Μακεδονία: Πώς η Πολιτική παραχαράσσει την Ιστορία

Όσοι επιχειρούν να επιλύσουν το πρόβλημα της ονομασίας αγνοώντας το ιστορικό υπόβαθρο του προβλήματος δεν μπορούν να πετύχουν μία βιώσιμη λύση

Του Εμμανουήλ Γ. Χαλκιαδάκη[1]

Το ζήτημα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων είναι ένα σύνθετο ζήτημα με ιστορικές καταβολές και πολιτικές προεκτάσεις. Οποιοσδήποτε έχει το αναφαίρετο δικαίωμα να εκφράσει την άποψή του γι’ αυτό το θέμα και είναι σεβαστή. Άλλο, όμως, προσωπική άποψη και άλλο ιστορική πραγματικότητα. Όσοι επιχειρούν να επιλύσουν το πρόβλημα της ονομασίας αγνοώντας το ιστορικό υπόβαθρο του προβλήματος δεν μπορούν να πετύχουν μία βιώσιμη λύση που θα διασφαλίζει την ειρηνική συνύπαρξη των λαών της περιοχής. Με αυτόν τον τρόπο, ελλοχεύει ο κίνδυνος, αντί να λύσουμε ένα πρόβλημα, να το βρούμε μπροστά μας.

 Είναι γνωστό ότι ο εθνολογικός και ιστορικός όρος «Μακεδονία» συνδέεται με την αρχαία Ελλάδα και οι αρχαίοι Μακεδόνες υπήρξαν αμιγώς ελληνικό φύλο. Πλήθος αρχαίων πηγών (Όμηρος, Ησίοδος, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Αρριανός, Ισοκράτης,  Πολύβιος, Στράβωνας κ.ά.), που δεν αναφέρονται αναλυτικά για την οικονομία του χώρου, επιβεβαιώνουν την ελληνικότητα της Μακεδονίας  και των κατοίκων της[1]. Αλλά και χριστιανικές πηγές είναι ξεκάθαρες αναφορικά με το γεωγραφικό υπόβαθρο της Μακεδονίας, στην οποία ο Απόστολος Παύλος δίδαξε στα ελληνικά τον Χριστιανισμό[2].

Ο Stephen Miller, ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου της Καλιφόρνια (Μπέρκλεϊ), παρά τις προχωρημένες απόψεις του για τη λύση του προβλήματος της ονομασίας, θεωρεί ότι το σημερινό κράτος των Σκοπίων έχει μεγαλύτερη σχέση γεωγραφικά με την Αρχαία «Παιονία», παρά με την Αρχαία Μακεδονία[3]. Ο γνωστός ιστορικός Nicholas Hammond υποστηρίζει και αυτός ότι οι Σκοπιανοί δεν έχουν σχέση με την Αρχαία Μακεδονία και ότι η περιοχή στην οποία κατοικούν σήμερα ονομαζόταν στην Αρχαιότητα «Παιονία»[4].

Παράλληλα, ελληνικές επιγραφές που δημοσίευσε το 1896 ο καθηγητής  Δήμτσας[5], χιλιάδες επιγραφές που βρίσκονται στο Εθνικό Κέντρο Ερευνών, τα αρχαία ελληνικά τοπωνύμια[6], τα ανθρωπωνύμια, τα ήθη, τα έθιμα, η κοινή θρησκεία[7], καθώς και τα ανασκαφικά ευρήματα του Μανόλη Ανδρόνικου[8] και άλλων αρχαιολόγων επιβεβαιώνουν την ελληνικότητα της περιοχής από τους Αρχαίους Χρόνους.

Σταδιακά, κυρίως από τη Ρωμαϊκή Περίοδο και εξής, ο όρος Μακεδονία είχε χάσει το εθνολογικό του περιεχόμενο και είχε περιοριστεί σε μια γεωγραφική έννοια. Οι απόψεις ξένων επιστημόνων ότι υπάρχει «Μακεδονία» μόνο ως γεωγραφική επωνυμία αποδεικνύει ότι η ύπαρξη μακεδονικής εθνότητας είναι ανυπόστατη[9]. Κατά τη Βυζαντινή και την Οθωμανική Περίοδο, ο όρος «Μακεδονία» προσδιόριζε μια περιοχή, χωρίς σταθερά γεωγραφικά όρια, που ξεκινούσε από τη Θράκη και έφτανε μέχρι ένα μέρος της σημερινής Αλβανίας.

Τα πρώτα σλαβικά φύλα εγκαταστάθηκαν στη Βαλκανική στα τέλη του 6ου αιώνα[10]. Οι Σκοπιανοί θεωρούν πρόγονό τους τον Βασιλιά Σαμουήλ, τον οποίο αντιμετώπισε ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Βασίλειος Β΄, ο επονομαζόμενος «Βουλγαροκτόνος». Αν ο Σαμουήλ ήταν βασιλιάς των Μακεδόνων, όπως ισχυρίζονται οι Σκοπιανοί, ο Βασίλειος ο Β΄  θα έπρεπε να αποκαλούνταν «Μακεδονοκτόνος» και όχι «Βουλγαροκτόνος»[11]. Το τελευταίο είναι άλλο ένα αποδεικτικό στοιχείο που αποδεικνύει τις αβάσιμες απόψεις των Σκοπιανών ιστορικών.

Η Οθωμανική Κατάκτηση οδήγησε σε μετακινήσεις και ανακατατάξεις πληθυσμών στα Βαλκάνια. Την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν υπήρξε διοικητικό διαμέρισμα με το όνομα Μακεδονία. Με την ίδρυση της ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας (Βουλγαρική Εξαρχία) το 1870 ξεκίνησε ο ελληνοβουλγαρικός ανταγωνισμός για την επικράτηση στην περιοχή της Μακεδονίας που ήταν ακόμη τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χαρακτηριστικά, ο Κρητικός Βουλευτής Γεώργιος Ξενουδάκης ανέφερε στη Βουλή των Ελλήνων: «Ἄνευ τῆς Κρήτης καὶ τῆς Μακεδονίας ἡ Ἑλλὰς πολιτικῶς δὲν ζῇ.»[12]. Ο ανταγωνισμός αυτός ενισχύθηκε το 1904 με τη συμμετοχή του Παύλου Μελά και κορυφώθηκε με τους Βαλκανικούς Πολέμους του 1912-13[13].

Αξίζει να σημειωθεί ότι η λεγόμενη «Μακεδονική Εθνότητα» δεν εμφανίστηκε σε καμιά από τις παλαιότερες απογραφές του σημερινού κράτους των Σκοπίων, ούτε στην οθωμανική απογραφή του Χιλμί Πασά του 1904 ούτε στην απογραφή της Κοινωνίας των Εθνών το 1926. Το όνομα που είχε δοθεί στην περιοχή από το 1918 ήταν “Vardarska Banovina”, δηλαδή διοικητική περιφέρεια του Βαρδάρη[14].

Τον όρο «Σλαβομακεδόνες», εισήγαγε ο πανσερβιστής ιστορικός Γιοβάν Σβίγιτς, καθηγητής του Πανεπιστημίου του Βελιγραδίου, στο έργο του La péninsule balkanique[15].Το 1921 η Γ΄ Κομμουνιστική Διεθνής και τα βαλκανικά κομμουνιστικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένου και του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος (που αργότερα αναθεώρησε αυτήν του τη στάση) έκαναν λόγο για ανεξάρτητη «Μακεδονία» και «Μακεδονικό» λαό[16].  Ωστόσο, το όνομα του κρατιδίου ήταν “Vardaska”. Ενδεικτικό είναι το γραμματόσημο του 1939 που εμφανίζει την περιφέρεια των Σκοπίων ως Vardarska. Αλλά και μεταγενέστερος  Βρετανικός χάρτης του 1947 της Εγκυκλοπαίδειας Britannica εμφανίζει τα Σκόπια και την ευρύτερη περιοχή τους ως Vardarska και δεν αναφέρει καθόλου τον όρο Μακεδονία[17].

Το 1944 ο στρατάρχης Τίτο ονόμασε την περιοχή «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αργότερα «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ουσιαστικά, επρόκειτο για μία πολιτική κατασκευή και όχι ιστορική πραγματικότητα. Συγκεκριμένα, στόχος του Τίτο ήταν η αντιμετώπιση της βουλγαρικής προπαγάνδας και των βουλγαρικών βλέψεων στην περιοχή. Έτσι, αναγνώρισε την περιοχή των Σκοπίων, στην οποία κατοικούσαν διαφορετικοί λαοί (Βούλγαροι, Αλβανοί, Σέρβοι, Έλληνες και άλλοι) ως Μακεδονία και τους κατοίκους της ως ιδιαίτερη εθνότητα με το όνομα «Μακεδόνες» και δική τους γλώσσα και πολιτισμό. Αποκαλυπτικό είναι διαβαθμισμένο έγγραφο του Αμερικανικού State Department, με ημερομηνία 26 – 12 – 1944. Σε αυτό αναφέρεται: «Το Υπουργείο Εξωτερικών επεσήμανε… τις αυξανόμενες προπαγανδιστικές διαδώσεις… υπέρ μιας αυτόνομης Μακεδονίας που προέρχονται κυρίως από τη Βουλγαρία, αλλά επίσης και από Γιουγκοσλαβικές πηγές παρτιζάνων και άλλων με την πρόθεση να συμπεριληφθούν και ελληνικές περιοχές. Η Κυβέρνηση των ΗΠΑ θεωρεί τις συζητήσεις περί Μακεδονικού κράτους, Μακεδονικής πατρίδας ή Μακεδονικής εθνικής συνείδησης αδικαιολόγητη δημαγωγία που δεν αντιπροσωπεύει εθνική ή πολιτική πραγματικότητα και διαβλέπει… σε μια πιθανή συγκάλυψη επιθετικών προθέσεων κατά της Ελλάδας”[18]. Δεν πρέπει να μας προκαλεί εντύπωση η αλλαγή στη στάση των δυνάμεων, ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Άλλωστε, η διπλωματία διαμορφώνεται με βάση της ψυχρή λογική εκτίμηση των συμφερόντων ανεξάρτητα από αλήθειες και συναισθηματισμούς.

Οι λεγόμενοι «Σλαβομακεδόνες» εθνικιστές επιθυμούν τη δημιουργία ενός κράτους με πρωτεύουσα τη Θεσσαλονίκη, το οποίο θα περιλαμβάνει τον χώρο που εκτείνεται στη σημερινή περιοχή των Βαλκανίων, ο οποίος, σύμφωνα με αυτούς, διαμελίστηκε με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου (1913), μεταξύ της Ελλάδας (στην οποία, κατά τους ίδιους ,βρίσκεται η «Μακεδονία του Αιγαίου»), της Βουλγαρίας (όπου βρίσκεται η «Μακεδονία του Πιρίν»), της Σερβίας (στην οποία βρίσκεται η «Μακεδονία του Βαρδάρη») και περιοχών της Ν.Α. Αλβανίας και Κοσσόβου[19].

Όπως γράφει ο καθηγητής Χρήστος Γιανναράς, «οι συνοριακές μεταβολές συντελούνται πρώτα στη γλώσσα και ύστερα στα γεωγραφημένα εδάφη.[…] Πρώτα πλαστογραφήθηκε η γλώσσα, αυτονομήθηκε η λέξη ‘Μακεδονία’ από την καταγωγική της ελληνικότητα και μετά ακολούθησαν οι παρανοϊκές απαιτήσεις των Σκοπίων»[20].

Η γλώσσα των Αρχαίων Μακεδόνων ήταν ελληνική, όπως φαίνεται μέσα από μελέτες γλωσσολόγων και ερευνητών. Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Otto Abel, Karl Beloch και Otto Hoffmann[21]. Οι κάτοικοι των Σκοπίων αυτοαποκαλούνταν, κατά τον Γάλλο Γλωσσολόγο Andre Vaillant, «Bugari», γεγονός που δείχνει ότι υιοθέτησαν το όνομα Βούλγαροι[22]. Αλλά και ο Γ. Μπαμπινιώτης υποστηρίζει ότι το μόνο πραγματικό όνομα που είχαν οι Σκοπιανοί μέχρι το 1944 ήταν «Βούλγαροι»[23].

Άλλωστε, οι δηλώσεις του πρώτου προέδρου του ανεξάρτητου κράτους των Σκοπίων Κίρο Γκλιγκόροφ (Kiro Gligorov) στον Καναδά, το 1992, μολονότι υποστηρίζουν τη δήθεν μακρόχρονη ιστορία του Μακεδονικού έθνους, επιβεβαιώνουν ότι το Μακεδονικό κράτος είναι μεταγενέστερη κατασκευή που δεν έχει σχέση με την Μακεδονία του Μεγάλου Αλεξάνδρου, τον οποίο και προσδιορίζει ως «Έλληνα»: «[…] Κουβαλάμε αυτό το όνομα εδώ και αιώνες. Είμαστε Μακεδόνες, αλλά Σλάβοι Μακεδόνες. Αυτό είμαστε. Δεν έχουμε καμία σχέση με τον Αλέξανδρο τον Έλληνα και την Μακεδονία του […]»[24]. Το ίδιο έτος, στο συνέδριο Management of Europe (Παρίσι 1992)[25], ο βετεράνος Αμερικάνος πολιτικός Χένρι Κίσινγκερ θεωρείται ότι είπε: «[…] Πιστεύω ότι η Ελλάδα είναι δίκαιο να έχει αντιρρήσεις και συμφωνώ με την Αθήνα. Ο λόγος είναι ότι εγώ γνωρίζω Ιστορία, πράγμα που δεν συμβαίνει με τους περισσότερους από τους άλλους […] στην Ουάσιγκτον».

Αξίζει να επισημανθεί και η εκκλησιαστική πτυχή του ζητήματος. Το κράτος των Σκοπίων  απέβλεπε στη δημιουργία μίας τοπικής εκκλησίας και το 1958 δημιουργήθηκε η  λεγόμενη «Μακεδονική Εκκλησία», που αποσπάστηκε από το Πατριαρχείο της Σερβίας αυθαίρετα και αντικανονικά (με βάση τους εκκλησιαστικούς κανόνες), υπηρετώντας πολιτικούς στόχους. Η Εκκλησία αυτοανακηρύχθηκε αυτοκέφαλη, παρά τις αντιρρήσεις του Πατριαρχείου Σερβίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου[26].

Το σημερινό κράτος των Σκοπίων μετονομάστηκε μεταπολεμικά «Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Μακεδονίας» και ήταν ένα από τα ομόσπονδα κράτη της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας, επομένως, δεν ήταν ανεξάρτητο κράτος, γι’ αυτό και εξηγείται η «χλιαρή» αντίδραση από τις ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις. Επιπρόσθετα, η Γιουγκοσλαβία του Τίτο και η διαφωνία του τελευταίου με τη Μόσχα έφερε τη Γιουγκοσλαβία πιο κοντά στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο άρμα των οποίων ήταν δεμένη η Ελλάδα στο πλαίσιο του Ψυχρού Πολέμου. Κάτω από αυτό το πρίσμα οι μεταπολεμικές ελληνικές κυβερνήσεις δεν είχαν περιθώρια αντιδράσεων, καθώς ο Τίτο είχε την υποστήριξη των δυτικών δυνάμεων, εξαιτίας της αποστασιοποίησής του από τη Σοβιετική Ένωση[27].

Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών του 1992 αποφάσισε να μην δεχτεί στην ονομασία τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγό της[28] (η “F.Y.R.O.M.”  είναι προσωρινή ονομασία μέχρι την επίλυση του ζητήματος). Αναμφίβολα είναι προς το συμφέρον όλων των βαλκανικών κρατών να υπάρχουν σχέσεις φιλίας και καλής γειτονίας μεταξύ τους. Οι σχέσεις όμως πρέπει να βασίζονται στην αλήθεια και στον αμοιβαίο σεβασμό της ιστορίας και του πολιτισμού τους.

Σύμφωνα με τον Στέλιο Νέστορος, «Η αναγνώριση ενός κράτους με ένα συγκεκριμένο όνομα δίνει το δικαίωμα στους πολίτες αυτού του κράτους και μόνο σε αυτούς να προσδιορίζονται με αυτό το όνομα. Αν λοιπόν επιτραπεί στους Σκοπιανούς να προσδιορίσουν τη χώρα τους ως τη Μακεδονία και τους εαυτούς τους ως Μακεδόνες, τότε εμείς οι Έλληνες Μακεδόνες στερούμαστε τη χρήση ενός δεύτερου […] προσδιοριστικού μας στοιχείου, το οποίο  […] και μας συνδέει με την ίδια την ιστορία της Μακεδονίας που είναι και ιστορία του Ελληνισμού. Δεν είναι λοιπόν δυνατόν ο αυτοπροσδιορισμός εκείνων να καταργήσει το δικό μας προγενέστερο, αλλά και ιστορικά καταξιωμένο δικαίωμα χρήσης του όρου ‘Μακεδονία’»[29].

Αναφορικά με τη διαπραγμάτευση για την επίλυση του ζητήματος, μία πρώτη μελέτη της Πολιτικής Ιστορίας, μας οδηγεί, κατά τη γνώμη μου, στα εξής: Ένας καλός διπλωμάτης ζητά περισσότερα, προκειμένου να πάρει, στο τέλος, αυτά που θέλει. Στην περίπτωσή μας, η ελληνική πλευρά εκ των προτέρων δήλωσε ότι επιδιώκει ένα σύνθετο όνομα για όλες τις χρήσεις (erga omnes) που να περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία». Κατά τη γνώμη μου, αυτή η δήλωση ήταν ατυχής.

Πρώτον, γιατί σε μία διαπραγμάτευση δεν αποκαλύπτεις εκ των προτέρων τις προθέσεις σου και τα όρια των υποχωρήσεών σου. Δεύτερον, επειδή, στη χρονική αυτή συγκυρία που το κράτος των Σκοπίων επιθυμεί διακαώς την ένταξή του στο ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα έπρεπε να ξεκινήσει η διαπραγμάτευση από μηδενική βάση. Τρίτον, γιατί το όνομα της Μακεδονίας και οι αλυτρωτικές βλέψεις του κράτους των Σκοπίων, όπως και η παραχάραξη της Ιστορίας, είναι συγκοινωνούντα δοχεία. Τέταρτον, γιατί η Μακεδονία στο Μεσαίωνα και στους Νεότερους Χρόνους υπήρξε γεωγραφική έννοια απαλλαγμένη από οποιοδήποτε εθνικό περιεχόμενο. Πέμπτον, γιατί το όνομα δεν συνάδει με την ιστορία των κατοίκων των Σκοπίων, το κράτος των οποίων ιστορικά έχει αποδειχτεί ότι είναι ένα πολιτικό κατασκεύασμα· και έκτον, επειδή, εκτός από τους σκληροπυρηνικούς Σλάβους που αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», υπάρχουν και οι Αλβανοί κάτοικοι, μέρος των οποίων υποστηρίζει τη σύνθετη ονομασία «Βαλκανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία». Επομένως, η σύνθετη ονομασία θα έπρεπε να μην περιλαμβάνει το όνομα «Μακεδονία».

Τα ονόματα που φαίνεται ότι έπεσαν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων είναι «Βόρεια Μακεδονία», «Άνω Μακεδονία», «Νέα Μακεδονία», «Σλαβομακεδονία». Ωστόσο, τα ονόματα κρατών με γεωγραφικό προσδιορισμό παραπέμπουν σε εθνολογικά ομοιογενείς περιοχές, π.χ. Βόρεια και Νότια Κορέα. Πρόκειται δηλαδή για ένα λαό που για πολιτικούς λόγους χωρίστηκε σε δύο κράτη. Κατ΄ αναλογία το «Βόρεια» και «Άνω Μακεδονία» προϋποθέτει την ύπαρξη Νότιας και Κάτω Μακεδονίας. Επιπλέον, ο όρος Άνω Μακεδονία αναφέρεται από την Αρχαιότητα ως γεωγραφικός όρος στον Ηρόδοτο[30]. Ωστόσο, ούτε εθνολογική ομοιογένεια υπάρχει με την Ελλάδα ούτε ένας λαός είναι. Αλλά και το όνομα «Νέα Μακεδονία» δεν σημαίνει αυτόματα την απάλειψη οποιασδήποτε σχέσης με την Αρχαία Μακεδονία. Αντίθετα, το «Νέα» σε σχέση με την «Αρχαία» μπορεί να υποδηλώνει την ιστορική εξέλιξη ή  τους  δεσμούς με το ιστορικό παρελθόν  (πρβλ. Αρχαίοι Έλληνες, Νεοέλληνες, Αλικαρνασσός, Νέα Αλικαρνασσός). Αλλά και το Σλαβομακεδονία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, μια που περισσότερο από το 1/3 του πληθυσμού του κράτους είναι Αλβανοί, που, ούτως ή άλλως, δεν πρόκειται να το δεχτούν. Επιπρόσθετα, σε βάθος χρόνου είναι σχεδόν βέβαιο ότι το πρώτο συνθετικό θα απαλειφθεί και θα μένει, χάριν συντομίας, μόνο ο όρος «Μακεδονία». Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του σημερινού κράτους της Ιορδανίας που ονομαζόταν αρχικά Υπεριορδανία[31]. Ως εκ τούτου, θεωρώ ότι οποιοδήποτε όνομα από τα παραπάνω (ακόμα και το όνομα «Μακεδονία του Βαρδάρη» ή το όνομα «Μακεδονία» αμετάφραστο, δηλαδή “Makedonski”) μπορεί μακροπρόθεσμα να δημιουργήσει νέα προβλήματα.

Από την άλλη υπάρχει η απλοϊκή άποψη πως τα Σκόπια τα έχουν αναγνωρίσει ως «Μακεδονία» περισσότερα από 130 κράτη, άρα γιατί να μην το κάνουμε και εμείς, αφού είναι «τελειωμένη υπόθεση». Σήμερα στον  Ο.Η.Ε. ανήκουν 193 κράτη, με εξαίρεση  το Βατικανό και την Ταϊβάν[32], ενώ τα κράτη που έχουν αναγνωρίσει τα Σκόπια με το όνομα «Μακεδονία» είναι πολύ λιγότερα από τα μισά, και πολλά από αυτά αναγνώρισαν το κράτος με την προσωρινή ονομασία F.Y.R.O.M. Αλλά ακόμα κι αν όλα τα κράτη του κόσμου αναγνωρίσουν τα Σκόπια, η Ελλάδα κρατά το κλειδί που ξεκλειδώνει την είσοδο του κρατιδίου στους διεθνείς οργανισμούς και, το σημαντικότερο, μόνο με τη συναίνεση της Ελλάδας μπορούν να νομιμοποιήσουν οι κάτοικοι των Σκοπίων στη διεθνή κοινότητα τη «Μακεδονική εθνικότητα και γλώσσα», όπως και το ίδιο το όνομα της «Μακεδονίας».

Όπως ανέφερε και ο Μίκης Θεοδωράκης, «[…] Το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών στα 1992 αποφάσισε για μία εθνική γραμμή πλεύσης σε μια ονομασία στην οποία δεν θα περιέχεται η λέξη «Μακεδονία». Τυχόν υποχώρηση από αυτή τη γραμμή θα έχει ολέθρια αποτελέσματα για το μέλλον της χώρας μας […] η κυβέρνηση των Σκοπίων απειλεί χωρίς προσχήματα την ακεραιότητα της πατρίδας μας. «Με όχημα το όνομα ‘’Μακεδονία’’ και παραμορφώνοντας τα ιστορικά γεγονότα σε βαθμό γελοιότητας επιδιώκει την επέκταση των συνόρων της εις βάρος των δικών μας για τη δημιουργία της λεγόμενης ‘’Μακεδονίας του Αιγαίου’’ […] φτάσαμε στο θλιβερό σημείο που μας θίγει ως Λαό, να είμαστε αναγκασμένοι να απολογούμεθα για τον πατριωτισμό μας! Εάν υποχωρήσουμε αυτή τη στιγμή από την θέση μας για το όνομα», συμπληρώνει, «είναι σαν να ανοίγουμε τους ασκούς του Αιόλου. […]»[33].

Τέλος, υπάρχει η άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει άμεσα να αναγνωρίσει τα Σκόπια, προκειμένου να μπουν στους διεθνείς οργανισμούς και να μην διαλυθούν, γεγονός που θα οδηγήσει στη δημιουργία της Μεγάλης Αλβανίας. Η αλήθεια είναι πως μπορεί πιο εύκολα να δημιουργηθεί η τελευταία, αν η Ελλάδα χαρίσει στον αναδυόμενο αλβανικό εθνικισμό μία επίπλαστη μακεδονική ταυτότητα... Το ζήτημα αφορά και τις «Μεγάλες Δυνάμεις» της εποχής μας: τις Ηνωμένες Πολιτείες που επιθυμούν άμεσα την εισδοχή των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ, για τους δικούς τους γεωστρατηγικούς λόγους, και τη Ρωσία που, στο πλαίσιο του διεθνούς ανταγωνισμού, δεν επιθυμεί τη λύση του ζητήματος, προκειμένου να μην γίνει άλλη μία χώρα μέλος του ΝΑΤΟ στην ευαίσθητη περιοχή των Βαλκανίων. Η αλήθεια είναι πως, αν οι Ηνωμένες Πολιτείες επιθυμούν τη διάλυση ή τη διατήρηση της εδαφικής ακεραιότητας του κράτους των Σκοπίων, θα το πετύχουν, ανεξάρτητα από το ζήτημα του ονόματος. Άλλωστε, θεωρητικά, δεν τους εμποδίζει κανείς να υπογράψουν μία διμερή στρατιωτική συμφωνία με τα Σκόπια και να διασφαλίσουν με αυτόν τον τρόπο τη χώρα από οποιαδήποτε απειλή.

Η ουσία, όμως, του προβλήματος δεν βρίσκεται μόνο στο όνομα. Για την επίλυση του όλου ζητήματος θα πρέπει, κατά τη γνώμη μου, τα Σκόπια να παραιτηθούν από τις αλυτρωτικές τους διεκδικήσεις με διεθνή σύμβαση και όχι μέσα από δηλώσεις των πολιτικών ή με μετονομασίες αεροδρομίων που κερδίζουν απλά τις εντυπώσεις, όχι, όμως, την ουσία. Άλλωστε, πρέπει η  ελληνική κυβέρνηση να έχει εγγυήσεις ότι, σε περίπτωση συμφωνίας και ένταξης των Σκοπίων στους διεθνείς οργανισμούς, η πολιτική ηγεσία τους δεν θα υπαναχωρήσει στα συμφωνηθέντα. Παράλληλα, η όποια συμφωνία πρέπει να συνδυάζεται με αλλαγές στο Σύνταγμα, με κατέβασμα των αγαλμάτων του Μεγάλου Αλεξάνδρου, με αλλαγές στα σχολικά βιβλία της Ιστορίας, με απόσυρση των αλυτρωτικών χαρτών και με αποδοχή των υφιστάμενων συνόρων. Τέλος, «μακεδονική εθνότητα και γλώσσα» δεν υπάρχει, αλλά, όπως, έχει ήδη επισημανθεί, είναι ένα σύγχρονο πολιτικό κατασκεύασμα. Διαφορετικά, κάθε συμφωνία θα είναι βραχύβια και θα δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα από αυτά που στοχεύει να λύσει.

Δεν είναι τυχαία, ίσως, η επιστολή που είχαν στείλει στους 12 υπουργούς Εξωτερικών της τότε Ε.Ο.Κ. επιφανείς Έλληνες των γραμμάτων, όπως ο νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης, η Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ, ο Αριστόβουλος Μάνεσης, ο Γιάννης Γεωργάκης, ο Δημήτριος Τσάτσος και η Μελίνα Μερκούρη, ζητώντας τους να μην αναγνωρίσουν το κράτος των Σκοπίων με το όνομα «Μακεδονία»[34]. Θα μπορούσε κάποιος να αντιτείνει ότι οι συνθήκες έχουν αλλάξει. Πράγματι, έχουν αλλάξει, η ιστορία, όμως, δεν αλλάζει. Επιπλέον, η Ελλάδα, παρά τα προβλήματά της, εξακολουθεί να είναι μία ισχυρή χώρα στα Βαλκάνια. Οι συνθήκες, μάλιστα, είναι ευνοϊκές, καθώς τα Σκόπια χρειάζονται πάση θυσία την ένταξή τους στους διεθνείς οργανισμούς. Ίσως είναι μία ευκαιρία να δουν την Ιστορία με άλλα μάτια, χωρίς τους παραμορφωτικούς φακούς της πολιτικής προπαγάνδας…  Μακάρι να υπάρξει μία λύση… Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, μπορεί να είναι προτιμότερη η μη λύση και η εκκρεμότητα του ζητήματος, παρά μία κακή λύση, που θα έχει τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

[1] Ο Εμμ. Χαλκιαδάκης διδάσκει Ιστορία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης ([email protected]).

[2]Ενδεικτικά βλ. Ομήρου Οδύσσεια, η, 106.-  Ηροδότου, Ιστορίαι, Ε΄, 22 και Θ΄, 45.- Θουκυδίδου, Ξυγγραφς, 2,99. Απολλοδώρου, Α΄, VIII, 3.- Πλάτωνος, Πολιτεία, 470Ε.- Αρριανού, Αλεξάνδρου Ανάβασις, 1, 16 και 5, 26, 6.- Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, «Αλέξανδρος -Ιούλιος Καίσαρ», Αλέξανδρος, 2.-  Ισοκράτους Φίλιππος, 15-16.- Πολυβίου, Ιστορίαι, Ζ΄, 9, 1 και Θ΄, 37, 7.- Διοδώρου, XVII, 82, 1. Στράβωνος, Γεωγραφικά, Ζ΄, 329.

[3] Πράξεις των Αποστόλων, 16, 9-15 & 17, 10-12.

[4] Για το αρχαίο βασίλειο της Παιονίας πρβλ. L. Merker, “The Ancient  kingdom of Paionia”, Balkan Studies 6 (1965), σ. 35-54. -  Stephen Miller - Letter to Archaeology Magazine, January 22, 2009.

[5] Πρβλ. N. G. L. Hammond, Φίλιππος ο Μακεδών, επιμέλεια – μετάφραση Πάνος Θεοδωρίδης, εκδόσεις Μαλλιάρης - Παιδεία, Θεσσαλονίκη 2007 και ειδικά τις χάρτες στις σελίδες 12 και 80 και τις σελίδες 16 κ.ε.

[6] Μ. Γ. Δήμτσας, Η Μακεδονία εν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις. Ήτοι πνευματική και αρχαιολογική παράστασις της Μακεδονίας εν συλλογή 1409 ελληνικών και 189 λατινικών επιγραφών και εν απεικονίσει των σπουδαιοτέρων καλλιτεχνικών μνημείων, Εκ του Τυπογραφείου των Αδελφών Περρή, Αθήνα 1896.

[7] Μ. Γ. Δήμτσας,  Αρχαία γεωγραφία της Μακεδονίας συνταχθείσα κατά τας αρχαίας πηγάς και τα νεώτερα βοηθήματα, Ινστιτούτο Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1988, σ. 819-820.

[8] Για όλα αυτά τα κοινά στοιχεία των Μακεδόνων με τα άλλα ελληνικά φύλα βλ. και Θεόδωρος Δημητρόπουλος, Μακεδονία, Ιστορία και Πλαστογραφία, Μαρμαρυγή έαρος ελληνικού ες αεί, εκδόσεις Κάκτος, Αθήνα 2007.

[9]Πρβλ. και το βιβλίο του Μανόλη Ανδρόνικου, Βεργίνα. Οι Βασιλικοί τάφοι και άλλες αρχαιότητες, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 1984.

[10] A. Gennep, Traité comparatif des nationalités, Παρίσι 1922, τ. Α΄, σ. 212-214.

[11] Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Α΄, Ιστορικές εκδόσεις Στέφανος Βασιλόπουλος, Αθήνα 1993, σ. 160. κ.ε.

[12]Georg Ostrogorsky, Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους, τ. Β΄, ό.π., σ. 194.

[13]  Λόγοι Γεωργίου Ξενουδάκη,  βουλευτού των εν τω Δήμω Αδάμαντος Κρητών εκφωνηθέντες εν τη Βουλή των Ελλήνων, εκ του τυπογραφείου Ερμού, Αθήνα 1887, εξώφυλλο.

[14] Πρβλ. Γενικό Επιτελείο Στρατού - Διεύθυνση Ιστορία Στρατού, 100 χρόνια από τη διεξαγωγή των Βαλκανικών Πολέμων, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου, Αθήνα, 7-8 Φεβρουαρίου 2013, Αθήνα 2013.

[15] Μαρία Νυσταζοπούλου – Πελεκίδου, Το Μακεδονικό Ζήτημα: ιστορική θεώρηση του προβλήματος, Αθήνα 1988, σ. 8.

[16] Jovan Cvijic, La péninsule balkanique:géographie humaine, avec 31 cartes et croquis dans le texte et 9 cartes hors texte, Paris: Librairie Armand Colin,1918.

[17] Δημήτριος Παντερμαλής (επιμ.), Μακεδονία το ιστορικό πρόσωπο του ελληνικού Βορρά, έκδοση Α.Π.Θ., Θεσσαλονίκη 2012, σ. 30.-  Εφ. Ριζοσπάστης, Αθήνα, 5 Μαρτίου 1932.- Πρβλ. και εφ. Ριζοσπάστης, Αθήνα, 17 Ιανουαρίου 1997.

[18] Encyclopedia Britannica, World Atlas, Physical and Political Map. Geographical Summaries. World Spheres of Influence, U.S.A. 1947, «Χάρτης της Γιουγκοσλαβίας», copyright C.S. Hammond & Co N.Y.

[19] United States, State Department, Foreign Relations vol. vii, Washington D.C., Circular Airgram, 886.014/ 26 December 1944.

[20] Εφ. The Times, Λονδίνο, 5 Αυγούστου 1957.

[21] Εφ. Η Καθημερινή, Αθήνα, 12 Μαρτίου 2006.

[22] Πρβλ. Otto Abel, Η μέχρι Φιλίππου αρχαία ιστορία της Μακεδονίας, μετάφραση Μ. Δημιτσα, Λειψία 1860.-  K. J. Beloch, Griechische Geschichte, seit Alexander , dans Gerke et Norden. Einleitung in die Altertumsnissenschaft, Λειψία 1912.- Otto Hoffmann, Die Makedonien, ihre Sprach und ihr Volkstum, Γκέτινγκεν 1906.

[23] Andre Vaillant, “Le problem du Slave Macedonien”, Bulletin de la Societe de Linquistique de Paris 39 (1938), σ. 205.

[24] Εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 12 Φεβρουαρίου 1992.

[25] Εφ. Toronto Star, Τορόντο (Καναδάς), 15  Μαρτίου 1992.

[26] The 1992 Top Management Forum Competing in Global Markets, Henry Kissinger, An Analysis of the Global Geopolitical Environment , Παρίσι, 18-19 June 1992.- Αν και η δήλωση αυτή αμφισβητείται από κάποιους, ο Κίσινγκερ δεν την έχει διαψεύσει.

[27] Ιωάννης Ταρνανίδης, Στα Βόρεια της Μακεδονίας, εκδοτικός  οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε., Θεσσαλονίκη 1995, σ. 109-115.

[28]Πρβλ. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Σύγχρονος Ελληνισμός από το 1941 έως το τέλος του Αιώνα, τ. ΙΣΤ΄, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα 2000.

[28] Πρβλ. εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 3 Νοεμβρίου 2007.

[30] Εφ. Το Βήμα, Αθήνα, 23 Φεβρουαρίου 1992.

[31] Ηροδότου 7. 173.4: «ἐσβολήν ἐς Θεσσαλοὺς κατὰ τὴν ἄνω μακεδονίην, διὰ Περραιβῶν κατὰ Γόννων πόλιν…ἡ στρατιὴ ἡ Ξέρξεω…».

[32] Πρβλ. Philips Robins, A History of Jordan, Cambridge University Press, Cambridge 2004.

[33]http://www.un.org/en/sections/... (ημερομηνία πρόσβασης: 27.1.2018).

[34] Εφ. Τα Νέα, Αθήνα, 8.1.2018.

[35] Εφ. Τα Νέα, Αθήνα, 28.3.1992.


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ