Το τέλος της Ιστορίας και η γέννηση ενός νέου κόσμου

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Τα ερωτήματα που βασανίζουν τον κόσμο μετά από αυτή την περιπέτεια της ανθρωπότητας, δεν έχουν τελειωμό. Έχω την αίσθηση, ότι πολλά απ’ αυτά περνούσαν σε ανύποπτο χρόνο και πριν από την πανδημία, σαν βιαστικά σύννεφα από το μυαλό κάποιων υποψιασμένων, που σχεδόν πήγαιναν ενάντια στους καιρούς. Και υπαινίσσομαι εκείνους όλους που είχαν την αίσθηση ότι ο κόσμος μας πλέον, κινούνταν με απερίγραπτες ταχύτητες και στροβιλισμούς. Ένας κόσμος που βρισκόταν σε μια ατέλειωτη περιδίνηση και σχιζοφρένεια, βάζοντας το πρόσωπο και τον Άνθρωπο στο περιθώριο και τη σκόνη αυτών των ταχυτήτων. 

Ήταν ανύποπτες οι φορές που μέσα σε τούτη την απερίγραπτη τρέλα και τους φρενήρεις ρυθμούς του κόσμου μας, σου έρχονταν αβίαστα λόγια από την ενόραση της ποίησης: «Το ελάχιστο θέλησα και με τιμώρησαν με το πολύ» έγραψε ο ποιητής. Λόγια που πλέον στοιχειώνουν την καθημερινότητά μας, μετά τον «τιμωρό» ιό. Θα μπορούσε κανείς να επικαλεστεί πολλά ανάλογα επιγράμματα, δηλωτικά των ενορατικών υπαινιγμών της ποίησης όχι για την καραντίνα ολόκληρου του πλανήτη που επήλθε ένεκα πανδημίας, αλλά για την εκδιωχθείσα κανονικότητα και την έξωση της ζωής μας προ κορωνοϊού.  

Έγραψε προφητικά πριν από μισό αιώνα και πλέον, ο ελληνολάτρης και ασκητικής των ιδεωδών του ελληνοχριστιανικού μυστικισμού Φώτης Κόντογλου οικτίροντας, τους ρυθμούς της (τότε) ζωής: «Όλα δουλεύουνε με κουμπιά και με νούμερα, η ψυχή του ανθρώπου ρήμαξε και νέκρωσε, και θα γίνει στο τέλος σαν τους σβησμένους κρατήρες του φεγγαριού. Όλα είναι από πριν λογαριασμένα. Κι ο σβησμένος κρατήρας, αν είχε μιλιά και τον ρωτούσες, θα ‘λεγε πως ζει κι αυτός. Ο σημερινός άνθρωπος θαρρείς πως σηκώνει στην πλάτη του ένα τελώνιο, που τον βαρά μ’ ένα καμουτσί και τρέχει σαν ζουρλός. Από τη βιασύνη του, δεν έχει καιρό να κοιτάξει τίποτ’ άλλο, αλλά πώς να τρέχει πιο γλήγορα, χωρίς να ξέρει που πηγαίνει». (1)

 Μέσα σε τούτες τις απερίγραπτες ταχύτητες κίνησης ενός παγκοσμιοποιημένου κόσμου, ακόμη και στα έσχατα γεωγραφικά σύνορα του, μέσα στην καρδιά της φύσης, ο άνθρωπος αποκόπηκε ισοπεδωτικά από τον εαυτό του, τους γύρω του και τούς κρυφούς υπαινιγμούς της ζωής. Απεκδύθηκε την ίδια του την ύπαρξη. Τα υλιστικά πρότυπα εκμηχάνισης της ψυχής του που δέσποζαν, αντικατέστησαν και ισοπέδωσαν κάθε αξιακό κατάλοιπο του κόσμου του. Δεν είχε «χρόνο» κανένας να ασχοληθεί όχι με το δίπλα του, αλλά πολύ περισσότερο με τον εαυτό του. Η συνθηκολόγηση με τον εχθρό χρόνο στον παλιό κόσμο που μας αφήνει, δεν υπήρχε καν σαν προτεραιότητα. Του ήταν μίζερες οι οδύνες μιας περισυλλογής και αυτογνωσίας. Μια άσκηση του πνεύματος, του νου, της μνήμης, ακόμη απέναντι και σ’ αυτές τις αφορμές των αισθήσεων: Το άνθισμα των ασπαλάθων έξω από το σπίτι του, τα μεθυστικά αρώματα της ανοιξιάτικης ανθοφορίας, τα ονειρικά χρώματα μιας κροκόχρωμης ανατολής σε ανέγγιχτα τοπία, η μυρωδιά της γης μετά τη βροχή, το κελάδισμα των πουλιών, το βέλασμα των προβάτων στην ύπαιθρο, οι ανταύγειες του ελληνικού αρχιπελάγους κάτω από τον ανοιξιάτικο ήλιο και τα καλοκαιρινά δειλινά, μια αναδυόμενη πορφυρόχρωμη πανσέληνος μέσα από ομηρικές θάλασσες. Του ήταν όχι μόνο αδιάφορο να «φτιάξει την άνοιξη που δεν μπορούσε να βρει», αλλά ακόμη και αν αυτή ήταν μπροστά του ολοζώντανη, δεν μπορούσε είτε δεν ήθελε να τη δει. Πολύ δε περισσότερο να την αποκωδικοποιήσει με τη μεταφυσική περισυλλογή. Ο «χρόνος» του ήταν εχθρός, ώστε να γυρίσει τα μάτια του και να στοχαστεί στους υπαινιγμούς του Θεού μέσα από τη Κτίση. Η ανακωχή με το μέσα του κόσμο, δεν φαινόταν ποτέ στον ορίζοντα στον προπανδημικό χρόνο και κόσμο. Στο προκορωνοϊκό σύστημα αναφοράς.

«Είχα σχεδόν πάντα την αντίληψη ότι ο κόσμος είναι υπερβολικά πολύς, υπερβολικά γρήγορος, υπερβολικά έντονος, υπερβολικά θορυβώδης. Συνεπώς δεν βιώνω κάποιο «τραύμα απομόνωσης» και δεν μου είναι καθόλου δύσκολο να μη συναντώ άλλους ανθρώπους. Δεν λυπάμαι που έκλεισαν τα σινεμά. Μου είναι εντελώς αδιάφορο που τα εμπορικά κέντρα έβαλαν προσωρινό λουκέτο» έγραψε(2) πριν λίγες ημέρες η πολωνέζα Νομπελίστρια συγγραφέας Όλγα Τοκάρτσουκ στον αμερικάνικο Νιού Γιουόρκερ. Πολλοί ανήκουμε όπως και η πολωνέζα συγγραφέας, στην ίδια κατηγορία ανθρώπων που αντιλαμβάνονται ότι «μπροστά στα μάτια μας εξατμίζεται ο καπνός από το πολιτισμικό μοντέλο που μας διαμόρφωσε τους τελευταίους δυο αιώνες» και που εκδηλώθηκε με την πανδημία, όπως γράφει άλλωστε και η ίδια. Αυτή η τροπή ενός κόσμου που καταρρέει ταυτόχρονα σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, υποδηλώνει πόσο χάρτινο, σαθρό και ανίσχυρο ήταν το οικοδόμημα. Πόσο γυάλινο το μοντέλο που είχε οικοδομηθεί απέναντι σε οικουμενικούς και διασυνοριακούς κινδύνους που ξεπερνάνε σχεδιασμούς και προγνώσεις παγκόσμιων οργανισμών. Οι μέρες που ζούμε αποδεικνύουν τη γύμνια της πανανθρώπινης δύναμης. Καταρρίπτουν το μύθο του Νιτσεϊκού υπεράνθρωπου. Το παραμύθι της ισχύος της ανθρώπινης επιστήμης και του νου. Ραπίζουν την αλαζονεία και την υπεροψία που θέλουν τον άνθρωπο να είναι ανίκητος στην Ιστορία και το Σύμπαν, ενώ δεν είναι τίποτα άλλο παρά σκόνη και σκιά πετούμενη(3). Δεικνύουν περίτρανα τη γύμνια της οικουμένης απέναντι σε ασύμμετρες απειλές, όπως οι πανδημίες, που παρότι γνωστές από τα ιστορικά χρόνια εξακολουθούν να βρίσκουν περιοδικά αχίλλειο πτέρνα στην ανθρωπότητα.

Εδώ και αρκετές ημέρες όλοι μας, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης, βρεθήκαμε απότομα σ’ ένα διαφορετικό σύστημα αναφοράς.  Πολλοί ίσως να μην το κατάλαβαν αφού ζούσαν στην κανονικότητα του κόσμου. Έτσι όπως θα έπρεπε να είναι ο κόσμος, μακριά από το θόρυβο και την ατέρμονη τύρβη του.  Εξακολουθούσαν να στοχάζονται και να νοιώθουν φίλια δύναμη το χρόνο. Όμως και αυτή η αναγκαστική απομόνωση από τους θορυβώδης ρυθμούς του παλιού «ακανόνιστου» κόσμου για τους πολλούς, θα σηματοδοτήσει και την επιστροφή σ’ έναν ερχόμενο, σ’ έναν καινό κόσμο. Το ανθρώπινο ον θα επανεκτιμήσει μέσα από τη στέρηση και τον «εγκλεισμό» απολεσθείσες και προαιώνιες αξίες. Θα επανεκτιμήσει την αξία της χειραψίας, την αξία δυο κοντινών ευθύβολων ματιών, τον ειλικρινή ασπασμό και τη ζεστασιά μιας σφιχτής αγκαλιάς, την αξία  των οικογενειακών και φιλικών δείπνων, την αξία μια βραδιάς με φίλους, την αξία μιας ποιοτικής θεατρικής παράστασης σ’ ένα κατάμεστο θέατρο. Σε τούτους τους καιρούς της αναγκαστικής εξορίας στις εστίες μας, η εσωστρέφεια θα συνδράμει στην αυτογνωσία. Ο χρόνος ξαναρχίζει για όλους να ξαναγίνεται φίλια δύναμη. Ο τύπος επί των ήλων της ψυχής, θα ανακαλύψει και θα επαναπροσδιορίσει αρχές και στόχους. Θα σχεδιάσει άλλες προτεραιότητες και τα άλλα γυαλιά που πρέπει να ξαναδούμε τη ζωή και τον κόσμο. Τις άλλες αξίες που πρέπει να οικοδομήσουμε, αφού «ο ήλιος και τα κύµατα είναι µια γραφή συλλαβική που την αποκρυπτογραφείς µονάχα στους καιρούς της λύπης και της εξορίας» συμπληρώνει ξανά η ενόραση του ποιητή.

Όσο για την πατρίδα μας, εννοώ την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο, οι συνασπισμοί κρατών και οργανισμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση, δεν έχουν πια την πολυτέλεια να ξεχωρίζουν οικονομικά στρατόπεδα και προσωρινά συμφέροντα, σε έναν κόσμο που οι κοινές απειλές δεν γνωρίζουν σύνορα και κυβερνήσεις. Πάνω απ’ αυτά υπάρχει η ζωή και η αξιοπρέπεια του Ανθρώπου. Στο καινούργιο παράθυρο που ανοίγει για την ανθρωπότητα, οι ορίζοντες πρέπει να είναι ατέλειωτοι και χωρίς μυωπικά γυαλιά. Άλλωστε, ίσως να μη ζούμε το τέλος, αλλά την αρχή της Ιστορίας. Γιατί στο τέλος μας, είναι η Αρχή μας…

 

(1)   Φώτης Κόντογλου, Το Αϊβαλί η πατρίδα μου

(2)   Olga Tokarczuk, “A new world trough my window”, The New Yorker 08.04.2020

(3)   «Pulvis et umbra sumus», Λατίνος ποιητής Οράτιος

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ