Εσύ πόση... “εϊτίλα” αντέχεις;

Γεωργία Καρβουνάκη
Γεωργία Καρβουνάκη

Από τα...Πάμπερς και τα εγκαίνια του ΠΑΓΝΗ ως την συγκυβέρνηση Δεξιάς και Αριστεράς...


της Γεωργίας Καρβουνάκη

«Εσύ πόση “εϊτίλα” αντέχεις;», ρωτούν οι επιμελητές της πολυσυζητημένης έκθεσης GR80's  στην Τεχνόπολη της Αθήνας. Ολόκληρη η δεκαετία του 1980 περνάει από τους τοίχους σε τίτλους εύγλωττους και εικόνες που αξίζουν παραπάνω από χίλιες λέξεις έκαστη.

Ερώτηση: τι είναι η «εϊτίλα;», πέρα από ρετρό συγκίνηση και θλιμμένη αναπόληση της φλύαρης νιότης μας που έφυγε; .

Απαντήσεις υπάρχουν πολλές και είναι όλες σωστές αλλά αν σκεφτούμε, αρχικά, την απαξιωτικής σημασίας κατάληξη της λέξης -βλέπε ιδρωτίλα, θανατίλα, ψαρίλα, ξινίλα, ξεφτίλα- δεν έχουμε να περιμένουμε πολλά ευχάριστα. Σκόρπιες σκέψεις μόνο κάνουμε, βλέποντας τις φωτογραφίες με τις λεζάντες και σκαλίζοντας τη μνήμη.

●     Aν η «εϊτίλα» ήταν άρωμα θα ήταν η τσίκνα, ύστερα από γερό

τσιμπούσι σε ταβέρνα. Δυσάρεστη, ενοχλητική, αηδιαστική, ανυπόφορη, που νομίζαμε ότι κόλλησε στα ρούχα μας. Τα βγάλαμε, τα πλύναμε, τα ξαναφορέσαμε και δεν έφυγε. Τα αλλάξαμε με άλλα, σινιέ, που στην ανάγκη μας τα αγοράσαμε με δανεικά, ρούχα που μετά δεν μας έκαναν γιατί πήραμε τα κιλάκια της ευμάρειας και τα δώσαμε στο τσάριτυ. Τότε ήταν που ανακαλύψαμε ότι το eau de parfum «εϊτίλα» κόλλησε στο πετσί μας και σαν γενιά θα την κουβαλάμε μέχρι να μας χωρίσει ο θάνατος μαζί της και μακάρι να την ξεφορτωθούν κάποτε τα παιδιά μας για να μην κολλήσουν και τα εγγόνια μας.

●     Αν η «εϊτίλα» ήταν γυναίκα θα ήταν ξανθιά, μια νταρντάνα

Μπάρμπυ, που θα βαφόταν αργότερα μελαχρινή για να γίνει εξώφυλλο στο ΚΛΙΚ του Κωστόπουλου σαν Μπάρμπα.

●     Αν η «εϊτίλα» ήταν χτένισμα θα ήταν ξανθιά περμανάντ,

φράντζα με κοκοράκι που προσθέτει ύψος και στυλ που τόσο το χρειαζόμασταν για την ισορροπημένη συνύπαρξη με το ταγάρι, την ινδική φούστα και την αξύριστη γάμπα.

●     Αν η «εϊτίλα» ήταν μουσική θα ήταν ζεϊμπέκικο σε ντίσκο

ρεμίξ με εφέ Ησαΐα. 

●     Αν η «εϊτίλα» ήταν υλικό θα ήταν φελλός, για να μπορεί να

επιπλέει στα μπουγαδόνερα που πλύθηκε το «βρώμικο» ‘89, με τον ίδιο τρόπο που ήρθαν κι έμειναν στην επιφάνεια αυτοί που δεν τους γνώριζε ο θυρωρός της πολυκατοικίας τους.

●     Αν η «εϊτίλα» ήταν ρούχο θα ήταν μεσάτο σακάκι έντονου

χρώματος, πιθανόν με παγιέτες για να κάνει μπούγιο, με γυρισμένα μανίκια και με βάτες στους ώμους για να τους ανασηκώνουν, ως κίνηση αδιαφορίας και αποποίησης ευθυνών.

«Αφού μας αθώωσαν, καλέ, το βρώμικο ‘89 πλύθηκε βιολογικά και καθάρισε σε βάθος».

Έφτασε η ώρα που η «εϊτίλα» πέρασε στην Ιστορία, ήρθε στην πραγματική της διάσταση κι εμείς, αναξιοπαθούντες κύριοι, κυρίες ατυχήσασες και παιδιά αθώα αλλά υποψιασμένα, πάμε και τη βλέπουμε ως έκθεμα σε μουσείο. Εκτεθειμένη εκείνη, εκτεθειμένοι κι όσοι τη δημιουργήσαμε, τη ζήσαμε και τη μεταδώσαμε σαν ασθένεια, ανθεκτική στο αντιβιοτικό της «στερνής μου γνώσης».

Προσωπικά αισθάνθηκα να σκληραίνει το σώμα μου, να πλαστικοποιείται, να γίνεται μικρό playmobil, που του έχουν καρφώσει ιδέες μεγάλες στο μυαλό και σημαιάκι στο χέρι, που του σερβίρουν τον καφέ τίγκα στο παυσίλυπο, σε χοντρό φλιτζάνι με το σήμα του κόμματος και μετά το βάζουν στο πούλμαν, το πάνε βόλτα από πόλη σε πόλη κι ύστερα σε ένα αεροδρόμιο, ο μεγάλος σκηνοθέτης το στήνει και το πολλαπλασιάζει για να φαίνεται διπλό, τριπλό και τετραπλό, φωνή δεν έχει το playmobil για να εκφραστεί, έτσι κι αλλιώς, τα συνθήματα είναι κονσέρβα ντυμένα με Κάρμινα Μπουράνα, βλέπει τον μεγάλο ασθενή να κάνει νεύμα στη χαμηλοβλεπούσα/ξανθιά/νταρντάνα Μπάρμπυ να κατέβει τη σκάλα για να γίνει εξώφυλλο παντού και να εγκαινιάζει έτσι μια νέα εποχή, νέα ήθη και νέα ανήθικα, εκείνη ελπίζοντας να χορέψει τον Ησαΐα κι εκείνος το ζεϊμπέκικο της νίκης του και της ήττας ενός λαού, που οδηγήθηκε στο βρώμικο ‘89, που «να πάει και να μην ξανάρθει» λέγαμε τότε, φεύγει και δεν ξαναέρχεται, έτσι κι αλλιώς ο χρόνος.

Την «εϊτίλα» μας  δεν την ξεφορτωθήκαμε ακόμη. Αντιθέτως, μαζί με τη «ναϊντίλα» όχι μόνο την κουβαλάμε αλλά τη φορτώσαμε και στα παιδιά μας, που τα ξεναγούμε στην έκθεση και το παίζουμε φωτεινοί παντογνώστες των σκοτεινών μας χρόνων.

Στην παραδίπλα προθήκη η Πειραϊκή Πατραϊκή ντύνει, στολίζει, νοικοκυρεύει με ένα τόπι εμπριμέ και το Pony της ΝΑΜΚΟ μας θυμίζει τι είχαμε και τι χάσαμε αλλά όχι και γιατί το χάσαμε, η μνήμη χρυσόψαρου δεν ευνοεί. Η Αλλαγίτσα απέναντι χαμογελά αθώα και αθωωμένη: όχι, το κουτί των Πάμπερς δεν ήταν δικό της.

Την ίδια ώρα τα ψηφοδέλτια της δεκαετίας του 1980 κρέμονται απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας, σαν δάσκαλοι της παλιάς εποχής που μας μετέδιδαν τη γνώση με τη μέθοδο του εκφοβισμού και όχι πάντα αποτελεσματικά. Το ραντεβού με την Ιστορία μας το δώσαμε, υπήρξαμε ακριβείς και το πληρώσαμε ακριβά.

Στη γωνία ό,τι απόμεινε από τα σπασμένα τζάμια που χρησιμοποίησε ο Βαρώτσος για τον «Δρομέα» του, μπηγμένα στα πλευρά μιας μεταλλικής στήλης, έγιναν γλυπτό που βλέπει ίσια στον ουρανό.

Δεν άξιζε ο κόπος να σταθώ στην ουρά αυτό το κρύο βράδυ του Γενάρη για να δω το πολυσυζητημένο διαμέρισμα. Δεν ήταν αυτό η έκθεση. Ήταν τα σκόρπια γράμματα στους τοίχους, οι φωτογραφίες και τα αντικείμενα, όλα με δίγλωσση ταμπελίτσα «Μην αγγίζετε, do not touch», που ο καθένας της γενιάς μου το συμπλήρωνε από μέσα του: «Μην αγγίζετε, do not touch, λερώνει».

Περάστε κι απ’ τον τοίχο μας φεύγοντας να μας πείτε τι καταλάβατε.

«Τον έπαιξα με την Καίτη Φίνου».

Ε, αφού αυτό κατάλαβε!


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ