Ο Παπαδιαμάντης και οι όσιοι της βιοπάλης στα διηγήματά του

Αλέξανδρος Μαυρικάκης
Αλέξανδρος Μαυρικάκης

"Ο ίδιος ζούσε στο περιθώριο και κυκλοφορούσε με τα ίδια φθαρμένα ρούχα και με λιωμένα παπούτσια. Ήταν μοναχικός, λιγομίλητος, αγοραφοβικός και απλησίαστος, άγευστος γυναικών και με ελάχιστους φίλους"

Του Αλέξανδρου Μαυρικάκη

Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε φτωχός, έζησε φτωχός και δεν επιδίωξε ποτέ να πλουτίσει, περιορίζοντας τον βίο του στα απολύτως αναγκαία. Δεν προσπάθησε να ανέλθει κοινωνικά, να ενταχθεί σε ομάδες διανοουμένων, να συμμετάσχει στον πολιτικό και κοινωνικό μικρόκοσμο των Αθηνών. Ζούσε στο περιθώριο και κυκλοφορούσε με τα ίδια φθαρμένα ρούχα και με λιωμένα παπούτσια. Ήταν μοναχικός, λιγομίλητος, αγοραφοβικός και απλησίαστος, άγευστος γυναικών και με ελάχιστους φίλους. Έπινε και κάπνιζε μανιωδώς, έτρωγε στην ίδια ταβέρνα  επί είκοσι επτά συναπτά  έτη  και ήταν ιεροψάλτης στον ίδιο ναό. 

Δυο καταγεγραμμένα περιστατικά σκιαγραφούν την προσωπικότητά του. 

Σύμφωνα με τον Παύλο Νιρβάνα, ο διευθυντής της εφημερίδας ΑΣΤΥ πρότεινε στον Παπαδιαμάντη αμοιβή για κάποια συνεργασία το ποσό των 150 δραχμών. Αυτός έμεινε σκεφτικός ως να λογάριαζε κάτι και ο  διευθυντής τον ρωτάει.  

«Μήπως είναι λίγα;»

«Πολλές είναι 150. Με φθάνουν 100» απαντάει ο Παπαδιαμάντης.

Το δεύτερο περιστατικό έλαβε χώρα στην εφημερίδα «Ακρόπολις», όταν ο Παπαδιαμάντης πήγε για να παραδώσει ένα χριστουγεννιάτικο διήγημα. Ο δημοσιογράφος δεν τον γνώρισε και σχημάτισε την εντύπωση από την εμφάνισή του πως ήταν κάποιος άπορος που πήγε να πάρει τις 10 δραχμές για τις εορτές, όπως όλοι οι φτωχοί της εποχής.  

Αυτός ο άνθρωπος που έζησε ως ψίθυρος, είχε τη δύναμη να κτίσει με ογκόλιθους ένα τεράστιο λογοτεχνικό οικοδόμημα. Ένας συγγραφέας πολυεπίπεδος, που δεν μπορούμε να τον προσεγγίσουμε μονάχα από την οπτική γωνία του θρησκευόμενου και του συγγραφέα ηθογραφικών διηγημάτων. 

Περιέγραψε τον κόσμο των μη προνομιούχων, των ξεπεσμένων, των ηττημένων της ζωής, των αρρώστων, των βασανισμένων και των «καλών οικοκυρών». Τα πρόσωπα των διηγημάτων του ήταν πένητες, άνθρωποι του περιθωρίου, απόμαχοι της εργασίας, πονηροί καταφερτζήδες, μετανάστες, πόρνες, ναυτικοί, παπάδες, θρησκευόμενοι, βιοπαλαιστές. Ψυχογραφώντας τη ζωή,  τους περιέγραψε όχι ως αγίους με φωτοστέφανο, αλλά ως αγίους του μόχθου και ως οσίους της βιοπάλης. O  απόκοσμος βίος του Παπαδιαμάντη στην Αθήνα, γράφει ο Λίνος Πολίτης στην «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (σελ.204), και οι συντροφιές με ταπεινούς ανθρώπους του λαού, δίνουν μια εγκυρότητα στις αποτυπώσεις του- κάτι που οδηγεί βαθύτερα και μακρύτερα από την απλή «ηθογραφική» περιέργεια ή το «λαογραφικό» επιστημονικό ενδιαφέρον. Με την γλωσσική του ιδιαιτερότητα που κουβαλούσε στρώσεις αιώνων, ισορροπούσε αρμονικά ανάμεσα στη βυζαντινή, εκκλησιαστική και νεοελληνική γλώσσα και έδινε ποιητική διάσταση στα έργα του. 

Στο διήγημα «Άλλος τύπος»  ο μπάρμπα Μάρκος, που ζούσε «εἰς τὸ μαγειρεῖον, ὑποκάτω τῆς σκάλας τῆς ἀναγούσης εἰς τὸ ὑπερῷον καὶ τὸ ἡλιακωτόν»,  ήταν ένας απόμαχος ναυτικός. «Ὅσον γέρων καὶ ἂν ἦτο ὁ μπαρμπα-Μᾶρκος, τίς οἶδεν ἂν ἦτο τερπνὸν δι᾽ αὐτὸν νὰ κοιμᾶται ὑπὸ τὴν σκάλαν τοῦ ὑπερῴου εἰς τὸ μαγειρεῖον, καὶ ν᾽ ἀκούῃ τὰ σκαλοπάτια τρίζοντα ὑπὸ τοὺς γυμνοὺς λευκοὺς πόδας τῆς φερωνύμου Εὐμορφούλας, ἥτις ἀνέβαινεν εἰς τὸ λιακωτὸν διὰ ν᾽ ἁπλώσῃ τὰ ροῦχα. Ἐπανήρχετο τότε εἰς τὴν γεροντικὴν φαντασίαν τοῦ νυστάζοντος ἡ οἰχομένη νεότης, θορυβοῦσα, τρίζουσα καὶ βομβοῦσα.»  

Στο διήγημα «Ναυαγίων ναυάγια» τρείς ναυτικοί, ολίγον λαθρέμποροι, ναυαγούν σε έρημη παραλία και η μικρή τους βάρκα, ένα τσερνίκι, λόγω της θαλασσοταραχής διαλύεται από τα κύματα. «Οι επιβαίνοντες του μικρού τσερνικίου τρεις άνδρες δεν ήσαν βεβαίως ούτε άγιοι ούτε φύσει κακούργοι. Ήσαν αμαρτωλοί, υποπεσόντες κατά κόρον εις τα συνήθη και κοινά παρά πάσι πταίσματα, ίσως και εις ολίγην λαθρεμπορίαν πλέον μικράς δόσεως ναυταπάτης». Όλοι τους διεσώθησαν διότι «ο  διάβολος δεν είχε λάβει, φαίνεται, μείζονα παραχώρησιν, όπως βλάψει και εις τα σώματα τούς ανθρώπους».

Στο διήγημα «Χριστούγεννα του τεμπέλη», ο τόπος που διαδραματίζεται η ιστορία είναι κάποια συνοικία της Αθήνας και αναφέρεται σε  «μίαν κοφίναν… ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείει ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και βούτυρον και άλλα καλά πράγματα». Την κοφίνα αυτή, ο  μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, επιθυμεί παρανόμως να αποκτήσει ξεγελώντας ένα παιδί, παραγιό σε κάποιο κατάστημα, που την κουβαλούσε. Σκοπός βέβαια του πονηρού μαστρο- Παύλου, ήταν να αποκτήσει την γαλοπούλα για  να χορτάσει την πείνα του  αλλά και να καλοπιάσει την οικογένεια του. Διότι, ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, ήταν «διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρα-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και γονείς ακόμη πράττουν εις τα «κατώτερα στρώματα», πώς να μουντζώνει, να βρίζει, να βλασφημεί και να κατεβάζει κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα».

 Τα άλλα πρόσωπα του διηγήματος είναι ο ταβερνιάρης Πατσόπουλος, που πωλούσε και «σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν»  και «έβλεπες  πρωί και βράδυ να εξέρχονται (σ.σ. από την ταβέρνα) ατημέλητοι και μισοκτενισμέναι, γυναίκες φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν τής εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις». 

Η γρια-Βασίλω «πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε προλήψεις, κ᾽ έπινε φανερά το ρούμι της». 

Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης. 

Η κυρα-Κώσταινα η Κλησιάρισσα «ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίαν, ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, διά να κολλά τα κηρία, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ᾽ ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην»

Και η Στρατίνα η νοικοκυρά με δύο σπίτια, η Λενιώ η κουμπάρα της, η Κατίνα, η ανεψιά της και η Ασημίνα η τραγουδίστρια. 

Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, περασμένα από το καμίνι της δικής του ψυχής, έχουν ζωή και  κίνηση, με  αγίους και όσιους της καθημερινής ζωής που καταγράφουν την «νεοελληνική λαϊκή μυθολογία» (Λ.Πολίτης). Ήταν ένας «παράξενος» άνθρωπος που «ζωγράφιζε» τους ταπεινούς, όπως ο άλλος «παράξενος», ο ζωγράφος Θεόφιλος, ζωγράφιζε τους δικούς του ήρωες. Δεν εντάχθηκε στην κανονικότητα, δεν ακολούθησε την όποια πολιτική ορθότητα και δεν  βάδισε  την πεπατημένη. 

Ο Παπαδιαμάντης άφησε την τελευταία του πνοή στις 3 Ιανουαρίου 1911στη Σκιάθο χωρίς να προλάβει να δει κανένα του έργο τυπωμένο σε βιβλίο, ψάλλοντας, όπως έχει γραφτεί, το τροπάριο «Τὴν χεῖρά σου τὴν ἁψαμένην» και ζητώντας να διαβάσει Σαίξπηρ.  

Στη φωτογραφία του Παύλου Νιρβάνα εικονίζεται ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης στη Δεξαμενή το 1906

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ