ΑΠΟΨΕΙΣ

Από τους κύκλους των ελληνοτουρκικών εντάσεων, στη γεωπολιτική της «Ενδιάμεσης Περιοχής»

Η θεωρία της «Ενδιάμεσης Περιοχής» του καθηγητή Δ. Κιτσίκη ως βάση για μία νέα ελληνική γεωστρατηγική στην Ανατολική Μεσόγειο

Ελληνοτουρκικά, Ένταση

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ (*)

 

Οι καταιγιστικές εξελίξεις αναδεικνύουν ότι βρισκόμαστε ενώπιον μιας αδήριτης ανάγκης αναπλαισίωσης της ελληνικής γεωπολιτικής στρατηγικής στην Ανατολική Μεσόγειο.

Στον 21ο αιώνα, η περιοχή έχει αναδειχθεί σε έναν από τους πλέον ρευστούς και ασταθείς γεωπολιτικούς κόμβους του κόσμου. Η ταυτόχρονη παρουσία υπερδυνάμεων (ΗΠΑ, Ρωσίας, Κίνας), η άνοδος περιφερειακών δυνάμεων (Τουρκία, Ισραήλ, Αίγυπτος), οι ενεργειακές ανακαλύψεις, καθώς και οι εκκρεμότητες του Διεθνούς Δικαίου (ΑΟΖ, εναέριος χώρος, υφαλοκρηπίδα), έχουν δημιουργήσει ένα πολυεπίπεδο πλέγμα ανταγωνισμών και συνεργασιών.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα οφείλει να αναστοχαστεί τη στρατηγική της ταυτότητα:

Θα συνεχίσει την παραδοσιακή επιλογή πλήρους ευθυγράμμισης με τη Δύση; Ή θα επιδιώξει έναν πιο ευέλικτο και πολυπολικό ρόλο, αντλώντας από την ιστορική της θέση ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή;

Η θεωρία της Ενδιάμεσης Περιοχής του καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη (1935-2021) προσφέρει ένα θεωρητικό και πρακτικό εργαλείο προς αυτή την κατεύθυνση. Αντιλαμβανόμενη την Ελλάδα ως γέφυρα και διαμεσολαβητή πολιτισμών, η θεωρία επιτρέπει τη συγκρότηση μιας μη συγκρουσιακής, ρεαλιστικής και ειρηνικής γεωστρατηγικής, ικανής να εξυπηρετήσει τα ελληνικά συμφέροντα χωρίς να εγκλωβίζεται σε παρωχημένα δόγματα ψυχροπολεμικού χαρακτήρα.

Η επικαιροποίηση της θεωρίας  Κιτσίκη υπό το φως των σημερινών εξελίξεων, μπορεί να προσφέρει εφαρμόσιμες προτάσεις στρατηγικής για την Ελλάδα, σε έναν κόσμο που αλλάζει με ταχείς και απρόβλεπτους ρυθμούς.

Η Ελλάδα αντιμετωπίζει διαχρονικές προκλήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο, με επίκεντρο τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, την οριοθέτηση ΑΟΖ και την ενεργειακή εκμετάλλευση. Η έως τώρα στρατηγική βασίζεται κυρίως σε μονομερείς νομικές και διπλωματικές κινήσεις σε συνεργασία με θεωρούμενες ως ακλόνητες «φιλίες της Δύσης».

Ωστόσο, η αυξανόμενη πολυπλοκότητα του γεωπολιτικού περιβάλλοντος, μέσα στη δίνη ενός πολυπολικού κόσμου με ρευστές συμμαχίες και αποδυνάμωση του διεθνούς δικαίου, απαιτεί μια ευρύτερη γεωστρατηγική αναπλαισίωση. Θα πρέπει να περάσουμε από τα άβατα δόγματα στην αποδοχή μιας πραγματικότητας.

Η θεωρία της «Ενδιάμεσης Περιοχής» του καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη προσφέρει ένα διαφορετικό πρίσμα θεώρησης, το οποίο μπορεί να εμπνεύσει μια ρεαλιστική και ειρηνοκεντρική στρατηγική για την Ελλάδα, βασισμένη στην ιστορική διαμεσολαβητική της θέση.

Ποια είναι όμως η θεωρία της Ενδιάμεσης Περιοχής που ανέπτυξε για πρώτη φορά ο καθηγητής Κιτσίκης που μπορεί να απαντήσει σήμερα για την παγίωση της ειρήνης στην περιοχή μας;  

Η θεωρία της Ενδιάμεσης Περιοχής (Zone Intermédiaire) διαμορφώθηκε από τον καθηγητή Δημήτρη Κιτσίκη ήδη από τη δεκαετία του 1960 και σταθεροποιήθηκε ως αυτοτελές γεωπολιτικό δόγμα στη δεκαετία του 1990. Η βασική υπόθεση του Κιτσίκη είναι ότι ο κόσμος δεν διακρίνεται απλώς σε Δύση και Ανατολή, αλλά μεταξύ αυτών παρεμβάλλεται ένας τρίτος γεωπολιτικός και πολιτισμικός χώρος, με δικά του χαρακτηριστικά, συγκρούσεις, δυναμικές και προοπτικές.

Αυτός ο χώρος, ο οποίος εκτείνεται γεωγραφικά από τα Βαλκάνια μέχρι τον Ινδοκαύκασο, και

από τη Μαύρη Θάλασσα μέχρι τη Μεσόγειο και την Αραβική Χερσόνησο, αποτελεί την Ενδιάμεση Περιοχή: ένα μεταβατικό γεωπολιτικό πεδίο, όπου η Δύση και η Ανατολή δεν επιβάλλονται απόλυτα, αλλά διαπλέκονται, συγκρούονται, συγχωνεύονται. Προτείνει την υπέρβαση των διπολισμών και την ανάδυση περιφερειακών συνομοσπονδιών ή συνεργειών, με κεντρικό άξονα Ελλάδα–Τουρκία–Κύπρο. Δεν αποσκοπεί σε κατάργηση κυριαρχιών, αλλά σε αμοιβαία αποδοχή, συνεννόηση και ειρηνική συνύπαρξη.

Η θεωρία αυτή μέσα σε μια αειδίνητη και ασταθή γεωπολιτική στην ανατολική Μεσόγειο θα μπορούσε να έχει καθοριστική πρακτική εφαρμογή στη στρατηγική της Ελλάδας, που ξεκινά με την αναθεώρηση της αντίληψης για τη γείτονα χώρα.

Αντί για αντιμετώπιση της Τουρκίας ως «εξ ανατολών απειλής», η θεωρία προτείνει την αναγνώρισή της ως δομικού γείτονα με κοινές γεωοικονομικές προκλήσεις.

Συστήνεται η δημιουργία σταθερών διαύλων επικοινωνίας σε ανώτατο και τεχνικό επίπεδο για διαχείριση κρίσεων και ατζέντα σταδιακής αποκλιμάκωσης.

Αλλά εξίσου σημαντική παράμετρος είναι η λογική της συνεκμετάλλευσης αντί της σύγκρουσης. Αντί της διεκδίκησης απόλυτων αποκλειστικοτήτων στις ΑΟΖ, προτείνεται ένα μοντέλο συνεκμετάλλευσης βασισμένο στην αμοιβαιότητα και τη γεωοικονομική σύγκλιση, με ρήτρες αμοιβαίας ασφάλειας και επενδυτικές συμφωνίες.

Η μετατροπή της Ανατολικής Μεσογείου σε ζώνη ενεργειακής συνεργασίας μπορεί να διαμορφώσει ένα νέο πλαίσιο σταθερότητας.

Αυτά όλα, αναπόφευκτα σημαίνουν και επαναπροσδιορισμό της ελληνοδυτικής εξάρτησης ειδικά μετά τη νέα διακυβέρνηση Trump στις ΗΠΑ.

Αντί μονομερούς ταύτισης με τη Δύση, η Ελλάδα μπορεί να υιοθετήσει έναν πολυκεντρικό εξωτερικό προσανατολισμό, διατηρώντας συμμαχίες αλλά καλλιεργώντας και σχέσεις με τον Αραβικό κόσμο, το Ιράν, τη Ρωσία και την Κίνα. Αυτό πολύ επιτυχημένα το κατορθώνει διαχρονικά η γείτονα, υιοθετώντας τη δοκιμασμένη διπλωματία της Υψηλής Πύλης και των Οθωμανών Σουλτάνων.

Δρόμοι γι’ αυτά είναι οι αναλήψεις πρωτοβουλιών για πολυμερείς διασκέψεις με στόχο την ειρηνική συνύπαρξη, την ενεργειακή συνεργασία, την οριοθέτηση θαλασσίων ζωνών και πολιτισμικό διάλογο με διεύρυνση της συμμετοχής νέων εμπλεκόμενων χωρών, πέραν της αρεσκείας ΗΠΑ και Ισραήλ.

Τα οφέλη για τα Ελληνικά συμφέροντα θα είναι μεγαλύτερα από τις απώλειες. Η αποφυγή των πολεμικών σεναρίων και της μακροχρόνιας εξοπλιστικής φθοράς είναι το μέγιστο. Αλλά και η σταθεροποίηση του ανατολικού μετώπου της Ελλάδας, θα επιτρέπει εστίαση στην οικονομική ανάπτυξη και το νησιωτικό δυναμικό, με την ανάδειξη της χώρας ως ειρηνικού διαμεσολαβητή και κόμβου πολιτισμικού διαλόγου. Η ενεργειακή πρόοδος χωρίς επιθετικούς ανταγωνισμούς, και κινδύνους πολεμικών συρράξεων θα είναι και το μέγιστο.

Η θεωρία της Ενδιάμεσης Περιοχής δεν είναι μια αφηρημένη ιδεολογία, αλλά μια πρόταση για γεωπολιτική ωριμότητα που βασίζεται στην ιστορική εμπειρία και στην επιβίωση των λαών της περιοχής. Αν η Ελλάδα τολμήσει να την εξετάσει σοβαρά, μπορεί να ξεφύγει από τον φαύλο κύκλο έντασης, να προωθήσει τα συμφέροντά της και να παγιωθεί σε δύναμη ειρήνης, σταθερότητας και διαλόγου στον 21ο αιώνα.

Η επικαιροποίηση της θεωρίας αποτελεί μια καινοτόμο γεωπολιτική ανάγνωση, η οποία μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα μια νέα γεωστρατηγική αυτοσυνείδηση. Δεν αρνείται τις δυσκολίες, αλλά αναγνωρίζει την ιστορική συνάφεια και τις δυναμικές του γεωπολιτικού μας πεδίου. Κυρίως, λειτουργεί ως θεμέλιο για μια στρατηγική εξισορρόπησης και ειρηνικής πρωτοβουλίας, μακριά από τη λογική της στρατιωτικής αναμέτρησης και της ιδεολογικής προσκόλλησης.

 

 

(*) Ο κ. Κωστής Ε. Μαυρικάκης είναι Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

Στείλε την είδηση