Η γραμματική του πόνου

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Στα λημέρια του πόνου το καθετί έχει αξία, ακόμα και το πιο απλό. Μια κουβέντα συμπαράστασης, μια χαρούμενη επίσκεψη, μια γιορτούλα, ένα δώρο μικρό

της Μαρίας Λιονάκη

Μόρφωμα; Τι σόι διάγνωση είναι αυτή; Ίωση είναι ή μικρόβιο; Λες να θέλει εγχείριση; Λες να πρέπει να μπούμε μια βδομάδα στο Νοσοκομείο; Μια βδομάδα είναι πολύ. Αποκλείεται να την αφήσουν από τη δουλειά τόσες μέρες. Λίγο καιρός είναι που έπιασε δουλειά, δεν έχει το θάρρος να λείψει τόσες μέρες. Ο,τι κι αν είναι το μόρφωμα, η δουλειά προέχει. Και δέκα μέρες να κρατήσει , αυτή θα βρει τρόπο να τα συνδυάσει και τα δυο. Τα βιβλία του Κωστάκη, τα ξενόγλωσσα από το Βιβλιοπωλείο να πάρει. Άντε να ξεμπλέξει από το γιατρό εδώ, να γυρίσει την Κατερινούλα στο σπίτι και να τρέξει. Θα πει της Φωφώς από δίπλα, να έρθει να κάτσει μαζί της. Καταπληκτικός άνθρωπος η γειτόνισσά της η Φωφώ. Χωρισμένη, έχει βρει τώρα ένα καινούργιο αγαπητικό, μα σάμπως αυτοί που είναι παντρεμένοι, καλύτεροι είναι; Μέσα στην υποκρισία και το συμβιβασμό. Πανάκριβα είναι κι αυτά τα ρημαδιασμένα τα βιβλία των αγγλικών. Το βδομαδιάτικο της εκεί θα πάει. Εισαγωγής βλέπεις και με χαρτί καλής ποιότητας, ιλουστρασιόν. Πολύ ματαιόδοξος λαός οι Άγγλοι. Δεν την κυκλοφορούν τη γραφή τους όπου κι όπου.

Έτσι ξεκίνησαν όλα. Πριν καιρό… Μόλις είχε τελειώσει το καλοκαίρι κι έμπαινε φθινόπωρο. Μόλις είχε τελειώσει το δικό της καλοκαίρι και η ζωή της Ελένης έμπαινε κατευθείαν στο χειμώνα. Από τη δουλειά σταμάτησε κακήν κακώς. Δεν πρόλαβε να τους πει πολλά. Λίγες λέξεις σκόρπιες ανάμεσα σε λυγμούς, αναφιλητά. Χωρίς συντακτικό. Με τη γραμματική του πόνου. Πως θα λείψει, δεν ξέρει πόσο, πως λυπάται, λυπάται πολύ, τη δουλειά τη χρειάζονταν, καιρό την έψαχνε, την αγάπησε, μα δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.

Τα βιβλία του Κωστάκη, των αγγλικών, δεν τα πήρε από το Βιβλιοπωλείο. Αυτά βέβαια καλύτερα, να τα χαίρονται οι Άγγλοι τα βιβλία τους! Στη Φωφώ πήγε ο Κωστάκης. Κακήν κακώς. Με δυο ρούχα σε ένα σακίδιο, με μια σιωπή που την ξεκούφαινε, με μια απορία στα ματάκια του το παιδί της, το καλό. Στην Αθήνα βρέθηκε η Ελένη. Σε μια μεγαλούπολη που δεν γνώριζε. Μόνη μέσα σε αγνώστους. Με ένα παιδί στην αγκαλιά τεσσάρων χρονών. Μόλις κατάλαβε πως είναι κάτι σοβαρό, έκανε τις οικονομίες της εισιτήρια, πήρε μερικά ρουχαλάκια του παιδιού σε μια βαλίτσα κι έτρεξε. Σε δημόσιο Νοσοκομείο μεγάλο, για παιδιά. Δεν άφηνε το παιδί της στην επαρχία. Λάθος άποψη, μα το κατάλαβε μετά. Καθώς μια χαρά και το Νοσοκομείο της πόλης της, το επαρχιακό.

Ένα κρεβάτι στην Παθολογική τους έδωσαν την πρώτη μέρα. Δίπλα σε άλλα παιδιά και μαμάδες. Που είχαν ιώσεις, κάποιο μικρόβιο. Που θα έπαιρναν σε λίγες μέρες εξιτήριο. Η Κατερινούλα της θα αργούσε να πάρει εξιτήριο της είπε μια γιατρός. Που δεν ξέρει αν είχε παιδιά. Μα την είδε μια στιγμή που σκούπισε ένα δάκρυ. Και να κάνει ένα τάμα σε άγιο της είπε, μα δεν κατάλαβε που κολλάει αυτό. Σε ένα φορείο κοιμήθηκε για λίγο, ξημερώματα το πρώτο βράδυ η Ελένη. Ξέμπαρκο στο διάδρομο. Χωρίς σεντόνι, κουβέρτα. Όταν είχε πάρει ο ύπνος, μετά από ώρα την Κατερινούλα της. Είδε κι έπαθε να την ηρεμήσει. « Μαμά τι γυρεύουμε εδώ;» της έλεγε συνέχεια.

Από κει κι έπειτα ξεκίνησε ο χειμώνας. Τις δικές τους καταιγίδες τις έλεγαν χημειοθεραπείες και ακτινοβολίες. Πυρετούς και εμετούς. Ταλαιπωρημένες φλέβες, ειδικό καθετήρα, που είχε δύσκολη φροντίδα, που βούλωνε από καιρό σε καιρό. Ειδικές εξετάσεις, πεσμένα μαλλιά. Ατέλειωτες μέρες και νύχτες στα λημέρια του νοσοκομείου. Δίπλα στου χάρου τα λημέρια που παραμόνευε σαν τρωκτικό. Στις σπηλιές του φόβου, των αμφιβολιών. Της ελπίδας.

Κοντά στα Χριστούγεννα, θυμάται, ήταν η εποχή εκείνη. Που είχαν έρθει στο νοσοκομείο κάποιες καλές κυρίες, από κάποιο σύλλογο να φέρουν δωράκια στα παιδιά, ενόψει γιορτών. Μα αυτή έπρεπε να φύγει αμέσως. Η καλή γιατρός της είχε δώσει οδηγίες. Θα προχωρήσει δεξιά, μετά ευθεία, αριστερά μετά, θα βγει και θα πάει στο κτίριο το διπλανό, το γειτονικό. Κρατώντας απ’ το χέρι την Κατερινούλα της, μη χαθεί. Εκεί θα πάρει το ασανσέρ και θα ανέβει στον τρίτο όροφο. Μετά είναι εύκολο, θα ακολουθήσει τις ταμπέλες, ώσπου να βρει το εργαστήριο το αιματολογικό, το ειδικό. Θα χαρεί η Κατερινούλα με το δωράκι, μα αυτή δεν μπορεί να περιμένει. Πάει τώρα γρήγορα και μετά. Οι καλές κυρίες θα αργήσουν να φύγουν… Θα το πάρει το δωράκι της η μικρή της ηρωίδα και θα λάμψει τόσο το προσωπάκι της…

Δεν τις πρόλαβε τις κυρίες η Ελένη μετά. Όσο κι αν έτρεξε με αγωνία τους διαδρόμους, ένα προς ένα. Είχαν φύγει.

«–Τι ψάχνετε;» της είπε μια νοσηλεύτρια.

«-Τις κυρίες του συλλόγου!» είπε

«-Μόλις έφυγαν -της απάντησαν -μα πάρτε αυτό! Το είχα κρατήσει για το δικό μου γιο»

Στα λημέρια του πόνου το καθετί έχει αξία, ακόμα και το πιο απλό. Μια κουβέντα συμπαράστασης, μια χαρούμενη επίσκεψη, μια γιορτούλα, ένα δώρο μικρό. Αρκεί να χαρίσει ένα γέλιο στον μικρό ήρωα της ζωής…

Στο παρόν η Ελένη περιμένει την Κατερινούλα της για Χριστούγεννα. Στη Φιλολογία σπουδάζει. Είναι πανέμορφη και τόσο ενθουσιασμένη με όλα αυτά που μαθαίνει… Διαβάζει το παιδί της το καλό, μα δεν έχει καθόλου άγχος. Τι άγχος να έχει εξάλλου αυτή, που νίκησε το μεγαλύτερο θεριό; Φοιτά στη σχολή της κανονικά, αλλά δεν μένει μέσα. Κάνει παρέες, διασκεδάζει, ταξιδεύει… Ζει την κάθε στιγμή. Ζει τη ζωή που κέρδισε με το σπαθί της. Χωρίς μιζέριες, γκρίνια, με πρόσωπο νικήτριας, φωτεινό.

Έχει στολίσει το δέντρο η Ελένη, όπου να ‘ναι θα φανεί η Κατερινούλα της. Με το αεροπλάνο φτάνει. Έρχεται πάντα νωρίτερα. Έχει μαγειρέψει μοσχαράκι με ρύζι κοκκινιστό, που της αρέσει, έχει φτιάξει και μελομακάρονα. Της πέτυχαν στο μέλωμα, έπρεπε να είναι ζεστά και τα δυο. Έχει καλέσει και τη Φωφώ. Ο Κωστάκης της μεγάλωσε, δουλεύει στην Αγγλία, δε θα είναι απόψε εδώ. Ίσως έρθει αργότερα. Ανοίγει την τηλεόραση. Τρεις του Δεκέμβρη είναι. Έχουν αφιέρωμα στα άτομα με αναπηρία, με ειδικές ανάγκες, ειδικές ικανότητες. Στις δυσκολίες τους αναφέρονται. Στις πόλεις που δεν είναι φιλικές για την αναπηρία, στο κράτος που δεν είναι όσο πρέπει κράτος πρόνοιας. Στο κουράγιο τους, τη δύναμη ψυχής τους που δε στερεύει. Την ξέρει η Ελένη τη γραμματική του πόνου, γι’ αυτό νιώθει ίδιο μέρος του λόγου με όλο αυτό. Απλώνει το χέρι κι αγκαλιάζει νοερά τις άλλες μανούλες. Να τους δώσει δύναμη κι ελπίδα. Απλώνει το χέρι και αφήνει στα σπουδαία αυτά παιδιά, τους μικρούς Ηρακλήδες ένα χάδι νοερό τρυφερό. Υποκλίνεται στον αγώνα τους τον καθημερινό.

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ