Ποιος έχτισε λοιπόν, τη Θήβα την εφτάπυλη;

Διάβασα, ότι γίνεται ένα «διεθνές» συνέδριο για τις «άγνωστες πτυχές» του Κρητικού Πολέμου κι έχω να παρατηρήσω την επιλεκτική απουσία εισηγήσεων που αφορούν την άγνωστη συμμετοχή της πολύχρονης πολιορκίας της Κάντια στην ημερήσια ευρωπαϊκή διπλωματία


Του Δούκα του Μποφώρ


Αγαπητοί μου συμπατριώτες,

κρητικοί και κρητικοπούλες,

Μπορώ να σας αποκαλώ έτσι, αφού 350 χρόνους που ‘μαι θαμμένος κι αγνοούμενος εδώ στα χώματα του Χάνδακα, είμαι κι εγώ βέρος Κρητικός πια. Τι κι αν ήμουνα πρίγκιπας και Δούκας στη Φράντσια; Πάνε αυτά πια! Μια χαχαλιά χώμα είμαι τώρα κι ένα κιβούρι κόκαλα.

Παράξενο μοιάζει να παίρνετε γραφή από ένα πεθαμένο. Ανήκουστο κι απίστευτο. Μα κάνει και καμιά φορά στραβά μάτια ο Πλούτωνας κι αφήνει να ξεχασκίσει λίγο φως από τον απάνω κόσμο για να πάρει γραφές και λόγια από τους αποθαμένους που χιμούνε οι κακομοίρηδες σαν τσι λούπηδες, σα δούνε τη χαραμάδα στα σκότη. Και συνωστίζονται ο ένας απάνω στον άλλο, πατείς με πατώ σε, να στείλουνε μαντάτα σ’ τσι ζωντανούς έτσι που τα κάνανε και του Οδυσσέα σαν κατέβηκε κι εκείνος ακούγοντας την προσταγή της Κίρκης που του ‘πε, πως ο δρόμος για την Ιθάκη περνά υποχρεωτικά από τον κάτω κόσμο.

Εδώ κάπου, κάτω από τα μπεντένια του Μεγάλου Κάστρου που είμαι αγνοούμενος για 3,5 ακριβώς αιώνες, μαθαίνω που και που τι απογίνεται πάνω από τα κόκαλά μου στις ρούγες και τα σοκάκια όχι μόνο της Χρυσοπηγής, που μετέπειτα λέει την είπατε μεσκηνιά, αλλά σ’ όλο το Μεγάλο Κάστρο, στο Βούργο, σ’ όλη την Κάντια. Μπορεί να μη σηκώνομαι να ψηφίζω αλλά όλα τα ξέρω από τα καμώματα του αρχοντολογιού της Πολιτείας μας. Κι ας μη μιλώ. Πλαντώ εδώ κάτω χαμηλά από την ασκήμια της πόλης μας. Ακούω το χαλάπαντο του απάνω κόσμου σας, που μου μεταφέρει τον ξεπεσμό του. Ναι, περάσανε 350 χρόνια και σαν να ‘τανε χτες εκείνη η καταραμένη μέρα που οι Αγαρηνοί πετσοκόψανε τους σολντάτους μου κι εμένα που φτάσαμε από τη Φραγκιά να σώσουμε το Χάντακα από το μισοφέγγαρο. Από το Τσιρίγο κιόλας, σαν έφτανε η αρμάδα μας, ξαγρυπνούσα στο κατάστρωμα της θαυμαστοσκάλιστης ναυαρχίδας που μου σκάρωσε ο πρωτοξάδερφος Βασιλιάς Ήλιος, να με πέψει στην Κάντια, να τη σώσουμε από τους απίστους. Λαχτάρα είχα κι εγώ κι όλοι οι σολντάτοι της Φράντσιας αλλά κι οι άλλοι από τις γαλέρες του πάπα και της Μάλτας να δούμε να αχνοπροβάλλουνε τα βουνά της μέσα στο πούσι του γιαλού. Δε βλέπαμε την ώρα να ξερνοβολήσουμε τα μπαρουτόβολα στον Άπιστο Αγαρηνό που εικοσιδυό χρόνους σας έσφιγγε σαν το θεριό από στεριά και θάλασσα. Δηλαδή για να ακριβολογώ όχι εσάς τους σημερινούς, αλλά τους κρητοβενετούς ή βενετοκρητικούς άρχοντες και πόπολο παππούδες σας, καμιά δεκαριά - δωδεκαριά γενιές προς τα πίσω. Μα δε στάθηκα κι εγώ τυχερός. Άχτι το ‘χα να γιουργάρουμε καταπάνω στα τούρκικα φέσια που παπαρουνίζανε απόξω από τα τειχιά της Σαμπιονάρας και του Αη Δημήτρη εκείνο το καλοκαιριάτικο πρωινό, καινουργιοφερμένοι καθώς ήμασταν. Δεν ήτανε τυχερό μου. Δεν έφτανε ο πόλεμος στις μίνες π’ άκουγες τη γης από κάτω σου να σεισμοκοπά και να μουγκαλιέται. Διασταύρι περνοκοπούσανε κι οι μπάλες των απίστων από τα φουσάτα μας με τις παρδαλές στολές μας. Θαρρούσαμε πως είναι παίξε-γέλασε ο πόλεμος. Μας έφαε το γιαταγάνι και το βόλι ένα προς ένα. Δε θέλω να τα θυμούμαι. Κι ήπεψε φετφά ο Κιοπρουλής και κόψανε τις κεφαλές των σκοτωμένων Γάλλων και τις παστουρώσανε στ’ αλάτσι και τσι βάλανε σε εικοσιδυό μεγάλους φάρδους να τσι πέψουνε με τα κατεργοκάραβά τους στην Πόλη του Σουλτάνου μπας και βρούνε εκεί μέσα και τη δική μου, για να την ξαναστείλει πεσκέσι στα ανάκτορα του Σαμπόρτ στον πρωτοξάδερφο βασιλιά, να με κηδέψουνε και να με κλάψουνε στην πατρίδα μ’ όλες τις τιμές. Ήθελε να τον καλοπιάνει συνέχεια ο Αμιράς το Λουδοβίκο. Από το καλό στο καλύτερο πήγαινε το εμπόριο στο Λεβάντε με τα γαλλικά καράβια. Μα δε θέλω να σας αφηγηθώ γνωστά πράματα με τούτη τη γραφή μου. Άλλος είναι ο σκοπός μου.

Διάβασα, ότι γίνεται ένα «διεθνές» συνέδριο για τις «άγνωστες πτυχές» του Κρητικού Πολέμου. Διάβασα επίσης, ολόκληρο το πρόγραμμα και τις περιλήψεις των ομιλιών όλων των πράγματι αξιόλογων επιστημόνων που συμμετέχουν σε αυτό. Έχω όμως να παρατηρήσω την επιλεκτική απουσία εισηγήσεων που αφορούν την άγνωστη πράγματι και πολύπτυχη συμμετοχή της πολύχρονης πολιορκίας της Κάντια στην ημερήσια ευρωπαϊκή διπλωματία όλων των πριγκίπων και των Αυλών της Ευρώπης. Τη διεθνοποίησή του για την κλίμακα της εποχής. Ή ακόμη την επίσης επιλεκτική απουσία εισηγήσεων για τις άγνωστες σημαντικές παρεμβάσεις του Βασιλιά Ήλιου, της συμβολής του γαλλικού Έθνους, του πάπα Κλήμη Θ’ και του Βατικανού να διασωθεί το τελευταίο προπύργιο της χριστιανοσύνης στην επέλαση του ισλαμικού κινδύνου στην Ευρώπη. Έχουν περάσει 3,5 ολόκληροι αιώνες και είναι ντροπή να κρατούνται ακόμη ερμητικά κλειστές οι πόρτες της αλήθειας για να φωτιστεί άπλετα η αληθινή ιστορία μιας κοσμοϊστορικής πολιορκίας που για την εποχή της ισοδυναμούσε με παγκόσμιο πόλεμο. Είναι ντροπή και όνειδος να φοράμε παρωπίδες στην αλήθεια και να βαφτίζουμε «διεθνή» συνέδρια, τοπικές συναντήσεις που παρουσιάζουν λειψά και κουτσουρεμένα τα γεγονότα. Με αποκλεισμούς εξαίρετων επιστημόνων από το δυτικό κόσμο που έχουν ασχοληθεί. Ξέρω απ’ εδώ βαθειά που αναπαύομαι και που δεν ακούω μόνο τον απόηχο της ασχήμιας της πόλης μας, αλλά τον αχό της Ιστορίας και βλέπω από τη μονιμότητα της αιωνιότητας χωρίς θολάδα τα γεγονότα, ότι η Βικελαία Βιβλιοθήκη είναι κατευθυνόμενη από τις πολιτικές σκοπιμότητες της Λέσχης των Ευγενών της Κάντια και δεν έχει την πρέπουσα καθαρότητα στο βλέμμα της προς τα πίσω. Ξέρω πολύ καλά, ότι αυτή η Βιβλιοθήκη, το πάλαι ποτέ λαμπρόν φέγγος του Μεγάλου Κάστρου που το διακόνησαν αφάτου ύψους σκαπανείς του πνεύματος, απέρριψε πνευματικά έργα με την ευκαιρία της επετείου των 350 χρόνων της πτώσης της Κάντια, που φωτίζουν άγνωστες πτυχές της τελευταίας περιόδου του Κρητικού Πολέμου, με την επίκληση αστείων δικαιολογιών που δεν λέγονται ούτε σε μικρά παιδιά. Στην πραγματικότητα οι Ταγοί του Μεγάλου Κάστρου και οι ιστορικοί τους μέντορες,, δεν ήθελαν και δε θέλουν να διασαλεύσουν έστω και μετά από 350 χρόνια τη φιλτραρισμένη και λειψή Ιστορία που τους αρέσκεται να σερβίρουν και που αποσιωπά τις άγνωστες λεπτομέρειες συμβολής του Γαλλικού Έθνους και του Ρωμαίου Ποντίφικα πάπα Κλήμη Θ’, στο μεγάλο αυτό ιστορικό γεγονός όχι μόνο για την Κρήτη αλλά και την Ιστορία της Ευρώπης. Θα τρίζουν τα κόκαλα του Σταυρινίδη, του Σήφακα, του Σπανάκη, του Παναγιωτάκη, του Μανούσακα, του Ξανθουδίδη, του Αλεξίου και πολλών άλλων, αν μάθουνε ότι χτίζουνε με αψηλά τείχη να απομονώσουνε την Ιστορική Αλήθεια…

Το ξέρω πως κι εμείς από την Εσπερία, οι στόλοι και οι αρχηγοί τους κάναμε σφάλματα. Όλοι. Κι ο Ναβάι, κι ο Ντε Βιβόν, κι ο Ροσπιλιόζι ο αρχιστράτηγος το ανηψούδι του πάπα. Πολλά σφάλματα. Μας φάγανε οι εγωισμοί, τα πρωτόκολλα κι οι τύποι. Μα αυτό που μετρά στην Ιστορία δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα, αλλά κι όλα τα βήματα που φτάνουν μέχρι το αποτέλεσμα. Δεν είναι μόνο ένα φορτίο για τη μνήμη η Ιστορία, αλλά και μια φώτιση για την Αλήθεια και την ψυχή. Ας μην προσπαθείτε να τη βιάζετε ακόμη και μετά από 3,5 αιώνες μόνο και μόνο επειδή δεν ταιριάζει στο παρόν σας. Από εδώ κάτω απ’ τα χώματα του Κάστρου π’ αναπαύομαι, δηλαδή κάτω απ’ την τσιμεντένια ζούγκλα, το μόνο που με συνδέει με το φως είναι εκείνο το λιτό μνημείο στον κήπο του ναού του Αγ. Σαλιβαδόρου εις ανάμνηση λέει της γαλλικής παρουσίας στον Κρητικό Πόλεμο. Φευ, τι ειρωνεία! Α, και μια μακρά λουρίδα στρωμένης με πίσσα στράτας - εκεί κατά τα μέρη που μας πετσόκοψε τ’ αγαρηνό μπαρουτόβολο - που βγάζει κατά τη Σαμπιονάρα, έτσι για να ‘χετε κι ένα φύλλο συκής να το δείχνετε στην Ιστορία, να δικαιολογείτε το σχήμα σας! Και να θυμάστε που και που, ότι κάποτε οι παπούδες σας δώδεκα γενιές πίσω, παραμονεύουνε αναστενάζοντας πάνω από τα μπαστιόνια και τα χαλάσματα, πίσω από στοίβες λιθάρια κι από γρέκια, κι όλο κοιτούσαν κατά το γιαλό, να δουν αν έρχεται το μεντάτι από τη Φράντσια, αν έρχονται τα κατεργοκάραβα από τη Βενετιά μ’ άρματα κι αρματωμένους να σώσουνε τις εκκλησιές. Την Τριμάρτυρο, τους Άγιους Δέκα, τη Μεσοπαντήτισσα, τον Άγιο Τίτο, το Χριστό τον Κεφαλά και την Αγία Κατερίνα. Να προλάβουν να κασελιάζουν τα τετραβάγγελα και το Άγιο Αίμα, να ξεκρεμάσουν τις καμπάνες, και να σώσουν τα προγονικά κόκαλα. Μα ‘ρθανε αλλιώς τα πράματα. Να μην τα ξαναλέμε.

Έγραψα, τούτα τα λίγα, γιατί κι ο αποκρισάριος του Πλούτωνα βάζει κι αυτός όριο στη γραφή, και δε θέλω να κουράζω και τους αναγνώστες του Cretalive. Που και που κι οι ψυχές ροζονάρουν κι εκείνες μεταξύ τους και τα λέγαμε εχτές με το μεγάλο παππού μας τον Καζαντζάκη και τον άλλο τον ανυπόταχτο Μπρεχτ που ναι κι οι δυο τους καινουργιοφερμένοι σε σχέση με μένα εδώ κάτω. Κουνούσανε τις κεφαλές τους, μόλις τους είπα τα μαντάτα. Τότε πετάχτηκε ο Μπρεχτ και μου ‘δωσε την ιδέα για τον τίτλο στο γράμμα μου, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα ρητορικό ερώτημα για το ποια είναι η Αλήθεια σ’ όλα τα πράγματα, ακόμη κι αν αυτή πονά, σ’ εσάς τους ζωντανούς!

Απ’ τα κόκαλα βγαλμένος

Κάπου στην Κάντια, Νοέμβρης 2019

Δούκας του Μποφώρ



Duc de Beaufort François de Vendôme


Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ