Σε κλαίει Λαός

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

Ο κορυφαίος μας ποιητής ψυχορράγησε στην πιο μαύρη ώρα της Γερμανικής Κατοχής της Αθήνας, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

«Σε κλαίει Λαός. Πανάλαφρο να σειέται το χορτάρι | στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι! … | Πλατιά του ονείρου μας η γη. Κι απόμακρη. Και γέρνεις | εκεί και σβεις γοργά. | Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά την δείχνεις - και την φέρνεις | σαν πιο κοντά!»

Προφητικοί στίχοι του ποιητή Κωστή Παλαμά, τυπωμένοι στις εφημερίδες το 1904, τότε που οι Έλληνες ένιωθαν συγκλονισμένοι από τον θάνατο του Παύλου Μελά στη Μακεδονία. Προφητικοί, γιατί ο θάνατός του έμελλε να φουντώσει τον Μακεδονικό Αγώνα και να φέρει τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13, που απελευθέρωσαν τελικά ταυτόχρονα την Μακεδονία και την Κρήτη.

Σαράντα χρόνια αργότερα, το 1943, μέσα στον σκοτεινότερο χρόνο της Γερμανικής Κατοχής της Ελλάδας, η φράση «Σε κλαίει Λαός» απευθυνόταν τώρα στον ίδιο τον δημιουργό της, στον Κωστή Παλαμά, που είχε κλείσει για πάντα τα μάτια του στα ογδοντατέσσερά του χρόνια και ήταν ήδη ένα γιγάντιο φλάμπουρο του κοινωνικού μας και του εθνικού μας αγώνα.

Του κοινωνικού μας αγώνα, με την πάλη του για την καθιέρωση της γλώσσας του Λαού, της Δημοτικής Γλώσσας, που ήταν το προπύργιο για το ανέβασμα του μορφωτικού του επιπέδου και την ελευθερία που εκείνο συνεπάγεται, κάτι που το επεσήμανε στο επικήδειο ποίημά του ο Άγγελος Σικελιανός: «Σ’ αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα. | Ποιόν κλείνει μέσα του, τί κι αν το πει η δική μου γλώσσα; | Μα εσύ, Λαέ, που την φτωχή σου τη λαλιά | ήρωας την πήρε και την ύψωσε ως τ’ αστέρια, | μοιράσου τώρα την θεϊκή φεγγοβολιά | της τέλειας δόξας του, ανασήκωσ’ τον στα χέρια, | πες μ’ έναν μόνο ανασασμόν «Ο Παλαμάς!» | ν’ αντιβογγήξει τ’ όνομά του η Οικουμένη…»

Παλαμάς Γιαπιτζάκης

Και του εθνικού μας αγώνα, με την πνευματική συμπαράστασή του στο δίκιο των ελληνικών όπλων και των σκλαβωμένων αδελφών, με τους πάμπολλους στίχους του από το «Δεν χάνομαι στα Τάρταρα, μονάχα ξαποσταίνω, στη ζωή ξαναφαίνομαι και λαούς ανασταίνω» μέχρι το τελευταίο που είπε το 1940: «Αυτό το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα, μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα».

Ο κορυφαίος μας ποιητής (στην πραγματικότητα ήταν ο τελευταίος Δάσκαλος του Γένους, που όμως είχε επιλέξει να εκφραστεί με στίχους) ψυχορράγησε στην πιο μαύρη ώρα της Γερμανικής Κατοχής της Αθήνας, στις 27 Φεβρουαρίου του 1943. Οι κατοχικοί επίσημοι Γερμανοί, που δεν θέλησαν να σβήσει στις μέρες τους το σύμβολο του έθνους μας και να γίνει σύμβολο ελληνικής αντίδρασης, έστειλαν τον καλύτερό τους γιατρό για να βοηθήσει τον γηραιό ποιητή να αντιμετωπίσει την αδυναμία του - και να ανακάμψει. Όμως ο Παλαμάς, με αξιοπρέπεια, του είπε να περάσει έξω. Το βαρύ όνομα του Κωστή Παλαμά ήταν γνωστό όχι μόνο στους Έλληνες αλλά και σε όλους τους Γερμανούς, όχι γιατί διαβάζανε ποίηση και πόσο μάλλον ξένο ποιητή, αλλά γιατί στην εποχή τους, λίγο πριν τον Πόλεμο - το 1936 συγκεκριμένα - είχανε κάνει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Βερολίνο και είχανε ακούσει τον Ολυμπιακό Ύμνο - που τον είχε γράψει ο Κωστής Παλαμάς. Γι’ αυτό, ένα από τα στεφάνια, στην κηδεία του αργότερα, βρισκόταν εκεί με εντολή του ίδιου του Χίτλερ. Το όνομα του ποιητή μας λειτούργησε κατευναστικά και σε μια άλλη στιγμή της Γερμανικής Κατοχής, που μας είναι λιγότερο γνωστή: Έσωσε την ιδιαίτερη πατρίδα του, το Μεσολόγγι, όταν οι Γερμανοί είχαν αποφασίσει να το κάψουν, σαν αντίποινα για τους Έλληνες αντάρτες που δρούσαν εναντίον τους στα γύρω κοντινά βουνά. Σε μια ύστατη προσπάθεια, οι Μεσολογγίτες έδειξαν στον ναζιστή επικεφαλής τους στίχους του Κωστή Παλαμά, που ήταν χαραγμένοι στο μνημείο των Γερμανών Φιλελλήνων μέσα στον Κήπο των Ηρώων - κι έτσι ματαιώθηκε η μοιραία επιχείρηση.

Τότε, που στην ιστορική κηδεία του, της επόμενης μέρας 28ης Φεβρουαρίου, παρά τις ρητές απαγορεύσεις των Γερμανών, λαοθάλασσα πλημμύρισε το Α΄ Νεκροταφείο της Αθήνας - για τρεις λόγους: Ο πρώτος, ο ευτελής, γιατί ήταν Κυριακή και όχι μέρα εργάσιμη, ο δεύτερος, ο εθνικός, γιατί ήταν ο κορυφαίος μας ποιητής, και ο τρίτος, ο σημαντικός εκείνης της εποχής, γιατί προγραμματιζότανε πολιτική επιστράτευση από τους κατακτητές, για να μεταφέρουν κόσμο στα γερμανικά πολεμικά εργοστάσια. Και οι Αθηναίοι θέλησαν, με αυτόν τον τρόπο, να διαδηλώσουν την άρνησή τους (και πράγματι τα κατάφεραν, αφού οι Γερμανοί μπροστά στη μεγαλειώδη αυτή παρουσία το ξανασκέφτηκαν και ακύρωσαν την επιστράτευση). Έτσι ο Παλαμάς, αν και νεκρός, πρόσφερε μια ακόμη υπηρεσία στο έθνος των Ελλήνων.

Παλαμάς Γιαπιτζάκης

Την ώρα που πήγε να καταθέσει στεφάνι εκπρόσωπος της κατοχικής αρχής, ο διανοούμενος Γιώργος Κατσίμπαλης άρχισε μόνος του να ψάλλει τον Εθνικό Ύμνο: «Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή». Τον ακολούθησε το πλήθος. Τραγουδούσε και σείστηκε ο τόπος. Κάποιος φώναξε: «Ζήτω η ελευθερία του Πνεύματος!» Και ένας τρίτος βροντοφώναξε: «Ζήτω (σκέτο) η Ελευθερία!» Η ζητωκραυγή ακούστηκε σε όλη την Αττική, την άκουσαν και οι κατακτητές.

Στην εποχή μας, τα συλλαλητήρια συνήθως γίνονται για οικονομικούς λόγους - και δεν φέρνουν το επιθυμητό αποτέλεσμα, όπως δεν έγινε τίποτα και με τη δήλωση του θρησκεύματος στις πολιτικές ταυτότητες ή με το όνομα της Μακεδονίας - η συρροή του κόσμου στην κηδεία του Κωστή Παλαμά παραμένει έκτοτε ορόσημο επιτυχημένης έκβασης συλλαλητηρίου.

Ο Κωστής Παλαμάς βρίσκεται, ακόμα και σήμερα, στην κορυφή της Γης. Με το ύμνο του «Αρχαίο Πνεύμα Αθάνατο, αγνέ Πατέρα» της συναδέλφωσης των λαών στις Ολυμπιάδες. Μαζί με τον Ρώσο Μαξίμ Γκόρκυ, είχε προταθεί για το βραβείο Νόμπελ, ως ο γνωστότερος ποιητής της Ευρώπης στην εποχή του. Τον είχαν προτείνει πολλοί, ο Όσκαρ Ουάιλντ, ο Ρομαίν Ρολάν, ο Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ…

Παλαμάς Γιαπιτζάκης

Για όλους τους παραπάνω λόγους, αυτές τις δυό μέρες του θανάτου και της κηδείας του τότε, ανάβουμε ένα νοερό κεράκι στη θύμησή του. Ο Στρατής Μυριβήλης έγραψε, όταν είχαν φύγει πια οι χιλιάδες κόσμου από το Α΄ Νεκροταφείο:

«Κι εκεί, προς τα χαμηλώματά του, ένας μικρός τάφος. Ένας τάφος παιδιού, που χώρεσε μέσα έναν γίγαντα. Γύρω, το περιβόλι των κυπαρισσιών. Ο Παλαμάς ολομόναχος. Ένας μικρός τάφος. Κι ο μεγάλος ποιητής. Είχε επιθυμήσει (κάποτε σ’ ένα ποίημά του) ένα σπιτάκι στη μοναξιά και στη σιωπή. Κι ήταν, εδώ, πολύ μικρό το σπιτάκι, και πολύ μεγάλη η μοναξιά και η σιωπή».

Στάθηκε, σε όλους τους μελλούμενους πνευματικούς δημιουργούς, στον Καζαντζάκη, στον Σεφέρη, στον Ελύτη, στον Ρίτσο, και σε τόσους άλλους μέχρι σήμερα, «ο πατέρας». Κι έτσι αποκρινόμαστε στην παλιά επίκλησή του, που έλεγε:

«Ω, μη μας λησμονάτε! Κι εμείς για σας, αηδόνια, | φυτέψαμε τις δάφνες και τις τριανταφυλλιές.| Βαστάξαμε αγκάθια εμείς και καταφρόνια, | για να ’χετε εσείς τ’ άνθη και τις μοσχοβολιές».

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ