Κατά φαντασίαν και κατά τεκμήριο

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Με τούτα και με κείνα η μαγεία της παράστασης χάθηκε… Το τέλος μόνο θυμάμαι, το ωραίο μήνυμα του έργου πως το θέατρο είναι αντίδοτο και γιατρειά, φάρμακο για πολλά. Αυτό θυμάμαι κι αυτό… επειδή είχαν τελειώσει τα πατάκια!

της Μαρίας Λιονάκη

Τρίτη βράδυ στο μεγάλο Κηποθέατρο στον Κατά φαντασίαν ασθενή. Του Μολιέρου, του Πέτρου Φιλιππίδη, των υπόλοιπων εκλεκτών ηθοποιών, του Πέτρου του γιου της γειτόνισσας, εμένα, εσένα και των υπόλοιπων εκλεκτών γειτόνων στην παράσταση. Όσα θα γράψεις δεν είναι κατά φαντασίαν. Όσα θα γράψεις δεν αποσκοπούν σε σχολιασμό της παράστασης.

Φτάνεις στο Κηποθέατρο αργοπορημένη σχετικά. Αφού δεν την είχες φανταστεί τέτοια κίνηση. Παρκάρεις στην Ιωνίας, οριακά χωράς κι υπάρχει χώρος να περνάνε τα αυτοκίνητα. Ακόμα και τα πιο ευτραφή. Λεωφορείο άραγε χωρά; Θα χωρά! Κλείνεις καθρέπτη, χαιρετάς τον Άτλαντα που σε σηκώνει στους ώμους του και σε πάει παντού, τον σταυρώνεις, του κλείνεις το μάτι να είναι ήσυχος, μην ενοχλήσει, μην ενοχληθεί. Βαδίζεις στα πεζοδρόμια της πόλης, τα βρώμικα, όσες βροχές κι αν έρθουν δε τα ξεπλένουν. Περνάς ένα καφενείο, τρεις κύριοι γύρω από ένα τραπέζι, δε σε βλέπουν. Είναι απορροφημένοι να παίζουν χαρτιά. Ο ένας, ο πιο μεγάλος, ο ασπρομάλλης φορά καλοκαιριάτικα λεπτό, μπλε, ναυτικό στυλ, μπουφάν. Διέξοδος κι αυτοί να παίζουν χαρτιά, σκέφτεσαι. Δε χαιρετάς ούτε εσύ τους βαλέδες. Ακόμη, δεν προσέχεις που πατάς. Κάνεις τελευταία στιγμή προσποίηση, όπως λένε σε άλλο άθλημα, αποφεύγεις το καφετί υγρό στο δρόμο. Το λεκέ, τη φρέσκια πινελιά στο μουτζουρωμένο, σκονισμένο πίνακα της πόλης. Κάποτε ήταν ένα κυπελάκι λαχταριστού καφέ fredo. Που άχνιζε από δροσιά. Στα χέρια διψασμένου, ηλιοκαμένου ίσως ανθρώπου. Οδοιπόρου της Ιωνίας, της ζωής. Σε διάλειμμα ίσως δουλειάς. Τώρα είναι ένα άδειο περιφρονημένο κυπελάκι καφέ, ένα σιχαμερό σκουπίδι, ένας απόκληρος ζωής, πληγωμένο σώμα που έχει αποχωριστεί το ένα του μέλος, το άνω άκρο. Που σε κάποιον έπεσε και δεν το μάζεψε. Κι είναι πασαλειμμένο με το μετέωρο καλαμάκι, με δάκρυα χυμένου καφέ. Δάκρυα… όχι του ανθρώπου που το πέταξε. Δάκρυα δικά μας, μιας πληγωμένης πόλης, μιας πληγωμένης αστικής συμπεριφοράς.

Υποψιασμένη όμως τώρα προσέχεις πού πατάς, που ακουμπάς. Τραβάς το τζιν μπουφάν, αχρείαστο να’ ναι, μα ποτέ δεν ξέρεις. Πέφτει κρύο τα βράδια στους ανοιχτούς χώρους, στα θερινά σινεμά, στις πόλεις. Παραλίγο να ακουμπήσει το μπουφάν στον κουβά. Τον ευτραφή κάδο απορριμμάτων. Τον ξεχειλισμένο. Που έχει στα πλαϊνά του παρκαρισμένες στοίβες σκουπιδιών. Που δε χωρούσαν στον κάδο κι έμειναν απ’ έξω, ολόκληρα βουνά. Μισοανοιγμένες σακούλες από γατιά, κούτες άδειες μιας ηλεκτρικής συσκευής. Επίτευγμα τεχνολογίας. Επίτευγμα αστικής ζωής οι ξεχειλισμένοι κάδοι απορριμμάτων. Είσαι υποχονδριακή με την καθαριότητα σκέφτεσαι. Πρέπει να αλλάξεις άθλημα.

Έχει αναβαθμιστεί γενικά η περιοχή αναλογίζεσαι και διώχνεις με προσποίηση την προηγούμενη σιχασιά. Ενώ έξω από μια άλλη καφετέρια τώρα περνάς. Κατάμεστη, χωρίς χαρτιά, με πολλούς βαλέδες , καθισμένους σα σε αρχαίο θέατρο αμφιθεατρικά. Παρατεταγμένοι όλοι γύρω από μια γιγάντια οθόνη ποδόσφαιρο παρακολουθούν. Διαχρονικό άθλημα. Το δημοφιλέστερο των Ελλήνων. Μετά το σχολιασμό της πολιτικής ζωής φυσικά. Ακούς την περιγραφή του αθλητικού ρεπόρτερ, τις ιαχές, αναγνωρίζεις όλα τα σχετικά. Σεισμός να γίνεται οι άντρες δεν αφήνουν τη ντάμα, την τηλεόραση, το ματς σκέφτεσαι. Άνδρες…

Έχει γίνει κέντρο κοινωνικής ζωής η περιοχή της Ακαδημίας, γύρω από το Μεγάλο Κηποθέατρο εκτιμάς. Με αρκετές ταβερνούλες, καφετέριες που διαφημίζουν με χαρτονένιο ευδιάκριτο εξωτερικό σποτ τον καφέ τους. Με δώρο νεράκι. Πολλή είναι και η κίνηση, καθώς πλησιάζεις το πολυπληθές σε αυτοκίνητα σταυρό της πόλης. Πάλι καλά που βρήκα κι άφησα τον Άτλαντα σκέφτεσαι. Περνάς διώροφα, πολυώροφα κτίρια, μα και κάποιες μονοκατοικίες. Που μοιάζουν με παλιά αρχοντικά. Που επιβίωσαν με την αστυφιλία. Το άθλημα της πολυκατοικίας. Πνιγμένες στα λουλούδια, στο αγιόκλημα, στα βασιλικά, στα γιασεμιά. Που οδοιπορούν σε μισοσκουριασμένα κάγκελα. Δεν αντιστέκεσαι, κόβεις λαθραία ένα κλαδάκι μοσχομυριστής στεφανωτής. Κανείς δε σε είδε. Κρυφοκοιτάς μέσα από τα φύλλα του ολάνθιστου φυτού. Που καλά το ξέρει το άθλημα της αναρρίχησης. Κοιτάς λίγο αδιάκριτα ανάμεσα από τα φύλλα. Βλέπεις μια γερόντισσα, μια παλιά αρχόντισσα. Διακρίνεται απ’ την ορθάνοιχτη πόρτα, στο εσωτερικό ενός σπιτιού, μιας μονοκατοικίας πίσω απ’ την αυλή με τις πολλές γλάστρες . Με παλιά έπιπλα, τραπέζι, καρέκλες, μπουφέ, σεμεδάκια κι όλα τα σχετικά, όπως ακροφαίνεται. Περιποιημένο το λιτό σπίτι, περιποιημένη κι αυτή. Πόσο ωραίο καθετί λιτό. Πόσο ωραίο το περήφανο αυτής της ηλικίας, το αρχοντικό. Κάθεται μπροστά στο ανεμιστήρα, κρεμασμένη πάνω του σχεδόν. Να ανακουφιστεί από την κάψα του καιρού. Ίσως και της ζωής. Παρακολουθεί τηλεόραση στη διαπασών σχεδόν. Τη χαιρετώ νοερά, τη σταυρώνω. Τι να κάνει τώρα η κυρα- Ξανθίππη, η μαμά, στα Χανιά; Θα κοιμάται η αρχόντισσα…

Τρίτη βράδυ στο μεγάλο Κηποθέατρο στον Κατά φαντασίαν ασθενή. Του Μολιέρου, του Πέτρου Φιλιππίδη, των υπόλοιπων εκλεκτών ηθοποιών, θεατών, εσένα. Καθυστερημένη έφτασες στο Κηποθέατρο, μα γεμάτη εικόνες. Μπαίνεις έκπληκτη με την κοσμοσυρροή, μαζί με πολύ κόσμο στην μία ουρά, της πόρτας. Καθώς δίπλα είναι αυτή του ταμείου για όσους περιμένουν να κόψουν εισιτήρια. Και μέσα είναι η τεράστια ουρά για το κυλικείο. Απίστευτος κόσμος το συγκεκριμένο θίασο τιμά. Καθώς έχει δώσει δείγματα καλής θεατρικής γραφής στο παρελθόν. Καθώς το κοινό της πόλης μας έχει το πολιτιστικό επίπεδο το ανεβασμένο, τέτοιες παραστάσεις να στηρίζει, να τιμά. Συνοδεύοντας συχνά ανθρώπους τρίτης ηλικίας και παιδιά. Αξιέπαινα και τα δύο. Κι ως εδώ όλα καλά.

Καθώς μια παράσταση διαδραματίζεται κάθε βράδυ στη σκηνή και μία στο κυρίως θέατρο ή κοίλον. Στη δεύτερη ο κόσμος προσπαθεί να καθίσει όσο γίνεται πιο αμφιθεατρικά. Να βλέπει σαν άνθρωπος, κανονικά, όχι από την κλειδαρότρυπα, από μια χαραμάδα το έργο. Συχνά με ομοφωνία αλλάζουν οι θέσεις, τα καθίσματα, ώστε να κάθονται οι ψηλοί πίσω, οι κοντοί μπροστά. Να κάτσει η παρέα όλη μαζί. Συχνά ο διπλανός σου, ο άγνωστος στρέφεται προς εσένα και ρωτά: σε ενοχλεί το τσιγάρο; Συχνά τα κινητά είναι κλειστά. Και δεν βιντεοσκοπούν κρυφά.

Όλα αυτά είναι καλά. Αυτό που όμως είναι άκρως ενοχλητικό σε όλα αυτά τα θεάματα, τα πνευματικά, τα πολιτιστικά είναι η συναυλία από πατατάκια που διαδραματίζεται στο κοίλον απίστευτα ηχηρά, ενοχλητικά. Ήχοι που ευτελίζουν τις λέξεις, τους ήχους, τη θεατρική προσπάθεια. Που δε σέβονται ηθοποιούς και συνοδοιπόρους στο έργο, στη βραδιά. Ήχοι ως ανάξια υπόκρουση, που καλύπτουν το τερέτισμα από τα τζιτζίκια στο ενδιάμεσο επικών και λυρικών μερών, που καλύπτουν το ρεμβασμό των αναρριχώμενων στα τείχη φυτών, της δροσιάς που σκορπίζουν, που καλύπτουν το φως του φεγγαριού, των άστρων, της ατμόσφαιρας τη μυσταγωγία, το ρομαντισμό, που δυστυχώς, όσο κι αν δεν το θέλεις σε εκνευρίζουν, σε αποσπούν. Χρατς χρουτς τα πατατάκια της διπλανής, του κοριτσιού πίσω, που είναι παιδάκι και τι να του πεις… Χρατς χρουτς τα πατατάκια από πιο πίσω, πιο δίπλα, με κάθε τέμπο, ασταμάτητα, αμείλικτα… αλουμινόχαρτο, πατατάκι, μπουκάλι με το νερό… πάμε ξανά. Τινάζουμε το σακουλάκι μη μείνει κανένα μέσα και πάει στράφι. Τα πατατάκια αυτά ποτέ δεν τελειώνουν; αναρωτιέσαι προσπαθώντας να ευθυμήσεις, να προσπεράσεις, ευλογούνται σαν τα ψωμιά και τα ψάρια που ευλόγησε ο Χριστός; Είναι άραγε μαγικά; Χορωδία με πατατάκια λοιπόν, με έγχορδα, πνευστά και κρουστά, στις κερκίδες στον κατά φαντασίαν ασθενή την Τρίτη στο Μεγάλο Κηποθέατρο. Ενώ όμορφα σκηνικά, κοστούμια, ταλαντούχες ερμηνείες προσπαθούσαν να ανοίξουν χαραμάδες να βρει δίοδο το γέλιο στα χείλη μας. Ενώ μπροστά σου το ζευγάρι που το ζει το έργο, σε κάθε λέξη των ηθοποιών αντιπροτείνει, σχολιάζει, μιλά δυνατά, για να καλύψει τα λόγια των ηθοποιών, να ακούσει ο ένας τον άλλο … μα είναι τόσο γλυκιά εικόνα η αρμονία τους, η συμπόρευση που δε μιλάς. Μόνο μυρίζεις το κλαδάκι από το γιασεμί που έκοψες ερχόμενη… Μόνο σκέφτεσαι βγαίνοντας να πάρεις ένα λαχείο, αν βρεις κάπου στην Ακαδημίας ανοιχτά.

Μήπως όμως κάτι δεν κάνουμε παιδιά σωστά; Μήπως υπάρχουν τρόφιμα που δεν καταναλώνονται με τόσο θόρυβο για τέτοιους χώρους, τέτοια κυλικεία;

Με τούτα και με κείνα η μαγεία της παράστασης χάθηκε… Το τέλος μόνο θυμάμαι, το ωραίο μήνυμα του έργου πως το θέατρο είναι αντίδοτο και γιατρειά, φάρμακο για πολλά. Αυτό θυμάμαι κι αυτό… επειδή είχαν τελειώσει τα πατάκια!

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ