ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
Ο Νίκος Καζαντζάκης σε graphic novel!
Ο ελληνικής καταγωγής Γάλλος συγγραφέας Αλέν Γκλικός καταγράφει την πορεία του Έλληνα στοχαστή στο graphic novel «Καζαντζάκης», όπου ο περιπετειώδης και αντιφατικός φιλόσοφος και μυθιστοριογράφος ψυχαναλύεται για πρώτη φορά και συστήνεται εκ νέου στο ελληνικό κοινό.

«Πάντοτε φανταζόμουν ότι συνομιλώ με τον Νίκο Καζαντζάκη» εξομολογείται ο Ελληνογάλλος συγγραφέας και φιλόσοφος Αλέν Γκλικός που ανέλαβε να μεταφέρει στο γαλλόφωνο κοινό μια πιο οικεία εκδοχή του διεθνούς απήχησης συγγραφέα, φιλοσόφου, δημοσιογράφου και ποιητή, ουσιαστικά ξανασυστήνοντάς τον πέρα απ’ ό,τι και όσα γνωρίζουμε, ακόμα και οι Έλληνες, για τον ίδιο και το έργο του.
Στις σελίδες του δίτομου graphic novel με τον τίτλο «Καζαντζάκης» ανακαλύπτουμε έναν περιπετειώδη, φιλοπερίεργο, πάντοτε φιλοσοφούντα στοχαστή που δεν σταμάτησε τις εσωτερικές και εξωτερικές αναζητήσεις, μοιράζοντας τον χρόνο του μεταξύ της Κρήτης και του υπόλοιπου κόσμου. Για πρώτη φορά, μάλιστα, ο Καζαντζάκης φαίνεται να ψυχαναλύεται, σε άμεση συνομιλία με τον Γκλικός, ο οποίος αναλαμβάνει να ανακαλύψει τις μύχιες σκέψεις του και τις βασικές αρχές που διαμόρφωσαν τον κόσμο του, ο οποίος εξακολουθεί να γοητεύει.
Όλα αυτά προκύπτουν μέσα από τις πολύ ωραίες σελίδες αυτής της διαφορετικής βιογραφίας με τα καλλιτεχνικά σχέδια του Αντονέν (Ντιμπουισόν) που εκδόθηκε αρχικά στα γαλλικά και κατόπιν μεταφράστηκε στα ελληνικά από την Κατερίνα Ζωγραφιστού και κυκλοφορεί από τη Διόπτρα που έχει αναλάβει συνολικά την έκδοση των βιβλίων του Καζαντζάκη, εκμοντερνίζοντάς τα με νέα, ανανεωμένα εξώφυλλα και συμπληρώνοντας τις πρωτότυπες εκδόσεις με έργα που καθιστούν τη μορφή του οικεία σε ένα πιο νεανικό κοινό –και όχι μόνο–, κάτι που αναμφίβολα πετυχαίνει το εν λόγω graphic novel.
Όσο για την πρώτη γνωριμία του με τον Καζαντζάκη, ο Αλέν Γκλικός ομολογεί ότι ήταν αρκούντως κοινότοπη: «Διάβασα το βιβλίο και είδα την ταινία “Ζορμπάς”. Στη συνέχεια διάβασα την “Αναφορά στον Γκρέκο”», μας εξηγεί με πάσα ειλικρίνεια ο Γκλικός, ξεδιπλώνοντας όλο το χρονικό της συνάντησής του με το έργο του συγγραφέα. Διαβάζοντας την «Αναφορά στον Γκρέκο», ανακάλυψε τις κοινές διαδρομές που έχουν διανύσει: «Όπως η οικογένειά του, έτσι και η δική μου, Έλληνες της Μικράς Ασίας, διώχθηκαν από τους Τούρκους. Αυτό το graphic novel είναι, επομένως, μια λογική συνέχεια των προσωπικών μου γραπτών. Επιπλέον, με σημάδεψε βαθιά η διάσημη φράση του Καζαντζάκη, που είναι χαραγμένη στον τάφο του και σήμερα τυπωμένη σε μπλουζάκια για τουρίστες: “Δεν ελπίζω τίποτα, δεν φοβάμαι τίποτα, είμαι ελεύθερος”. Ως καθηγητής Φιλοσοφίας, συχνά αναρωτήθηκα για το νόημα και την εμβέλεια αυτής της δήλωσης.
Πώς είναι δυνατό να ζει κανείς χωρίς ελπίδα και χωρίς φόβο; Είναι αυτό επαρκής προϋπόθεση για να είναι κανείς ελεύθερος; Για ποια ελευθερία μιλάει ο Καζαντζάκης; Βρήκα αυτά τα ερωτήματα και στον Μπερξόν. Όταν, λοιπόν, η Διεθνής Εταιρεία Φίλων του Νίκου Καζαντζάκη μού πρότεινε αυτό το έργο, δεν δίστασα να το αναλάβω. Ίσως ήλπιζα να βρω απαντήσεις στα ερωτήματά μου», εξομολογείται ο Γκλικός, ο οποίος έχει διδάξει Φιλοσοφία των Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Μπορντό και έτσι αντιλαμβάνεται πλήρως τον φιλοσοφικό στοχασμό που διαπερνά το έργο του μυθιστοριογράφου, φιλοσόφου και διανοητή. Ο ίδιος θεωρεί ότι τελικά βρήκε τις απαντήσεις του στα φιλοσοφικά ερωτήματα που θέτει ο Καζαντζάκης στον εαυτό του αλλά και στον περιπετειώδη βίο του που μοιάζει ακόμα πιο μυθιστορηματικός από τα βιβλία του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι έπαψε να είναι στοχαστικός σε οποιαδήποτε φάση της ζωής του.

Μάλιστα, συμφωνεί μαζί μας ότι η έμφαση σε αυτή την πιο φιλοσοφημένη πλευρά είναι εσκεμμένα πιο έντονη: «Ο ίδιος ο Καζαντζάκης θεωρούσε τον εαυτό του περισσότερο φιλόσοφο παρά μυθιστοριογράφο», υποστηρίζει. «Από την πλευρά μου, με έχει συναρπάσει και γοητεύσει η περιπλάνηση της σκέψης του. Αναζητούσε τον εαυτό του σαν ένας αιώνιος έφηβος που ψάχνει για μια προστατευτική μορφή, τον Χριστό, τον Βούδα, τον Λένιν, τον Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Ζορμπά, και τους φιλοσόφους, Μπερξόν, Νίτσε, Καμί. Αυτή η περιπλάνηση είναι ίσως η ίδια η ουσία της φιλοσοφίας. Όμως πιστεύω ότι υπήρξε κυρίως ένας μεγάλος μυθιστοριογράφος. Μέσα στα μυθιστορήματά του εξέφρασε καλύτερα την πολυπλοκότητα της ζωής και της ανθρωπότητας. Εγώ ο ίδιος, καθηγητής Φιλοσοφίας, δεν έχω γράψει φιλοσοφικό δοκίμιο. Πάντα προτιμούσα τη μορφή του μυθιστορήματος, που μου επέτρεπε να εκφράζω μέσω των χαρακτήρων μου τις δικές μου αντιφάσεις. Ο Βασίλης και ο Ζορμπάς εκφράζουν τις πολλαπλές όψεις της προσωπικότητας του Καζαντζάκη. Την αντίθεση μεταξύ σκέψης και δράσης».

Εξαιρετικές είναι οι απεικονίσεις του Καζαντζάκη από τον Αντονέν, σε ιμπρεσιονιστικό μοτίβο και σε ασπρόμαυρο φόντο με μια χαρακτηριστική κόκκινη νότα που διαβάζεται και ως σχόλιο για την επαναστατική του φλέβα. Ωραίο εικαστικό σχόλιο οι σκηνές από τα ταυροκαθάψια, τα οποία αγάπησε ο Καζαντζάκης και τον ενέπνευσαν, και η ανάλογη μινωική τοιχογραφία που παρατίθεται, οι φιγούρες των φιλοσόφων που τον επηρέασαν και σκιτσάρονται με ακρίβεια. Εντύπωση προκαλούν και οι εικονογραφήσεις με τις ερωτικές συνευρέσεις του Καζαντζάκη ή με τις γυναίκες που τον καθόρισαν.
Η προβληματική σχέση του με τις γυναίκες της ζωής του είναι κάτι που σπάνια αναφέρεται σε βιβλίο, πόσο μάλλον σε graphic novel, επομένως δεν μπορούμε να μη ρωτήσουμε τον Γκλικός όχι μόνο πώς αποφάσισε να δώσει έμφαση στις ερωτικές σχέσεις του Καζαντζάκη αλλά και αν πίστευε ότι τελικά ήταν καθοριστικές για τη διαμόρφωση της προσωπικότητας και της ζωής του. «Είναι ένα πολύ σημαντικό ζήτημα και σίγουρα πιστεύω ότι οι γυναίκες έπαιξαν ουσιαστικό ρόλο στη ζωή και στο έργο του», είναι η άμεση απάντησή του. «Όλες όσες γνώρισε, και με τις οποίες είχε ερωτική σχέση, είχαν ένα κοινό στοιχείο: ήταν γυναίκες με ισχυρή προσωπικότητα. Αν στα μυθιστορήματά του οι άνδρες παρουσιάζονται ως σοβινιστές, όπως ήταν ο πατέρας του και ο Ζορμπάς, όλες οι γυναίκες που συνάντησε ήξεραν να του βάζουν όρια και από καθεμία πήρε ένα μάθημα θάρρους. Σκέφτομαι τη μικρή Εμινέ που τον δοκιμάζει, τη Γαλάτεια, φιλόσοφο και στρατευμένη ποιήτρια, την Έλλη Λαμπρίδη που διάβασε αμείλικτα την “Οδύσσειά” του, τη Ραχήλ Λίπσταϊν, την Ίτκα, τη Μπάρμπαρα που γνώρισε κατά τη διάσωση των Ποντίων του Καυκάσου, και μια νεαρή Γιαπωνέζα που του έδωσε μαθήματα ζωής. Όλες τον βοήθησαν να συνειδητοποιήσει την προνομιούχοα θέση του ως διανοουμένου, την αδικία, τη δυστυχία, τη σημασία της πολιτικής στράτευσης. Είναι σαν τη χήρα στο μυθιστόρημα “Ζορμπάς” και σαν τη Γεωργία Δούκα, την αρχηγό των ανταρτισσών. Γυναίκες ανυπότακτες, έτοιμες να αντιμετωπίσουν τον θάνατο για να σώσουν την τιμή τους. Ίσως μόνο εκείνες κατάφεραν να πραγματοποιήσουν το σύνθημα του Καζαντζάκη, να μη φοβούνται τίποτα για να είναι ελεύθερες, αλλά και να ελπίζουν σε έναν καλύτερο κόσμο, κυρίως για τις γυναίκες».
Διαβάστε ολόκληρη τη συνέντευξη στη LiFO