Ο Ιούνιος της καρδιάς μας...

Μαρία Λιονάκη
Μαρία Λιονάκη

Μπλε, γαλάζια, γαλαζοπράσινη, πράσινη θάλασσα. Αντιφεγγίζει τα χρώματα του βυθού. Φλερτάρει, αγαπά τον ουρανό και καθρεπτίζεται στα μάτια του


της Μαρίας Λιονάκη

Ο Μάιος  μέρες  πριν  προσπαθούσε να τον αποτρέψει. Μην πας! Αυτοί είναι γκρινιάρηδες, δεν  τους βρίσκεις πουθενά, δεν ξέρουν τι θέλουν… Και με ήλιο και με βροχή πάλι διαμαρτύρονται, πάλι βρίσκουν και λένε… Όμως αυτός, ο Ιούνιος,  το είχε ήδη αποφασίσει και ήταν αμετάπειστος.  Θα πάω, είπε, όπως πέρυσι, όπως πάντα. Όπως ο μπαμπάς χρόνος μου έχει ορίσει, όπως η παράδοση απαιτεί.  Θα πάω κι ας μου βγει και σε κακό…

Τρία είναι τα πιο κοινωνικά, τα πιο εξωστρεφή, ευδιάθετα, τα πιο νέα παιδιά του χρόνου… ο Ιούνιος, ο Ιούλιος και ο Αύγουστος. Αγόρια και τα τρία. Ζωηρά, ατίθασα, ασυγκράτητα, ό,τι  θέλουν  το θέλουν πολύ , ό,τι κάνουν το κάνουν πολύ… Πολύ διασκεδάζουν και ξενυχτάνε, πολύ θυμώνουν, πολύ φωνάζουν, πολύ ερωτεύονται, πολύ κλαίνε, πολύ γελάνε… Τη μετριότητα δεν τη γνωρίζουν, μόνο την υπερβολή. Το διάβασμα δεν το αγαπούν, ποτέ δεν το αγαπούσαν. Με ανακούφιση κλείνουν τα βιβλία και πετάνε την τσάντα,  μόλις σφίξουν οι πρώτες ζέστες , αρχές καλοκαιριού και δεν ξαναπιάνουν βιβλίο ως να χειμωνιάσει καλά και να αρχίσουν οι βροχές. Φορούν αμάνικα μπλουζάκια της μόδας,  κοντά παντελόνια και σαγιονάρες. Τρώνε πεπόνι και καρπούζι άτσαλα, να στάζουν στη γη οι χυμοί. Ξεχύνονται στους δρόμους, στις αλάνες κάθε πρωί. Στις πλατείες με τους κήπους, τα παρτέρια που μυρίζουν αγιόκλημα και γιασεμί… Στις θάλασσες τις δροσερές.  Μόλις ο ζωοδότης τσαλακώσει το μαύρο ύφασμα του ουρανού και ξημερώσει τη μέρα βγαίνουν στον αέρα, στον ήλιο στο φως, στη γύρα. Της παρέας, του έρωτα,  της συναναστροφής. Ανυπάκουοι υποχρεώσεων, υπάκουοι ζωής.

Μπλε, γαλάζια, γαλαζοπράσινη, πράσινη θάλασσα.  Αντιφεγγίζει τα χρώματα του βυθού. Φλερτάρει, αγαπά τον ουρανό και καθρεπτίζεται στα μάτια του. Προσαρμόζει τη διάθεσή της στη δική του, τα ντέρτια του είναι και δικά της. Καλωσορίζει κάθε πρωί τον ήλιο που τινάζει τα στρωσίδια του, ξεδιπλώνει τις αχτίδες του στη γη, χρυσό στέμμα ο ίδιος στο κεφάλι του ουρανού. Χαρταετός χωρίς σπάγκο. Μικρό παιδί κι ο ήλιος… Αφού αποφοίτησε κι αυτός,  κι αυτή τη χρονιά,  ξεχύνεται ελεύθερος να παίξει κάθε τέτοια εποχή στις αλάνες του κόσμου, του ουρανού. Βασιλιάς με  αδιαπραγμάτευτη εξουσία του καλοκαιριού. Ζωγράφος που ετοιμάζει στην παλέτα τα χρώματα. Αχνό κίτρινο, λεμονί  για το πρωί. Έντονο κίτρινο της μαργαρίτας για  το μεσημέρι. Πορτοκαλί, φούξια, τριανταφυλλί  για το σούρουπο, το  δείλι, λίγο πριν φιλήσει τον κόσμο και αποκοιμηθεί. Λίγο πριν το φεγγάρι αφιχθεί.

Αχανής, ατελείωτη, ατέρμονη η θάλασσα. Ερωμένη των γλάρων, των  βράχων.  Λειαίνει, κατευνάζει, ηρεμεί τον αιχμηρό, απελέκητο χαρακτήρα τους. Μαζί πορεύονται χρόνια τώρα σ’ αυτόν τον κόσμο, σ’ αυτή τη δύσκολη ζωή. Υπό το φως των φάρων  που ανασαίνουν ρυθμικά, καθώς φωτίζουν   αραξοβόλια,  θαλάσσιες αγκαλιές  αυτής της γης. Η θάλασσα,  γλυκιά γυναίκα, καταφερτζού, μαλαγάνα,  συνθέτει ήχους, σκαρώνει στίχους, μελοποιεί  μουσικούς σκοπούς… Τραγουδά, νανουρίζει, ταχταρίζει, νταντεύει τους βράχους. Κι αυτοί δεν είναι πια βράχοι… Ξεχνούν έγνοιες, διαφωνίες, λάθη, χρέη ζωής. Υπακούουν, υποχωρούν, συμφωνούν.

Αχ θάλασσα γυναίκα, μάγισσα εσύ… Άλλοτε ήρεμη, γλυκιά, ευαίσθητη, ρομαντική, μια ευθεία όλη, λάδι κι άλλοτε  θυμωμένη, ανεμοστρόβιλος, αντάρα, σίφουνας, φουρτούνα, μια τεθλασμένη γραμμή. Με στόχους και όνειρα τα κύματά σου που αγωνίζονται χρόνια τώρα να κατακτήσουν τη γη.  Σύννεφα του γιαλού, αθλητές σε άλμα εις μήκος, λευκά πουλιά που τρέχουν να ξεπεράσουν τον άνεμο.

Μαζί με την άμμο συγκατοικείς.  Ζεστή, καυτή  η  άμμος,  καθώς δέχεται του ήλιου τη φροντίδα, τη θαλπωρή, ιδιαίτερα αυτή την εποχή.   Γεμάτη πετρούλες, μικρές ακανόνιστες ψηφίδες.  Σώματα αποκομμένα απ’ τους βράχους, σβώλοι από χώμα, πετρωμένοι από βάσανα, άγχη  και πάθη. Βαμμένοι σε γήινες αποχρώσεις ή σε ροζ χρώμα θηλυκό. Μικροί κόκκοι ανθρώπινης μοίρας υποχωρητικής. Δεν έχουν μεγάλα σχέδια και όνειρα, προσδοκίες πολλές. Ένα παιδί προσμένουν μόνο... Να χαθούν στις μικρές χούφτες του, τις τρυφερές.  Να απογειωθούν, να ταξιδέψουν σε άλλους χάρτες,  πάνω απ’ τη γη. Να καθρεπτιστούν στο καθάριο βλέμμα, το παιδικό, το αγνό. Να λιχνιστούν στα λεπτά δαχτυλάκια και να σκορπίσουν μετά  δίπλα στην υδάτινη γη.   Να πάρουν σχήμα και να χαράξουν καρδιές.  Καρδιές  ανθρώπων ερωτευμένων με τη ζωή!

 

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ