Ελληνικές μνήμες της 7ης τέχνης στην πόλη του φωτός

Κωστής Μαυρικάκης
Κωστής Μαυρικάκης

Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται το Μάρτιο του 1973 στη Σπιναλόγκα όπου τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 2,5 βδομάδες και στο χανσενικό σανατόριο της Αγ. Βαρβάρας στο Αιγάλεω

 

Του ΚΩΣΤΗ Ε. ΜΑΥΡΙΚΑΚΗ

Συνήθως η αναγνώριση έρχεται μετά θάνατον. Κι αυτό δεν μπορεί να εξαιρεί ούτε την 7η τέχνη, τον κινηματογράφο. Η γαλλική κινηματοθήκη (Cinémathèque Française) είναι μια μη κερδοσκοπική κινηματογραφική οργάνωση που μετρά 85 χρόνια ζωής και κατέχει ένα από τα μεγαλύτερα αρχεία ταινιών στον κόσμο. Mε έδρα στην καρδιά του Παρισιού σε ένα μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής κτίριο σχεδιασμένο από τον αμερικανό αρχιτέκτονα Frank Gehry στις όχθες του Σηκουάνα, δίπλα στο παρόχθιο πάρκο de Bercy (ένα από τα πιο εμβληματικά έργα της θητείας του Φρανσουά Μιτεράν) και πολύ κοντά στην Εθνική Βιβλιοθήκη της χώρας, προσφέρει καθημερινές προβολές από το ρεπερτόριο του παγκόσμιου κινηματογράφου. Η κινηματοθήκη με πρόεδρο μάλιστα αυτή την περίοδο την εξαίχουσα μορφή του οικουμενικού σινεμά, τον έλληνα σκηνοθέτη Κώστα Γαβρά, έχει μια ιστορική και δεσπόζουσα συμβολή στην κουλτούρα, τον πολιτισμό αλλά και την πολιτική και κοινωνική ζωή της Γαλλίας τον τελευταίο μισό αιώνα, αφού συνδέεται με μεγάλα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα της χώρας. Δεν περιορίζεται όμως μόνο στη στεγνή προβολή ταινιών αλλά αποτελεί ένα κορυφαίο πυρήνα πολιτισμού στο κέντρο της πόλης του φωτός με παράλληλες εκδηλώσεις και αφιερώματα. Ένα κορυφαίο κύτταρο πολιτισμού της χώρας, με αντίστοιχο το δικό μας Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ).

 

 

Έτυχε όμως μέσα στην απρόβλεπτη λαίλαπα που ενέσκηψε εσχάτως με την παγκόσμια πανδημία του κορωνοϊού, η Γαλλική Κινηματοθήκη να είχε προγραμματίσει από τις 11 έως τις 29 Μαρτίου αφιέρωμα σ’ ένα σχετικά άγνωστο στη Γαλλία, αντικομφορμιστή σκηνοθέτη αλλά με ισχυρή παρουσία τριών ταινιών του που αφορούσαν στη χώρα μας. Πρόκειται για τον σκηνοθέτη JeanDaniel Pollet (1936-2004) το Γάλλο «ποιητή των εικόνων» όπως έχει αποκληθεί, που βρέθηκε τυχαία στο χώρο του σινεμά, αφού σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, γνωστικό πεδίο άλλωστε που δεν εξάσκησε ποτέ.

Αντίθετα από τα πρώτα κιόλας χρόνια των σπουδών του επέλεξε να ασχοληθεί με τον κινηματογράφο, ως σκηνοθέτης και σεναριογράφος.

Όταν κατετάγη να υπηρετήσει την πατρίδα του, εντάχτηκε στο τμήμα κινηματογράφου του γαλλικού στρατού. Εκεί ως στρατιώτης, με κινηματογραφικά μέσα του στρατού, ξεκίνησε το 1958 την κινηματογραφική του καριέρα, γυρίζοντας την πρώτη του ταινία με τίτλο «Pourvu qu'on ait l'ivresse...» (αρκεί να είμαστε μεθυσμένοι) γαλλική ιδιωματική έκφραση που σημαίνει «αρκεί να έχουμε πολύ όρεξη» που αναφερόταν σε  ένα μικρό καφενείο στο Παρίσι της δεκαετίας του 1950 όπου πήγαιναν οι πολύ φτωχοί για να χορεύουν.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘60, ο J. D. Pollet άρχισε να εξερευνά μια άλλη προσέγγιση για τον κινηματογράφο με την ταινία «Méditerranée» (Μεσόγειος, 1963), την οποία έκανε πάνω από δύο χρόνια. Πρόκειται για μια ωδή για τη Μεσόγειο που γυρίστηκε εκτός από την Ελλάδα στην Ισπανία, τη Σικελία, την Αίγυπτο κ.α. Ο J. D. Pollet προσπάθησε να δημιουργήσει μια μορφή ποιητικής ταινίας, χρησιμοποιώντας κείμενα και σχόλια από συγγραφείς όπως ο Philippe Sollers, o Jean Thibeaudeau, και ο Francis Ponge.

Ένα χρόνο αργότερα το 1964 γυρίζει το εξαίσιο ντοκιμαντέρ «Bassae» που αναφέρεται στο ναό του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες της Φιγαλείας στην Πελοπόννησο ο οποίος από το 1986 αποτελεί μνημείο παγκόσμιας κληρονομιάς της UNESCO.

 Όμως η ταινία που εξακολουθεί να είναι η ναυαρχίδα των δημιουργιών του σχεδόν μισόν αιώνα μετά αφού εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο κριτικής και μελέτης ακόμη και πέρα από τον Ατλαντικό, είναι η ταινία «L’ Ordre» (Η Τάξη). Η ταινία ξεκίνησε να γυρίζεται μαζί με τον εθνολόγο, συγγραφέα και φιλέλληνα Maurice Born με πολύ πενιχρά και υποτυπώδη τεχνικά μέσα το Μάρτιο του 1973 στη Σπιναλόγκα όπου τα γυρίσματα κράτησαν περίπου 2,5 βδομάδες και στο χανσενικό σανατόριο της Αγ. Βαρβάρας στο Αιγάλεω με τις τρομερές αφηγήσεις on camera του θρυλικού Επαμεινώνδα Ρεμουντάκη που κράτησαν άλλες 2 βδομάδες. Γυρίστηκε σε φιλμ των 35 mm με την ιστορική μηχανή Arrifleχ και χρηματοδοτήθηκε από την ελβετική φαρμακευτική εταιρία Sandoz. Το συνεργείο ήταν όλα κι όλα δύο άτομα: Ο σκηνοθέτης Jean-Daniel Pollet, ο βοηθός σκηνοθέτη και σεναριογράφος Maurice Born. Μάλιστα οι σκηνές με τις γρήγορες κινήσεις τοπίου αυτοσχεδιάστηκαν: Με ένα καροτσάκι μωρού με μεγάλες ρόδες, που το ενίσχυσαν με πιο χοντρά σίδερα, τοποθέτησαν πάνω την κινηματογραφική μηχανή για τη λήψη των γρήγορων πλάνων πάνω στην οχυρή νησίδα! Το εντυπωσιακό είναι όμως ότι το μοντάζ της ταινίας κράτησε 6 μήνες!

Η ταινία που πρωτοπροβλήθηκε στο Διεθνές Συνέδριο της Ιστορίας της Φαρμακευτικής τον Σεπτέμβριο του 1973, όντας γροθιά στο στομάχι της ίδιας της κοινωνίας αλλά και έργο αμφισβήτησης της καθεστηκυίας ιατρικής τάξης, πέρασε απαρατήρητη και σχεδόν υποτιμήθηκε. Μόνο μετά το φεστιβάλ της Γκρενόμπλ το 1974 η ταινία άρχισε να βρίσκει το ακροατήριό της…

Λίγα χρόνια αργότερα, το 1979 ο J. D. Pollet έκανε με τον M. Born, την ταινία «Pour mémoire» (η μνήμη), που αναφερόταν σε ένα πολύ παλιό εργοστάσιο του 1850 στη Β. Γαλλία στο οποίο δεν είχε αλλάξει απολύτως τίποτα στον τρόπο παραγωγής του μέχρι που έκλεισε.

 

 

 

Το 1989, κινηματογραφώντας την ταινία του «Contretemps» και γυρίζοντας σχετική σκηνή στις ράγες μιας σιδηροδρομικής γραμμής, παρασύρθηκε από το διερχόμενο τραίνο που αποτελούσε μέρος των γυρισμάτων και τραυματίστηκε πολύ βαριά, μένοντας σχεδόν ανάπηρος μέχρι το 2004 που πέθανε στην Cadenet της νότιας Γαλλίας.

Από τότε που τραυματίστηκε και μετά, πάντα νοσταλγούσε την Ελλάδα και συνέχεια έλεγε στον παλιό συνεργάτη του M. Born να βρουν ένα θέμα και να κάνουν μια καινούργια ταινία στη χώρα μας. Άλλωστε έλεγε συχνά για την Ελλάδα: «Εκεί γεννήθηκα. Σ’ αυτή τη χώρα γεννήθηκα. Γιατί; Ίσως γιατί άκουγα μια μουσική από ένα τζουκ-μποξ, που βρισκόταν κάπου εκεί, ίσως κάτι άλλο, ποτέ δεν έμαθα, αλλά είπα: είναι χώρα μου όσο η ίδια μου η χώρα, η Γαλλία».

Μέχρι το τέλος της ζωής του, έλεγε πάντοτε ότι σε ολόκληρη την κινηματογραφική του καριέρα μόνο ένας άνθρωπος τον είχε τόσο πολύ συγκλονίσει και εντυπωσιάσει: Και αυτός ήταν ο Επαμεινώνδας Ρεμουντάκης με τις αφηγήσεις του!

Ο Jean-Daniel Pollet ήτανε ένας «ποιητής σκηνοθέτης» που χρησιμοποίησε τον κινηματογράφο για να σκαρώσει τη δική του ποίηση. Είχε πάνω απ’ όλα ευαίσθητη ματιά, στα χρώματα. Οι πιο πολλές ταινίες του, στις οποίες πραγματικά απελευθερώνει το παιχνίδι αυτής της έμπνευσης, όπου προέχει το χρώμα, αποδεικνύουν ότι είναι ένας απροσποίητος και αυθόρμητος ζωγράφος. Όλα αυτά έγιναν κινηματογράφος. Πρώτα απ’ όλα όμως ήταν η ποίηση. Υπάρχει πολύ μεγάλη αντιστοιχία ανάμεσα στον κινηματογράφο που λαμβάνεται σαν θετική πλάνη, τη φωνή και όσα μπορούμε να φανταστούμε στις ταινίες του. Οι ταινίες του J. D. Pollet έχει ειπωθεί ότι «είναι σαν βότσαλα, αντικείμενα γυαλισμένα από το νερό, το χρόνο και τον ήλιο».

Η φιλμογραφία του - δεκαοκτώ ταινίες μεγάλου μήκους, δεκαοκτώ μικρού μήκους, μερικές χαμένες - έχει πράγματι αντέξει στη δοκιμασία του χρόνου. Επιπλέον, περίπου είκοσι από αυτές, οι περισσότερες από τις οποίες αποκαταστάθηκαν, θα παιζόταν στις αίθουσες της Γαλλικής Κινηματοθήκης από τις 18 Μαρτίου,  αλλά με μεγάλη πιθανότητα λόγω της παγκόσμιας πανδημίας να αναβληθούν.

Τα τρία από τα έργα του με ελληνικό άρωμα παραμένουν σχεδόν μετά από μισό αιώνα κλασικά και προκαλούν το ενδιαφέρον του κοινού, όχι όπως θα ήταν φυσικό στη χώρα μας, αλλά εκτός και πέραν αυτής.

Η Εθνική Κινηματοθήκη της Γαλλίας, ενέταξε ένα 19ημερο εκδηλώσεων αφιερωμένες στο μεγάλο Γάλλο και φιλέλληνα σκηνοθέτη, που δυστυχώς τυγχάνει μέσα στους αυστηρούς κανόνες που διέπουν την παγκόσμια ασφάλεια λόγω της πανδημίας του κορωνοϊού.

Ήδη οι μεγαλύτερες εφημερίδες της χώρας (Le Monde, Libération, l'Humanité) έγραψαν τη βδομάδα που διανύουμε εκτενή αφιερώματα στις στήλες τους για τον πολιτισμό.

Βασικός ομιλητής των εκδηλώσεων τούτων με την ευκαιρία της επανέκδοσης πέρσι των δυο έργων του σκηνοθέτη, μια υπενθύμιση και μια παραγγελιά για τη μνήμη (το L’Ordre και το Pour mémoire) σε φορμά υψηλής ανάλυσης θα ήταν ο παλιός φίλος και συνεργάτης του Maurice Born, o οποίος όπως γράφει και στο εκτενές εισαγωγικό σημείωμα που περιλαμβάνεται στο άλμπουμ που περιέχει το dvd με τα δύο έργα «…μιλά σήμερα μόνο επειδή είναι ο μόνος επιζών των ιστοριών αυτών». Και συνεχίζει ο Γαλλοελβετός φιλέλληνας και μόνιμος κάτοικος της Κρήτης την τελευταία δεκαετία, ότι αυτό τον ενοχλεί. Γιατί «εκφράζω τον εαυτό μου ως σκηνοθέτη, ενώ ο σκηνοθέτης, ο οποίος ήταν φίλος μου, δεν είναι πια στη ζωή. Δεν θα ήθελα με τίποτα στον κόσμο να πάρω μια θέση που δεν μου ανήκει. Αυτό δεν είναι τόσο πολύ εφικτό, αφού αισθάνομαι πολύ μακριά απ’ αυτό που ονομάζουμε κινηματογράφο. Αν ήταν να σχολιάσω τη φιλοσοφία για το θέμα των δύο ταινιών που κάναμε, καλύτερα από εμένα θα ήταν να μιλούσε ένας φιλόσοφος. Αλλά επειδή πρόκειται εδώ να πούμε ποιες ήταν αυτές οι εμπειρίες, ίσως μπορώ να προσφέρω τη μαρτυρία μου». Στο εξαίσιο γαλλικό κείμενο που συνοδεύει το άλμπουμ ο Maurice Born επιχειρεί μια πολύτιμη ιστορική μαρτυρία για το χρονικό του κτισίματος αυτής της κλασικής πλέον ταινίας που μισόν αιώνα μετά, εξακολουθεί να εκπλήσσει και να αιφνιδιάζει τόσο με τα πολλαπλά της νοήματα με τον αυθορμητισμό, την ζωντάνια και συμβολισμούς του τυφλού Ρεμουντάκη μπροστά στην κάμερα όσο και με τις τεχνικές της πρωτοτυπίες.

 

Γίνε ο ρεπόρτερ του CRETALIVE

ΣΤΕΙΛΕ ΤΗΝ ΕΙΔΗΣΗ