Τα σύκα του προφήτη Ηλία

Δημήτρης Καρατζάνης
Δημήτρης Καρατζάνης

Η "εκδίκηση" στο Λελούκο

Του Δημήτρη Καρατζάνη

''Τσ Αγιάς Μαρίνας σταφυλάκι και τ Αη-  Λια το συκαλάκι ''συνήθιζε να λέει ο αείμνηστος Μικρασιάτης παππούς μου ,όταν ανήμερα του Αη -Λιά ερχόταν στο σπίτι με γιομάτο το παλιό φθαρμένο ''ρεμπούμπλικο''που μόνιμα φορούσε, με μαύρα μελωμένα σύκα που τα φηνε μπρός μου- ο μικρότερος εγγονός βλέπεις- βεβαιώνοντας με ταυτόχρονα , πως αποτελούν την ''προνομιακή''  πρώτη κοψιά.

Δεν είναι όμως μόνο τα σύκα του παππού που μου θυμίζουν τη μέρα τ Αη-Λια Ένα άλλο γεγονός από τα πρώιμα παιδικά χρόνια ,που συνδέεται πάλι με τα σύκα μου τη θυμίζει εξίσου έντονα και υποθέτω πως θα εξακολουθεί να μου τη θυμίζει, για  όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά.
Ήταν  μέσα του Ιούλη κάπου εκεί στις αρχές  της δεκαετίας του 50,και είχαμε ''κουβαληθεί''  στο μετόχι μας στη Σύλαμο ,όπως γινόταν κάθε Καλοκαίρι ,προκειμένου να αρχίσουμε  σιγά σιγά να  προετοιμαζόμαστε για το μεγάλο γεγονός του Καλοκαιριού, τον τρύγο, που-χωρίς υπερβολή- ήταν κάτι σαν πόλεμος.

Ένας πόλεμος όμως, που  κείνη την εποχή εξασφάλιζε τη ζήση και τη δουλειά σε χιλιάδες οικογένειες  μια ολόκληρη χρονιά.

Οι μεγάλοι ετοίμαζαν ΄τ ''αμπρατι'', έξυναν τους οψιγιάδες ,κάνανε συνεννοήσεις για τρυγητές κι επιθεωρούσαν σχεδόν κάθε μέρα τ' αμπέλια ,σαν τους στρατηγούς που επιθεωρούν  τα στρατεύματά τους, πριν πάνε για τον πόλεμο .

Εμείς οι μικροί, μέχρι να αρχίσει ο τρύγος , οπόταν και ο πιο μικρός εύρισκε κάποιο ρόλο, κάναμε τις συνηθισμένες παιδικές κατσουκανιές της υπαίθρου. Ίσως λίγο πιο τραβηγμένες ,λόγω, κυρίως της προσωπικότητας του Γιώργη, του ''αρχηγού'' της καλοκαιρινής παιδικής παρέας.
Ήταν ένα πράγματι διαολεμένο  παιδί ,2-3 χρόνια μεγαλύτερο από όλους τους άλλους της παρέας, με φανερό το χάρισμα του ηγέτη. Ένα παιδί , για το οποίο οι μεν μεγάλοι λέγανε, πως είχε μυαλό ξυράφι ,αλλά  οι μανάδες ,όταν μιλούσαν μεταξύ τους, λέγανε, πως επρόκειτο για  κοπέλι ''του σκοινιού και του παλουκιού''.

Σ' αυτή την καλοκαιρινή  παρέα  συμμετείχε ,όχι όμως πάντοτε και ο Λελούκος ,  Ένα χοντρουλό  παιδί που φοβόταν πολύ το σκοτάδι ,γι αυτό και δεν ερχόταν σε πολλές βραδυνές εξορμήσεις πράγμα που εξόργιζε τον ''αρχηγό ''. Δε μ' αφήνει η μάνα μου , ήταν η συχνότερη  δικαιολογία του , που όχι μόνο δε γινόταν πιστευτή από τον ''αρχηγό'' αλλά τον , εξόργιζε  κιόλας, γιατί  δεν είχε την παραμικρή αμφιβολία για τους πραγματικούς  λόγους της μη συμμετοχής του .

Άλλωστε ήταν γνωστό πως η μάνα του, η χοντρο- Μαρία, μια πελώρια σα βουνό  γυναίκα ,χήρα από χρόνια, δεν του χαλούσε ποτέ χατήρι.

Έννοια του , θά'ρθει η ώρα που θα τον κανονίσω κι αυτόν και τη μάνα του ,απειλούσε ο ''αρχηγός'' ενώ έστυβε το κεφάλι για να κατεβάσει την πιο εκδικητική ιδέα για την  περίπτωση. Κι ένα απόγευμα μας την ανακοίνωσε ''εν θριάμβω'' και εν απουσία βεβαίως του Λελούκου.

Το βράδυ, μας είπε, θα σας πάω σένα τόπο με συκιές. Μόλις  ακούσει ο Λελούκος και η μάνα του πως θα πάμε για σύκα,  θα ''τσιμπησουν'' ,γιατί ξέρω καλά πως τα λατρεύουν και οι δυο .Εδώ όμως βρίσκεται και η παγίδα ,γιατί οι συκιές που θα σας πάω ,εκτός από μια ,είναι εντελώς άχρηστες, Τα σύκα τους είναι γιομάτα σκουλήκια.

Εσείς λοιπόν θα κάνετε πως τρώτε σύκα από όλες ,αλλά  στην πραγματικότητα θα τρώτε μόνο από μια την τελευταία στη σειρά .Ο Λελούκος όμως, έτσι λιγούρης που είναι για σύκα, θα πέσει με τα μούτρα πάνω στις πρώτες και θα... ξεντεριστεί.

Νωρίς το βράδυ λοιπόν η παρέα σε πλήρη απαρτία συγκεντρώθηκε πίσω απ το σπίτι του Λελούκου.

Ξερω κάτι συκιες φορτωμένες μέχρι τα μπούνια, με κάτι συκάρες να ,άρχισε ο ''αρχηγός'' το παραμύθι.. Κι αν δε τα κόψομε απόψε τα χάνομε, συνέχισε.

Βρε Λελούκο , για σύκα λένε οι δικοί σου, ακούστηκε μέσα από την αυλή ψιθυριστή η φωνή της χοντρο-Μαρίας . Δεν πας κι εσύ μαζί τους , να φέρεις μερικά συκαλάκια , που τόσο σ αρέσουν.
Δε πάω γω τη νύχτα σε συκιές, ήρθε , διστακτική όμως κάπως, η άρνηση του γιού. 
.Καλά γιε μου,δεν πειράζει, μην πας , εσύ όμως θα χάσεις που αγαπάς τα σύκα , ήρθε η έμμεση παρότρυνση.

Εμπρός παιδιά, φεύγομε ,ακούστηκε δυνατά απ έξω  η φωνή του''αρχηγού''. Ο Λελούκος αμφιταλαντεύθηκε για κάμποσες  στιγμές και ξαφνικά πήρε τη ...μεγάλη  απόφαση.
Σταματήστε έρχομαι κι εγώ ,είπε κι έτρεξε προς  την παρέα πού χε ήδη αρχίσει ν απομακρύνεται μεσ το σκοτάδι.

Περπατούσανε σιωπηλοί μεσ τη ζεστή καλοκαιριάτικη νύχτα και μετά από μισή περίπου ώρα γρήγορου βαδίσματος, φτάσανε στο μέρος με τις συκιές .Ήταν κατασκότεινα . Το φεγγάρι   στο τελευταίο του τέταρτο, είχε ακόμα πολύ δρόμο  για να φανεί στον ουρανό.. Δεν έβλεπες με άλλα λόγια,ούτε τη μύτη σου .

Χωρίς χρονοτριβή ,επεσαν όλοι - υποτίθεται-πάνω στα σύκα και για πολλή ώρα οι μόνοι  ήχοι που ακουγότανε -άλλοι ψεύτικοι ,άλλοι αληθινοί-   ήταν κάποια επιφωνήματα γευστικής ευχαρίστησης και  φράσεις όπως ''αμάν κάτι συκάρες''.

Ο δύστυχος Λελούκος είχε παραδοθεί ολοκληρωτικά στη γλυκιά του  αδυναμία .. Αφού έφαγε όσα μπορούσε να χωρέσει το στομάχι του ,παραγέμισε τις τσέπες  και τον κόρφο του με σύκα και τρισευτυχισμένος ακολούθησε την ομήγυρι ,όταν ο ''αρχηγός'' έδωσε το σύνθημα της... αποχώρησης.

 Σε λίγο φθάσανε στα μέρη τους ,συνόδεψαν το Λελούκο  μέχρι την πόρτα του σπιτιού του κι εκείνοι ,αφού προσποιήθηκαν πως πάνε στα σπίτια τους, ξανασυγκεντρώθηκαν αμέσως,λίγο πιο κάτω, σ ένα σημείο απ όπου υπήρχε ανεμπόδιστη  θέα  προς το μετόχι του Λελούκου, για να μπορούν να παρακολουθήσουν από κει ,τη συνέχεια του σχεδίου τους .
Πέρασε κάμποση ώρα ,χωρίς να συμβεί τίποτα .Το μόνο που έβλεπαν, ήταν η κυρά Μαρία να χει μπροστα της τη  γαβάθα με τα σύκα που της είχε φέρει ο γιός της και να τα καταβροχθίζει με βουλιμία.

Μπα, δε γίνεται τίποτα είπε ο απαισιόδοξος της παρέας .Το Λελούκο και τη μάνα του, φαίνεται ,πως  δε τους πιάνει τίποτα. Να δεις που μπορεί να  χωνεύουν και τα... σκουλήκια  
Δεν πρόφτασε να τελειώσει τα λόγια του ,όταν μια στριγγιάρικη φωνή έσπασε την ησυχία της νύχτας..''Μάνα χάνομαι''. Ήταν η φωνή του Λελούκου ,που, ταυτόχρονα με την κραυγή, έφευγε σαν βολίδα προς την κατεύθυνση του ''μέρους'',Ένα τριγωνικό καλύβι στην άκρη του αμπελιού ''
Τί παθες γιόκα μου ,ακούστηκε αλαφιασμένη η φωνή της κυρά Μαρίας.

Η κοιλιά μου μάνα ,χάνομαι ,είπε με φωνή που μόλις ακουγόταν ο δύστυχος Λελούκος..
Σηκώνομαι αμέσως να σου φτιάξω μια ματζουράνα  γιε μου,είπε κείνη και πρόβαλε ,σχεδόν αμέσως, στην αυλή με το μπρίκι στο χέρι .Δεν πρόφταξε όμως να φτάξει μέχρι την πετρόχτιστη  παραστιά, όταν στάθηκε απότομα ,σα να την είχε  χτυπήσει ξαφνικά , ένα τεράστιο σφυρί κατακέφαλα.

Ωχ ,ακούστηκε σχεδόν μέχρι το Γιούχτα το βογγητό της ,ενώ αγκάλιαζε  με μια κίνηση απελπισίας τη θεόρατη κοιλιά της..

Γρήγορα ,Λελούκο ,βγες απ το ''μέρος',' γιατί χάνομαι, παρακάλεσε ξεψυχισμένα το παιδί .
Δε μπορώ μάνα, δε με στέκουν τα πόδια μου, ήρθε ξέπνοη η απάντηση εκείνου .

Βγες έξω αντίχριστε, θα χ...,ούρλιαξε εκείνη απελπισμένα
Δε μπορώ μάνα ,εγώ έχω χ... πιο μπροστά, κλαψούρισε  ξεπνεμένος ο Λελούκος'

Αρκετά ,είπε ο ''αρχηγός'', δίνοντας το σύνθημα της αποχώρησης. Να μάθει το κερατόπαιδο, πως δεν μπορεί να ρχεται στην παρέα, μόνο όποτε του γουστάρει.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ