Το Πολυτεχνείο της Λιλής Ιακωβίδου

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Θάνατε, δεν αισθανόμαστε μόνοι. Το φως της Θυσίας μάς παραστέκει.

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

 

Ζωή και θάνατος διαφέρουν, μεταξύ τους, υπαρξιακά. Επειδή αυτό που είναι άχρηστο δεν θυσιάζεται, αυτό που είναι χρήσιμο θα περνάει πάντα από το μηδέν που είναι ο θάνατος. Ό,τι εκπροσωπεί αυθεντικά τη ζωή - ό,τι αξιολογείται μόνο από τη δύναμη που διαθέτει να πεθαίνει και ταυτόχρονα να ζει - η ζωή το θυσιάζει και αντιστέκεται. Έτσι, αντίσταση σημαίνει μια δύναμη ξεχωριστή, αφού το πιο δυνατό από τα εμπόδια, τον θάνατο, τον ξεπερνάει με την θυσία. Με αυτόν τον οργασμό, που οδηγεί αναμφισβήτητα ως την απόλυτη ελευθερία.

Αυτού του είδους την ελευθερία, που ήταν ο θάνατος, είναι σχεδόν σίγουρο ότι δεν την φαντάστηκαν οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Πολυτεχνείου τον Νοέμβριο του 1973. «Εδώ χτύπα, αδερφέ μου» φώναζαν λίγο νωρίτερα κι έβαζαν το χέρι στην καρδιά τους, ελπίζοντας έτσι να συγκινήσουν τον σκοτεινιασμένο φτιαχτό «υπεράνθρωπο». Μα αυτός δεν δίστασε καθόλου και πέρασε, με το τανκ, πάνω από τα ανυπεράσπιστα κορμιά τους.

Όποιος δεν αγάπησε τα νιάτα, δεν αγάπησε τη ζωή. Δεν μπορεί να διακρίνει τον Θεό εκεί που πραγματικά υπάρχει: Σε ένα πρόσωπο παιδιού, σε ένα βλέμμα παιδιού γεμάτο φως. Τα νιάτα τα αγκάλιασε πλατιά η ποίηση. Το Πολυτεχνείο, πριν προλάβει ακόμα να πάρει την υπόσταση της μνήμης, πέρασε στην ποίηση, να γίνει σύμβολο αντίστασης για πάντα.

 

Η Λιλή Ιακωβίδου, η τελευταία ηγερία του Κωστή Παλαμά, ήταν μια από τις γνωστότερες ποιήτριες του παλαιότερου καιρού που ζούσε ακόμα στην εποχή του Πολυτεχνείου. Ξέρουμε ένα από τα ποιήματά της χάρη στη μελοποίησή του από τον Γιάννη Σπανό. Εκεί μέσα, λες και περιγράφει το τι νιώθει, ακόμα μέχρι σήμερα, κάποια από τις μητέρες αυτών των παιδιών που έχασαν τη ζωή τους σ’ εκείνη την νύχτα του Πολυτεχνείου: «Ο ζωντανός ο χωρισμός, το λέει και το τραγούδι, παρηγοριά δεν έχει. | Από την ώρα που ’φυγες έχει βουρκώσει ο ουρανός κι η θλίψη σιγοβρέχει. | Κοιτάζω την εικόνα σου, παιδί μου αγαπημένο, παρηγοριά για νάβρω. | Και το γλυκό χαμόγελο της ζωγραφιάς σου κάνει τον πόνο μου πιο μαύρο. | Η αγάπη πάντα είναι διπλή, το λέει και το τραγούδι, μα ο καημός περίσσιος. | Άξαφνα μες στην μοναξιά πληγώνει και τρομάζει σαν ψέμα και σαν μίσος».

Η Λιλή Ιακωβίδου, λοιπόν, είδε την ψυχή των παιδιών να αναδύεται μέσα από την οργή τους. Ένιωσε ότι εκείνο το «Εδώ» (...Πολυτεχνείο), που είχαν εκπέμψει τα παιδιά από την καρδιά τους, δεν ήταν ένας απλός τοπικός προσδιορισμός. Λες «Εδώ», αλλά δεν εννοείς όρια. Εννοείς το Άπειρο. Πιστή σ’αυτές τις έννοιες, η Λιλή Ιακωβίδου δεν καταπιάστηκε από το σύνθημα, όπως έκαναν άλλοι, πολλοί. Διείσδυσε στην ουσία, για να μας δώσει το αδάμαστο της νιότης, μέσα από το δίπτυχο του μεγάλου θέματος της ύπαρξης που την αποτελούν - όπως είπαμε στην αρχή - η ζωή και ο θάνατος.

Έτσι, αντί να αναφερθεί στον χώρο του Πολυτεχνείου με την έννοια του περιορισμένου, μας έδωσε το απεριόριστο σ’ αυτόν τον χώρο: Σ’ εκείνο που δεν γνωρίζει από φραγμούς και που δεν πολιορκείται, αλλά που διαχέεται παντού σαν μια ενέργεια φωτός που ξαφνικά ελευθερώθηκε από τις σάρκες των παιδιών - τις σάρκες αυτές που πυροβόλησαν οι βάρβαροι. Έγραψε τότε δύο ποιήματα. Το ένα είχε τίτλο «Η 16 και 17 του Νοέμβρη του 1973 με τη φωνή ενός παιδιού τριάμισι χρονώ». Και το άλλο είχε τίτλο «Μήνυμα στο Θάνατο στις 16 και 17 του Νοέμβρη του 1973». Και στα δύο, η γηραιά ποιήτρια μας έδωσε το παράλογο της νιότης, που γκρεμίζει αυτό που είναι λογικό για τους μεγάλους:
Τον φόβο του θανάτου.
Καθώς η νιότη δεν είναι τίποτε άλλο από δράση, από συνεχή κίνηση, με χαρακτήρα πάντα θετικό για τη ζωή, η ποίηση αυτή (που γράφτηκε με αφορμή την υπόθεση των παιδιών που θυσιάστηκαν στο φρούριό τους, στο Πολυτεχνείο) μας καλεί να προσδιορίσουμε την ουσιαστικότερη μορφή της δράσης, που είναι ο Λόγος. Ο Λόγος που αναδύεται από τα βάθη της καρδιάς και που δίνει τη δύναμη στον άνθρωπο να μένει νέος και να προβάλει αντιστάσεις σε όλο το μήκος της ζωής του, έστω και αν σωματικά δεν το μπορεί.

Στο πρώτο ποίημα, της χάρισε την έμπνευση αναπάντεχα ο εγγονός της.
Ένα παιδί «τριάμισι χρονώ», που δεν ήταν δυνατό να καταφέρει τίποτα κι όμως σχετίστηκε με το Πολυτεχνείο μ’ έναν δικό του τρόπο, βάζοντας την αντίστασή του στο σημείο εκείνο που αρχίζει ο Λόγος:
-Τό-μα-θεθ, για-γιά; Κο-τώ-θα-νε τουθ κό-θμουθ.
-Πώς τους σκοτώσανε, αγόρι μου;
-Με τα παι-νί-δια μαθ! Με τα τανκθ.

Αυτός ο Λόγος του εγγονού της, ή καλύτερα το ψεύδισμα, ήταν πρωτόγνωρο για την κατάπληκτη ποιήτρια. Το παιδί, από ένστικτο ή ας πούμε από ιερή παρόρμηση, μπόρεσε να αγγίξει την αλήθεια και μπόρεσε να διακρίνει το παράλογο στο χώρο της ψυχής. Δηλαδή το άδικο. Είδε ξαφνικά να του στερούν την φυσική ευχαρίστηση της ύπαρξης. Ξεπέρασε το φράγμα σιγουριάς που ένιωθε στα πόδια της στοργικής γιαγιάς του - κι έζησε την φρίκη του Πολυτεχνείου. Και η Λιλή Ιακωβίδου έγραψε το ένα ποίημά της για τη ζωή που διαμαρτύρεται.

Οι δικτάτορες όλων των εποχών κατάφεραν, έστω και προσωρινά, να αλυσοδέσουν τους μεγάλους σε ηλικία, μα δεν κατάφεραν να αλυσοδέσουν τα παιδιά. Πώς να περάσεις χειροπέδες σε ένα βλέμμα; Τα παιδιά είναι ύπαρξη ρευστή. Πνεύμα. Ένα πνεύμα τρισυπόστατο: Βλέμμα, Απορία, Αντίσταση. Όταν  μας βλέπουν τα παιδιά, μας βλέπει ο Θεός. Νά γιατί δεν μπορούν να τα δαμάσουν οι δικτάτορες. Νά γιατί από τα παιδιά ήρθε το τέλος τους. Τα παιδιά που έπεσαν στην πύλη του Πολυτεχνείου, έπεσαν άοπλα - και απορώντας. Γι’ αυτό και νίκησαν.
Αν οι ποιητές δεν απαντούσαν σε στιγμές παρόμοιες σαν το ψεύδισμα του τριάμισι χρονών εγγονού, ο Θεός δεν θα ήταν τίποτε άλλο παρά μονάχα σιωπή. Οι απορίες των παιδιών και οι απαντήσεις των ποιητών υπάρχουν για να υπάρχει η φωνή του Θεού. Η φωνή που ψέγει και η φωνή που πάλλεται από τύψεις για λογαριασμό αυτών που έσφαλαν θανάσιμα.

Ο θάνατος έχει κι αυτός το πρόσωπό του. Το σχήμα του. Και προς το σχήμα του ανθρώπου, που σκότωσε τα νιάτα, στρέφεται το άλλο ποίημα της Λιλής Ιακωβίδου για το Πολυτεχνείο. Ένα δοξαστικό στους νεαρούς ήρωες που έφυγαν - για να είναι πάντα κοντά μας. Για να μπορούν να συντροφεύουν τη ζωή μας, αιώνια άφθαρτοι, όπως το φως. Η ποιήτρια - επιφορτισμένη να διατηρήσει τούτη την καρδιά των παιδιών που έφυγαν να γίνουν φως - θα θριαμβολογήσει, γιατί τόσο οι νέοι με τις πράξεις τους όσο και οι ποιητές με τα τραγούδια τους είναι άχρονοι. Θα μιλήσει στον νικημένο, που είναι ο θάνατος, θυμίζοντας (στο δεύτερο αυτό ποίημά της για τα νιάτα στο Πολυτεχνείο) την παρότρυνση του Σολωμού να θεωρούμε εθνικό ό,τι είναι αληθινό:
«Θάνατε, τα νιάτα σε ξέγραψαν! | Από τη στιγμή που η καρδιά τους | πήρε το σχήμα της Ελλάδας, | από τη στιγμή που άκουσαν το σφυγμό της | και τράνταξαν τα θεμέλιά της | κι αναβλάστησε μέσα τους ο σπόρος της θυσίας, | τα νιάτα δε σε λογάριασαν πιά!»

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ