Τρίτη ηλικία, πρώτες ανάγκες...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Άνθρωποι  που γράφουν  το τελευταίο κεφάλαιο στο μυθιστόρημα της ζωής τους. Άνθρωποι  άλλοτε της πρώτης γραμμής , τώρα στα μετόπισθεν, στη δύση της ζωής τους

Της Μαρίας Λιονάκη

Η 1η Οκτωβρίου έχει θεσμοθετηθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ηλικιωμένων; Ημέρα  δηλαδή που θυμόμαστε και τιμάμε την Τρίτη Ηλικία; Έλα Χριστέ και Παναγιά! Θέλετε δηλαδή να μου πείτε πως η κυρα-Ξανθίππη,  η μαμά μου, η εν Χανίοις  κατοικούσα (και βασιλεύουσα)  κάθε τότε,  μόνο  γιορτάζει; Αν είναι δυνατόν, είστε σίγουροι;

Η κυρα Ξανθίππη που δεν τρώει δεύτερη μέρα το ίδιο φαγητό  ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα; Ο Τραμπ, τώρα που νόσησε,  να παραδεχτεί πως έκανε το λάθος να υποτιμήσει αρχικά  τον ιό;  Πως έκανε το λάθος να βγάλει ίντριγκα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας;  Είστε σίγουροι πως η κυρα Ξανθίππη  που   κοιτάζει με αηδία  κι αποστροφή, σουφρώνοντας  τα χείλη,  το  χθεσινό κοφτό μακαρονάκι, το έρμο, το προσβεβλημένο,  με τον κιμά, το ψημένο με κανελίτσα και γαρίφαλο, το σβησμένο με κρασάκι, το στεφανωμένο με το  λιωμένο τυράκι,  η κυρα Ξανθίππη που δεν έχει δόντια να μασήσει  κοτόπουλο ψιλοκομμένο με ρυζάκι, αν δεν το θέλει εκείνη τη στιγμή, αλλά έχει δόντια για ένα κομμάτι πίτσα, είστε σίγουροι πως την πρώτη του Οκτώβρη, μόνο γιορτάζει;  

Είστε σίγουροι πως η κυρα Ξανθίππη που κυκλοφορεί το χειμώνα, επειδή αυτή έτσι θέλει (και μύγα δε σηκώνει στο σπαθί της)  μόνο με τη συνθετική  ρομπούλα της,  με τα πέτα, τα μεγάλα κουμπιά,  τις μεγάλες τσέπες, που βγαίνει σε σκούρο χρώμα, με λεπτό ντεσέν, λουλουδάκι  και που με το ζόρι ρίχνει στους ώμους της, όταν βγαίνει έξω  ένα ζακετάκι (λες και πηγαίνει  στη δεξίωση του πρέσβη που, όσο και να πεις , μια θερμοπρόσοψη θα την έχει) και που δε βάζει ο, τι κι αν της πεις (από αμέλεια ή τεμπελιά)  σαν όλους τους άλλους  ανθρώπους,  ένα παλτό, μια κάπα, ένα κάτι, βαρύ τέλος πάντων, είστε σίγουροι πως   μόνο την πρώτη του Οκτώβρη γιορτάζει;

Είστε σίγουροι πως η κυρα Ξανθίππη που ξεφεύγει της πιο καλής επιστασίας, της αδερφής μου  και  βγαίνει χαρωπή στο μπαλκόνι χειμωνιάτικα, στρώνει τραπεζομάντηλο καρό, τρώει γλυκό σταφύλι και πίνει παγωμένο νεράκι και ευφραίνεται, ατενίζοντας τα Λευκά όρη και την προηγούμενη ζωή της, ενώ προοιωνίζεται καταιγίδα, είστε σίγουροι πως μόνο την πρώτη του Οκτώβρη γιορτάζει;

Ηλικιωμένοι.  Άνθρωποι  που γράφουν  το τελευταίο κεφάλαιο στο μυθιστόρημα της ζωής τους. Άνθρωποι  άλλοτε της πρώτης γραμμής , τώρα στα μετόπισθεν, στη δύση της ζωής τους.  Που κοιτάζουν  στη δύση   τον ήλιο να  ξαποσταίνει ηλικιωμένος  στο κρεβάτι του ουρανού (μόνο αυτός  γεννιέται αμετάκλητα κι επαναλαμβανόμενα κάθε πρωί,  γερνάει κάθε βράδυ ) και  κάνουν απολογισμό ζωής, πονάνε, θυμούνται. Τα αμετάκλητα τα δικά τους.  Όσους έχουν πρωτοφύγει και τους λείπουν. (« Γιατί έφυγε ο μπαμπάς σου; Ποιος του είπε να πεθάνει;  τον αγάπουνα...»(!!!) Πράξεις  που θα έπρεπε  να είχαν προβλεφθεί, ματαιωθεί. Λόγια που άστοχα ειπώθηκαν. Αργά, είναι αργά. Ο πιο μεγάλος εγωιστής είναι ο χρόνος. Δεν το γυρίζει πίσω το ποτάμι. Περνάει γρήγορα, ασπρίζει τα μαλλιά, μειώνει τις δυνάμεις.  Χάπια κι άλλα χάπια, το μπαστούνι είναι προέκταση του χεριού πια.  Αναπολούν, ρεμβάζουν . Το παρελθόν της ζωής τους, στιγμές ηλιαχτίδες, όσα θυμούνται με περηφάνεια. «  Η πιο καλή μαθήτρια ήμουν. Τότε το σχολείο ήταν αλλιώς, πολλές ώρες.  Και το Σάββατο πηγαίναμε. Τότε οι δάσκαλοι ήταν αλλιώς, δέρνανε. Εγώ δεν είχα φάει ποτέ ξύλο. Όλα τα παιδιά μαζεύονταν στο σπίτι μου  να τους πω το μάθημα. Κι εγώ έπαιρνα ύφος κι έλεγα. «Μια φορά θα το πω κι όποιος το καταλάβει!» . Δε συνέχισα το σχολείο όμως. Με σταμάτησαν οι δικοί μου,  να βοηθάω στο σπίτι, με τα αδέρφια μου,  να μαζεύω ελιές» Κι άλλοτε: « Η πιο όμορφη ήμουνα του χωριού. Μια νύχτα ήρθαν να με κλέψουν. «Φύγετε, λείπουν!» είπε ένας γείτονας  που το πήρε χαμπάρι. Ύστερα γνώρισα τον πατέρα σου. Όμορφος, λεβέντης, χουβαρντάς…»

Συνήθως οι άνθρωποι της τρίτης ηλικίας  είναι μελαγχολικοί, με στυλωμένο βλέμμα στο παράθυρο. Ο χρόνος δεν περνά.  Δεν καταλαβαίνουν την τρέλα της εποχής μας, δύσκολα προσαρμόζονται σε διαφορετικό περιβάλλον, χρησιμοποιούν ελάχιστες λέξεις πια, με αναγκαία συχνά την επανάληψη της ίδιας πρότασης με άλλη σειρά λέξεων ,  όταν τους απευθυνόμαστε: « Θα φας μαμά ένα γιαούρτι; Γιαούρτι θα φας  μαμά;» Δυσκολεύονται να δεχτούν τα νέα ήθη, κάνουν το σταυρό τους με τον ιό που μας βρήκε. Κινδυνεύουν και πρέπει να τους προστατεύουμε.  Περιμένουν, δεν γκρινιάζουν. Το λίγο τους είναι αρκετό. Για ένα απλό τηλεφώνημα λένε ευχαριστώ.  Έχουν την ανάγκη των παιδιών τους, των εγγονιών τους, μα δε ζητάνε. Έχουν περηφάνεια.

Δε θα πάψω να σε θαυμάζω και να  με συγκινείς μαμά. Από το πρωί μαζί κι όμως τώρα προσέχω τα χέρια σου. Τα άξια που με μεγάλωσαν, με τις κηλίδες και τις ρυτίδες, τα πρησμένα στις αρθρώσεις. Γιατί τα κρύβεις  με πονηριά στις τσέπες όλη μέρα μαμά; Είναι δυνατόν κοτζάμ μάνα να φοβάσαι; Το ψαλιδάκι μαμά; Έλα εδώ μη φοβάσαι μάνα, κανείς δε βιάζεται, σιγά σιγά…

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ