Ο πατριώτης στη Δράμα, που έγινε άγιος στη Σμύρνη

Θανάσης Γιαπιτζάκης
Θανάσης Γιαπιτζάκης

 Έλληνας Μικρασιάτης ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, πενηνταπέντε χρονών πριν παραδώσει την ψυχή του κομματιασμένη πίσω στον Θεό του

Του Θανάση Γιαπιτζάκη

Νά ένας άγιος, που πιο πολύ τον ακολουθούμε παρά τον πιστεύουμε! Τα ίχνη που ακολουθούμε είναι ματωμένα - και είναι τα δικά του. Κάθε τέλος Αυγούστου φτάνει η θύμησή μας μπροστά του και δεν μπορούμε να τον βρούμε. Τον έχουν αφανίσει και εξαφανίσει οι Τούρκοι, εκείνοι του 1922. Όμως τα αίματα μένουν. Και μαζί τους ο αβάσταχτος πόνος, που κατάφερε να τον υπομείνει καρτερικά ως το τέλος. Δεν μιλάμε για όλους πάντα τους Τούρκους, για τον επιχειρηματία, τον αγωγιάτη, τον ποδοσφαιριστή. Μιλάμε για εκείνους τότε, στη Σμύρνη. Και δεν μιλάμε για μας, που ερχόμαστε μόνο με τη θύμησή μας μπροστά του. Μιλάμε για εκείνον που ύψωσε το ανάστημά του όταν οι άλλοι σκύβανε, για εκείνον που έκανε το χρέος του απέναντι στο αλαφιασμένο ποίμνιό του όταν οι άλλοι το εγκαταλείπανε. Μιλάμε για εκείνον που η ποιμαντορική του ράβδος βρίσκεται στο σπίτι ενός Τούρκου σήμερα, τρόπαιο του αποτρόπαιου αλλοτινού καιρού.

      Μιλάμε για τον Χρυσόστομο. Και δεν είναι μόνο της Σμύρνης, όπου, μετά από δώδεκα χρόνια ιερατικής παρουσίας του εκεί, βρήκε μαρτυρικό θάνατο, αλλά και της Δράμας, όπου,  πριν πάει στη Μικρά Ασία, για οκτώ ολόκληρα χρόνια ήταν η μόνη εκπροσώπηση του Μακεδονικού Αγώνα στην Ανατολική Μακεδονία. Μιλάμε για τον πατριώτη, πριν γίνει άγιος. Η δική μας Εκκλησία, η Ορθόδοξη, έχει ορίσει «η μνήμη του να τιμάται την Κυριακή προ της Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού». Μάλλον εννοούν την Ελλαδική, γιατί δεν νομίζουμε ότι η Ρωσία ή η Ουκρανία αν και Ορθόδοξες, τιμούν τέτοιες μνήμες - όταν έχουν, κι αυτές, τον νου τους στον ανθρώπινο σπαραγμό. 

      Έλληνας Μικρασιάτης ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, πενηνταπέντε χρονών πριν παραδώσει την ψυχή του κομματιασμένη πίσω στον Θεό του - σ’ αυτόν που δεν ήταν μόνο του Χριστιανισμού αλλά και του Ελληνισμού - στέλνει ένα μήνυμα από τον αλλοτινό καιρό του: Η υπέρβαση είναι στοίχημα με τον εαυτό μας και με κανέναν άλλον. Ως την ύστατη στιγμή του οδυνηρού θανάτου του απέδειξε αυτό που ήταν μια ολόκληρη ζωή. Ένας αλλιώτικος άνθρωπος, που ήξερε να μάχεται με πολλούς τρόπους. Κάθε κομμάτι από το κορμί του που του κόβανε οι Τούρκοι, αντιστοιχούσε νωρίτερα με κάθε λόγο που έλεγε ή που έγραφε, με κάθε σχολείο που ανέγερνε σαν οχύρωμα στους εχθρούς της ιδέας της πατρίδας, με κάθε εμψυχωτική παρουσία της σκιάς του στους ανήμπορους. Όχι, δεν ήταν ένας τυχαίος άνθρωπος ο Χρυσόστομος. Ήταν αυτό που δεν έχουμε όλοι εμείς, όταν ερχόμαστε στην ώρα να πούμε το μεγάλο ναι ή το μεγάλο όχι, με αντίβαρο την ίδια τη ζωή μας. Ο Χρυσόστομος το έκανε. Γι’ αυτό παραμένει διαφορετικός.

Ο Νουρεντίν Πασάς που παρέδωσε τον Χρυσόστομο στον όχλο και στον οδυνηρό θάνατό του
Ο Νουρεντίν Πασάς που παρέδωσε τον Χρυσόστομο στον όχλο και στον οδυνηρό θάνατό του

 

Όταν βασίλεψε ο ήλιος την 27η Αυγούστου του 1922 τίποτα δεν υπήρχε από τον Χρυσόστομο. Ακόμα και τα σκυλιά παρέμειναν πεινασμένα, γιατί είχαν προηγηθεί άλλα σκυλιά, που είχαν ξεχάσει, βαθιά μέσα στην πείνα του μυαλού τους και στο μίσος τους, ότι λέγονται άνθρωποι. Τίποτα δεν θύμιζε ούτε αυτούς ούτε εκείνον. «Αν σας έκανε καλό, κάντε του καλό. Αν σας έκανε κακό, κάντε του κακό. Δείξτε του αυτό που του αξίζει» ήταν τα λόγια του Νουρεντίν Πασά από ψηλά, πριν τον παραδώσει στο μαινόμενο πλήθος. Και ήταν σαν να έλυνε το λουρί από τα σκυλιά που λέγαμε.

      Πρώτα όμως ας παραδώσουμε εμείς τον Χρυσόστομο στον δικό του Κόσμο. Γιος του νομομαθή Νικόλαου Καλαφάτη, είχε τρεις αδελφούς και τέσσερεις αδελφές, σε εποχές που ήταν καθιερωμένες οι μεγάλες οικογένειες. Η μητέρα του Καλλιόπη Λεμονίδου, ευλαβική χριστιανή, τον είχε τάξει στην Παναγία. Εκείνη όμως δεν τον βοήθησε - έστω με γρήγορο θάνατο την κρίσιμη στιγμή. Ο πατέρας του αναμειγνυόταν με τα κοινά και εκλεγόταν συχνά δημογέροντας, αλλά και σαν νομομαθής αντιπροσώπευε συμπολίτες του στα τουρκικά δικαστήρια. 

      Μεγαλωμένος σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον ο Χρυσόστομος, εντούτοις, θέλησε να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του απέδειξε την αρωγή του, πουλώντας ακίνητη περιουσία για να κάνει τον γιο του οικότροφο στην Θεολογική Σχολή της Χάλκης. Από κάποια στιγμή και μετά, εκτιμώντας την παρουσία του και τις επιδόσεις του, ανέλαβε τα έξοδά του ο μητροπολίτης Μυτιλήνης που θα γινόταν αργότερα Πατριάρχης. Ο Χρυσόστομος αποφοίτησε από τη Σχολή με «Άριστα». Ο προστάτης του μητροπολίτης τον πήρε μαζί του στη Μυτιλήνη και μετά στην Έφεσο, όπου τον είχαν μεταθέσει.    

C:\Users\x\Desktop\1_220 (1).jpg

Το υποτιθέμενο σπίτι της Παναγίας στην Έφεσο, που τους Καθολικούς προπαγανδιστές του χτύπησε με αδιάσειστα επιχειρήματα ο νεαρός Χρυσόστομος

      Εκεί, το 1896, στη χρονιά των Πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας, ο αρχιδιάκονος Χρυσόστομος ανέλαβε να αντιμετωπίσει το θέμα καπήλευσης του ονόματος της Παναγίας. Ήταν ένα θέμα που το είχαν δημιουργήσει Καθολικοί μοναχοί στην περιοχή της Εφέσου. Αυτοί ανήκαν στη Μονή Λαζαριστών της Σμύρνης και είχαν αγοράσει στην Έφεσο μια τοποθεσία, που την έχουν ακόμα, με σκοπό να προσηλυτίσουν Ορθόδοξους της Ιωνίας. Ο «τρόπος» τους ήταν να διαδώσουν ότι εκεί βρήκαν τον τάφο της Παναγίας. Ο Χρυσόστομος προέβη σε πλήθος δημοσιευμάτων, τεκμηριωμένων επιστημονικά, που τα έβγαλε αμέσως σε βιβλίο. Μετά απ’ αυτό, οι Λαζαριστές αναγκάστηκαν να υποστηρίξουν ότι επρόκειτο τελικά για σπίτι της Παναγίας. Ακόμα και σήμερα, όσοι τουρίστες ξεναγούνται στα αρχαία της Εφέσου, επισκέπτονται και προσκυνούν το υποτιθέμενο Σπίτι της Παναγίας. Οι Καθολικοί μπορεί να έχουν έτσι οικονομικά οφέλη απ’ αυτήν την ψεύτικη ιστορία και μαζί με αυτούς και οι Τούρκοι - όμως έμεινε και η επιτυχία του εικοσιεννιάχρονου τότε Χρυσόστομου κατά της προσπάθειάς τους να προσηλυτίσουν Ορθοδόξους.  

      Την επόμενη χρονιά ο Χρυσόστομος ακολούθησε τον προστάτη του στην Κωνσταντινούπολη γιατί, όπως είπαμε πριν, εκείνος από επίσκοπος πρώτα Μυτιλήνης και μετά Εφέσου θα γινόταν Πατριάρχης. Τότε, μόλις ανέλαβε τα υψηλά του καθήκοντα, φρόντισε τον προστατευόμενό του. Από διάκονο τον έκανε πρεσβύτερο και αμέσως μετά τον όρισε Πρωτοσύγκελλο του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ήταν μια θέση που έφερε τον Χρυσόστομο να προεδρεύει σε μεικτή επιτροπή της Ορθόδοξης Εκκλησίας και της προτεσταντικής Αγγλικανικής Εκκλησίας, με θέμα τους την ένωση των δύο Εκκλησιών. Και ήταν επίσης μια θέση, απ’ όπου μπόρεσε να προλάβει να ματαιώσει τα σχέδια της Πανσλαβιστικής Εταιρείας που είχαν σκοπό ν’ αλλοιώσουν τον ελληνικό χαρακτήρα του Αγίου Όρους και να εξισλαβίσουν τα Πατριαρχεία της Αντιόχειας και των Ιεροσολύμων.

      Όπως βλέπουμε, όπου και να ήτανε, ο Χρυσόστομος έδινε μάχες. Όχι, δεν ήταν ένας απλός ιερωμένος, ένας θεολόγος. Ήταν κυρίως άνθρωπος της πράξης. Αλλά είχε και μεγάλη ευγλωττία στο κήρυγμα. Προφητικός έτυχε ο λόγος του «προς τον Εσταυρωμένο» τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901. Την ίδια μέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή του 1901, απομακρύνθηκε από τον Οικουμενικό Θρόνο ο προστάτης του, που ήταν Πατριάρχης. Όμως ο νέος ο Πατριάρχης θα είναι δυναμικός και θα εκτιμήσει τα προσόντα του Χρυσόστομου. 

       Έτσι, o Χρυσόστομος εκλέχθηκε παμψηφεί στα τριανταπέντε του χρόνια Μητροπολίτης Δράμας. Ήταν 23 Μαΐου του 1902 και τη μέρα εκείνη της εκλογής του θα απευθυνθεί στον Πατριάρχη και τα λόγια του θα ακουστούν προφητικά για είκοσι χρόνια αργότερα: «Εν όλη τη καρδία και εν όλη τη διανοία θα υπηρετήσω την Εκκλησίαν και το Γένος - και η μίτρα, την οποίαν αι άγιαι χείρες  σου εναπέθεσαν επί της κεφαλής μου, αν πέπρωται να απολέση ποτέ την λαμπηδόνα των λίθων της, θα μεταβληθεί εις ακάνθινον στέφανον μάρτυρος ιεράρχου». Δεν ήταν τόσο η τουρκική απειλή του καιρού του που έκανε προφητικά αυτά τα λόγια, όσο η ασυνήθιστη αποφασιστικότητά του να μη λυγίσει όταν φτάσει σε ένα τέτοιο τέλος. 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΑ\1234567_133.jpg

      Έτσι εξελίχθηκε σε αιχμή του δόρατος μιας ιστορικής ομάδας πατριωτών που διείδαν έγκαιρα την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας. Δηλαδή την προοπτική της ενσωμάτωσης των ελληνικών πληθυσμών της Χερσονήσου του Αίμου, της Μικράς Ασίας και των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών. Αυτό το εθνικό του φρόνημα βρήκε πεδίο δράσης στην υπόθεση του Μακεδονικού Αγώνα, όπου εκεί που ήταν ο ίδιος, στην ανατολική Μακεδονία, με αμείωτο πάθος και ευρηματικότητα κινήσεων από το 1902  έως το 1910 σαν Μητροπολίτης Δράμας, έγινε φορέας για αποτελεσματική έκβαση. Τα όπλα τα δικά του στον Μακεδονικό Αγώνα ήταν οι πρωτοβουλίες του για δημιουργίες ελληνικών σχολείων, σε καιρό που ακόμη όλα «τα πλάκωνε η σκλαβιά» - σαν βία και σαν προπαγάνδα. Κι αυτό συνέβαινε αφού οι Τούρκοι και στην επικυρίαρχη σκιά τους οι Βούλγαροι, είχαν, από κοινού, αντίπαλό τους τον Έλληνα - ή, τέλος πάντων, ό,τι απέμενε απ’ αυτόν.

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\thumbnail.jfif

Ο καινούργιος Μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων, Ζιχνών και Νευροκοπίου ύψωσε το ανάστημά του απέναντι στους Τούρκους που είχαν την εξουσία και στους Βούλγαρους που λυμαίνονταν τον τόπο προσπαθώντας να κάνουν τους ντόπιους κατοίκους να ενταχθούν στην Εξαρχία τους, στον προθάλαμο της διάδοχης κατάστασης της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.  

      Η άφιξη και η ενθρόνιση του Χρυσόστομου στη Δράμα έγινε τον Ιούλιο του1902. Ο βιογράφος του Σπυρίδων Λοβέρδος μας άφησε μια ωραία περιγραφή της υποδοχής, που αξίζει να την παραθέσουμε όπως τη βρήκαμε:

      «Χαρμόσυνος ημέρα η 22 Ιουλίου 1902 δια την Δράμαν. Ολόκληρος ο πληθυσμός της πόλης και των περιχώρων υποδεχόταν πανηγυρικά τον νέο μητροπολίτη  Χρυσόστομο. Για τους υπόδουλους Έλληνες στην Τουρκία, η υποδοχή νέου Μητροπολίτη ήταν εθνική και θρησκευτική γιορτή. Έβρισκε τη μέρα εκείνη έκφραση το εθνικό αίσθημα, και φωνή ο πόνος του αδικημένου, και θάρρος η ψυχή του καταπιεζόμενου, και τόνωση η ελπίδα, και παλμό η πίστη. Μέρα φωτός στο σκοτάδι της δουλείας.

      Και ο μητροπολίτης Χρυσόστομος νεαρός και εύσωμος, αρρενωπός και ωραίος, προσφωνώντας από την Ωραία Πύλη του Ναού το ποίμνιό του, ήταν, την ηλιαυγή εκείνη μέρα, με τους γλαυκούς οφθαλμούς και την ξανθή κόμη, με το χάρισμα του λόγου και το ηχηρό μέταλλο της φωνής, ο ιδεώδης ιεράρχης όπως τον πλάθει η φαντασία των πιστών και τον προσδοκά η ψυχή των υποδούλων. Σπανίως κήρυγμα δόνησε βαθύτερα το εκκλησίασμα. Και σπανίως Ιεράρχης, από την πρώτη επαφή με το ποίμνιό του, επιβλήθηκε περισσότερο στον σεβασμό και στην αγάπη του». 

      Από τα τέλη Μαΐου, από τότε δηλαδή που τον επέλεξε ο Πατριάρχης, μέχρι τα τέλη Ιουλίου όταν έγινε η ενθρόνισή του στη Δράμα, ο Χρυσόστομος έβαλε πυξίδα - για να προσανατολίσει τους πάντες σ’ αυτά που ήθελε να κάνει. Τερματίζοντας τον ενθρονιστήριο λόγο του, θα πει τα εξής: «Θα ανεγείρω μεθ’ υμών (μαζί σας) θημωνιάς καρπόν, προϊόν της εργασίας και ιδρύματα ευποιίας, απαύγασμα της αγάπης του πλησίον και στερεάς στήλας των ευγενών αισθημάτων του ανθρωπισμού και ακατάλυτα τείχη των ιερών εθνικών δικαίων και προνομίων». Κι αυτά που εννοούσε ήταν τα σχολεία, που φρόντισε να υψωθούν σε όλα τα Δραμινά εδάφη - σαν αναχώματα της αυριανής πατρίδας και σαν χώρους αντίστασης ενάντια στις προσπάθειες των Βουλγάρων και των Τούρκων. 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\301570655_493283792801544_1920304090855659640_n.jpg

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\304835997_493283789468211_5888577333563479051_n.jpg

      Ως πρώτο μέλημά του λοιπόν έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων. Με πρωτοβουλία του ανεγέρθηκε πληθώρα ελληνικών σχολείων. Με ενέργειες του Χρυσοστόμου κτίσθηκαν τα Εκπαιδευτήρια Δράμας. Το κτίριό τους θεμελιώθηκε το 1906 και οι εργασίες τελείωσαν το 1909, κατά τη δεύτερη περίοδο αρχιερατείας του Χρυσοστόμου στη Δράμα, έπειτα από πολλές διακοπές και παρεμβάσεις από την οθωμανική διοίκηση. Η δαπάνη ανέγερσης καλύφθηκε από την χήρα του Παύλου Μελά, από προαιρετικές εισφορές των κατοίκων της Δράμας, αλλά και από ενοίκια της ακίνητης περιουσίας της Μητρόπολης Δράμας, ενώ στην ανέγερση βοήθησαν τεχνίτες της περιοχής. Το κτίριο έχει σχήμα κάτοψης Π. με σαφή αναφορά στη λέξη Πατρίδα. Οι Τούρκοι βλέπανε μόνο μια πρόσοψη κανονική και δεν ξέρανε την κάτοψη που είχε δώσει εντολή ο Χρυσόστομος να έχουν για πάντα τα Εκπαιδευτήρια.

      Επίσης, το ίδιο έκανε και στο Γυμνάσιο Αρρένων της Δράμας που οι Τούρκοι βλέπανε μια κανονική πρόσοψη, ενώ αυτό έχει κρυφά (με εντολή του Χρυσόστομου) σχήμα κάτοψης Ε, συμβολίζοντας τις λέξεις Ελλάδα και Ελευθερία.

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\slider_school_front.jpg

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\videoframe_45928.png

      Ο Χρυσόστομος έμεινε στη Δράμα πέντε χρόνια ( 1902-1907). Στα λίγα αυτά χρόνια άφησε το διάβα του όχι μόνο στα πολλά σχολικά οικοδομήματα που τα είπαμε αναχώματα ενάντια στις άσχημες καταστάσεις της εποχής του, αλλά και σε κτίσματα του δικού του χώρου. Στη Δράμα επισκεύασε και επεξέτεινε τον Μητροπολιτικό Ναό που υπήρχε από πριν. Έκτισε νέο μητροπολιτικό μέγαρο, που δυστυχώς αργότερα, επί αρχιερατείας Φιλίππου (1959-1966), κατεδαφίστηκε για να οικοδομηθεί ο νέος Μητροπολιτικός Ναός, που υπάρχει σήμερα δίπλα στον παλιό Μητροπολιτικό Ναό του Χρυσόστομου. Διαπιστώνουμε έτσι ότι ένα μνημείο του Μακεδονικού Αγώνα καταστράφηκε από τους ίδιους τους Έλληνες. Γιατί σ’ αυτό το οίκημα, όπως λέει ο Φώτης Τριάρχης που έγραψε την Ιστορία της Δράμας,  «έπαλλε η καρδιά, που με το αίμα της τροφοδοτούσε και ζωογονούσε τον Αγώνα, η καρδιά του Χρυσοστόμου». Εάν ήταν ακατάλληλο για τις σημερινές ανάγκες της εκκλησίας, δεν θα έπρεπε να γκρεμιστεί, αλλά θα έπρεπε να μεταβληθεί σε Μουσείο του Μακεδονικού Αγώνα της Δράμας, με επιγραφή στην είσοδό του το σάλπισμα του Ίωνα Δραγούμη «Να ξέρετε πως αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, η Μακεδονία θα μας σώσει. Αν τρέξουμε να σώσουμε τη Μακεδονία, εμείς θα σωθούμε».

.C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\17990684_1628199487194780_5682707978440659467_n - Αντιγραφή.jpg

Φωτογραφία των εγκαινίων των Εκπαιδευτηρίων Δράμας με ιδιόχειρη αφιέρωση του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, που γράφει: «Τα --χορηγία Μελά – ιδρυθέντα εν Δράμα σχολικά Εκπαιδευτήρια. Ο Δράμας Χρυσόστομος 1909». 

      Τον ίδιο μαχητικό λόγο ύπαρξης με τα σχολεία, που ξεφύτρωναν χάρη στον Χρυσόστομο, είχαν τα πολλά κηρύγματά του μέσα στις εκκλησίες - που δεν έμεναν στην θρησκευτική τους χροιά, αλλά συνεχίζονταν στην εξωστρεφή ελληνικότητά τους. 

      Αμέσως, με το που έφτασε στη Δράμα, άρχισε τον αγώνα για την ανασυγκρότηση της Μητρόπολης αλλά και για την αναπτέρωση του εθνικού φρονήματος των Ελλήνων. Οι Βούλγαροι, είτε με τον μανδύα της Εξαρχίας τους είτε σαν κομιτατζήδες, στυγνοί, απειλητικοί, αδίστακτοι, κέρδιζαν συνεχώς έδαφος στην περιοχή της Μακεδονίας. Κάθε βήμα τους και ένα έγκλημα. Δάκρυ και αίμα για τον Ελληνισμό.                                                                                                                                                                                                                                                                                      

      Από τη μεθεπομένη της ενθρόνισής του, ξεκίνησε συνεχείς περιοδείες στην ύπαιθρο του νομού Δράμας. Η παρουσία του γεμίζει εμπιστοσύνη τους κατατρεγμένους Έλληνες. Η φωνή του ξεσηκώνει τις καρδιές τους. Χαρίζει την ελπίδα για σύντομη απελευθέρωση και στηρίζει την πίστη στην Ελλάδα και όχι μόνο στον Χριστό.

      Στις 2 Οκτωβρίου 1902 έστειλε στον Πατριάρχη το πρώτο χαρμόσυνο μήνυμα. Το χωριό Βώλακας είχε ξαναγυρίσει στην Ορθοδοξία. «Μεταβάς εις Βώλακα» έγραφε ο Χρυσόστομος «είδον ευλογουμένας παρά τω Κυρίω τας εκείσε εισόδους μου και εξόδους». Ο Βώλακας είχε 187 οικογένειες. Απ’ αυτές οι 120 είχαν γίνει σχισματικές. Τέσσερεις μέρες παραμονή του Χρυσόστομου στο χωριό ήταν αρκετές για να το επαναφέρουν στην Ορθοδοξία. Του παρέδωσαν τα σλαβονικά εκκλησιαστικά βιβλία, το κερί και τα αφιερώματα, με την υπόσχεση να παραμείνουν πιστοί στο Πατριαρχείο. Από το χωριό αυτό θα ξεπροβάλλει αργότερα ο εικοσάχρονος 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\Armen_Kouptsios_2.jpg C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\Armen_Kouptsios_Makedonomaxos.jpg

Μακεδονομάχος Άρμεν Κούπτσιος, που δεν μιλούσε καλά ελληνικά, ήταν Έλληνας όμως στην καρδιά. Θα εξαλείψει τριαντατέσσερεις κομιτατζήδες και πράκτορες των Βουλγάρων πριν τον πιάσουν και τον κρεμάσουν το 1906 οι Τούρκοι στον πλάτανο της πλατείας της Δράμας. Σήμερα ο πλάτανος λείπει, γιατί θα τον κόψουν - δέκα χρόνια μετά – για εκδίκηση οι Βούλγαροι, αλλά είναι εκεί η προτομή του. Και κάτι που πρέπει να το πω εδώ: Ο Άρμεν είχε στήσει ενέδρα και είχε σκοτώσει έναν αρχικομιτατζή που ερχόταν στη Δράμα. Θα μπορούσε να συγκρουστεί με τους Τούρκους, που τον κατεδίωκαν. Δεν πυροβόλησε όμως κανένα τους, για να μη δημιουργήσει προβλήματα στον Μητροπολίτη Δράμας Χρυσόστομο, που οι Τούρκοι τον θεωρούσαν υπεύθυνο και τον ταλαιπωρούσαν αφάνταστα για τον θάνατο κάθε στρατιώτη τους. Όμως, γιατί δεν θα μπορέσει με τη σειρά του ο Χρυσόστομος να σώσει το πρωτοπαλίκαρό του; Επειδή το σχέδιο απόδρασης που είχε κάνει ο Δεσπότης με τους δικούς του, θα προδοθεί από έναν Έλληνα της Τσατάλτσας (της τωρινής Χωριστής) .Αμέσως μετά την εκτέλεση, ο χαροκαμένος πατέρας θα πάει να βρει τον Χρυσόστομο για να τον…συλλυπηθεί, γιατί θα έχει χάσει «εκείνος τον μαχητή του» - ενώ αυτός ήταν που είχε χάσει τον γιο του! Απίστευτες στιγμές! Όμως ήταν κι ο πατέρας του Άρμεν δοσμένος στον Αγώνα. Όταν το 1916 οι Βούλγαροι ξανάρθαν στη Δράμα ως κατοχικός στρατός, συνέλαβαν τον πατέρα του Άρμεν και αφού τον βασάνισαν για μήνες, αν και ήταν ήδη μεγάλος στην ηλικία, τον έριξαν μέσα σ’ ένα ξεροπήγαδο έξω από τη Δράμα, κι εκεί μέσα πέθανε.

      Για να ξαναγυρίσουμε όμως στις μέρες του χωριού τους, οι Βούλγαροι κομιτατζήδες δεν δείξανε διατεθειμένοι να δεχθούν αυτή τη νέα κατάσταση. Αντεπιτέθηκαν με όλη την αγριότητα που τους διέκρινε. Το γεγονός στον Βώλακα το διαδέχθηκαν οι τρομοκρατικές δολοφονίες. Στο Γοιύρετζικ (Γράνιτα) εκτελέστηκαν δύο. Ο ιερέας εκεί δηλητηριάστηκε. Στη Γκόρνιτζα (Καλή Βρύση) παραπλάνησαν τον πρόκριτο Δημήτρη Μάρτζο και τον πυροβόλησαν ύπουλα από πίσω. Μόλις εκείνος έπεσε, τον κατακομμάτιασαν με τα μαχαίρια τους. Τον Γεώργιο Τρότσκα τον σκότωσαν με τσεκούρι. Τον κτύπησαν με τόση λύσσα ώστε έμεινε σφηνωμένο μέσα στο κρανίο του. Τον Γεώργη Παύλου τον έριξαν οι κομιτατζήδες σε καμίνι όπου ψήνονταν τούβλα και τον έκαψαν ζωντανό.

      Πολλά τέτοια γίνονταν σε όλα τα μέρη της Δράμας, μέχρι το Άνω Νευροκόπι. Απλώς τα παραπάνω τα αναφέρω σαν παράδειγμα για το τί γινόταν τότε. ΄Ενα παράδειγμα ακόμα είναι χαρακτηριστικό: Συνεχίζοντας τις περιοδείες του ο νεοφερμένος Χρυσόστομος, έφτασε στο Ζύρνοβο στις 18 Οκτωβρίου του 2003. Τον συνόδευαν ο πρόξενος της Ελλάδας στις Σέρρες και ένας λόχος Τουρκικού Στρατού με τέσσερεις έφιππους χωροφύλακες. Την επόμενη μέρα λειτούργησε με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Στο κήρυγμά του από την Ωραία Πύλη βροντοφώναξε: «Πωλησάτω το ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν…» Κήρυξε τότε όχι πιά την υπομονή, αλλά τον ένοπλο αγώνα και τη δυναμική αντίσταση στις δολοφονικές ορδές των κομιτατζήδων. Την φωνή του, την προδρομική φωνή του Μακεδονικού Αγώνα, τη δέχτηκαν όλοι με πατριωτικό ενθουσιασμό. 

      Αλλά και οι  κομιτατζήδες δεν έμειναν άπραγοι. Μια εβδομάδα μετά την επίσκεψη που τους έκανε ο Χρυσόστομος, στις 26 Οκτωβρίου και την ώρα που οι Έλληνες του Ζυρνόβου γιόρταζαν τη γιορτή του αγίου στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου, τριάντα κομιτατζήδες μπήκαν φωνάζοντας: «Για να δούμε τώρα ποιοί είναι εκείνοι που προϋπάντησαν τον Μητροπολίτη Δράμας;» Το πλήθος μπροστά σ’ αυτούς τους άγριους φοβήθηκε και σκόρπισε. Οι κομιτατζήδες πιάσανε τον δάσκαλο και τρεις προκρίτους και τους έσφαξαν πίσω από την εκκλησία. Ο Τουρκικός στρατός τους καταδίωξε και οι κομιτατζήδες αναγκάστηκαν να δώσουν μάχη  εκεί χάσανε τέσσερις δικούς τους. Οι άλλοι γλύτωσαν. Έκτοτε το Ζύρνοβο, το σημερινό Κάτω Νευροκόπι που ανήκει στη Δράμα και στη Μακεδονία, θα ζήσει κάτω από το φάσμα της τρομοκρατίας - μέχρι την απελευθέρωσή του.

C:\Users\x\Desktop\unnamed - Αντιγραφή.jpg

 

      Με πόνο ψυχής έγραφε ο Χρυσόστομος για την κατάσταση στα μέρη της Δράμας που είχαν γίνει πιά δικά του, σε επιστολή του στον Πατριάρχη: «…Μέχρι τίνος, Παναγιώτατε Δέσποτα, εσμέν υπόχρεοι υβριζόμενοι ν’ ανεχώμεθα, βλασφημούμενοι να υπομένωμεν, σφαζόμενοι, καιόμενοι, δηούμενοι, απαγόμενοι εις τα όρη και εις τα σπήλαια, και μυρίους - καθ’ εκάστην υπομένοντες παρά των ανθρωπομόρφων τούτων τεράτων του Βουλγαρικού Κομιτάτου - θανάτους, να ευλογώμεν τους δημίους και τους φονευτάς ημών;»

      Πραγματικά το ποτήρι των οδυρμών και των βασάνων είχε ξεχειλίσει. Ο Ελληνισμός της Μακεδονίας δεν άντεχε άλλο. Το 1904 είναι το έτος της αλλαγής. Αρχίζει μια εθνική κίνηση αντίστασης κατά του Βουλγαρισμού. Στη Δυτική Μακεδονία σκοτώνεται ο Παύλος Μελάς. Στην Ανατολική Μακεδονία ο Χρυσόστομος έχει οργανώσει τις περιοχές της. Οι σύνδεσμοί του, με διάφορα προσχήματα, πηγαινοέρχονται και μεταφέρουν τις αναφορές σ’ αυτόν και τις εντολές στα διάφορα χωριά.    

      Μέσα στη Δράμα οι δημογέροντες είναι στην πραγματικότητα μια επιτροπή Αγώνα. Δίπλα τους ένα πλήθος Ελλήνων προσφέρει αυθόρμητα τις υπηρεσίες του. Παράλληλα ο Χρυσόστομος είχε οργανώσει ένα ικανοποιητικό δίκτυο πληροφοριών μέσα στις τουρκικές κρατικές υπηρεσίες. 

C:\Users\x\Desktop\videoframe_92082 (1).png

      Ένας από τους συνεργάτες του σ’ αυτόν τον τομέα ήταν ο αξιωματικός  της τουρκικής χωροφυλακής Νικήτας Δρακόπουλος, ένας Έλληνας από τη Θάσο. Βρήκα τότε που διηγιόταν την πρώτη τους συνάντηση και έχει ενδιαφέρον ν’ ακούσουμε πώς μιλούσε ο Χρυσόστομος : «Μου έστειλε τον θρυλικό καβάτζη του, τον Λιάκα. Κρυφά, την ίδια νύχτα, με οδήγησε στη Μητρόπολη της Δράμας. 

      Παρουσιάστηκα μπροστά στον Χρυσόστομο. Αμέσως, με το κοίταγμα της ματιάς του επάνω μου, άρχισε να μου επιβάλλεται. Με παρατήρησε γιατί τόσες ημέρες δεν πήγα να παρουσιαστώ στην υπηρεσία μου. «Σεβασμιώτατε» του είπα εγώ «θα γυρίσω στην Πόλη, είτε ως αξιωματικός είτε ως πολίτης. Εδώ δεν μένω, έστω κι αν με τουφεκίσουν». Εκείνος κατάλαβε τί συνέβαινε στην ψυχή μου. Με ήσυχη, αλλά επιβλητική και γιομάτη πάθος φωνή, μου μίλησε. 

      Μου είπε ότι ήταν εθνική ανάγκη να μείνω, γιατί ήμουν Έλληνας και μάλιστα τοποθετημένος σε μια σπάνια θέση από την οποία μπορούσα να εξυπηρετήσω τον Αγώνα στη Δράμα. «Μα εγώ δεν είμαι από τη Δράμα» του απάντησα. «Κι εγώ δεν είμαι από εδώ» μου είπεν εκείνος «αλλά μένω εδώ. Όλοι οι Έλληνες έχομεν κοινά συμφέροντα, κοινά ιδανικά, κοινούς σκοπούς. Εδώ, στη Δράμα, η Ελλάδα μας κινδυνεύει και μαζί με την Δράμα κινδυνεύει και η πατρίδα σου η Θάσος και η πατρίδα η δική μου στη Μικράν Ασίαν. Όλοι κινδυνεύομεν. Οι Βούλγαροι προχωρούν όλο και περισσότερον. Πρέπει να αγωνισθώμεν δια να σώσωμεν την ζωήν των αδελφών μας. Πρέπει…» Μου έλεγε, μου έλεγε πολλά με φωνή παλλόμενη από εθνικό ενθουσιασμό, με μάτια βουρκωμένα από συγκίνηση. Μέσα μου ξάνοιγε ένας καινούργιος κόσμος. Ένα φως πλημμυρούσε την ψυχή μου. Είχα πιά ένα σκοπό στη ζωή. Ένα σκοπό για τον οποίο άξιζε ακόμα και να πεθάνω.

       «Θα μείνω, Σεβασμιώτατε» του δήλωσα. «Και με τη βοήθεια του Θεού και την ευλογία σας θα αγωνιστώ εις το πλευρό σας, εις ό,τι με διατάξετε». Έτσι έμεινα στη Δράμα. Είχε τη δύναμη ο Χρυσόστομος να δημιουργεί αγωνιστές. Την άλλη μέρα παρουσιάστηκα στον Τούρκο κομισαίρ της Αστυνομίας κι ανέλαβα υπηρεσία…»

       Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα προσφοράς του Δρακόπουλου είναι όταν μια νύχτα τον κάλεσε επειγόντως ο Τούρκος διοικητής του και του έδωσε ένα κλειστό φάκελο, διατάζοντάς τον να τον πάει να τον παραδώσει κάπου. Εκείνος καβάλησε το άλογό του και τράβηξε στον Μητροπολίτη. Τον βρήκε στο γραφείο του και του έδειξε τον φάκελο. Εκείνος τον πήρε στα χέρια του και τον περιεργάστηκε χωρίς να τον ανοίξει. «Ξέρω περίπου τί είναι» του είπε. «Εσύ ένα μόνο θα κάνεις. Θα καθυστερήσεις όσο μπορείς, για να προλάβω εγώ να ειδοποιήσω τους αντάρτες μας». Η τουρκική επιστολή πράγματι έγραφε για τον καπετάν Δούκα και τα παλικάρια του που ήταν σε κάποιο μέρος και να συγκροτηθεί απόσπασμα  τουρκικής χωροφυλακής για τη σύλληψη των ανταρτών. Τελικά τους γλύτωσαν, με έγκαιρο τρόπο ο Χρυσόστομος και με καθυστερημένο τρόπο ο Δρακόπουλος.

      Όσο για την ύπαρξη των «ανταρτών» όπως τους έλεγε η τουρκική πλευρά και των «μακεδονομάχων» όπως τους κατέγραψε η ελληνική πλευρά, είναι βέβαιο ότι ο Χρυσόστομος είχε εφαρμόσει ήδη στα μέρη της Ανατολικής Μακεδονίας αυτό που είχε πει στο Ζύρνοβο: «Πωλησάτω τα ιμάτιον αυτού και αγορασάτω μάχαιραν» δίνοντας το σύνθημα για προσωπική άμυνα. Η αρχή είχε γίνει όταν είχε αγοραστεί και είχε διανεμηθεί οπλισμός σε έμπιστα πρόσωπα. Αλλά κι αυτός πάλι ήταν πολύ μικρός αριθμός όπλων για την αντιμετώπιση των πάνοπλων και εξασκημένων κομιτατζήδων. Όμως όλη αυτή η προετοιμασία του Χρυσόστομου υπήρξε το πολύτιμο υπόβαθρο όπου στηρίχτηκε μετά ο γενικευμένος ένοπλος αγώνας.

      Και ενώ όλοι οι άλλοι του Μακεδονικού Αγώνα βρίσκονταν στη δυτική πλευρά του, ο Ίων Δραγούμης, ο Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Τσόντος Βάρδας, ο Τέλλος Άγρας, ο Παύλος Μελάς, όλοι τους, στην ανατολική πλευρά του πάλευε μόνος με τους  λίγους δικούς του ο Χρυσόστομος. Κάτι που δεν διέφυγε της προσοχής του Γεώργιου Σουρή στην Αθήνα. Στην εφημερίδα του «Ο Ρωμιός» της 8ης Σεπτεμβρίου του 1907 απαθανάτιζε τα Δραμινά Χρόνια και την αγέρωχη πατριωτική στάση του Χρυσοστόμου με τους στίχους του: «Στέφανος και για τον Δράμας | τον παπά τον ήρωά μας. | Άφοβος, ανδρειωμένος, | για  την Πίστη, για το Γένος. | Δείχνει στήθος μαχητού | μπρος στις λόγχες του εχθρού». 

      Γράφονταν αυτά τα λόγια το 1907 - τότε που, άλλα λόγια, τουρκικής διαταγής αυτή τη φορά, θα βγάζανε τον Χρυσόστομο από την Δράμα. Πώς θα συνέβαινε όμως αυτό; Ας μη ξεχνάμε ότι, ενάντια στις βουλγαρικές και στις τουρκικές βλέψεις, τα αναχώματά του για την επιβίωση του ελληνισμού δεν ήταν τα όπλα, αλλά τα σχολεία. Συνολικά ο Χρυσόστομος έκτισε τριαντατέσσερα σχολεία. Κάθε χρόνο στο Γυμναστήριο (στο Στάδιο δηλαδή) της Δράμας τελούσαν τις ετήσιες επιδείξεις των Ελληνικών Σχολείων. Απ’ όλες τις περιοχές της Μητρόπολης ελληνόπουλα με αθλητικό παράστημα, έρχονταν κάθε χρόνο από τα χωριά τους στην πόλη της Δράμας, παρέλαυναν ομοιόμορφα ντυμένα, αγωνίζονταν, σκορπούσαν παντού τη λάμψη της νιότης τους. Ο Χρυσόστομος με τα χέρια του απένειμε τα κύπελλα στους νικητές και τους φιλούσε στοργικά στο μέτωπο. Ήτανε τα παιδιά του, τα δικά του παιδιά αυτά τα ελληνόπουλα. Σ’ αυτά εναπόθετε τις ελπίδες για την καινούργια Ελλάδα. Κι αυτά τον αγαπούσαν και τον σέβονταν, γιατί ένιωθαν - στην καρδιά τους βαθιά - ότι ο Χρυσόστομος ήταν η ζωντανή ενσάρκωση του ελληνισμού τους.

      Τί είχαν να αντιπαρατάξουν σ’ αυτή την επιβλητική παρουσία των ελληνικών σχολείων οι Βούλγαροι; Το βουλγαρικό σχολείο της Δράμας  μόλις και μετά βίας συγκέντρωνε τριάντα μαθητές. Μόνοι τους οι Βούλγαροι έβλεπαν την συντριβή των αρπακτικών ονείρων τους. 

      Όλη αυτή η κάθε τρόπου δραστηριότητα του Χρυσόστομου και η γενική νικηφόρα αντεπίθεση των Ελλήνων είχανε φέρει το Βουλγαρικό Εξαρχικό κίνημα στη Δράμα σε μειονεκτική θέση. Και δεν απέμενε παρά μόνο λίγη προσπάθεια ακόμη για να αναγκαστούν οι κομιτατζήδες σε τελειωτική και οριστική αποχώρηση. Όμως το γεγονός το αναπάντεχο της ελληνικής προόδου δεν τρόμαζε μόνο τη Βουλγαρική κυβέρνηση. Το ίδιο ανησυχούσαν και η Τουρκική και η Αγγλική και η Γαλλική και η Ρωσική και η Αυστριακή. Πολύς συνωστισμός ανησυχιών. Τα σχέδια, που είχε καθορίσει η κάθε μια της σχετικά με τη Μακεδονία, κόντευαν να ανατραπούν. Μια νευρικότητα, κακός σύμβουλος, είχε περάσει στις γραμμές  τους. 

      Αποφασίσανε να χτυπήσουν ηγετικές φυσιογνωμίες του ελληνισμού. Μια δολοφονία θα τους μετέτρεπε σε ήρωες των Ελλήνων. Και όχι μόνο αυτό. Θα προκαλούσε δυσαρέσκεια της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης - που έχει σε κάποιες στιγμές της και «χριστιανικές ευαισθησίες». Προτιμήθηκε η σιωπηρή πράξη του εξαφάνισης με μια «μετάθεση» που θα ήταν «εκτόπιση». Στην Καβάλα ο ηγέτης που προκαλούσε τη δυσφορία των ξένων ήταν ο Έλληνας πρόξενος Μαυρουδής. Στη Δράμα ο ηγέτης που έπρεπε να χτυπηθεί ήταν ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος. Μια αράχνη άρχισε γύρω του να στήνει τον ιστό της.

      Οι Άγγλοι - ποιοί Τούρκοι και ποιοί Βούλγαροι! - οι Άγγλοι εντείνανε τις δραστηριότητές τους για την εκδίωξη του Χρυσόστομου. Ο άσπονδος εχθρός του, ο Άγγλος συνταγματάρχης Έλιοτ, οργανωτής της Τουρκικής Χωροφυλακής Δράμας, πήγε στην  Κωνσταντινούπολη τον Οκτώβριο του 1906 . Εκεί θα συσκεφθεί με τον Άγγλο πρέσβη «για την καταπολέμηση της αυξανομένης συνεχώς προόδου του ενλληνισμού της Δράμας». Τα αποτελέσματα της σύσκεψης θα διατυπωθούν ολοκάθαρα στην έκθεση που απέστειλε ο πρέσβης με ημερομηνία 11-10-1906 στο Βρετανικό Υπουργείο Εξωτερικών, που κατέληγε ως εξής: «Δεν απομένει λοιπόν, σαν μόνο σωτήριο μέσο, παρά η εκδίωξη του Μητροπολίτου Δράμας και του Έλληνος Προξένου της Καβάλας, για να «ησυχάσει» η περιοχή».  

       Ο Χρυσόστομος αντελήφθη την λαίλαπα που επερχόταν εναντίον του. Ήδη από τους πρώτους μήνες του 1907 θα τον αποκλείσουν από το Νομαρχιακό Διοικητικό Συμβούλιο Δράμας. Ήταν βαριά η προσβολή που του έγινε, αλλά καταλάβαινε ότι οι εχθροί του τον φοβόντουσαν και προσπαθούσαν να τον αχρηστέψουν. Γι’ αυτό αναζητούσε έναν αναπληρωτή του στις διάφορες ανάγκες του Μακεδονικού Αγώνα, που να τον αντικαθιστά εκεί που ο ίδιος δεν θα μπορούσε να μεταβεί. Και πράγματι στις 26 Απριλίου του 1907 του κοινοποιήθηκε διαταγή του Γενικού Επιθεωρητή Μακεδονίας Χιλμή Πασά, που του απαγόρευε τις περιοδείες του έξω από την πόλη της Δράμας.

      Αντέδρασε αμέσως ο Χρυσόστομος. Ενημέρωσε το Ελληνικό Προξενείο Καβάλας. Έκανε αναφορά στο Πατριαρχείο. Απευθύνθηκε στον Γενικό Πρόξενο της Ελλάδας στην Θεσσαλονίκη. Κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει . Οι Μεγάλες Δυνάμεις, ο Μέγας Βεζύρης Φερήτ Πασάς και ο Γενικός Επιθεωρητής Μακεδονίας Χιλμή Πασάς είχαν πάρει την απόφασή τους: Θα φύγει.

      Τότε ο Χρυσόστομος φανέρωσε την πραγματική του φύση όταν απευθύνθηκε, γεμάτος πόνο, στον επιτετραμμένο της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη Αρμάνδο Ποττέν, με γράμμα σταλμένο στις 16 Μαίου 1907. Έλεγε στις τελευταίες του αράδες: «…Μη αρκεσθέντες δε εις ταύτα, μοι εκοινοποίησαν Βεζυρικήν διαταγήν να μην αναγνωρίζωσι εν εμοί ουδεμίαν επίσημον ιδιότητα. Ήδη απειλούμαι να εκδιωχθώ βία εντεύθεν και υπο κουστωδίαν… Και εν περιπτώσει καθ’ ην το παν ήθελεν απωλεσθεί δι’ εμέ, όσον αφορά την Δράμαν, ενεργήσατε όπως τουλάχιστον δυνηθώ ν’ αγωνισθώ εκ νέου, εν τη πρώτη γραμμή του πυρός, και εν ή περιπτώσει ήθελον πέσει, να πέσω τουλάχιστον ως αετός και ουχί να αποθάνω ως όρνις εν τινι ορνιθώνι της Ανατολής ή αλλαχού. Εννοείτε, αγαπητέ μου, τί σας ζητώ; - ένα σταυρόν αλλ’ ένα μεγάλον σταυρόν, ένα σταυρόν επί του οποίου θα δοκιμάσω ευχαρίστησιν  καθηλούμενος και μη έχων έτερόν τι να δώσω προς σωτηρίαν της ημετέρας λατρευτής πατρίδος, ας δώσω το αίμα μου. Ούτως εννοώ το επ’ εμοί την ζωήν και την αρχιερωσύνην…»  Τα λόγια του δεν οδηγάνε στον θάνατό του, οδηγάνε όμως στον ίδιο τον Χρυσόστομο.

      Εντούτοις τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει τους εχθρούς του από το να επιτύχουν την εκτόπισή του από τη Δράμα. Ο Χιλμή Πασάς «έδειχνε» ποιοί ήταν πίσω από τη συμπεριφορά του: «Μητροπολίται τινές κατέστησαν πλέον αφόρητοι και γεννώσιν ημίν πράγματα ως ο Δράμας, καθ’ ου (κατά του οποίου) η Αγγλική Κυβέρνησις δριμύτατα διατυποί (διατυπώνει) παράπονα και στενοχωρεί την Τουρκικήν Κυβέρνησιν…»

       Πράγματι, πέρα στην Κωνσταντινούπολη, ο Μέγας Βεζύρης Φερήτ Πασάς  ζητούσε συνέχεια να ανακληθεί ο Μητροπολίτης Δράμας και να καταδικαστεί από την Ιερά Σύνοδο του Πατριαρχείου με εκτόπιση. Το Πατριαρχείο, από την πλευρά του, αρνιόταν να προβεί σε ενέργειες εναντίον του Χρυσόστομου, ξέροντας ότι το κυριότερο επιχείρημα των Τούρκων που ήταν η αλληλογραφία του δεν είχε μέσα της κάτι το επιλήψιμο. Ζητούσε λοιπόν να δει πρώτα τα επίμαχα κείμενα των επιστολών, που ο Φερίτ Πασάς δεν δεχόταν να τα παρουσιάσει. Απειλούσε όμως το Πατριαρχείο, ανακοινώνοντάς του στις 24 Αυγούστου του 1907 ότι και χωρίς αποδείξεις εάν δεν ανακαλούσε τον Χρυσόστομο, θα συνέβαιναν «πολύ λυπηρά γεγονότα για την Εκκλησία».

      Έτσι, τέσσερεις μέρες αργότερα και μετά από πολλές πιέσεις, το Πατριαρχείο τελικά υποχώρησε. Στη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου υποβλήθηκε επί λέξει η εξής πρόταση: «Το Πατριαρχείον επιθυμούν επί τη χριστιανικωτάτη αυτού επιεικεία και τη μετριοπαθεί αείποτε πολιτεία του να επιδείξει έτι τα συνδιαλλακτικά αυτού αισθήματα - έχον δε υπ’ όψιν την αδίκως αλλ’ επιμόνως ατυχώς από μηνών διατυπουμένην αξίωσιν όπως ανακληθεί ο Μητροπολίτης Δράμας Χρυσόστομος, όστις, μετά πίστεως και αφοσιώσεως και νομοταγείας αναντιρρήτου προήσπισε μέχρι τούδε τα δίκαια του ποιμνίου του, το οποίον τόσον ηγάπησε, υπέρ των συμφερόντων του οποίου τόσους πόνους εδοκίμασε, τόσας πικρίας υπέστη, αποφασίζει να μεταθέσει τον Μητροπολίτην Δράμας και προσκαλέσει αυτόν εν Κωσταντινουπόλει». Η πρόταση έγινε δεκτή.

      Τηλεγραφική διαταγή του Μέγα Βεζύρη ανακοίνωνε την επόμενη κιόλας μέρα την «εντός είκοσι ωρών, στην ανάγκη με τη βία» απομάκρυνση του λαοφιλέστατου Χρυσόστομου από τη Δράμα.  Ο Χρυσόστομος έδειξε να αιφνιδιάζεται. Η απάντησή του ήτανε ότι θα τηλεγραφούσε πρώτα στον Πατριάρχη για να ζητήσει «οδηγίας περί του πρακτέου». Με την αποχώρηση του αρχιαστυνόμου που του έφερε την ανακοίνωση, η Μητρόπολη περικυκλώθηκε από Τούρκους χωροφύλακες. Άδικα περίμενε ο Δεσπότης Δράμας ενθαρρυντικό μήνυμα από την Κωνσταντινούπολη. Το τηλεγράφημα, που έφτασε από το Πατριαρχείο πολύ αργά όταν έρχονταν να τον μεταγάγουν, ήταν αποκαρδιωτικό. Δείτε τί έλεγε: « Σεβασμιώτατον Μητροπολίτην Δράμας. Συνοδική διαγνώμη (μεγάλα λόγια τέτοιες στιγμές!)  ληφθείση την παρελθούσαν Τρίτην, επιτρέπετε να μεταβείτε εις Θεσσαλονίκην ένθα αναμείνατε τας διαταγάς του Πατριαρχείου. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης  Ιωακείμ Γ΄». «Να μεταβείτε εις Θεσσαλονίκην;» Απομάκρυνση από τη Δράμα λοιπόν…

      Το πρωί της Πέμπτης 30 Αυγούστου του 1907 όλη η Δράμα ήταν ανάστατη. Ολόκληρος πληθυσμός συγκεντρώθηκε σε όλους τους δρόμους γύρω από τη Μητρόπολη. Ένα ζωντανό τείχος από άντρες, γυναίκες και παιδιά, για να τον προστατέψουν και να του δείξουν την αγάπη τους. Ένα είδος γενικής απεργίας των Ελλήνων της πόλης είχε κηρυχθεί. Από τις μεγάλες καπναποθήκες και τις μεγάλες επιχειρήσεις ως τα τελευταία μικρομάγαζα και μικροβιοτεχνίες, όλα έκλεισαν σε ένδειξη διαμαρτυρίας.

      Ο Μητροπολίτης συγκινημένος κάλεσε στο γραφείο του όλους τους πρόκριτους (τους δημογέροντες δηλαδή) και τους στενούς του συνεργάτες. Ήταν οι δικοί του άνθρωποι, που μ’ αυτούς είχε επιτελέσει τον θαυμάσιο αγώνα στη Δράμα. Ήτανε τ’ αδέλφια του. Με μάτια βουρκωμένα τους μιλούσε κι εκείνοι κλαίγανε. Κλαίγαν τα παλικάρια και του φιλούσανε τα χέρια. Έκλαιγε κι εκείνος και τους αγκάλιαζε. Εν τω μεταξύ, η ώρα της διέλευσης της τραίνου πλησίαζε. 

      Ο Χρυσόστομος μπήκε στον μητροπολιτικό ναό. Ήδη ήταν γεμάτη η εκκλησία. Τέλεσε δοξολογία. Βαθιά συγκινημένος ύστερα, απευθύνθηκε προς τους Δραμινούς που κλαίγανε όλοι, ασυγκράτητα με αναφιλητά. «Ανεβαπτίσθην εις το θείον νάμα των δακρύων σας, η δε υπόκρουσις των λόγων μου δια των λυγμών σας μαρτυρεί ότι ο σπόρος μου έπεσεν εις αγαθήν γην και θ’ αποδώσει εύχυμον βλάστημα και πλουσίους καρπούς. Η ψυχή μου θα μείνει εντειχισμένη εις το ιερόν τούτο τέμενος - από το οποίον, ως αείρροον πηγήν θ’ αντλείτε το θάρρος, την καρτερίαν, και την πίστιν» ήταν μερικά από τα λόγια του. Έμεινε για λίγα λεπτά σιωπηλός κι έκλαιγε. Έπειτα ύψωσε το κεφάλι του προς τον Ουρανό και περήφανος, με τη λάμψη στα μάτια, εξήλθε. Στην έξοδο του μητροπολιτικού ναού τον περιμένουν οι Τούρκοι χωροφύλακες να τον οδηγήσουν στην άμαξα που έχουν φέρει. Και τότε, όπως γράφει ο βιογράφος του Σ. Λοβέρδος, ο Ιεράρχης ορθώθηκε επιβλητικός και επιτακτικός μπροστά τους στο προαύλιο του ναού. Με νεύμα τούς κράτησε ακίνητους και με χειρονομία τούς έδειξε τις αποσκευές του. Και οι αστυνομικοί, υπακούοντας στον μαγνήτη της προσωπικότητάς του, πτοημένοι μέσα στην ηλεκτρική ατμόσφαιρα του πλήθους, «εξετέλεσαν χρέη θαλαμηπόλων». 

      Οι Τούρκοι φοβόντουσαν επεισόδια. Γι’ αυτό, είχαν παρατάξει ισχυρές στρατιωτικές δυνάμεις στη διαδρομή από τη Μητρόπολη ως τον Σιδηροδρομικό Σταθμό.

       Ο Μητροπολίτης Χρυσόστομος αρνήθηκε να επιβιβαστεί στην άμαξα που του είχαν φέρει, όπως είπαμε, οι Τούρκοι χωροφύλακες. Προχώρησε πεζός, μεγαλοπρεπής, περήφανος. Τον περιστοίχιζε ένα πλήθος Ελλήνων συγκινημένο, δακρυσμένο, φανατισμένο, ικανό για κάθε ενέργεια. Μια ζώνη προστασίας ήταν σχηματισμένη γύρω του από τα κορίτσια του Παρθεναγωγείου. Η πορεία αυτή του πλήθους με τον Εθνεγέρτη και Ιεράρχη Χρυσόστομο προς τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δράμας ήταν μια από τις συγκινητικότερες και μεγαλειωδέστερες στιγμές της Ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνα. 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ\Train-station-2.jpg

      Στο Σταθμό νέες συγκινητικές στιγμές. Ο αποχωρισμός κράτησε περισσότερο από δύο ώρες και ήταν το αποκορύφωμα του δράματος. Ο Σπυρίδων Λοβέρδος μας παρουσιάζει τη σκηνή αυτή στο βιβλίο του, με τα ακόλουθα λόγια: «Οι μεν συνωθούνται δια να ασπασθούν τας χείρας και το ένδυμα του Ιεράρχου, οι δε γονυπετείς ικετεύουν. Όλοι θρηνούν. Εν τω μέσω του σπαρασσομένου ποιμνίου εγείρεται ο δημογέρων Νίκας και, ανακουφίζων τον πόνο του, κραυγάζει με ηχηρά φωνή: «Δέσποτα, μας παρέλαβες λαγούς και μας έκανες λιοντάρια. Μείνε ήσυχος, θα γίνει το θέλημά σου…»

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\unnamed - Αντιγραφή.jpgC:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\Ο πατέρας μου Θεόδωρος Αργυρόπουλος, δάσκαλος στα Εκπαιδευτήρια τα χρόνια 1958-1968, ενώ καταθέτει δαφνοστέφανο στο άγαλμα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου Σμύρνης, στις αρχές της δεκαετίας του 1960....jpg

      Εδώ οφείλω να ανοίξω μια παρένθεση. Από τον πατέρα μου είμαι Κρητικός, αλλά από τη μητέρα μου είμαι Μακεδόνας από τη Δράμα. Το μητρικό μας σπίτι ήταν πολύ κοντά στη Μητρόπολη όπου ιερουργούσε ο Χρυσόστομος . Και σίγουρα η γιαγιά μου Ευπραξία τον είχε δει και τον είχε ακούσει όταν μιλούσε εκεί μέσα, ψηλά, από τον άμβωνα. Τώρα, αποχαιρετάω κι εγώ τον άξιο ποιμενάρχη, όπως τότε - που όλος ο λαός της Δράμας είχε έρθει από τα σπίτια του, από τα μαγαζιά του, από τα χωράφια του, να τον συνοδεύσει ως τον Σιδηροδρομικό Σταθμό της Δράμας για να τον αποχαιρετήσει. Σίγουρα ανάμεσά τους βρισκόταν κι ο παππούς μου ο Θανάσης. Και στο χέρι του αποχαιρετισμού του, δεν είναι ποτέ αργά να χαιρετήσω κι εγώ την συγκινητική και πάντα αξέχαστη μεγαλοπρεπή μορφή του Χρυσόστομου, που έμεινε σαν φωτογραφία και σαν άγαλμα στο βλέμμα μου, όταν πήγαινα πολύ αργότερα μικρός μαθητής στα Εκπαιδευτήρια της Δράμας - αντικρίζοντάς τον στην είσοδο του σχολείου μου, και με τις δύο απεικονίσεις του, και την φωτογραφική και τη γλυπτική. Κλείνω εδώ την προσωπική παρένθεσή μου, γονατίζοντας μπροστά στη μεγάλη προσφορά του - με την πατριωτική παρουσία του στη γενέτειρά μου.

      Στην Θεσσαλονίκη πέρα, που έφτασε το τραίνο, τον υποδέχθηκε ένα πλήθος ομογενών. Ο αντιπρόσωπος του Βαλή Θεσσαλονίκης του δήλωσε ότι ήταν ελεύθερος να κυκλοφορεί όπου ήθελε στην πόλη. Ο Χρυσόστομος κατέλυσε σε ξενοδοχείο, αγωνιώντας όχι για την τύχη τη δική του, αλλά για την τύχη αυτών που άφηνε πίσω του. Με πόνο απευθύνθηκε προς το Πατριαρχείο: «Εστάλην εν τω μέσω ποιμνίου το οποίον πολλά υπέφερεν και εξακολουθεί να υποφέρει. Εστάλην όπως στηρίξω τας καρδίας των ανθρώπων εκείνων, ων η ζωή είχεν εξαρτηθή από την μάχαιραν των πολεμίων του Γένους και της Εκκλησίας μας. Οι άνθρωποι αυτοί είδον τους φιλτάτους των δολοφονουμένους από τα όργανα των Βουλγαρικών Κομιτάτων. Οι πλείστοι είχον και από εν νωπόν πένθος. Εύρον αυτούς αναξιοπαθούντας  και έκαμα ό,τι ο ασθενείς μου δυνάμεις μοι επέτρεπε να κάμω. Και εάν σήμερον λυπούμαι διότι αφήνω την επαρχίαν ταύτην,  λυπούμαι διότι αφήνω ημιτελές το έργον της περιφρουρήσεως, της εμψυχώσεως του ποιμνίου μου, το οποίον καταδιώκεται σήμερον πανταχόθεν…»  

      Τα ίδια έντονα συναισθήματα θα τον κατέχουν όταν, μετά, θα αναλάβει την Μητρόπολη της Σμύρνης. Θα κάνει εκεί στη μεγάλη πολυπολιτισμική πόλη συλλαλητήριο για τη Μακεδονία, έχοντας στον νου του τις πολλές προσπάθειές του στα ανατολικά  μέρη της. Αλλά τα ίδια έντονα συναισθήματα θα τον κατέχουν και όταν δεν θα εγκαταλείψει το νέο ποίμνιό του στη φλεγόμενη Σμύρνη, με κόστος το δικό του τραγικό τέλος στη φριχτή θανάτωσή του.

      Η εκτόπιση εκείνη του Χρυσόστομου από τη Δράμα είχε τεράστια απήχηση σε όλον τον Ελληνισμό. Όλοι ένιωσαν ότι ο μητροπολίτης αυτός ήταν ένας μεγάλος ηγέτης, που υψωνόταν προς το πάνθεον των ηρώων του Γένους. Κι έγινε - πολύ πριν την ιστορική στάση του και τον μαρτυρικό θάνατό του στη Σμύρνη αργότερα - ο Χρυσόστομος Εθνικό Σύμβολο. Ένα δείγμα του πανελλήνιου θαυμασμού προς το πρόσωπό του ήταν αυτοί οι δυό στίχοι του Σουρή: «Δόλια Σκλάβα, μπρος μας πάλι φέρε την αυγή την πρώτη! | Βγάζε, βγάζε Δεσποτάδες σαν της Δράμας τον Δεσπότη!»     Ο ποιητής μόλις έμαθε στην Αθήνα τα συγκινητικά γεγονότα από τη Δράμα του Μητροπολίτη Χρυσοστόμου,  έγραψε κι άλλους στίχους. Με τον αγνό του ιδεαλισμό ο Σουρής αλλά και με την καυστική του σάτιρα, έδειξε όλη την αγανάκτηση της 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ\21-768x1024β.jpg Ελληνικής Ψυχής, και τον πόνο για την αδυναμία του Ελληνικού Κράτους να προστατέψει τους αγωνιστές του Ελληνισμού. Δείτε τί έλεγαν αυτοί οι άλλοι του στίχοι: «Έμαθα πως ανεκλήθη, | μέσω τόσης καταιγίδος, | και της Δράμας ο Δεσπότης. | «Κ’ ίδού» φώναζαν τα πλήθη | «του Χριστού και της Πατρίδος

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ\images.jpg

| λειτουργός και στρατιώτης». | Νάτος ο Μητροπολίτης, | με τα χέρια υψωμένα | τους αγώνας ευλογεί | και με μάτια βουρκωμένα | «Χαίρε» λέγει «ηρώων γη». | Και με τούτον τον Παπά | κάθε φρόνημα ψηλώνει. | Κι εγώ βλέπω κάποιο χέρι | με σταυρό και με μαχαίρι, | που το Γένος ευλογεί | και το Κράτος…φασκελώνει».                

      Ένα ακριβώς χρόνο μετά, στις 17 Αυγούστου του 1908, με την υπογραφή του τουρκικού Συντάγματος των μεταρρυθμίσεων και της γενικής αμνηστίας,  ο Χρυσόστομος επέστρεψε στην Δράμα του,  αλλά του απαγορεύτηκε να περιοδεύει στα χωριά. Και ακριβώς ένα χρόνο μετά, στις 10 Ιουνίου του 1909, υποχρεώθηκε πάλι βίαια, από τους Νεότουρκους αυτή τη φορά, να εγκαταλείψει την Δράμα και να πάει στη Μικρά Ασία - όπου του ανακοινώθηκε η εκλογή του στη Μητρόπολη Σμύρνης. Είχε ήδη προετοιμαστεί για το μαρτύριο. Στις 11 Μαρτίου 1910 ο Χρυσόστομος μετετέθη στην Ισμίρ, ως Μητροπολίτης Σμύρνης. 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\AgiosChrysostomosSmyrnis23.jpg

      Ας μάθουμε … Τουρκικά - με την ευκαιρία της έλευσης του Χρυσόστομου από τη Δράμα στη Σμύρνη.  Όπως κόψανε το ύψιλον από το Ύδραμα, την πόλη με τα πολλά νερά, και την ονομάσανε Δράμα (τον Αλή της Δράμας τον είπαν Δράμαλη) ή όπως το «εις την Πόλιν» οι Τούρκοι το μετάλλαξαν σε Ίστανμπουλ, έτσι και «Η Σμύρνη» (με το άρθρο της μαζί) έγινε, αφαιρώντας την τελευταία συλλαβή «-νη», Ησμύρ:  Ισμίρ λοιπόν.

      Στη Σμύρνη ο Χρυσόστομος συνέχισε τον εθνικό του αγώνα, οργανώνοντας μάλιστα εκεί πάνδημο συλλαλητήριο, ώστε να καταγγείλει τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων και την υποστήριξη των τουρκικών αρχών στη βουλγαρική προπαγάνδα. Κι όμως αυτόν τον υπέροχο - πέρα από τα ράσα του – πατριώτη που είδαμε μέχρι τώρα, αυτόν τον θαυμάσιο άνθρωπο σε πολλούς πολλούς τομείς, και έχοντας μαρτυρίες πλέον μόνο των Τούρκων (γιατί οι Έλληνες και οι άλλοι Ευρωπαίοι δεν τον ξαναείδαν πιά) το μίσος του βάρβαρου όχλου τού ξερίζωσε τη σεβάσμια γενειάδα, του έβγαλε τα ωραία γαλάζια του μάτια και τον άφησε τυφλό, του έκοψε τα αυτιά και τη μύτη και ίσως και τα δυό του χέρια.Και ό,τι απέμενε από τον Χρυσόστομο, το διαπόμπεψαν μαχαιρώνοντάς τον ο καθένας από τον όχλο συνέχεια και χτυπώντας τον με καδρόνια παντού μέχρι να γίνει βέβαιο ότι έχουν σπάσει όλα τα κόκαλά του - ενώ ο Χρυσόστομος ζούσε ακόμα. Λένε ότι το ματωμένο πτώμα του το έσυραν δεμένο πίσω από αυτοκίνητο, σβαρνίζοντάς το στους δρόμους, ψηλά, της τουρκικής συνοικίας. Να πούμε εδώ και το τελευταίο: Η συνοικία αυτή, η τουρκική, ήταν η μόνη που δεν καιγόταν, όταν όλη η υπόλοιπη Σμύρνη γινόταν παρανάλωμα πυρός με το πετρέλαιο που έριχναν, συνέχεια, σε όλα τα άλλα κτίρια και στα σπίτια οι Τούρκοι στρατιώτες. 

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\videoframe_403638.png

      Δυό αναφορές ξένων αναφέρονται στην τραγική σφαγή του μεγάλου ιεράρχη. Η μία είναι αυτή που έγραψε ο ιερωμένος βουλευτής των Παρισίων αβάς Εδουάρδος Σουλιέ: «Το απόγευμα της 9ης Σεπτεμβρίου (δηλαδή της 27ης Αυγούστου σημερινού ημερολογίου) το Γαλλικό Προξενείο ειδοποιήθηκε ότι ο ελληνορθόδοξος μητροπολίτης Χρυσόστομος διέτρεχε έσχατο κίνδυνο και ότι θα έπρεπε να σταλεί άγημα από Γάλλους ναύτες για να προστατεύσουν την απειλούμενη ζωή του. Ο επικεφαλής του αγήματος  πρότεινε στον ιεράρχη να τον οδηγήσει στην εκκλησία της Σακρ Κερ ή στο Γαλλικό Προξενείο. Ο Χρυσόστομος  δεν ανήκει στην Εκκλησία της Γαλλίας,  αλλ’ αυτό δεν μ’ εμποδίζει να εκφράσω τον βαθύτατο σεβασμό προς τη μνήμη του. Με ωραιότητα ψυχής αρνήθηκε να δεχθεί το προσφερόμενο καταφύγιο, λέγοντας ότι το καθήκον του είναι να μείνει για να συγκακοπαθήσει με το ποίμνιό του». Σε λίγο οι Τούρκοι έσερναν το άγιο λείψανο του μάρτυρα ιεράρχη, που σήκωσε στους ώμους του τις αμαρτίες του ελληνικού διχασμού και την υπεροψία των λεγόμενων χριστιανικών δυνάμεων που απεδείχθησαν και του Πόντιου Πιλάτου χειρότεροι».  

      Η άλλη αναφορά ξένου είναι αυτή που έγραψε ο Αμερικανός πρόξενος της Σμύρνης Χόρτον: «Το μοναδικό του φταίξιμο ήταν ότι ήταν ένας Έλληνας με μεγάλο πατριωτισμό και ευγλωττία, που επιθυμούσε την πρόοδο της φυλής του και εργαζόταν για το σκοπό αυτό με τον θάνατο να σκιάζει το πρόσωπό του. Πέθανε σαν μάρτυρας και αξίζει να του απονεμηθούν ύψιστες τιμές από την ελληνική εκκλησία και την ελληνική κυβέρνηση. Είναι άξιος του σεβασμού όλων των ανδρών και γυναικών, από τους οποίους θα απαιτείτο να δείξουν γενναιότητα, αντιμετωπίζοντας έναν φρικτό θάνατο. Ο Τούρκος επικάθηται στην χώρα των επτά πόλεων και δεν υπάρχει κανείς να του εναντιωθεί σ’ αυτό. Η τελευταία όμως σκηνή της τελειωτικής εξόντωσης του χριστιανισμού δοξάστηκε απ’ τον ηρωικό θάνατο του τελευταίου χριστιανού επισκόπου».

C:\Users\x\Desktop\Αγιος_Χρυσόστομος_Δράμας\02.09.1922_eleuthero_vima.jpg

 

      Με αυτόν τον τρόπο λοιπόν πέθανε ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες της σύγχρονης Ιστορίας. Ένας άνθρωπος που υπηρέτησε, μέσα από την ορθοδοξία, την ορθοστασία του ελληνισμού. Με ολόγυρά του την καταστροφή, συνέχιζε τις προσπάθειες χωρίς να ελπίζει σε τίποτε πιά: Ο Χρυσόστομος. Εμβληματική μορφή, πατριώτης αξέχαστος. Όπως πιο πριν, που δεν κατάφερε να σώσει τον εαυτό του με το να μην απομακρυνθεί από την αγαπημένη του Δράμα, έτσι και στη Σμύρνη, σ’ αυτήν την ύστατη ώρα, όταν όλα έμοιαζαν (και ήταν) χαμένα, ο Χρυσόστομος συνέχιζε τις προσπάθειες. Πάμπολλα τα τηλεγραφήματά του, οι επιστολές, οι συναντήσεις με ξένους αξιωματούχους για διαμεσολάβηση, οι εκκλήσεις για βοήθεια, έστω για ν’ απομακρυνθούν όλοι όσοι θα γίνονταν βορά στην εκδικητική μανία του τουρκικού τέρατος. Τίποτα απ’ όλα αυτά όμως δεν είχε αποτέλεσμα. Τουλάχιστον έμεινε εκεί, μέχρι το τέλος. Αυτή τη φορά δεν εγκατέλειψε το ποίμνιό του.

      Ο θάνατος του Χρυσοστόμου Σμύρνης, και γι’ αυτό όχι Δράμας πιά, ακούστηκε πιο πολύ, ακόμη κι από την γενοκτονία νωρίτερα των Αρμενίων το 1915, γιατί η καταστροφή της Σμύρνης ήταν η μόνη που έγινε με τόσους μάρτυρες να τη βλέπουν και να την ακούν. Πάνω από 20 πολεμικά πλοία των συμμάχων ήτανε στα νερά της, ενώ έως την ύστατη ώρα οι περισσότερες διπλωματικές αποστολές βρίσκονταν ακόμα μέσα σ’ αυτή την πόλη. 



 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ