Ταξίδι στο χρόνο: Χριστούγεννα στο προπολεμικό Ηράκλειο

Ο Δημήτρης Σάββας, μέσα από τις σελίδες του βιβλίου του "Λες και ήταν χθες!, Μνήμες... από το παλιό Ηράκλειο", μάς ταξιδεύει στο κλίμα των γιορτινών ημερών στο Ηράκλειο της δεκαετίας του '30.

Το εορταστικό κλίμα των ημερών στο Ηράκλειο του "χθες" αλλά και τις διαδρομές και ... τους υπολογισμούς των καλαντιστάδων διηγείται ο υπεύθυνος της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Δημήτρης Σάββας στο βιβλίο του "Λες και ήταν χθες!, Μνήμες... από το παλιό Ηράκλειο". Μερικές δεκαετίες πριν, προπολεμικά, οι συνθήκες μπορεί να ήταν δύσκολες, οι αναμνήσεις των παιδικών χρόνων όμως παραμένουν βαθιά χαραγμένες στο μυαλό.

Μπορεί στις μέρες μας να μη βγαίνουν όλα τα παιδιά για να πουν τα κάλαντα - λίγο ο φόβος, λίγο η αποξένωση - ή έστω να περιορίζονται χτυπώντας τις πόρτες των στενών συγγενών, ωστόσο χρόνια πριν, οι πιτσιρικάδες περίμεναν πως και πως τις παραμονές Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς για να βγουν με τα τρίγωνά τους στους δρόμους, να εντυπωσιάσουν με την τραγουδιστική τους δεινότητα και να γευτούν τα γλυκά κεράσματα που τους πρόσφεραν αλλά και να μαζέψουν γενναίο χαρτζιλίκι!

Ο Δημήτρης Σάββας παραπέμπει στη διήγηση του Μηνά Βαρδαβά, ξεκινώντας από τις πρόβες και την κατασκευή του τρίγωνου.Από την ημέρα του Αγίου Σπυρίδωνα "τα παιδιά περιφέρονταν στους δρόμους και στα στενοσόκακα του Μεγάλου Κάστρου κι έκαναν πρόβες (...) Αποτελούσαν εξαίρεση για τα παιδιά οι παραμονές των τριών μεγάλων γιορτών που έλεγαν τα κάλαντα να κυκλοφορούν μέχρι τις 10 το βράδυ, χωρίς τον φόβο των διαφόρων και ειδικά των παιδονόμων της εποχής. Μαζεύονταν, αποσφράγιζαν το ταμείο και μοιράζονταν τους κόπους τους, παίρνοντας με τα χρήματα αυτά ό,τι ήθελαν και ό,τι αγαπούσαν περισσότερο. Υπήρχε βέβαια και έντονος συναγωνισμός ανάμεσα στους ομάδες για το ποιά θα είχε την καλύτερη απόδοση στην εκτέλεση των ύμνων".

Όπως αναφέρει ο Μηνάς Βαρδαβάς (Μήβας) τις παραμονές πια, τα παιδιά ήξεραν ήδη να παίζουν τα ζήλεια και το τρίγωνο αλλά και τους στίχους των καλάντων. Η αρχή της "βόλτας" γινόταν από τα σπίτια γνωστών και γειτόνων. Ένας κρατούσε το φαναράκι, το οποίο είχαν στολίσει με χρωματιστές ταινίες στα τζάμια. Άλλος έπαιζε τα ζήλεια, άλλος το τρίγωνο και άλλος εκτελούσε χρέη ... ταμία! Όλα τα παιδιά, φυσικά, προτιμούσαν τα λεγόμενα "καλά σπίτια", εκείνα δηλαδή από τα οποία υπολόγιζαν ότι θα αποκόμιζαν καλό χαρτζιλίκι.

"Αρχίζαμε λοιπόν κατά σειράν από το σπίτι του μεγαλεμπόρου Εμμαν. Γουναλάκη, του μεγάλου ευεργέτου της πολεως Ανδρέου Καλοκαιρινού, του Μπότη Σφακιανάκη του Γεν. Διοικητού που η αδελφή του Κάκια μας έκανε μεγάλη περιποίηση, προσφέροντάς μας και ανάλογα με την βραδιά γλυκά, στου Κων/νου Γιαννακάκη, στου Γεωργ. και Αριστείδη Ανδρουλάκη του δημάρχου, στου θείου μου Γ. Οικονομίδη, του πατρός του ιατρού Μηνά και στου ανοικτόκαρδου εμπόρου και βουλευτού Ιωάν. Περδικογιάννη, που όταν τύχαινε να είναι σπίτι, μας εδέχετο χαρούμενος και που ήτο ο μόνος που μας άμειβε με χαρτονόμισμα. Στου μεγαλέμπορου Γεωργ. Γουναλάκη, πατρός του ιατρού Βίκτωρα, και δια της Κουτάλας και με κτυποκάρδι για το πέρασμα του έχοντος κακήν φήμην (ως και η ονομασία του οικολογεί “κλεφτοσόκακου” πηγαίναμε στο φωτογραφείο του Μαρκουλάκη στην οδό Χάνδακος.

Κατηφορίζοντας φτάναμε στου Ροϊδη το καζίνο, όπου ο διευθυντής του Χαράλ. Παπαδάκης μας προσέφερε λουκούμια και που προς χάριν και ενίσχυσιν μας περιέφερεν δίσκον, λέγοντας στους χαρτοπαίζοντας ή συζητούντας θαμώνας “Ό,τι έχετε ευχαρίστηση για τα κοπέλια”.

Από του Ροϊδη πηγαίναμε στης δασκάλας μας Κατίνας Μαριδάκη στο Μπαλτά Τζαμισή στου καλόκαρδου και εξαιρετικού ήθους ιερέως Νικηφόρου Νικηφοράκη πατρός των συμπολιτών Μανώλη και Μηνά, που με ευχαρίστηση μας καλοσώριζε. Από εκεί τραβόντας προς το Μπεντενάκι φθάναμε στο αρχοντικό του ιατρού Γεωργίου Στεφανίδη, πατρός του συμπολίτου ιατρού Αλεξάνδρου, στου Αριστ. Περίδη, του ιατρού Ζαφειρίδη, στα σπίτια των Ιωάν. και Κων. Δοκομετζίδη, στου εμπορικού αντιπροσώπου Γ. Κουνδουράκη γαμπρού του Βίκτωρα, στων αδελφών Καζακίδη, στου Μιχ. Ξετρύπη και τελειώναμε την περιοδεία μας στην οφθαλμολογική κλινική του ιατρού Εμμαν. Χατζιδάκη”".

Σε άλλη διήγηση, του Μανόλη Σαριδάκη, γίνεται αναφορά στη Φιλαρμονική που έβγαινε επίσης για τα κάλαντα αλλά και στους προσκόπους, που έφτιαχναν οι ίδιοι τη φάτνη και κρατώντας την στον ώμο τους, περιφέρονταν στο Ηράκλειο για να πουν τα κάλαντα, ενώ τα χρήματα που μάζευαν, τα δώριζαν στους φτωχούς. Κι αν υπήρχε φτώχεια τότε ... "Υπήρχε μεγάλη ανέχεια, υπήρχαν πολλοί φτωχοί οι οποίοι περίμεναν να πάρουν κάποια γλυκά, συνήθως μελομακάρονα αλλά και κουλούρια για τις γιορτινές αυτές μέρες. Περίμενε πολύς κόσμος στην ουρά για να πάρει κάτι. Επίσης οι πρόσκοποι πήγαιναν και μοίραζαν πολλά γλυκά αλλά και ό,τιδήποτε άλλο είχαν συγκεντρώσει σε διάφορα ευαγή ιδρύματα. Ένα απ’ αυτά ήταν και ο Φάρος των Τυφλών, στην οδό Ταξιάρχου Μαρκοπούλου, όπως ανεβαίνουμε μετά το 8ο Δημοτικό σχολείο, πριν βγούμε στην οδό του Αγίου Μηνά".

Τα παιδιά μαγνητίζονταν από τις βιτρίνες με τα παιχνίδια - τα μολυβένια στρατιωτάκια, τις ροκάνες, τους σβούρους, τα γιαλένια, τα γιο-γιο, τα καραβάκια, οι σφυρίχτρες και πολλά ακόμη, απλά παιχνίδια για τα σημερινά δεδομένα, πραγματικοί θησαυροί όμως για τα παιδιά εκείνης της εποχής! Θησαυροί θεωρούνταν όμως και τα χριστουγεννιάτικα δέντρα που κοσμούσαν μόνο τα πλούσια σπίτια της πόλης.

Εφημερίδα "Ανόρθωσις", 25 Δεκεμβρίου 1935

Παραπέμποντας σε δημοσίευμα της εποχής, ο Δημήτρης Σάββας διαπιστώνει σειρά ομοιοτήτων με τη σημερινή εποχή, ως προς τις τιμές της αγοράς και το περιορισμένο εισόδημα των καταναλωτών. Δημοσίευμα της τότε καθημερινής πολιτικής και ειδησεογραφικής εφημερίδας “Ανόρθωσις” του Ηρακλείου στις 25-12-1935, με τίτλο "Πεννιές εντυπώσεων. Βλέμμα εις την αγοράν των Χριστουγέννων" αναφέρει μεταξύ άλλων: 

“Κοσμογονίας” αποτελέσματα. Τα αγαθά του μακαρία τη λήξει ηθικού ρυθμού εφάνησαν πληθωρικά αλλά και αδυσώπητα κατά την χθεσινήν παραμονή των Χριστουγέννων. Φρικτή ακρίβεια, τιμαί υπέρποτε υψηλαί εις όλα τα τρόφιμα, ακόμα και εις εκείνα της εγχωρίου παραγωγής. Κίνησις βέβαια εσημειώθη εις τους αγοραίους δρόμους από των πρωινών ωρών πυκνή, ατελείβτος. Γριούλες με την απαραίτητη τσάντα του ψωνίσματος, νέοι, γέροι και νεότεροι οικογενειάρχαι, εργατικοί, επιστήμονες εις κύματα αλληλοπηγαινοερχόμενοι εις μάζας και φάλαγγας ατελειώτους, ζητούσαν από κάτι ή ησχολούντο με αγορά των απαραιτήτων ειδών και τροφίμων.

Αλλ’ η αγορά της χθεσινής χρονιάρικης ημέρας ήτο απρόσιτος και απελπιστικά φουσκωμένη εις τας τιμάς. Είκοσι οκτώ δρχ. τα Βολιώτικα μήλα. Δεκαέξι τα μανταρίνια παρ’ όλην την αφθονίαν, παρ’ όλο το στίβιαγμα των καλαθιών των διαφόρων οπωροπωλείων.

Και εις τα κρεοπωλεία η αυτή αφθονία εις χοιρινά και δαμαλίσα σφακτά. Επίσης τα αρνάκια του γάλακτος δεν ήσαν ολίγα. Ολίγοι όμως ήσαν οι αγορασταί των. Το διατί είναι περιττόν να το είπωμεν. Ένας οικογενειάρχης δεν μπορεί να χορτάση την οικογένειάν του με αρνί μιάς οκάς. Αλλά με μισό τουλάχιστον. Τί προϋποθέτει όμως τριών οκάδων το κομμάτι του αρνιού; Ένα βαλάντιον παχύτατον. Αλλά τέτοια βαλάντια σπανίζουν σήμερον.

Και τα πουλερικά απρόσιτα. Ευλογία Θεού στην πλησμονή των. Αλλ’ οργή Θεού στην ακρίβειά των. Οι μεταπράται του είδους στέκουν κατσουφιασμένοι εμπρός στον κόσμο που τους ερωτά πόσο πωλούν. Γιατί ενώ δεν προκάνουν να δίδουν απαντήσεις και να εξυμνούν το πάχος της “ωραίας διανοπούλας” δεν κάμνουν σεφτέ.


Μετρώντας αντίστροφα για τα καθιερωμένα κάλαντα, ανοίξτε την πόρτα σας στα παιδιά, κεράστε τα ό,τι γλυκό έχετε στο σπίτι, κι αν σας "παίρνει" ρίξτε τον "οβολό" σας. Αυτό που σίγουρα, όμως, δεν πρέπει να ξεχάσετε να "καταθέσετε" είναι ένα πλατύ χαμόγελο και τις ευχές σας!
 

 

Διαβάστε περισσότερες ειδήσεις από την Κρήτη και το Ηράκλειο

Πηγή: Κεντρική γωτογραφία: Νικόλαος Φουκαράκης

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ