Από τη Σαλαμίνα στην Ανατολική Μεσόγειο

Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης
Γιάννης Γ. Τσερεβελάκης

Μέγα το της θαλάσσης κράτος (Θουκυδ. Ιστοριών, 1,143,5)

Του Γιάννη Γ. Τσερεβελάκη

Όσα συμβαίνουν τούτο τον καιρό στην ανατολική Μεσόγειο, με τις ερευνητικές προσπάθειες των Τούρκων και την ισχυρή αποτρεπτική παρουσία του στόλου μας, που υπερασπίζεται τις ελληνικές θάλασσες, αποτελούν απόδειξη της σημασίας που έχει η θάλασσα για λαούς, όπως ο ελληνικός, και καθιστά άκρως επίκαιρη την ανωτέρω ρήση του Θουκυδίδη. Η γεωγραφική θέση της Ελλάδας την έχει καταστήσει, από τα μινωικά ήδη χρόνια, μια χώρα θαλασσινή. Όπως γράφει και πάλι ο Θουκυδίδης, «ο Μίνωας, ο πιο παλιός από όλους όσους γνωρίζουμε εξ ακοής, απέκτησε ναυτικό και κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της ελληνικής θάλασσας και κυβέρνησε τις Κυκλάδες κι έγινε ο πρώτος οικιστής των περισσοτέρων (από τα νησιά των Κυκλάδων), αφού έδιωξε τους Κάρες και εγκατέστησε ως ηγεμόνες τους γιους του επίσης, «καθάρισε» τη θάλασσα από τους πειρατές, ώστε τα περισσότερα έσοδα να έρχονται σ’  αυτόν» (Βιβλ. 1, 4, 1). Αλλά μήπως και όλη η «Οδύσσεια» του Ομήρου δεν είναι ένα θαλασσινό έπος; Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η σχεδία του Οδυσσέα είναι το σύμβολο του Ελληνισμού και πως ο ίδιος ο ομηρικός ήρωας είναι το σύμβολο του Έλληνα που παλεύει να τιθασεύσει το θαλασσινό στοιχείο. Οι αρχαίοι Έλληνες αλλά και οι Ρωμιοί κάτοικοι της ελληνικής Αυτοκρατορίας του Βυζαντίου είχαν απόλυτη συνείδηση της δύναμης που τους προσπόριζε η θάλασσα και προσπάθησαν πάντα να την ελέγχουν, κινούμενοι με τα πλοία τους σε όλη τη Μεσόγειο. Μόνο στα χρόνια της Ενετοκρατίας και τους πρώτους αιώνες της Τουρκοκρατίας οι Έλληνες υποχώρησαν, εκ των πραγμάτων, στον ναυτικό τομέα. Κι όταν από τον 18ο αιώνα οι Έλληνες νησιώτες απέκτησαν και πάλι στόλο, τα ελληνικά καράβια έπαιξαν σπουδαιότατο ρόλο στην απελευθέρωση του έθνους από τον τουρκικό ζυγό. Ποιος μπορεί να αγνοήσει τις πολεμικές επιτυχίες του Μιαούλη, του Κανάρη, του Παπανικολή ή του Σαχτούρη; Αλλά τη σχέση των Ελλήνων με τη θάλασσα αποδεικνύει ακόμη και σήμερα ο εμπορικός στόλος της Ελλάδας, που είναι ο μεγαλύτερος στον κόσμο.

Μεγάλο μέρος των ελληνικών θαλασσών του σήμερα και των νησιών που περιλαμβάνονται σ’ αυτές κατακτήθηκαν ύστερα από σκληρές ναυμαχίες με τον τουρκικό στόλο στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και κατοχυρώθηκαν οριστικά με τη συνθήκη της Λωζάνης, την οποία η Τουρκία θέλει να αναθεωρήσει, επειδή έτσι τη συμφέρει, καθώς θεωρεί τον εαυτό της μεγάλη στρατιωτική δύναμη που μπορεί να επιβάλει τη θέλησή της με «το δίκαιο της πυγμής». Ωστόσο, οι Τούρκοι εμπνευστές της λεγόμενης «γαλάζιας πατρίδας» ξεχνούν τις ελληνικές ναυτικές παραδόσεις, όπως ξεχνούν και το ότι εκείνος που είπε τη φράση «μέγα το της θαλάσσης κράτος» ήταν Έλληνας, που σημαίνει ότι το ναυτικό είναι στο DNA του ελληνικού λαού. Θα πρέπει εδώ να τους υπενθυμίσουμε ότι το 480 π. Χ. μια τεράστια αρμάδα, αποτελούμενη από χίλια πλοία και αμέτρητους στρατιώτες και ναύτες, εξεστράτευσε υπό τον Πέρση βασιλιά Ξέρξη κατά της Ελλάδας και θέλησε να την υποδουλώσει. Το τι έπαθε αυτή η αρμάδα από τον ενωμένο ελληνικό στόλο στη Σαλαμίνα είναι ένα στρατιωτικό θαύμα:  οι λίγοι νίκησαν τους πολλούς και το ελεύθερο πατριωτικό φρόνημα νίκησε τη βαρβαρική δύναμη και ταπείνωσε την υπεροψία του βασιλιά τους. 

Μ’  αυτό το πνεύμα ο μεγάλος τραγικός ποιητής και πατριώτης Αισχύλος (525-456 π.Χ.) συνθέτει την τραγωδία «Πέρσαι», με πρόθεση να τιμήσει και να αναδείξει το ηρωικό πνεύμα των Ελλήνων και να προβάλει τη μεγάλη διαφορά του δημοκρατικού πολιτεύματος από τον περσικό ολοκληρωτισμό. Από το έργο αυτό θα παραθέσω στη συνέχεια ένα απόσπασμα. Πρόκειται για το σημείο, όπου ο αγγελιοφόρος έρχεται από την Ελλάδα στην Περσία και αναγγέλλει στη βασίλισσα Άττοσα, μητέρα του Ξέρξη, τη μεγάλη συμφορά στη Σαλαμίνα (η μετάφραση είναι του Τάσου Ρούσου, παρατίθεται δε σε πεζό κείμενο και όχι σε στίχους για λόγους περιορισμού της εκτάσεως του κειμένου): 

«Ολονυχτίς στη θάλασσα αρμενίζαν  οι κυβερνήτες (ενν. τους Πέρσες) ξάγρυπνους κρατώντας τους ναύτες. Μα η νύχτα προχωρεί και πουθενά ο ελληνικός στόλος ν’  ανοίξει δρόμο κρυφό δεν δοκιμάζει. Κι όταν φωτολουσμένη σκέπασεν η μέρα με τα λευκά της άτια όλο τον κόσμο, τότες από το μέρος των Ελλήνων πρώτα σαν τραγουδιού βοή ένας ήχος χαρούμενος ακούστηκε να βγαίνει, που βουερά τριγύρω αντιλαλούσαν τα βράχια του νησιού και τους βαρβάρους φόβος τους έπιασ’  όλους, όταν είδαν πως γελάστηκαν τι δεν ήταν για φευγάλα που τραγουδούσαν οι Έλληνες παιάνα σεμνό, παρά γιατί στη μάχη ορμούσαν μ’  αντρειωμένη την κάρδιά και τη γραμμή τους της σάλπιγγας ο αχός φλόγιζε ολούθε. Κι αμέσως τα κουπιά στο πρόσταγμά των μ’  ένα ρυθμό παφλάζοντας χτυπάνε το βαθύ κύμα κι όλοι αντικρινά μας γοργά προβάλλουν. Πρώτο ερχόταν σε καλοσύνταχτη σειρά το δεξί κέρας, ξοπίσω ακολουθούσε ο άλλος στόλος και μια κραυγή μυριόστομη αντηχούσε: «Εμπρός, παιδιά των Ελλήνων, λευτερώστε πατρίδα, τέκνα και γυναίκες, των θεών τα ιερά, τους τάφους των προγόνων, νυν υπέρ πάντων ο αγών». Κι από μας όμως στη γλώσσα των Περσών αποκρινόταν αντίλαλη βοή και πια καθόλου δεν χάνουμε καιρό. Χτυπούν αμέσως τις χάλκινες αρματωσιές των το ‘να στ’  άλλο σκαρί, ένα των Ελλήνων καράβι άρχισε πρώτο και την πρύμνα, πλευρά και κουπαστές, σύντριψε ακέρια κάποιου φοινικικού τότε τις πλώρες ενάντια στρέφουν όλοι. Στην αρχή, του περσικού στόλου η γραμμή κρατούσε γερά μα όταν μαζεύτηκε το πλήθος των καραβιών στο στενό μέσα, τρόπος δεν ήταν να συντρέξει το ‘να τ’  άλλο, κι οι χάλκινες συγκρούονταν πλώρες, σπάζανε τα κουπιά τους, ενώ γύρω τα πλοία των Ελλήνων με πολλή τέχνη και γρηγοράδα από παντού χτυπούσαν κι ανάστροφα γυρνάγαν τα σκαριά μας, ώσπου σε λίγο δεν μπορούσες πια να βλέπεις τη θάλασσα γεμάτη απ’  τα ναυάγια και τα κορμιά των σκοτωμένων, και τριγύρα οι ακρογιαλιές μυρμήγκιαζαν κι οι ξέρες από κουφάρια. Τότες όσα ακόμη καράβια είχανε μείνει δίχως τάξη ρίχνονταν στο φευγιό λαμνοκοπώντας γοργά. Κι αυτοί σαν να ‘τανε για θύννους (θύννος=το ψάρι τόνος) ή ψάρια μες στο δίχτυ, με κομμάτια κουπιών ή ναυαγίων συντρίμμια βαρούν, τσακίζουν ράχες κι ένας βόγγος εσκέπαζε και θρήνος του πελάγου την άπλα ολούθε, ώσπου της μαύρης νύχτας έπεσ’ η σκοτεινιά κι όλα τελείωσαν. Της συμφοράς το πλήθος μήτε δέκα μέρες κι αν είχα στη σειρά, δε θα μπορούσα να εξιστορήσω ολάκερο, γιατί να ξέρεις, ποτέ σε μια μονάχα μέρα τόσοι πολλοί δεν αφανίστηκαν ως τώρα. (…) Έσυρεν ο Ξέρξης μεγάλο βόγγο βλέποντας το βάθος του χαλασμού γιατί ψηλά καθόταν σε τόπο ξάγναντο κοντά στ’  ακροθαλάσσι κι ολάκερο θωρούσε το στρατό του. Κι αφού τα πέπλα του έσκισε θρηνώντας με γοερές κραυγές, ξάφνου προστάζει το στεριανό του στράτευμα και σ’  άταχτη φευγάλα ορμάει. Τέτοια είναι λοιπόν κι η άλλη συμφορά σιμά στην πρώτη που ‘χεις μπροστά  σου τώρα για να κλάψεις» (στ. 382-432 και 465-471). 

Συγκλονιστική η αφήγηση της μεγάλης νίκης των Ελλήνων κατά των Περσών στη Σαλαμίνα από τον πρώτο των μεγάλων τραγικών ποιητών της αρχαίας Ελλάδας, τον Αισχύλο. Μια νίκη που δεν επέτρεψε στο δεσποτισμό των Περσών να καταλύσει την αθηναϊκή δημοκρατία και κράτησε την Ελλάδα ελεύθερη. Σήμερα, αντιμετωπίζουμε ως Έλληνες μια επιθετική χώρα, όπως η Τουρκία, που εποφθαλμιά τις θάλασσές μας, δηλαδή την ίδια την ψυχή και την υπόστασή μας ως έθνους. Απαιτείται  ενότητα του λαού και των πολιτικών δυνάμεων, όμοια μ’ αυτήν που πέτυχαν τότε οι αρχαίοι πρόγονοί μας ενώπιον του περσικού κινδύνου. Απαιτείται ακόμη επιστράτευση όλων των δυνάμεων του Ελληνισμού σε διπλωματικό και στρατιωτικό πεδίο, ώστε ο τουρκικός επεκτατισμός και αναθεωρητισμός να μας βρει «έτοιμους από καιρό και θαρραλέους». Η Σαλαμίνα αλλά και όλες οι νίκες των Ελλήνων κάθε εποχής στις ελληνικές θάλασσες πρέπει να είναι οι οδηγοί μας. Εμείς οι Έλληνες γνωρίζουμε πόσο μεγάλη είναι η δύναμη που παρέχει η θάλασσα. Γνωρίζουμε πως δίχως τις θάλασσές μας θα μικρύνουμε και θα φτωχύνουμε πολύ από κάθε άποψη. Γι’ αυτό η ελληνική σημαία δεν πρέπει να πάψει να κυματίζει όπου υπάρχει ελληνικό έδαφος και όπου υπάρχει ελληνική θάλασσα. Δεν έχουμε φόβο μπροστά στην προβολή της ισχύος του σουλτάνου. Δεν θέλουμε τον πόλεμο, αλλά, αν οι γείτονες μάς αναγκάσουν, δεν τρομάζουμε να τον αντιμετωπίσουμε. Η νίκη στη Σαλαμίνα  απέδειξε ότι δεν νικούν πάντα οι πολλοί. Νικούν όσοι ακολουθούν τη ρήση Περικλή: «Τὸ εὔδαιμον τὸ ἐλεύθερον, τὸ δ’ ἐλεύθερον τὸ εὔψυχον κρίναντες μὴ περιορᾶσθε τοὺς πολεμικοὺς κινδύνους» (Θουκ. Ιστοριών 2, 43,4): Αφού θεωρήσετε ότι ευδαιμονία είναι η ελευθερία και ότι ελευθερία είναι η ευψυχία, μη φοβάστε τους κινδύνους του πολέμου. Προπάντων όταν αυτός είναι δίκαιος.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ