείς να βάλεις και μια παλιά φωτογραφία, προ εικοσαετίας για  πιο καλά, άμεσα  αποτελέσματα εντυπωσιασμού.  Δεν είναι απίστευτο; Τώρα δε χρειάζεσαι τα βιβλία, μια βόλτα στη φύση πια.  Όλα υπάρχουν μέσα στον υπολογιστή σου. Φύση,  τοπία,  θάλασσες και βουνά, μουσική, βιβλία, γνώση, σοφά ρητά, επικοινωνία, σχέσεις, έρωτας, φίλοι.  Στη συσκευασία ενός υπολογιστή. Η ροζ ανεμώνη, η κόκκινη παπαρούνα, ο  Γιώργος Ηράκλειο, ο Νίκος  Χανιά. Τι ωραία….τι καλά περνάμε,  ζούμε σήμερα, τώρα πια…  Όχι όπως παλιά…

Οικογενειακή σκηνή στο καθιστικό ενός σπιτιού…

Μαμά: Σταματήστε να αλλάζετε κανάλια, αυτή η ενημερωτική εκπομπή έχει θέμα το Facebook και θέλω να τη δω!   (γέλια έντονα,  οικογενειακά)

Κόρη: Δεν είναι το θέμα  της εκπομπής μαμά αυτό  που γράφει από κάτω, αλλά   μας λέει ποια είναι η δυνατότητα των τηλεθεατών να επικοινωνούν με το Facebook  της εκπομπής!!!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ