Ορχάν, έχω «κάτι παράξενο στο νου μου»

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Μια σημαντική πρόταση για την αναγόρευση του νομπελίστα συγγραφέα σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης


Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

 

Σε λίγες μέρες είναι μια σημαντική επέτειος για το Πανεπιστήμιο Κρήτης. Ξεχασμένη ίσως και από το ίδιο και την αντίστοιχη σχολή που είχε πάρει την πρωτοβουλία πριν από πολλά χρόνια. Τότε ακόμη το Πανεπιστήμιο, εκτός από το κορυφαίο πνευματικό ίδρυμα του νησιού, σηματοδοτούσε πολλαπλούς και πολυποίκιλους συμβολισμούς, και η επιλογή των σοφών που απένειμε την ύψιστη τιμή του επίτιμου διδάκτορα, γινόταν ίσως, χωρίς σκοπιμότητες. Τότε δεν είχε ακόμη αποξενωθεί οριστικά και τελεσίδικα στους δαιδαλώδεις λαβύρινθους των στενών πανεπιστημιακών και ερευνητικών του ενδιαφερόντων και οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι, δεν θήρευαν θέσεις στους κομματικούς ή υπουργικούς θώκους, παίζοντας στα ζατρίκια τη βαριά ιστορία και κληρονομιά του ιδρύματος. Και το θυμίζω επιτακτικά, γιατί ζούμε σε καιρούς που μας λείπουν οι συμβολισμοί, οι προσανατολισμοί και οι υπαινικτικές πνευματικές πρωτοβουλίες, ενώ παντού στην κοινωνία κυριαρχεί και δεσπόζει ο πρωτογονισμός της ιδιοτέλειας.



Οι προβληματισμοί αυτοί γίνονται για ένα κορυφαίο ΑΕΙ της χώρας μας, με μακρά ιστορία, που πλην όμως βαρύνεται με την αμφιλεγόμενη προ 3ετίας βράβευση του Γερμανού ιστορικού Χάιντς Ρίχτερ που λίγο πολύ όπως είναι γνωστό, υποστήριζε ότι οι ναζί ήταν «ιππότες που χρήζουν αναγνώρισης», ότι οι Έλληνες έπρεπε να είχαν παραδοθεί αμαχητί και ότι …η Μάχη της Κρήτης δεν έπρεπε να είχε γίνει ποτέ! Αυτό το ατυχές γεγονός, όσο κι αν προσπάθησαν αργότερα να το στρογγυλέψουν οι εκτελεστές του, δεν παύει σαν μελανή κηλίδα και άγος, να βαραίνει όχι μόνο εκείνα τα πρόσωπα που το εμπνεύστηκαν, αλλά και το Ίδρυμα που του το φόρτωσαν.

Όλα αυτά που συνέβησαν τότε, και που μετεφέρθησαν στις αίθουσες των δικαστηρίων, αποτέλεσαν και εξακολουθούν να αποτελούν, μια μελανή κηλίδα για την ιστορία του κρητικού ΑΕΙ. Ήταν οι ατυχείς χειρισμοί πανεπιστημιακών εξαπτέρυγων του κυβερνώντος κόμματος, που ήθελαν να εγγράψουν κομματικές και πολιτικές υποθήκες χρησιμοποιώντας ως παίγνιο, το ίδιο το Π.Κ. όπως έχει αποδειχτεί.

Υποθέτω όμως, ότι στο Π.Κ. εξακολουθούν να υπάρχουν μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας πέρα και έξω από αυτές τις επιδιώξεις, και στο ίδιο το Ίδρυμα να ίσταται ως κριτήριο απονομής τιμής του επίτιμου διδάκτορα, άνδρες σοφοί, επιφανείς, με πλούσιο και πολυσήμαντο συγγραφικό έργο. Πολύ δε περισσότερο, αν έχουν στεφθεί από τις δάφνες του παγκόσμιου Παρνασσού.

Ο τούρκος νομπελίστας συγγραφέας, μυθιστοριογράφος Ορχάν Παμούκ, τα τελευταία χρόνια μετά και τη βράβευσή του με το νόμπελ λογοτεχνίας το 2006, είναι από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το σύνολο των έργων του είναι ένας ύμνος στις αντιθέσεις, στο τοπικό και το παγκόσμιο, στον άνθρωπο που γλείφει τις πληγές του με τη λογοτεχνία, υπαινισσόμενος συχνά ότι μπορεί να μετάσχει στη ζωή, μόνο αλλάζοντάς την. Συνεπέστατος δε σε τούτη την κοσμοαντίληψή του, δεν θα μπορούσε να έχει παρά έναν έντονο και πυκνό πολιτικό λόγο. Σύμβολο πνευματικότητας και αντίστασης απέναντι στο ισλαμικό βαθύ κράτος, που η παγκόσμια φήμη, του δίδει συνεχώς την ευκαιρία να θίγει θέματα δημοκρατικότητας στη χώρα του, ξεκαθαρίζοντας όμως ταυτόχρονα ότι δεν αποτελεί πολιτικό πρεσβευτή.

Ο Παμούκ είναι o αιρετικός διανοούμενος που κάθε λόγος του προκαλεί κραδασμούς και οι απόψεις του ξεσηκώνουν θύελλες. Οι τούρκοι διανοούμενοι που πρόσκεινται στο δόγμα του Ατατούρκ τον κατηγορούν ότι εμπαίζει τη θρησκεία, οι ισλαμιστές του προσάπτουν βλασφημία των συμβόλων του έθνους και οι παλαιοί αριστεροί ότι τους πρόδωσε ­ αφού και ο ίδιος υπήρξε μαρξιστής.

Η αναγόρευση του νομπελίστα συγγραφέα σε επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής Σχολής του Π.Κ., πέραν του ότι θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του «Τολστόι των φτωχών» όπως έχει αποκαλεστεί, την κορυφαία μορφή της τουρκικής λογοτεχνίας και των γραμμάτων του καιρού μας, θα έχει όπως είναι φυσικό και θετικά γεωπολιτικά απόνερα. Είναι γνωστό το παρόν timing στις σχέσεις των δύο χωρών με τις καταιγιστικές εμπρηστικές και προκλητικές δηλώσεις του Ερντογάν. Ο Παμούκ είναι ο αντίποδας της στυγνής ισλαμικής φρεναπάτης του τούρκου Σουλτάνου.

Τα ΑΕΙ δεν είναι αποκομμένα από την κοινωνία και την ίδια τη χώρα, και πρέπει να συμβάλλουν με τις πρωτοβουλίες τους, στην παγίωση της ειρηνικής συνύπαρξης των δύο γειτονικών λαών. Και μια τέτοια σπουδαία και υψηλή πράξη θα επιβεβαιώσει και θα αναβαθμίσει τον ιστορικό  ρόλο του Π.Κ. αλλά θα συνδράμει και στη σηματοδότηση ότι η πνευματική Ελλάδα επιβραβεύει το σύγχρονο τουρκικό πνεύμα, το οποίο φυσικά έχει απεκδυθεί το νεο-οθωμανικό μεγαλοϊδεατισμό. Με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για την προοπτική των σχέσεων των δύο χωρών.

Η αναγνώριση εν ολίγοις, από το Π.Κ. ενός τούρκου και συνάμα παγκόσμιου συγγραφέα, με την κυρίαρχη παρουσία στο έργο του, της πολυπολιτισμικής Ιστανμπούλ, της πόλης με τους στενότατους κάποτε δεσμούς με την Κρήτη, που δεν καθιερώθηκε μόνο από τη συγγραφική του δεινότητα, αλλά που τα έβαλε με το κοινωνικοπολιτικό κατεστημένο της χώρας του, θα αναγορεύσει ξανά το ίδιο το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της Κρήτης στα παλιά και σθεναρά βάθρο της αξιοσύνης του.

 

(1)  Από το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ορχάν Παμούκ, «Κάτι παράξενο στο νου μου», Εκδόσεις ΩΚΕΑΝΙΔΑ, 2015.

 

[email protected]

 

 


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ